Ευρώ ή δραχμή;
Η απώλεια της νομισματικής κυριαρχίας των ευρωπαϊκών κρατών που προσχώρησαν στην ζώνη του ευρώ θα μπορούσε να αποβεί γόνιμη υπό δύο προϋποθέσεις: α. την δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού υπουργείου Οικονομικών και β. την σχετική ομοιογένεια των οικονομικών δομών της ευρωζώνης.
α. Η θέσπιση κοινού νομίσματος που δεν αποτελεί δημοσιονομικό εργαλείο ενός κυρίαρχου κράτους και έκφραση μίας ενιαίας πολιτικής βούλησης αποτελεί παγκόσμιο παράδοξο.
Το ευρώ θα είχε προοπτική εάν συνδυαζόταν με την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, την μετατροπή της σε ομοσπονδία ή έστω συνομοσπονδία του τύπου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.
Όχι μόνον κάτι τέτοιο δεν έγινε, αλλά έγιναν βήματα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης αρνήθηκαν να παραχωρήσουν ψήγματα έστω της εθνικής τους κυριαρχίας, περιοριζόμενες σε δευτερεύοντα και ανούσια ζητήματα. Επίσης αρνήθηκαν να συναινέσουν στην θέσπιση αιρετών εκτελεστικών οργάνων αντί της διορισμένης Επιτροπής που αποτελείται από γραφειοκράτες χωρίς πολιτική νομιμοποίηση. Τελικά η στασιμότητα υπηρέτησε την επιβίωση και την ενίσχυση μάλιστα της κλειστής, αυτιστικής λογικής των ευρωπαϊκών κρατών, που είδαν στο ευρώ μόνον τις δικιές τους περιφερειακές σκοπιμότητες.
Το αποτέλεσμα ήταν το ευρώ να βαδίζει στο κενό, εξαρτώμενο από την εξαιρετικά αργή και περίπλοκη διαδικασία λήψης αποφάσεων της Ευρωζώνης.
Επειδή όμως η πολιτική, όπως και η φύση, απεχθάνεται το κενό, τον ακυβέρνητο μηχανισμό της ευρωζώνης ήρθε να καταλάβει σταδιακά η Γερμανία, η μόνη χώρα με ακράδαντη οικονομική ευρωστία. Έτσι το ευρώ τελικώς κατέστη εργαλείο του γερμανικού οικονομικού νέο-ηγεμονισμού, που αποκτά ήδη πολιτικά αποικιοκρατικά χαρακτηριστικά με πρώτα θύματα τις αδύναμες ή χρεωκοπημένες χώρες όπως η Ελλάδα.
Αλλά αν την απουσία Ευρωπαϊκού υπουργείου Οικονομικών καλύψει -όπως και καλύπτει ήδη- το Γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, τότε πλέον δεν πρόκειται περί ενιαίου νομίσματος μίας ενιαίας Ευρώπης, αλλά περί πανίσχυρου δημοσιονομικού εργαλείου καθυπόταξης εθνών στην υπηρεσία των επιδιώξεων μίας πανίσχυρης δύναμης.
β. Η εξαιρετικά μεγάλη ανομοιογένεια των οικονομικών δομών των κρατών της ευρωζώνης καθιστά αδύνατη μία δημοσιονομική πολιτική που θα υπηρετεί τα κοινά συμφέροντα. Μία ισχυρή βιομηχανική εξαγωγική χώρα όπως η Γερμανία τι κοινό έχει με μία χώρα όπως η Ελλάδα με ισχνή παραγωγή και χαμηλή παραγωγικότητα, αδυναμία κάλυψης μέρους έστω των εγχωρίων αναγκών και ανταγωνισμού των φθηνών εισαγομένων προϊόντων, διαλελυμένη βιοτεχνία και βιομηχανία, προβληματικό εμπορικό ισοζύγιο, τεράστια ανεργία, ανύπαρκτη παραγωγή τεχνογνωσίας;
Πώς είναι δυνατόν η νομισματική πολιτική που συμφέρει την Γερμανία να εξυπηρετεί και την Ελλάδα, και το αντίστροφο; Ερώτημα που θα έθετε ακόμα και ένας πρωτοετής φοιτητής οικονομικών επιστημών στο σημερινό πολιτικό σύστημα, το οποίο σύσσωμο (πλην ΚΚΕ, που έχει όμως την δική του, άσχετη με το πνεύμα αυτού του κειμένου λογική) υποστηρίζει την άνευ όρων παραμονή της χώρας στο ευρώ, χωρίς όμως να πραγματοποιεί τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις.
Κεντρικό ζήτημα υπ’ αυτήν την έννοια αποτελεί η πλήρης ανελαστικότητα της Γερμανίας στην ανάγκη μείωσης των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας, μείωση απολύτως αναγκαία και μάλιστα επείγουσα για την χρηματοτοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, την δημιουργία θέσεων εργασίας και την αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης στην χειμαζόμενη Ελλάδα.
Αυτή η ανελαστικότητα οφείλεται στο άγχος των Γερμανών για την τυχόν εμφάνιση πληθωρισμού, λόγω του προηγουμένου της Βαϊμάρης, όπου ο υπερπληθωρισμός ισοπέδωσε την οικονομία και έφερε τον Χίτλερ στην εξουσία. Άγχος ασφαλώς εκτός τόπου και χρόνου για την σημερινή ισχυρή Γερμανία, που δεν έχει καμμία σχέση με την ηττημένη και οικονομικά κατεστραμμένη από τις πολεμικές επανορθώσεις μεσοπολεμική Γερμανία. Για «να μην επανεμφανισθεί λοιπόν ο εθνικοσοσιαλισμός» στην Γερμανία, επανεμφανίζεται στην Ελλάδα!
Η παραμονή ή όχι της Ελλάδας στο ευρώ πρέπει να συζητηθεί με αποκλειστικό κριτήριο το εθνικό συμφέρον. Ασφαλώς η παραμονή στην ευρωζώνη αποτελεί γεωπολιτικό πλεονέκτημα, ή θα έπρεπε να αποτελεί, εάν η Ευρώπη ακολουθούσε ενιαία αμυντική και εξωτερική πολιτική. Αλλά ούτε αυτό συμβαίνει. Και εν πάση περιπτώσει η Ευρώπη δεν παρέχει στρατιωτική προστασία στα μέλη της από εξωτερικές επιβουλές, ούτε και είναι ο προορισμός της αυτός. Η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ, και εκεί θα έπρεπε να έχει ρίξει το βάρος των διεθνών της σχέσεων, περισσότερο από το να προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον τουρκικό, αλβανικό κλπ. αναθεωρητισμό μέσω της αδιέξοδης υποστήριξης της ένταξης άνευ όρων διαφόρων τριτοκοσμικών χωρών στον σκληρό πυρήνα του δυτικού κόσμου.
Οικονομικά, είναι φανερό ότι η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε δύο εξ ίσου δύσκολες προοπτικές:
Πρώτη προοπτική: να συνεχιστεί η σημερινή πολιτική, η οποία στην καλύτερη περίπτωση θα καταλήξει στην «έξοδο της χώρας στις αγορές», την οποία διαφημίζει ως μέγα επίτευγμα η κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, «έξοδος στις αγορές» σημαίνει νέο κύκλο δανεισμού με υψηλά επιτόκια και νέα διόγκωση του ήδη ασύλληπτων διαστάσεων δημοσίου χρέους», που θα δώσει απλώς κάποια παράταση ζωής στο σημερινό πολιτικό σύστημα, επιτρέποντάς του να συνεχίσει να πληρώνει μισθούς 600 ευρώ και συντάξεις 400 ευρώ μέχρι κάποια νέα δημοσιονομική κατάρρευση.
Στην δε χειρότερη (και την πιθανότερη) περίπτωση, να οδηγηθούμε λόγω αδυναμίας εξόδου στις αγορές σε νέα χρηματοδότηση και τρίτο μνημόνιο, με τραγικές επιπτώσεις σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.
Και στις δύο περιπτώσεις, επενδύσεις δεν θα γίνονται, η ανεργία και η μαζική μετανάστευση της Ελληνικής νεολαίας στο εξωτερικό θα διογκούνται, οι ψηφοφόροι θα συνεχίζουν να ψηφίζουν ακραία κόμματα, στο βάθος δε παραμονεύει η γενικευμένη έκρηξη βίας και η διάλυση.
Δεύτερη προοπτική: το πολιτικό σύστημα καταρρέει υπό το βάρος της αποτυχίας του και της κοινωνικής κατακραυγής και αναλαμβάνει την διακυβέρνηση μία ομάδα υπεύθυνων, ικανών και έντιμων προσωπικοτήτων.
Αυτή προβαίνει σε διαπραγμάτευση επί μηδενικής βάσεως με την τρόϊκα και το ΔΝΤ, δεσμευόμενη ότι θα προβεί επιτέλους στις ριζικές διοικητικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που επί τριετία έχει πεισματικά μπλοκάρει η κυβερνώσα πελατειακή φαυλοκρατία.
Προωθεί άμεσα προς ψήφιση νομοσχέδια που απελευθερώνουν την επιχειρηματικότητα, καταργούν το κρατικό μονοπώλιο στην ανωτάτη παιδεία, θεσπίζουν αξιοκρατία στο δημόσιο, καταργούν τα προνόμια των πολιτικών, προβλέπουν ασυμβίβαστο μεταξύ ιδιοτήτων υπουργού και βουλευτή κλπ.
Παράλληλα, θεσπίζει αφορολόγητο για νέους επιχειρηματίες, καταργεί τους φόρους ακινήτων και επιβάλλει ρυθμίσεις στα τραπεζικά δάνεια, ανακουφίζοντας την κοινωνία και διευκολύνοντας την λελογισμένη αύξηση της κατανάλωσης.
Ταυτόχρονα, εκπονεί Πενταετές Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως της Ελλάδος με κύριο άξονα την Γεωργία και την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, και στόχο την Σχετική Αυτάρκεια και το Εξαγωγικό Εμπόριο.
Και ζητά ως αντάλλαγμα την δραστική περικοπή του χρέους, σε συνδυασμό με μείωση επιτοκίων και περίοδο χάριτος στην καταβολή των επομένων δόσεων. Και ταυτόχρονα την παροχή αναπτυξιακής βοήθειας προς την Ελλάδα, που θα διοχετεύεται απ’ ευθείας στις επιχειρήσεις και σε νέους επιχειρηματίες.
Εάν η τρόϊκα, η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση αρνηθούν αυτήν την πρόταση, τότε θα πρέπει να οργανωθεί μία τεχνοκρατικά σχεδιασμένη από τους καλύτερους οικονομικούς εγκεφάλους της χώρας έξοδος από το Ευρώ και επιστροφή στην Εθνική Νομισματική Κυριαρχία, δηλαδή την Δραχμή.