Ομιλία: Οικονομική διάσταση Α.Λεκάνης Μεσογείου. Διαφαινόμενες Προοπτικές για την Ελλάδα
Κύριε Πρόεδρε της Ακαδημίας Αθηνών, Κυρίες και Κύριοι,
Είναι πραγματικά εξαιρετική η τιμή του να αποδεχθώ την πρόσκληση από την Ακαδημία Αθηνών και το Ελληνικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ) να συμμετάσχω σ΄αυτήν την λίαν ενδιαφέρου- σα, για εμένα ημερίδα. Δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζομαι με την Ακαδημία, συνεργάσθηκα πριν από ένα μήνα σε μία εξ΄ίσου πολύ ενδιαφέρουσα ημερίδα υπό την διοργάνωση, θα έλεγα, του Ακαδη- μαϊκού κ. Χριστοφόρου καθώς και το ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ σε διεθνές συνέδριο Στρατηγικής το 2009.
Το θέμα της δικής μου εισήγησης είναι «η οικονομική διάσταση της Ανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου, διαφαινόμενες προοπτικές για την Ελλάδα». Είναι πραγματικά περίεργο για μένα, ως ειδικός του Δικαίου της Θάλασσας να μιλήσω για οικονομικές προοπτικές πλέον της ανάπτυξης της συγκεκριμένης περιοχής. Συνήθως αναφέρομαι στις περιπτώσεις των οριοθετήσεων των ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας ανάμεσα στα κράτη. Νομίζω όμως ότι η πρόκληση είναι πραγματικά πάρα πολύ μεγάλη για μένα και γι΄αυτό αποδέχθηκα αυτήν.
Πριν από δύο χρόνια είχε επισκεφθεί την πατρίδα μας ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και είχε αφήσει, μαζί με τις συναντήσεις και τις συνομιλίες που αναπτύχθηκαν στη χώρα μας, ενώ στην Αθήνα, να εννοηθεί ότι ίσως μία καινούργια εποχή έχει αρχίσει να αναδύεται στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων που έχει περισσότερο αναπτυξιακή προοπτική παρά την οποιαδήποτε άλλη. Η αναπτυξιακή αυτή προοπτική αφορούσε σε μία συνεργασία ανάμεσα στις δύο χώρες που στηρίζεται στις ασφαλέστατες πλέον προοπτικές που αναδύονται με τη σειρά τους μέσα από τη συνειδητοποίηση και εμπέδωση της βαθειάς πεποίθησης περί ύπαρξης πλέον κοινών ανα-πτυξιακών στόχων. Η υλοποίηση των στόχων αυτών είναι σίγουρο ότι περνά απαραίτητα μέσα από την ανάπτυξη μίας γενικότερης σχετικής περιφερειακής συνεργασίας, όμως, ανάμεσα στις δύο χώρες. Πρόκειται για μία συνεργασία η οποία εντοπίζεται επίσης και στο πλαίσιο ανά- πτυξης μιας πολιτικής διαρκούς επαφής και επικοινωνίας ανάμεσα και στα άλλα κράτη της ευρύτερης Νοτιοανατολικής Μεσογειακής Λεκά- νης. Και τούτο μέσω της ανάδειξης σημαντικών κοινών θεμάτων που έχουν σχέση με την εκμετάλλευση ενός πολύπλευρου και καθ΄όλα κοινού οικονομικού πόρου που αφορά αρχικά σε τρεις επιμέρους αναπτυξιακές διαστάσεις. Την ενέργεια, τις θαλάσσιες μεταφορές και τον τουρισμό καθώς και σε παρεπόμενα σχετικά των βασικών αυτών προτεραιοτήτων θέματα όπως η αλιεία, η αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών και άλλα.
Παράλληλα, συμπληρωματική και καθ΄όλα επίσης ισόρροπη αναπτυ- ξιακή διάσταση των παραπάνω είναι εκείνη που αφορά στην προστα- σία του μοναδικού θαλάσσιου περιβάλλοντος της ημίκλειστης αυτής θάλασσας καθώς και στη διατήρηση των πλούσιων θαλάσσιων βιολο- γικών πόρων.
Τα επτά σε άμεση γεωγραφική γειτονία μεσογειακά κράτη της σημα- ντικής αυτής μεσογειακής θαλάσσιας υποπεριφέρειας όπως είναι η Νοτιοανατολική Μεσόγειος είναι ασφαλώς η Ελλάδα, η Τουρκία, η Κύπρος, η Συρία, ο Λίβανος, το Ισραήλ και η Αίγυπτος, ενώ, συμπλη- ρωματικά στην περιοχή ερείσματα, κυρίως σε επίπεδο οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας, με έμφαση ασφαλώς την Υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, έχουν κυρίως η Λιβύη, αλλά έμμεσα και η Μάλτα καθώς και η Ιταλία. Παρ΄όλα αυτά γνωρίζουμε πολύ καλά όλοι μας ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις χαρακτηρίζονται, (κοντεύουμε σαράντα χρόνια, από την 1η Νοέμβρη του 1973), από μία διαρκή ένταση τις τελευταίες αυτές τέσσερις δεκα ετίες. Ένταση η οποία απομάκρυνε τις δύο χώρες, την μία από την άλλη, σε σημείο μάλιστα που επανειλημμένως τις οδήγησε σε άστοχες πολιτικές δηλώσεις αναβίωσης και προβολής παλαιότερων εθνικιστικών κυρίως βλέψεων, οι οποίες με τη σειρά τους ενεργοποίη σαν ακόμη και κινήσεις που λίγο έλειψε να τις οδηγήσουν σε πολεμική σύρραξη, (αναφέρομαι στις τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις του 1976, 1987 και το 1996).
Όπως πολύ καλά αναφέρθηκε από τον κ. Σκαρβέλη, η ευρύτερη θαλάσσια μεσογειακή λεκάνη αναπτύσσεται ανάμεσα σε τρεις ηπείρους : την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία. Τα χαρακτηρι- στικά τα οποία έδωσε δεν πρόκειται να τα επαναλαμβάνω, εκείνο που θα ήθελα να πω και από την πλευρά του Δικαίου της Θάλασσας είναι ότι η θαλάσσια περιοχή γενικότερα της Μεσογείου αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη περιφερειακή θάλασσα του πλανήτη. Μαζί με τις παράκτιες περιοχές ανέρχεται επίσης στην πρώτη θέση κατάταξης των πλέον σημαντικών, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, κλειστών περιφερειακών γεωπολιτικών συστημάτων με την παρουσία πολλών και σημαντικών κρατών. Επίσης η Μεσόγειος αποτελεί το πλέον νευραλγικό σημείο ανάπτυξης της παγκόσμιας ναυτιλίας, είδαμε πολύ χαρακτηριστικά πράγματα πριν από λίγο, ενώ ελέγχει, ως τον απόλυτο γεωγραφικό συνδετικό κρίκο, την επαφή ανάμεσα στη συντριπτική πλειοψηφία των ανεξάρτητων κρατών μελών του ΟΗΕ ανάμεσα σε Ευρώπη, Αφρική και Ασία. Παράλληλα, η περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογειακής Λεκάνης αποδείχθηκε, μετά και τις πλέον πρόσφατες έρευνες αναφορικά με τον εντοπισμό υποθαλάσ- σιων κοιτασμάτων φυσικών πόρων, ότι περιέχει τόσο σημαντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων, (πετρέλαιο – φυσικό αέριο), όσο και υδρυτών (οι υδρίτες είναι ενυδατωμένοι υδρογονάνθρακες με την μορφή στρωμάτων πάνω και κάτω από το βυθό τα θάλασσας). Αυτοί βρίσκονται πέριξ της Κρήτης και κατά μήκος των ανατολικών ακτών της Δωδεκανήσου και του Καστελλόριζου προς την Ανατολική Μεσό- γειο καθώς και στα νότια παράλια της Τουρκίας. Πρόκειται για υποθα- λάσσιες περιοχές που ακολουθούν το νοτιοανατολικό σεισμογενές ελληνικό τόξο όπου και συγκρούονται, ως γνωστόν, οι λιθοσφαιρικές πλάκες της Αφρικής και της Ευρασίας. Με δεδομένη μάλιστα την παγκόσμια ενεργειακή κρίση και σε συνδυασμό με τη διεθνή οικονο- μική ύφεση η οποία έχει προ πολλού αγγίξει και τα ενδιαφερόμενα στην περιοχή αυτή κράτη, η ανακάλυψη νέων ενεργειακών φυσικών πόρων δημιουργεί σημαντικές προοπτικές οικονομικής ανάκαμψης.
Στο θέμα επίσης των θαλάσσιων μεταφορών είναι γεγονός ότι η συγκεκριμένη περιοχή, με έμφαση κυρίως στο Αιγαίο ως τη φυσική γεωγραφική συνέχεια των στενών που ενώνουν τη Μαύρη Θάλασσα με τον κύριο μεσογειακό θαλάσσιο κορμό, αποτελεί τον πλέον συχνό θαλάσσιο διάδρομο πάσης φύσεως μετακίνησης. Ειδικότερη έμφαση αποδίδεται για την περίπτωση στη δρομολόγηση νέων συστημάτων μεταφοράς πετρελαίων μέσω αρχικά των ηπειρωτικών αγωγών σύν- δεσης του Καυκάσου με την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο.
Συμπληρωματική της ενεργειακής σημασίας για την περιοχή έρχεται και η τουριστική της ανάδειξη σε κορυφαίο προορισμό επίσκεψης εκατομμυρίων τουριστών με βάση αρχικά το εξαιρετικό φυσικό της κάλλος αλλά και το ύψιστο ενδιαφέρον που προκαλούν τα παγκό- σμιας κληρονομιάς μνημεία της. Ειδικότερα το τρίγωνο Ελλάδα-Τουρκία-Αίγυπτος θεωρείται ως ο πλέον σημαντικός πολιτιστικός τουριστικός μεσογειακός προορισμός.
Τέλος, η περιβαλλοντική επιβάρυνση της περιοχής, λόγω της αυξημένης πολύπλευρης, όπως περιγράφεται, λειτουργικής της χρήσης εγκυμονεί σοβαρούς περιβαλλοντικούς κινδύνους υποβάθ -μισης του θαλάσσιου και κυρίως του παράκτιου χώρου ο οποίος εκτείνεται σε δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα ηπειρωτικών και νησιωτικών ακτών με αποτέλεσμα η ευαίσθητη γεωμορφολογική της απεικόνιση να προδιαγράφει και ένα παράλληλα εύθραυστο και επισφαλές οικολογικό μέλλον. Αρκεί και μόνο να αναφερθεί κανείς σε υποθετικό σενάριο είτε μεγάλου ναυαγίου πετρελαιοφόρου πλοίου, είτε και σε πιθανή έκρηξη θαλάσσιας πλατφόρμας εξόρυξης υποθαλάσσιου πετρελαίου για να συνειδητοποιήσει την έκταση της πιθανής περι- βαλλοντικής ζημίας καθώς και του ανυπολόγιστου περιβαλλοντικού κόστους, που θα μπορούσε να προκληθεί σε μία υποπεριφέρεια μιας ημίκλειστης θάλασσας. όπως είναι η Μεσόγειος.
Η πρόταση από την δική μου την πλευρά, για να μπορέσουμε να καταλήξουμε κάποτε σε κάποια λύση σε σχέση με όλα αυτά τα προβλήματα, είναι σε πρώτη φάση η υιοθέτηση, η άμεση μάλιστα θα έλεγα υιοθέτηση, ενός ολοκληρωμένου συμφώνου ενεργειακής και περιβαλλοντιικής σταθερότητας και ασφάλειας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η επίλυση λοιπόν όλων των παραπάνω προβλημάτων σε συνδυασμό και με την ανάδειξη της κοινής αναπτυξιακής προοπτικής ανάμεσα σε όλες τις ενδιαφερόμενες στην περιοχή χώρες, προϋπο-θέτει δύο σοβαρές πολιτικές κινήσεις. Η πρώτη θα πρέπει να προέλθει από την πλευρά της Τουρκίας και η δεύτερη εκ μέρους της Ελλάδας και των άλλων ενδιαφερόμενων στην περιοχή κρατών. Σε πρώτη λοιπόν φάση η Τουρκία θα πρέπει να αποδεχθεί το status quo του Αιγαίου, όπως αυτό προήλθε από τις αρχές του 20ού αιώνα στο πλαίσιο διεθνών συμφωνιών αλλά και γίνεται αδιαλείπτως σεβαστό από όλους μέχρι σήμερα, εγκαταλείποντας έτσι τις όποιες ανώφελες ουσιαστικά βλέψεις στον Αιγιακό χώρο. Βλέψεις οι οποίες αναπτυξιακά θα μπορούσαν να αποδώσουν περισσότερα και άμεσα μέσω λύσεων που να στηρίζονται αφενός στην ανάδειξη της καλής γειτονίας ανάμεσα στις δύο χώρες και αφετέρου στην ανάπτυξη μιας διαρκούς και εποικοδομητικής συνεργασίας σε όλους τους τομείς. Στόχος η εμπέδωση ενός ουσιαστικού κλίματος εμπιστοσύνης, ανάμεσα στις δύο χώρες, μακριά από επικοινωνιακές και μικροπολιτικές δηλώσεις που σκοπό έχουν την εσωτερική, όπως γνωρίζουμε περισσότερο, κατανάλωση.
Η πολιτική αυτή απόφαση εκ μέρους της Τουρκίας εξαρτάται και από την παράλληλη αποδοχή και τον σεβασμό των βασικών αρχών και κανόνων του διεθνούς δικαίου με έμφαση ειδικότερα στις ρυθμίσεις που αφορούν στο Δίκαιο της Θάλασσας, ώστε να υπάρξει επιτέλους ένας κοινός παρανομαστής για την άμεση ανάπτυξη ενός ουσιαστικού και καθ΄όλα αποτελεσματικού διακρατικού διαλόγου. Ως συμπληρω- ματική και καθ΄όλα απαραίτητη μιας παρόμοιας κίνησης από την πλευρά της Τουρκίας θα πρέπει επιτέλους να θεωρηθεί και η άμεση ουσιαστική εγκατάλειψη του αναχρονιστικού casus belli της πολιτικής Τσαγλαγιαγκίλ του Φεβρουαρίου του 1974 και στη συνέχεια της τουρκικής εθνοσυνέλευσης σε περίπτωση επέκτασης της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στο δικαιωματικό εύρος των 12 ν.μ. το οποίο είναι σύμφωνο και με τη βασική επίσης αρχή του διεθνούς δικαίου που παραπέμπει για την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου στην αμοιβαι-ότητα.
Στόχος της πολιτικής αυτής κίνησης εκ μέρους της Τουρκίας θα είναι αφενός η άμεση εξομάλυνση των σχέσεών της με την Ελλάδα και αφετέρου η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών ανάπτυξης μιας κοινής για την περιοχή στρατηγικής συνεργασίας σε όλους τους τομείς. Ο σκοπός επομένως αναδεικνύεται έτσι, η άμεση υπογραφή ενός συμφώνου σταθερότητας και ασφάλειας στο πλαίσιο προώθησης στην ευρύτερη περιοχή αντικειμενικών αποκλειστικών συνθηκών ολοκληρωμένης ανάπτυξης ανάμεσα και στα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη με τη μορφή ενός ιδιαίτερου θεσμικού αυτή τη φορά μηχα-νισμού στο πλαίσιο υλοποίησης ειδικότερων αναπτυξιακών δράσεων.
Από την πλευρά της Ελλάδας. Η ανάπτυξη των κατάλληλων διπλωματικών συνθηκών απεγκλωβισμού του αυστηρά νομικού διμερούς προβλήματος οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου ανάμεσα στις δύο χώρες και η μεταφορά της όποιας προοπτικής διευθέτησής του στο πλαίσιο μιας γενικότερης πολυμερούς προσ- πάθειας ανάδειξης των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της ευρύτερης περιοχής της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, που θα μπορούσε να αποσυμφορήσει τη μακρόχρονη σχετική διμερή κρίση προσδίδοντάς της επιτέλους ελπίδες διαρκούς λειτουργικής ρύθμισης. Σε κάθε περίπτωση, η προγραμματική δρομολόγηση του σχεδίου αυτού, θα μπορούσε να ολοκληρωθεί προοπτικά μέσα από την παράλληλη υιοθέτηση μιας σειράς, όπως ανέφερα προηγουμένως, εξειδικευμένων θεσμών περιφερειακής συνεργασίας ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα στην περιοχή της Νοτιανατολικής Μεσογείου κράτη. Οι θεσμοί αυτοί θα μπορούσε να είναι : Πρώτον, μια βάση δεδομένων ολοκληρωμένης διαρκούς ενημέρωσης και πληροφόρησης στον τομέα της ανάπτυξης. Ως μέσον λοιπόν για την επίτευξη του παραπάνω σκοπού, γενικού σκοπού, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε πρώτη φάση η ανά- πτυξη μιας κοινής πολιτικής στον τομέα της ανταλλαγής πληρο -φοριών και ανάπτυξης μιας βάσης δεδομένων ενός δικτύου, όπως ανέφερα, ολοκληρωμένης διαρκούς ενημέρωσης και πληροφόρησης. Σε όλα τα σχετικά αναπτυξιακά πεδία με τη μορφή ενός real time development information agency, με έμφαση αρχικά στον τομέα εκείνον που αφορά στην υποθαλάσσια έρευνα αλλά και στην παράλ- ληλη περιβαλλοντική παρακολούθηση/εποπτεία. Μέσα από το παρα- πάνω σύστημα ολοκληρώνεται και η εφαρμογή του άρθρου 254, 1,3 και 4 του 13ου μέρους της νέας σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασ- σας όπου γίνεται σαφέστατα λόγος για τη θαλάσσια επιστημονική έρευνα και το δικαίωμα ενημέρωσης των περίκλειστων και γεωγρα-φικώς μειονεκτούντων κρατών επί των πορισμάτων της έρευνας του παράκτιου κράτους.
Δεύτερος θεσμός. Μια κοινή ενεργειακή πολιτική της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Η κοινή αυτή πολιτική στον τομέα της υποθαλάσσιας έρευνας σε συνδυασμό με την θαλάσσια περιβαλλοντική προστασία οδηγεί εύκολα στο συντονισμό μιας γενικότερης περιφερειακής ενεργειακής πολιτικής. Μέσω της κοινής αυτής ενεργειακής πολιτικής θα επιτευχθεί στον ύψιστο δυνατό βαθμό η εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων φυσικών πόρων. Κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να στηριχθεί τόσο σε μονομερείς και εντός της διεθνούς νομιμότητας ενέργειες των κρατών στο χώρο της υφαλοκρηπίδας τους όσο και παράλληλα σε κοινές δράσεις οι οποίες θα μπορούσαν να αναπτυχ- θούν σε υποθαλάσσιες περιοχές οι οποίες προσφέρονται για από κοινού εκμετάλλευση, κυρίως λόγω γειτνίασης.
Αναλυτικότερα, στην τελευταία αυτή περίπτωση θα μπορούσε κάθε ενδιαφερόμενο κράτος να εκμεταλλευθεί από μόνο του τη νομικώς κατοχυρωμένη υφαλοκρηπίδα του, τα σαφή όρια της οποίας θα προκύψουν σε πρώτη φάση μέσα από διμερείς διαπραγματεύσεις, αλλά να προχωρήσει επίσης και σε κοινή εκμετάλλευση, σε ευρείες υποθαλάσσιες περιοχές όπου η σαφώς οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα του συναντάται με τις υφαλοκρηπίδες των άλλων, κατά βάση απέναντι, αλλά και των όμορων κρατών, και είναι διαπιστωμένη η ύπαρξη μεγάλων σε έκταση κοινών κοιτασμάτων. Με βάση πάντοτε το άρθρο 83 παράγραφος 3 της σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Παρόμοιες περιοχές απαντώνται, για παράδειγμα, στο κέντρο της Νοτιοανατολικής Μεσογειακής Λεκάνης, εκεί όπου συναντάται η υφαλοκρηπίδα της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Κύπρου και της Αιγύπτου, όπως επίσης το σημείο επαφής της υφαλοκρηπίδας της Κύπρου, του Λιβάνου, του Ισραήλ αλλά και της Αιγύπτου, καθώς και στην περιοχή νοτίως της Κρήτης, ανάμεσα σε Αίγυπτο και κυρίως Λιβύη και Ελλάδα. Έτσι, το εν λόγω πάντα γενικώς σύμφωνο σταθερότητας και ασφάλειας θα μπορούσε να προβλέψει τη δυνατότητα ανάπτυξης κοινής εκμετάλλευσης σε μεγάλη, σαφώς οριοθετημένη, υποθαλάσσια περιοχή. Εκμετάλλευση η οποία θα μπορούσε να υλοποιηθεί μέσω της υιοθέτησης επιμέρους παράπλευρων του συμφώνου σταθερότητας διακρατικών ενεργειακών consortium. Η κίνηση αυτή θα εξασφάλιζε ταυτόχρονα και την άμβλυνση των όποιων επίμονων οριοθετικών ανάμεσα στα κράτη ιδιαίτερων διεκδικήσεων προς το απόλυτα, πάντοτε, κοινό όφελος. Άλλωστε, σύμφωνα, πάντα, με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, παρόμοιες ενέργειες μπορεί να προηγούνται της τελικής οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, ως προσωρινή διευθέτηση πρακτικού χαρακτήρα ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα κράτη και μάλιστα χωρίς να επηρεάζουν την τελική οριοθέτησή της (το άρθρο 83 παράγραφος 3).
Είναι όμως γεγονός ότι, εκτός της υφαλοκρηπίδας, η οποία το τονίζω, το υπογραμμίζω χρόνια τώρα, ανήκει ipso facto και ab initio στα πα- ράκτια κράτη, με απόλυτο και ξεκάθαρα ισχυρό νομικό πλαίσιο, η νέα αποκλειστική οικονομική ζώνη, φαίνεται να υπερκαλύπτει σε επίπεδο λειτουργικό την υφαλοκρηπίδα, με επέκταση των αποκλειστικών κυριαρχικών δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους και στην υπερκεί- μενη του θαλάσσιου βυθού κολώνα νερού, αναφορικά με τους ζώντες βιολογικούς πόρους. Έτσι η ζώνη αυτή προσφέρει ουσιαστικά στο παράκτιο κράτος και τη δυνατότητα κατοχύρωσης της ζώνης αποκλειστικής αλιείας και όχι μόνον.
Με δεδομένη τη μικρή έκταση ανάμεσα σε όλα γενικώς τα Μεσογειακά κράτη όπου οι αποστάσεις είναι μικρότερες του διπλασίου 400 ν.μ. εύρος της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης που είναι 200 ν.μ., τα Μεσογειακά κράτη έχουν κάθε όφελος να την οριοθετήσουν ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο και σε επίπεδο αποκλειστικής αλιείας ανάμεσά τους. Έτσι η ΑΟΖ θα μπορούσε σε πρώτη φάση να αντικαταστήσει την υφαλοκρηπίδα γενικώς και με δεδομένο ότι την καλύπτει νομικώς σε όλες τις περιοχές, όπου όμως δεν υπάρχει δυνατότητα επέκτασής της και πέραν των 200 ν.μ. που προσφέρει μόνον η υφαλοκρηπίδα. Εν τούτοις, εξαίρεση από την παραπάνω ρύθμιση θα μπορούσε να αποτελέσει, και για άμβλυνση γενικότερα της όποιας έντασης, ίσως η περιοχή του Αιγαίου όπου η Τουρκία διαθέτει, κατά δήλωσή της, όλα τα εχέγγυα αναγνώρισής της ως γεωγραφικώς μειονεκτούντος κρά- τους. Είναι η δήλωσή της κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας, επομένως της τελευταίας σύμβασης, στη συγκεκριμένη μάλιστα περιοχή. Θα μπορούσε επομένως, σ΄αυτή τη συγκεκριμένη περιοχή, το εν λόγω σύμφωνο να στηριχθεί στην εκ προοιμίου αποδοχή και διατήρηση από την Ελλάδα του καθεστώτος της ελευθερίας της αλιείας, που απορρέει από το καθεστώς της ανοικτής θάλασσας. Καθεστώς το οποίο ισχύει σήμερα και εξασφαλίζει στην Τουρκία, αμβλύνοντας παράλληλα τις αρνητικές ιδιαιτερότητες που απορρέουν από το καθεστώς του γεωγραφικώς μειονεκτούντος κράτους, τη δυνατότητα άμεσης αλιευτικής πρόσβασης από κοινού με την Ελλάδα στο Κεντρικό Αιγαίο, και σε κάθε περίπτωση όμως, έξω πάντοτε από την ολο-κληρωμένη ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη των 12 ν.μ.
Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, το καθεστώς της αποκλειστικής οικονο- μικής ζώνης δεν φαίνεται να γίνεται καθολικά αποδεκτό από τα Μεσο- γειακά κράτη και ιδιαίτερα της ευρύτερης περιοχής της Βόρειας Ευρω παϊκής Μεσογείου. Στόχος ανάμεσα στα άλλα, μιας παρόμοιας πολιτι -κής, παραμένει η διατήρηση της βασικής αρχής της ελευθερίας της αλιείας όπως αυτή απορρέει από το λειτουργικό καθεστώς της ανο-ι κτής θάλασσας. Παραπέμπω στην προκειμένη περίπτωση στην τελευταία προσπάθεια οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας ανάμεσα στη Γαλλία, το Μονακό και την Ιταλία, αλλά το ίδιο ως γνωστόν ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση της Αδριατικής Θάλασσας, όπου η αντίστοιχη ζώνη εθνικής δικαιοδοσίας, αν και καλύπτει πλήρως τις διεκδικήσεις των απέναντι και όμορων κρατών αναφορικά με τον υποθαλάσσιο χώρο, δηλαδή την υφαλοκρηπίδα, το καθεστώς των υπερκείμενων υδάτων καλύπτεται από τη λεγόμενη όπως έχουν αποφασίσει εκεί στην περιοχή κράτη, ζώνη ειδικής περιβαλλοντικής προστασίας ή αλλιώς, όπως λένε, οικολογική ζώνη και ζώνη προστασίας των αλιευμάτων.
Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση, προτείνεται η σύσταση ενός συμβουλίου αλιείας και διατήρησης των ζώντων πόρων της Νοτιο- ανατολικής Μεσογείου ως παρεπόμενο μιας πολιτικής ασφαλούς ελέγχου των ζώντων φυσικών πόρων της περιοχής στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης διατήρησης και ανάπτυξης των μεσογειακών αλιευτικών αποθεμάτων.
Τέταρτος θεσμός. Διακυβερνητικό σύστημα κοινής ολοκληρωμένης διαρκούς περιβαλλοντικής παρακολούθησης. Ένα παρόμοιο, επο- μένως, με το προηγούμενο καθεστώς θα μπορούσε να ενισχύσει τη συνεργασία ανάμεσα στις δύο χώρες, και όχι μόνο, μιλάμε για τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, και στην ευαίσθητη περίπτωση της από κοινού ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής παρακολούθησης/εποπτείας σε διαρκή βάση του νευραλγικότερου στην ευρύτερη περιοχή διαδρόμου θαλάσσιας μεταφοράς, κυρίως δηλαδή το Αιγαίο. Το σχετικό αυτό κοινό σύστημα θα επέτρεπε την άμεση δράση σε περίπτωση του οποιουδήποτε περιβαλλοντικής φύσεως ατυχήματος, η μονομερής αντιμετώπιση του οποίου θα καθίστατο άκρως δυσχερής λόγω και της γεωμορφολογικής ιδιαιτερότητας της περιοχής. Άλλωστε, ως γνωστόν, η ρύπανση δεν γνωρίζει από σύνορα ώστε να επιτρέπει παρόμοιες ενέργειες προστατευτικού τύπου από τα κράτη στις κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες. Το ίδιο σύστημα αφορά επίσης και τα άλλα απέναντι όμορα κράτη που ενδεχομένως θα συνέπρατταν στο εν λόγω σύμφωνο σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, σύστημα άλλωστε που ικανοποιεί πλήρως και τις προοπτικές συνεργασίας ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα κράτη με βάση τις αναλυτικές προδιαγραφές του καθεστώτος των κλειστών ή ημίκλειστων θαλασσών όπως αυτό προκύπτει από τα άρθρα 122 και 123 της νέας σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Πέμπτος θεσμός. Διακυβερνητικό δίκτυο παρακολούθησης, έγκαιρης ειδοποίησης και δράσης κατά των φυσικών και άλλων καταστροφών. Η γενικότερη μεσογειακή συνεργασία θα μπορούσε και επιβάλλεται να αναπτυχθεί επίσης και στον τομέα της πολιτικής προστασίας. Τα σημαντικά προβλήματα που προκύπτουν από τις φυσικές καταστρο- φές όπως οι σεισμοί αλλά και τις παρεπόμενες επιπτώσεις της κλιματι- κής αλλαγής όπως για παράδειγμα οι πυρκαγιές κυρίως, αλλά και οι πλημμύρες, δημιουργούν τις προϋποθέσεις εκείνες για άμεση και σε συνεργασία ανάμεσα στις μεσογειακές χώρες και τους λαούς αντι- μετώπισή τους. Η θέσπιση ενός διακρατικού φορέα άμεσης επέμβα- σης με τη μορφή ενός διακυβερνητικού δικτύου παρακοούθησης και δράσης κατά των φυσικών και άλλων καταστροφών, με τριπλή παράλληλα έδρα, για παράδειγμα την Αθήνα, την Αττάλεια της Τουρκίας και την Αλεξάνδρεια, ώστε να εκμηδενίζονται οι αποστάσεις σε περίπτωση άμεσης και καθ΄όλα συνδυασμένης επέμβασης, θα έφερνε τα ενδιαφερόμενα στην περιοχή κράτη πάρα πολύ κοντά.
Έκτος θεσμός. Ταμείο στήριξης του θαλάσσιου και παράκτιου περιβάλλοντος της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Τα γενικότερα περιβαλλοντικής φύσεως προβλήματα θα μπορούσαν να ενισχυθούν αποτελεσματικά και από ένα ταμείο στήριξης του θαλάσσιου και παράκτιου περιβάλλοντος της Μεσογείου. Το ταμείο αυτό θα μπο- ρούσε να στηριχθεί σε κεφάλαια τα οποία θα προέλθουν αρχικά από την κοινή υποθαλάσσια εκμετάλλευση φυσικών πόρων. Συμπληρωμα- τικά θα μπορούσε να επιβληθεί και ένας ελάχιστος πράσινος φόρος, green tax, σε όλες της τουριστικής φύσεως δραστηριότητες στην ευρύτερη περιοχή, από τα ενδιαφερόμενα κράτη τα οποία θα μπορούσαν ασφαλώς να συνεισφέρουν και ad hoc μια συμβολική ετησίως συνδρομή. Οι πόροι του εν λόγω ταμείου θα μπορούσαν επίσης να ενισχύσουν σημαντικά και τις δράσεις του δικτύου παρακολούθησης και άμεσης αντιμετώπισης φυσικών και άλλων καταστροφών.
Τελευταίος θεσμός. Μία διακυβερνητική υπηρεσία για τον τουρισμό της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Είναι γεγονός ότι η τουριστική ανάπτυξη στην περιοχή αποτελεί και τον κύριο οικονομικό πόρο για τα κράτη που βρέχονται από τα νερά της Νοτιοανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου. Ως πρωταγωνιστές στον τουρισμό στη Μεσόγειο φέρονται οι τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες : Ισπανία, Γαλλία και Ιταλία στις οποίες αναλογεί και το 75% των ξένων τουριστών στη Μεσόγειο την οποία επισκέπτεται το 25% των τουριστών παγκοσμίως. Στην περιοχή, τώρα, της Νοτιοανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου, τουριστικώς κυριαρχούν η Ελλάδα, η Τουρκία και η Αίγυπτος με σημαντική επίσης παρουσία, στην όλη περιφερειακή τουριστική μερίδα, της Κύπρου. Παράλληλα η ευρύτερη περιοχή δεν ενδιαφέρει μόνο από την πλευρά ανάδειξης και απόλαυσης του ιδιαίτερου φυσικού της κάλλους, αλλά και κυρίως από την πολιτιστικής σημασίας ιστορία της η οποία στήριξε σημαντικούς αρχαίους πολιτισμούς, αξιόλογα μνημεία τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα, μέχρι τις μέρες μας, και αποτελούν πόλο έλξης από εκατομμύρια τουρίστες κάθε χρόνο. Η έντονη αυτή επισκεψιμότητα της περιοχής δημιουργεί και έντονες επίσης ανταγωνιστικές τάσεις ανάμεσα στα κράτη στον τομέα του τουρισμού. Η σύσταση επομένως, ενός συντονιστικού οργάνου με στόχο την ανάπτυξη ενός βιώσιμου τουρισμού, θα μπορούσε να ενισχύει περαιτέρω την τουριστική κίνηση στην περιοχή. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της υιοθέτησης κοινών δράσεων και πολιτικών που θα διευκόλυναν την άνετη διακίνηση των τουριστών, αξιοποιώντας παράλληλα όλους τους δυνατούς τουριστικούς προ- ορισμούς και αμβλύνοντας έτσι με αυτόν τον τρόπο την ανταγωνι- στικότητα. Η σύσταση μιας συντονιστικής τουριστικής υπηρεσίας η οποία θα είχε λόγο σε πολλά θέματα, συμπεριλαμβανομένων κυρίως εκείνων που άπτονται της λήψης ειδικών κοινών μέτρων, όπως για παράδειγμα σε θέματα ελλιμενισμού των τουριστικών πλοίων και διευκόλυνσης οδικής και λλης μεταφοράς των τουριστών, στους κύριους τόπους προορισμού τους, θα μπορούσε να αναδείξει ακόμη περισσότερο τις σχετικές αναπτυξιακές δυνατότητες της περιοχής.
Συμπερασματικά κύριε Πρόεδρε, το γεγονός διαρκούς αναβολής των όποιων ελληνοτουρκικών διευθετήσεων σε επίπεδο οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας, υφαλοκρηπίδα, αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. κ.λ.π. ανάμεσα στα δύο κράτη στην περιοχή του Αρχιπελάγους του Αιγαίου, έχουν αποτελέσει από το 1973 μέχρι σήμερα σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα στην προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης και των δύο χωρών. Παράλληλα, η διαχρονική εξέλιξη και συντήρηση ενός ψυχροπολεμικού κλίματος ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, έχει συμβάλλει στη διατήρηση μιας διαρκούς στρατιωτικής, σχεδόν εμπόλεμης, ετοιμότητας των δύο χωρών με ταυτόχρονη αύξηση των ετήσιων δαπανών για τους εξοπλισμούς. Έτσι, ο εγκλωβισμός στη λογική αυτή έχει αποτελέσει έναν καθ΄όλα αρνητικό παράγοντα ουσιαστικής μείωσης των δυνατοτήτων των δύο χωρών να απαντήσουν στις σύγχρονες αναπτυξιακές προκλήσεις. Οι όποιες μέχρι σήμερα προσπάθειες επίλυσης των συγκεκριμένων, νομικής φύσεως, διαφορών, αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ότι σε επίπεδο διμερών και μόνον συζητήσεων, δεν έχουν οδηγήσει σε κάποιο αποτέλεσμα. Συζητήσεις οι οποίες επανειλημμένως έχουν διακοπεί και επαναρχίσει με πανηγυρικό τρόπο για να οδηγηθούν και πάλι σε καθολική σιωπηρή αποτυχία. Επίσης, η άμεση επίλυση των ζητημάτων αυτών, με έμφαση στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, μέσω της δικαστικής οδού, το Διεθνές Δικαστήριο, συνάντησε αρχικά την καθολική άρνηση της Τουρκίας και στη συνέχεια την παράλληλη εμπλοκή και θεμάτων που άπτονται καθαρώς της ανατροπής του status quo στο Αιγαίο πράγμα το οποίο ασφαλώς δεν γίνεται και δεν θα πρέπει να γίνει ποτέ αποδεκτό από την Ελλάδα. Έτσι, η ενδε- δειγμένη λύση για την δρομολόγηση συνθηκών ευνοϊκών στον τομέα επίλυσης της διαφοράς ανάμεσα στις δύο χώρες είναι, σε πρώτη φάση, η εμπλοκή και των άλλων γειτονικών στην περιοχή κρατών, στο πλαίσιο μιας κοινής αντιμετώπισης ομοειδών και ταυτόχρονα κοινού ενδιαφέροντος ζητημάτων. Άλλωστε είναι γεγονός ότι η οριοθέτηση της όποιας ζώνης εθνικής δικαιοδοσίας σε κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες από ένα κράτος, παρασύρει και τα άλλα όμορα ή απέναντι κράτη σε παρόμοια αντίδραση με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας σε κοινούς χώρους. Ήδη η δρομολόγηση, με πρωτο- βουλία της Αιγύπτου, οριοθέτησης αποκλειστικής οικονομικής ζώνης στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου με την Κύπρο, και στη συνέχεια της τελευταίας με τον Λίβανο, αλλά και πιο πρόσφατα με το Ισραήλ, άνοιξαν τον δρόμο γενικότερων εποικοδομητικών συζητή- σεων με σκοπό την εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων φυσικών πόρων της περιοχής. Αν λοιπόν, ο αρχικός στόχος φαίνεται να είναι η ενερ- γειακή εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογοναν- θράκων, και όχι μόνον, προς όφελος των ενδιαφερόμενων κρατών, η προοπτική αυτή θα πρέπει να εξελιχθεί σε μία περιφερειακή στρατη- γική αντιμετώπισης επιμέρους συμπληρωματικών ζητημάτων που μοιραίως εμπλέκονται στην όλη αναπτυξιακή διαδικασία. Ο συντονι- σμός της εν λόγω στρατηγικής θα πρέπει να στηρίζεται σε ένα περι- φερειακό σύμφωνο αμοιβαίας εμπιστοσύνης και με στόχο την εξα- σφάλιση ευρύτερης ασφάλειας και σταθερότητας της περιοχής. Το σύμφωνο αυτό θα μπορούσε επίσης να συμβάλει πολιτικά και στην προώθηση επίλυσης του προβλήματος του Ισραήλ με την Παλαιστί- νη, παραμερίζοντας και για την περίπτωση αυτή μακρόχρονες χρεωκοπημένες και καθ΄όλα ξεπερασμένες πολιτικές και από τις δύο πλευρές. Σε κάθε περίπτωση, το περιφερειακό αυτό σύμφωνο σταθερότητας και ασφάλειας, θα πρέπει να στηρίζεται παράλληλα και σε ένα στέρεα δομημένο πολυδιάστατο θεσμικό μηχανισμό, ευέλικτο και αποτελεσματικό, μέσα από την από κοινού αντιμετώπιση σύγχρονων κοινών αναπτυξιακών προκλήσεων. Εδώ η έμφαση θα πρέπει να αποδοθεί στην αντιμετώπιση ενδεχόμενων να παρουσια- στούν κοινών προβλημάτων αλλά και στη δρομολόγηση παράλληλων διαδικασιών με στόχο την προώθηση επιμέρους κοινών αναπτυξιακών ζητημάτων.
Εν κατακλείδι. Τα χρονίζοντα διμερή προβλήματα είναι πιθανότερο να βρουν τη λύση τους μέσα από την αναβάθμισή τους από διμερή σε πολυμερή και τη μοιραία εμπλοκή και άλλων περιφερειακών στην περιοχή δυνάμεων με κοινές επιδιώξεις. Έτσι, η εγκατάλειψη του στείρου μονοκρατικού εγωϊσμού και από τις δύο πλευρές, υπέρ της ανάγκης εξεύρεσης κοινά αποδεκτής λύσης προς όφελος και περισ- σότερων γειτονικών κρατών, αποτελεί για την περίπτωση τη μοναδική ίσως λύση του προβλήματος. Παράλληλα, η προώθηση της πολιτικής της περιφερειακής συνεργασίας αναδεικνύεται εκ των πραγμάτων σε μοναδικό καταλύτη της όποιας ελλοχεύουσας εκ νέου διμερούς κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία, οφείλουν προς το συμφέρον των λαών τους να δουν και να εξετάσουν σοβαρώς νέες προτάσεις για την άμβλυνση των όποιων διαφορών τους. Συμπληρωματικό στόχο της πολιτικής αυτής κίνησης, αποτελεί επίσης η εξομάλυνση των σχέσεων των δύο κρατών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ καθώς και η προώθηση της ευρωπαϊκής προοπτι-κής της Τουρκίας η οποία περνά όμως μέσα από την αναγνώριση στην πράξη της καλής γειτονίας στο πλαίσιο εφαρμογής των βασικών αρχών του διεθνούς δικαίου με έμφαση, ασφαλώς, στην αρχή της ισότητας και της αλληλεγγύης.
Ευχαριστώ πολύ.
Γρηγόριος Τσάλτας
Πρύτανης – Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου