2014-07-02. Οι Επαφές Ναμί και οι Αντιδράσεις της Λευκωσίας
Οι συναντήσεις πρέσβεων ξένων χωρών με το λεγόμενο υπουργό Εξωτερικών του ψευδοκράτους κ. Οζντίν Ναμί, που προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια και τον προβληματισμό της κυπριακής κυβέρνησης, είναι το φυσιολογικό επακόλουθο παρόμοιων ενεργειών που προηγήθηκαν και που η Λευκωσία πιθανό να έπρεπε να είχε χειριστεί με προληπτικό ενδιαφέρον.
Δεν είναι βέβαια η αυτοπροβολή του κ. Ναμί – την οποία επιδιώκει για δικούς του εσωτερικούς πολικούς λόγους – που ενδιαφέρει την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά το γεγονός ότι μέσα από αυτές τις συναντήσεις αναβαθμίζεται έμμεσα η θέση «υπουργού Εξωτερικών» του παράνομου καθεστώτος. Ενισχύεται η εικόνα ότι υπάρχουν δύο υπουργοί Εξωτερικών και δύο ξεχωριστές κρατικές οντότητες στην Κύπρο. Αυτή είναι και η κύρια επιδίωξη του κ. Ναμί, ο οποίος στις 18 Ιανουαρίου αναχωρώντας για τη Διάσκεψη των ΥΠΕΞ της Ισλαμικής Συνεργασίας στη Τζέτα, διασαφήνιζε ότι στοχεύει σε «ένα σημαντικό άνοιγμα στον κόσμο για τους Τουρκοκυπρίους».
Οι πιο σημαντικές όμως από τις συναντήσεις ήταν αυτές που για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκαν τον περασμένο Μάρτιο στις ΗΠΑ με τη συνοδεία και του Αμερικανού πρέσβη στην Κύπρο. Με βάση «ενός ωραίου προγράμματος» – όπως είπε ο κ. Ναμί – που « ετοίμασε η αμερικανική κυβέρνηση», συναντήθηκε με τον υφυπουργό Εξωτερικών κ. Ουίλιαμ Μπερνς, καθώς και με το Σύμβουλο του Αμερικανού Προέδρου κ. Κρίστοφερ Σμάρτ και την υπεύθυνη για θέματα Ελλάδας – Κύπρου του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας κα Κριστίνα Μπόρμπροου.
Θα ήταν αφέλεια να λεχθεί ότι οι Αμερικανοί αποφάσισαν να δεχτούν τον κ. Ναμί χωρίς να μελετήσουν τις τυχόν αντιδράσεις της Λευκωσίας ή και εν αγνοία των σχετικών ψηφισμάτων των Η.Ε που καλούν για αποφυγή τέτοιων συναντήσεων. Είναι πιθανόν όμως η απόφαση αυτή να ήταν ένα από τα ανταλλάγματα της Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα για τη «συμβολή» της στην κατάληξη του κοινού ανακοινωθέντος της 7ης Φεβρουαρίου 2014 στο Κυπριακό. Είναι επίσης πιθανόν να θέλουν να ενισχύσουν την εικόνα του κ. Ναμί και να διατηρήσουν ανοικτή γραμμή επικοινωνίας μαζί του. Εξάλλου με τις διεργασίες που αναπτύσσονταν την περίοδο αυτή περί «στρατηγικής εταιρικής σχέσης ΗΠΑ – Κύπρου» και τις διαβεβαιώσεις ότι αναγνωρίζουν μια ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, θα μπορούσαν να μαλακώσουν την αντίδραση της Λευκωσίας.
Όντως η αντίδραση της Λευκωσίας ήταν χλιαρή και περίπου θεωρήθηκε ικανοποιητική η αμερικανική απάντηση ότι «οι συναντήσεις δεν έγιναν στο Λευκό οίκο». Την ίδια ώρα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Χρ. Στυλιανίδης άφηνε να εννοηθεί ότι δεν συνέβηκε και τίποτα το ασυνήθιστο αφού ζούμε συνεχώς «από το 2004 μια αναβάθμιση της τουρκοκυπριακής κοινότητας, παγκοσμίως». Τουλάχιστο, είπε, «τώρα …γίνονται με πιο διακριτικό τρόπο».
Ήταν φυσιολογικό όμως ότι ο κ. Ναμί μετά την επιτυχία των συναντήσεων στις ΗΠΑ θα κινείτο και προς άλλες κατευθύνσεις διευρύνοντας τις επαφές του. Κι εφόσον έγινε δεκτός από τους πλανητάρχες γιατί να μη συμβεί το ίδιο με αξιωματούχους άλλων χωρών, δεδομένου μάλιστα ότι η Λευκωσία με δηλώσεις όπως τις πιο πάνω εξέπεμπε το λανθασμένο μήνυμα για τις ευαισθησίες και τις αντιδράσεις της. Αυτός είναι εν πολλοίς ο λόγος που οδήγησε στο γεγονός δεκατέσσερις πρέσβεις διαπιστευμένοι στην Κύπρο να παρακάθηνται στις 13 και 24 Ιουνίου σε γεύμα που δόθηκε στα κατεχόμενα από τον «υπουργό Εξωτερικών» των κατεχομένων. Οι δεκατρείς από αυτούς είναι εταίροι στην Ε.Ε, από τους οποίους η Κύπρος
Αναμφίβολα, το όλο ζήτημα θα προβληματίσει και ήδη απασχολεί σοβαρά την κυβέρνηση της Δημοκρατίας η οποία είναι υποχρεωμένη να επαναξιολογήσει τη στάση της και να αναθεωρήσει τις προσεγγίσεις, τους χειρισμούς και τις αντιδράσεις της επί του όλου θέματος. Θα πρέπει να δει πώς εργάστηκαν οι μηχανισμοί πληροφόρησης, πώς συντονίστηκαν ή συντονίζονται οι σχετικές υπηρεσίες, κατά πόσο έδρασαν ή πρέπει να δρουν προληπτικά και μέσα σε πιο στρατηγικό σκεπτικό λειτουργούν και πιο στόχο επιδιώκουν να επιτύχουν.