21η Νοεμβρίου, Ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων Και η αναγκαιότητα υπάρξεώς των στην μέγιστη ισχύ των.
21η Νοεμβρίου, Ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων
Και η αναγκαιότητα υπάρξεώς των στην μέγιστη ισχύ των.
Ομιλία
Του Υποστρατήγου ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου
Την 21η Νοεμβρίου, την ημέρα όπου η ορθοδοξία αφιερώνει στην Υπέρμαχο Στρατηγό και Προστάτιδα των Χριστιανών με το θρησκευτικό ευγνώριστο, ως Εισόδια της Θεοτόκου, αυτή την ημέρα η Πατρίδα έχει ορίσει, ως την ημέρα προς τιμήν των Ενόπλων Δυνάμεων.
Είναι μία ξεχωριστή τιμή σ’αυτόν τον θεσμό για την προσφορά του εμψύχου του δυναμικού προς την πατρίδα.
Αυτή η προσφορά δεν έχει άλλο κοινωνικό προηγούμενο. Και αυτό το στηρίζουμε προβάλλοντας την ακολουθία δράσεων των ενόπλων δυνάμεων μετά την διακέλευση της Πατρίδας, η οποία ευρισκομένη σε μία ειδική κατάσταση που προοιωνίζει απώλειες Ελληνικών ψυχών και γης ιεράς, προσδοκά από τις ΕΔ την σωτηρίαν αυτών των ψυχών και της εδαφικής ακεραιότητος, στοιχεία, που συνιστούν την συνθήκη μιας ευκταίας ελευθερίας.
Είναι μία ημέρα, όπου όλοι οι συνειδητοποιημένοι Έλληνες αισθάνονται την συγκίνηση που προκαλούν οι αναμνήσεις για τις θυσίες των Ελλήνων πολεμιστών που δεν είναι άλλοι από τους Έλληνες προγόνους ή, όπως πλησιάζουμε προς την δική μας εποχή είναι η ανάμνηση της θυσίας παππούδων και πατέρων σε προσφάτους αγώνες της πατρίδος.
Είναι η υπερηφάνεια, που νιώθει ο κάθε Έλληνας, όταν ακούει, ότι από εδώ κι εμπρός θα λέμε, ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες. Είναι ο σεβασμός για εκείνους τους πολεμιστές που αγνόησαν στερήσεις, κακουχίες, απώλειες συμμαχητών, φυσικές αντιξοότητες, ψυχολογικές πιέσεις και στο τέλος αφού άντεξαν όλα τα επίγεια δεινά έφεραν εις πέρας την αποστολή τους για να απολαμβάνουμε εμείς την ελευθερίαν μας. Και το επαναλαμβάνω …την ελευθερίαν μας. Και πρέπει ο καθένας μας να ξαλαφρώνει ψυχικά, όταν σκέπτεται το τι σημαίνει ελευθερία. Είναι σαν την ευδιαθεσία που παρατηρούμε στον εαυτόν μας, όταν προσευχόμεθα υπέρ των όσων θεωρούμε ιερά. Ετούτη η προσευχή μας είναι μία παράλληλη μετονομασία του ύμνου στην ελευθερία.
Και όσοι από μας δεν καταλαβαίνουν το πλήρες νόημα της ελευθερίας, διότι κάτι άλλο έχουν κατά νού, τότε ας το φωνάξουμε δυνατά για να κουδουνίσει στ’αυτιά τους σαν αχός βαρύς. Το λέμε αυτό, διότι υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σε ανελεύθερα καθεστώτα. Σε καθεστώτα που απαγορεύεται ακόμη και η σκέψη.
Συνεπώς θα πρέπει εδώ να υποκλιθούμε με σεμνότητα στους προϋπάρξαντες Έλληνες και στους πεσόντες στο πεδίον της τιμής προγόνους. Και οι πρόσφατοι προϋπάρξαντες είναι συγγενείς των περισσοτέρων παρόντων. Σ’αυτούς οφείλουμε να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας, σαν ελάχιστη οφειλή που απαιτεί η κοινωνική ηθική υποχρέωση και η παραδοσιακή συμπεριφορά.
Η πολεμική αρετή των Ελλήνων δεν είναι πρόσφατη διαπίστωση. Ανάγεται στους χρόνους των πηγών της Ιστορίας. Ο Όμηρος μας το δηλώνει, ότι η ανδρεία κατά την μάχη είναι αρετή. Αρετή που ταιριάζει στους ιερούς νόμους κάθε πολιτείας, που σέβεται τους ανθρώπους της καθώς και την γη όπου προσφέρει τους πόρους ζωής των ζωντανών και σκεπάζει τα κόκκαλα τα ιερά των όσων σε προηγηθέντας χρόνους αμύνθηκαν της γης αυτής, που θέλει να είναι κληροδότημα μεταξύ γενεών με τα αυτά φυλετικά χαρακτηριστικά.
Έχουν περάσει τρεις χιλιάδες χρόνια από την εποχή του Ομήρου, ωστόσο το αμύνεσθαι περί πάτρης εξακολουθεί και ισχύει. Διότι αυτός ο οιωνός έχει χαρακτηρισθεί ως ο άριστος. Και αυτός ο χαρακτηρισμός ουδέποτε και από ουδένα έχει αμφισβητηθεί. Εκτός εξαιρέσεων φυσικά. Και βέβαια πάντοτε και σε κάθε υιοθετημένο κανόνα υπάρχουν φαινόμενα που παρεκκλίνουν από την γενική γραμμή. Και εν προκειμένω, δηλαδή το σημερινό μας θέμα, η παρέκκλιση σημαίνει πορεία εκτός εθνικής γραμμής. Πιο κάτω θα το διαπιστώσουμε με κάποιες αναφορές μας.
Πριν από αυτό εμείς επανερχόμεθα με ένα άλμα στο ελληνικό παρελθόν για να αναφερθούμε επιγραμματικά, όχι τόσο σαν καταγραφή γεγονότων, όσο σαν αποφαντικό της ελληνικής πορείας που θέλει να υπακούει στους νόμους της προς την πατρίδα προσφοράς.
Ο Έλληνας γνωρίζει, ότι ο Ξέρξης υπερέχει στρατιωτικά, ωστόσο παραμένει εκεί και φυλάγει Θερμοπύλες. Διότι γνωρίζει, ότι η θυσία του αυτή θα δονήσει περισσότερο τις ψυχές των υπολοίπων Ελλήνων, ώστε να συσπειρωθούν γύρω από την ιδέα τού «νυν υπέρ πάντων ο αγών».
Και επί πλέον ο Έλληνας μαχητής χωρίς να έχει επίγνωση τού πώς ο Δυτικός κόσμος μετά από αιώνες θα αναγνωρίσει τον κατά των Περσών αγώνα του σαν μία αποφασιστική πράξη σηματοδοτούσα την ανάσχεση του ασιατικού κόσμου στα όρια που επιβάλλονται από μία γεωφυσική προσταγή. Δεν έχει επίγνωση, ότι τα ονόματα Λεωνίδας, Μιλτιάδης, Θεμιστοκλής, Παυσανίας θα μείνουν στην Ιστορία και θα μνημονεύονται απ’άκρη σ’άκρη σε όλο τον κόσμο σαν προσωπικότητες, που διδάσκουν, που συναρπάζουν, που εμπνέουν, που παραδειγματίζουν, που συγκινούν. Εκείνο που γνωρίζει και το ακολουθεί κατά γράμμα είναι, ότι ο στρατιωτικός του ηγήτωρ είναι ο οδηγός του στην ζωή και στον θάνατο. Υπακούει στους κανόνες της στρατιωτικής δεοντολογίας. Είναι εύτακτος. Είναι ευάγωγος. Είναι άρτια εκπαιδευμένος για να αντιμετωπίσει όλες τις εκδοχές που απορρέουν από την εξέλιξη της μάχης. Είναι αφοσιωμένος στο ιερό προς την πατρίδα καθήκον. Είναι εύτολμος. Και τούτο, διότι διέπεται από αυτοπεποίθηση, ένεκα της καλής γνώσεως των όπλων και του τρόπου με τον οποίο τα χειρίζεται. Και όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν είναι απλή φιλολογία για να εξαρθεί ένας αριθμός εξαιρέτων πράξεων και ηρωϊσμών. Δεν είναι ένας κατάλογος κατορθωμάτων που συνήθως απαντώνται σε μύθους. Είναι η από σπουδαίους ιστορικούς καταγραφή των πραγμάτων, όπως αυτά είχαν, όπως συναρμολογήθηκαν και όπως χαρακτηρολογικά εξηγήθηκαν με τις διαστάσεις που δίδονται στα μεγαλουργήματα.
Είναι ο Έλληνας πολεμιστής, αυτός, ο οποίος καταρρίπτει τον μύθο, ότι οι Πέρσες λόγω όγκου και εξοπλισμών είναι αήττητοι. Με την ακύρωση αυτού του κατασκευασμένου μύθου ορίζεται το γεγονός της νίκης των Ελλήνων, ως ο καθοριστικός οδοδείκτης για ένα ενδεδειγμένο προσανατολισμό της πορείας του Δυτικού πολιτισμού. Αυτή η ιστορική ανατροπή δίδει το έναυσμα στους ξένους μελετητές στο να αναφέρονται στους Έλληνες, οι οποίοι με τις πράξεις τους φωτίζουν τα ιστορημένα χαρακτηριστικά μιας εύρωστης δημοκρατικής Ελληνικής πόλεως. Της πόλεως των Αθηνών, η οποία είχε την απαιτουμένη διορατικότητα, την πρόνοια και την αποφασιστικότητα να συγκροτήσει στρατό με άνδρες πειθαρχημένους, άριστα εκπαιδευμένους και με εξοπλισμό, ο οποίος ένεκα της επινοητικότητας των στρατιωτικών υπευθύνων υπερείχε ποιοτικά και δραστικά εκείνου του εχθρού.
Οι ξένοι επιστήμονες για το κατόρθωμα των Ελλήνων δέχονται, ότι αυτή η τροπή χάραξε το πολιτισμικό όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Μάλιστα το εξηγούν σαν έναν ηττημένο Ανατολικό δεσποτισμό, ο οποίος αποτυγχάνει να κυριαρχήσει στον τότε γνωστό κόσμο και ως εκ τούτου δίδεται πολιτισμικός χώρος στην Δύση στο να διαμορφώσει με βάση τις πολιτισμικές σταθερές της Αρχαίας Ελλάδος τον δικό της κόσμο, ενός πνεύματος ελευθερίας και συνακόλουθα μιας δημοκρατίας αντιπροσωπευτικής λόγω των πληθυσμικών μεγάλων αριθμών καθώς και των απορρεόντων Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Αυτό το όριο, δηλαδή η Ελλάς μεταξύ Ανατολής και Δύσης εξακολουθεί υφιστάμενο και λειτουργεί σαν ο προμαχώνας της Δύσης ανεξαρτήτως Νατοϊκής υπαγωγής της Τουρκίας, η οποία ναι μεν χαρακτηρίζεται σαν ουσιαστικός συντελεστής της αποτελεσματικότητος του ΝΑΤΟ πλην αυτό είναι μία υπόθεση των Δυτικών, οι οποίοι βεβαίως έχουν σαν πυξίδα τον αφορισμό του Λόρδου Πάλμερστον (1784-18650), ότι τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς. Έχουν μόνον σταθερά συμφέροντα.
Και αυτή την εποχή η Τουρκία λόγω γεωγραφίας αλλά και όγκου σε στρατιωτικό δυναμικό και φυσικά με την σύγχρονη λογική διεξαγωγής στρατιωτικών επιχειρήσεων, το ΝΑΤΟ (βλέπε USA) θα επιθυμούσε να τιμωρήσει κάποιον εχθρικά διακείμενον προς τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ (βλέπε USA) χρησιμοποιώντας το δυναμικό της Τουρκίας αλλά και οιουδήποτε άλλου προθύμου να αποδείξει την πίστη του προς τους σκοπούς της Συμμαχίας ακόμη και αν οι σκοποί αυτοί εκτιμώνται ως ανίεροι. Και τέτοιου είδους πόλεμοι -σύμφωνα με την σύγχρονη αντίληψη- είναι περισσότερο βολικό -και αναίμακτο- για τον εξυπνότερο, πραγματοποιούνται δι’ αντιπροσώπων (proxy war). Δείγμα αυτής της νέας μορφής εμπλοκής σε πολέμους είναι αυτή εναντίον του Άσσαντ για συμμόρφωσή του με τις δυτικού τύπου ιδεολογικές τοποθετήσεις και τον εκδημοκρατισμό της Συρίας.
Μία συμμετέχουσα δύναμη είναι και η Τουρκία, με την διαφορά όμως, ότι η συμμετοχή της αποβλέοει όχι για να εξυπηρετήσει αλλότρια σχέδια αλλά να εισβάλλει και να ελέγξει (και με άλλα λόγια) να κατακτήσει την Βόρεια Συρία εν ονόματι της εξασφαλίσεως των νώτων της από τους Κούρδους. Και εν πάση περιπτώσει, όλες οι εμπεπλεγμένες στην Συρία δυνάμεις έχουν κάποιο δικό τους ιδιαίτερο λόγο να είναι εκεί παρούσες προς εκμετάλλευση στρατηγικών ευκαιριών. Όπως παραδείγματος χάριν ήταν ο ISIS, επιδιώκοντας αποστολές jihad και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων.
Και μια και αναφερόμεθα σε πολέμους δι’ αντιπροσώπων έχουμε και τον εν ενεργεία πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας με αναλώσιμο ύλη το έμψυχο δυναμικό της Ουκρανίας. Όπερ έδει δείξαι για τους αμφισβητίες ή πιο απλά εγώ έτσι το καταλαβαίνω.
Αλλά ας επιστρέψουμε στην ιστορική διαδρομή των Ελληνικών αγώνων για την διατήρηση της ελληνικής ελευθερίας, της ευνομίας, της προκοπής.
Τέτοια εποχή υπήρξε η χιλιόχρονης διάρκειας Βυζαντινή. Και σε αυτή την εποχή υπήρξαν Έλληνες σαν ο δυναμικός κεντρικός παράγων αρκετών φυλών, οι οποίοι συνετέλεσαν με την πολεμική τους αρετή στην διατήρηση της κραταιότητας της αυτοκρατορίας αυτής. Και όταν λέμε αυτοκρατορία εννοούμε πολλές εθνότητες κάτω από μία διοίκηση. Ουδέποτε στην ιστορία αναφέρεται αυτοκρατορία μονοεθνική.
Αυτή την αυτοκρατορία διαδέχθηκε μια άλλη αυτοκρατορία. Η Οθωμανική. Και ο λόγος; Κάποτε οι αυτοκρατορίες καταρρέουν. Δεν είναι εύκολο να κρατηθούν πολυεθνικές πολιτικές οντότητες.
Ωστόσο και στα πλαίσια αναγνωρίσεως της στρατιωτικής αρετής πρέπει να εξαρθεί η δια του παραδείγματος θυσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ο οποίος μας καταλείπει μία ηθική παρακαταθήκη στο πως ο ηγέτης βρίσκεται στις επάλξεις και όχι «φευγάτος». Και αυτό το τονίζουμε, διότι την εποχή της αλώσεως της Πόλεως το μείζον των δυναμένων να φέρουν όπλα για την άμυνα του εναπομείναντος τελευταίου αυτοκρατορικού κέντρου, αυτή η δύναμη απουσίαζε. Κατά τον Ιωάννη Κορδάτο, ένας σημαντικός αριθμός ικανών προς μάχην ανδρών επέλεξε να γίνει αναχωρητής σε μονές, κυρίως ανά την Βαλκανική.
Είναι θλιβερό σαν σκέψη. Είναι ολέθριο σαν έκφραση αδιαφορίας για ό,τι ο καθένας θεωρούσε πατρίδα με την έκδηλη αγωνία προσμένοντας την προσφορά προς αυτή εκ μέρους των ανθρώπων της.
Και πέρασαν τέσσαρες αιώνες μέχρι η διάδοχος της Βυζαντινής, δηλαδή η Οθωμανική να φανερώσει σημεία κοπώσεως. Από την άλλη πλευρά οι Έλληνες, παρά το γεγονός, ότι προηγήθηκαν 67 καταγεγραμμένες τοπικές εξεγέρσεις δεν επέτυχαν να συναντηθούν με το επιθυμητό αποτέλεσμα. Δηλαδή την απελευθέρωση από τον Τούρκο δυνάστη.
Έφθασε όμως το 1821, που πλέον τα πάντα ήσαν ώριμα για μία αποφασιστική αντιμετώπιση των Οθωμανών.
Και εγένετο φως! Όχι άμεσα. Μετά από μία οκταετία σκληρών αγώνων. Απέναντι στον Σουλτανικό στρατό ας μη φανταζόμαστε στρατιές Ελλήνων. Δεν υπήρχε στρατός Ελληνικός. Λίγοι με όπλο πίστη και σθένος ήταν εκείνοι με πέτρες και σφεντόνες απέναντι στον κατακτητή. Λίγοι ήταν εκείνοι που κατάλαβαν τι σημαίνουν τα λόγια του Ρήγα του Βελεστινλή, που εξηγούν τι σημαίνει ελευθερία. Και αργότερα το κατάλαβαν πολλοί και μετά οι περισσότεροι και τέλος σύσσωμος ο Ελληνισμός. Επανάσταση. Και απήτησαν να ξαναγεννηθεί η Ελλάς! Το είπαν παλιγγενεσία! το κατόρθωσαν υπερβαίνοντας όλα τα προγνωστικά των Ευρωπαϊκών ιερών συμμαχιών. ….ο Θεός να τις κάνει «ιερές».
Η Ελληνική ψυχή μίλησε. Ήταν η κοινή βούληση για την αναβίωση του Ελληνικού Έθνους.
Και αργότερα συγκροτείται κανονικός στρατός. Ο Ιωάννης Καποδίστριας είναι ο συντελεστής της μορφοποιήσεως της στρατιωτικής ευρωστίας. Αυτή την ανάγκη την μετέτρεψαν σε δυνατότητα οι μεταγενέστεροι κατά τους Βαλκανικούς πολέμους και διεξήγαγαν με άψογο τρόπο στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον του ογκώδους Σουλτανικού στρατού καθώς και εναντίον άλλων καταπατητών ευκαιρίας. Εννοώ τους Βουλγάρους. Εκείνοι οι Έλληνες στρατιώτες ήταν οι συντελεστές της νίκης. Ήταν εκείνοι, οι οποίοι απεκατέστησαν τους χώρους του Ελληνισμού και απελευθέρωσαν τις όσες παλλόμενες ελληνικές καρδιές.
Αργότερα, με την Συνθήκη των Σεβρών ο ελληνισμός απήλαυσε την μεγίστη έκταση των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Ωστόσο αυτή η κατάσταση έμελλε να αναθεωρηθεί. Όπως είπαμε και προηγουμένως, οι δυνατοί ακολουθούν την μυρωδιά του μονίμου συμφέροντος. Όχι της καλοπιστίας, ούτε της συναισθηματικής σχέσεως πολιτισμών και συγκλινόντων οραματισμών. Και έτσι περιοριστήκαμε στα σημερινά όρια μετά και την τραγική εμπειρία της Μικρασιατικής καταστροφής.
Εκείνα τα χρόνια της Μικρασιατικής εκστρατείας οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις επέδειξαν την μεγίστη αντοχή σε συνθήκες που δεν ανταποκρίνονται σε καλώς υποστηριζόμενο εκστρατευτικό σώμα που εκτελεί διαταγές με επιμηκυμένες γραμμές ανεφοδιασμού. Απέδειξαν την απόκριση στον όρκο τους για θέληση σε θυσία με την μεγίστη δυνατή καρτερία. Συναίνεσαν με την ανθρωπίνως δυνατή υπομονή και με αίσθημα ευθύνης, ώστε να έλθη εις πέρας κατά τον πλέον ευνοϊκό τρόπο η οποιαδήποτε διαταγή επιχειρήσεων στο πεδίον της μάχης.
Αλλά, όπως είπαμε, η σωστή πλευρά της ιστορίας, όπως άλλωστε πιστεύαμε και εξακολουθούμε … καλώς ή κακώς, να πιστεύουμε, ότι ανήκουμε στις Ναυτικές Δυνάμεις, μας απέβαλλε από την χορεία των προστατευομένων. Οι Τούρκοι ευνοήθηκαν κι εμείς πλέον ακάλυπτοι όντες δεν αποφύγαμε το απευκταίον. Δηλαδή την καταστροφή.
Τώρα, το ποιος και το γιατί ευθύνεται για την καταστροφή, έχουν γραφεί και λεχθεί άπειρες εκδοχές. Εάν τα παρατηρήσουμε αυτά τα παθόντα και μη ταφέντα θα αποφανθούμε χωρίς κανένα κόπο ή ενδοιασμό, ότι το κάθε κατατεθέν -κατά βάσιν- αποκρίνεται στο με ποια πλευρά ο εκθέτων είναι συντεταγμένος. Δηλαδή οι μεν κατηγορούν τους δε και η αλήθεια απουσιάζει ψηλά στο σύννεφο. Στο cloud νεοελληνικά. Το να κρίνεις, να κατακρίνεις, να λοιδορείς, να στιγματίζεις και να δικάζεις κάποιον μετά 100 χρόνια στην μνημονευόμενη τούτη μαύρη επέτειο είναι το πιο εύκολο πράγμα. Ο καθένας αποφαινόμενος επ’αυτού, έχει στον νού του κάποιες ιδιωφέλειες.
Αλλοίμονο, κάθομαι και σκέπτομαι το τι θα λένε για μας μετά από 100 χρόνια. Εάν φυσικά τότε υπάρχουν Έλληνες με τα γνωρίσματα που σήμερα ξέρουμε. Αυτοί οι Έλληνες του έτους 2122 που θα έχουν εναπομείνει, θα ανήκουν σε μια κάποια μειονότητα μέσα σε μία πλειονότητα πολυφυλετική με προεξάρχουσα την μουσουλμανική κοινότητα. Η επίσημη θρησκεία του έτους εκείνου θα είναι η μουσουλμανική σε τούτο τον θεωρούμενο σήμερα ιερό δικό μας τόπο. Αυτοί λοιπόν οι καταφρονημένοι Έλληνες του μέλλοντος θα λένε για μας τους σημερινούς, εκφράζοντας μία απέραντη πικρία, ότι με την συμπεριφορά μας, την ανεκτικότητά μας, την «προοδευτικότητά» μας και την αξιοσημείωτη αδιαφορία προς μία πίστη είτε την θρησκευτική είτε την εθνική, ότι κατορθώσαμε να δωρίσουμε την Μακεδονία μας σε αλλοφύλους τον δε υπόλοιπο κορμό της Ελλάδος σε Αφροασιάτες, διότι αυτοί, όπως μας διαβεβαιώνουν οι σημερινοί εκλεγόμενοι από μας …(από… εμάς; ) πολιτικοί θα έλυναν το δημογραφικό των Ελλήνων.
Συνεπώς ας κοιτάξουμε τους εαυτούς μας…. τους σημερινούς εαυτούς μας …τους τωρινούς εαυτούς μας …και ας αφήσουμε τους Έλληνες με τα σημειωθέντα λάθη του παρελθόντος του κάθε τότε …ας τους αφήσουμε στον αιώνιο ύπνο τους με τους τότε δικούς τους εφιάλτες.
……………………………………………………………………………………………
Και αργότερα η πατρίδα μας δοκιμάστηκε και πάλιν.
Αυτή την φορά μπορούμε -μετά βεβαιότητος- να δεχθούμε, ότι υπήρξε ετοιμότητα για την αντιμετώπιση της προκλήσεως των καιρών. Του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ετοιμότητα σημαίνει, ότι μία χώρα έχει την ικανότητα δια της ηγεσίας της, πολιτικής και στρατιωτικής να διαβλέπει τα επερχόμενα και να ενεργεί κατά τον τρόπον εκείνον, ο οποίος εξετάζει όλες τις πιθανές εκδοχές να συμβούν και ως εκ τούτου να προβλέπει τις ανάλογες ενέργειες προς ενίσχυση της στρατιωτικής επαρκείας, της δυνάμεως, της σθεναρότητος και της επιβλητικότητος μέσα στον μηχανισμό εθνικής αμύνης που ανταποκρίνεται έναντι παντός είδους και κάθε βαθμού προσβολής. Και όχι μόνον. Όταν λέμε εθνική άμυνα δεν εννοούμε, ότι είναι δουλειά ή υποχρέωση των στρατιωτικών και μόνον αυτών. Είναι υποχρέωση ολοκλήρου του λαού.
Λέει ο von Clausewitz (1780 –1831) ο Πρώσος στρατιωτικός και συγγραφέας περί της θεωρίας και πρακτικής του πολέμου. Για να ανταποκριθεί μία εθνική οντότητα στις απαιτήσεις ενός πολέμου τρεις είναι οι παράγοντες μιας πολεμικής επιτυχίας. Είναι η σύμπραξη κυβερνήσεως, στρατού και λαού. Αυτοί οι τρεις παράγοντες πρέπει να είναι καλώς συγκερασμένοι. Αρμονικά δεμένοι. Δεξιοτεχνικά συντονισμένοι. Λεπτομερώς προπαρασκευασμένοι. Και τούτο, διότι εάν ένας και μόνο από αυτούς τους παράγοντες δεν αποκρίνεται στην απαίτηση των διαμορφουμένων καταστάσεων, τότε καταρρέει ολόκληρο το οικοδόμημα της εθνικής ασφαλείας. Και για να γίνει περισσότερο κατανοητό αυτό το επιχείρημα, θα πρέπει να κάνουμε τις πιο απλές σκέψεις, χωρίς βαθειές φιλοσοφίες, χωρίς εκτεταμένες τεχνοκρατικές μελέτες και χωρίς μακροσκελείς εισηγήσεις.
Επί παραδείγματι, οι πολιτικοί δεν έχουν καταλάβει την βαρύτητα της καταστάσεως και δεν έχουν λάβει τα κατάλληλα μέτρα που αποκρίνονται στην έννοια «προνοητικότης». Ενδείξεις καταλλήλων μέτρων είναι η ενδυνάμωση της εθνικής ισχύος. Η εθνική ισχύς με δυο λόγια στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες. Στην «ισχυρά οικονομία» και στις «ισχυρές ένοπλες δυνάμεις».
Εάν αυτοί οι δύο παράγοντες δεν απαντούν στις προκλήσεις της ιστορίας τότε η πατρίδα υποβάλλεται σε μία περιπέτεια της οποίας η κατάληξη δεν μπορεί να είναι άλλη από την υπαγωγή της στην βούληση του εχθρού ή σε κάποιον «φίλο», ο οποίος κατά την σύγχρονο έννοια και ερμηνεία του πολέμου σε υποχρεώνει να εισέλθεις σε πολεμική περιπέτεια για να εξυπηρετήσεις τα δικά του συμφέροντα. Κάπως έτσι έγινε το 1919. Κάπως έτσι γίνεται σήμερα στην Ουκρανία. Κάπως έτσι -και ας είναι απευκταίον- θα παραστεί η ανάγκη να εκπροσωπήσουμε κάποιον φορέα σε μία σχεδιασθείσα περιπέτεια χωρίς την δική μας προθυμία.
Μία άλλη πτυχή που μπορεί να χρεωθεί στους πολιτικούς κυβερνήτες είναι η διαφορά απόψεων πάνω σε επικείμενες εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο ή σε διακρατικές διενέξεις. Ιστορικά έχουμε και ορισμένες εκδοχές άλλου τύπου. Παράδειγμα. Πολιτικός αφού απωλέσει την αρχηγία σε εκλογές επιλέγει να μην παραμείνει σαν απλός βουλευτής ενώ καταγράφεται ως τέως κυβερνήτης. Ως εκ τούτου αποφασίζει να μεταβεί εις την Εσπερίαν και από εκεί να πραγματοποιεί, όπως αυτός το ερμηνεύει, ότι κάνει αγώνα για το δίκαιον και το συμφέρον του έθνους. Και αυτόν τον αγώνα τον υλοποιεί παροτρύνοντας τους ξένους να δράσουν κατά της Ελλάδος αφού πρώτα έχει δεσμευτεί, ότι επανερχόμενος στην Ελλάδα και αναλαμβάνοντας και πάλιν την διοίκηση αυτής θα είναι υπόχρεως στους ξένους αρωγούς, στο να ακολουθεί πλέον τις οδηγίες που προφανώς εξυπηρετούν τα συμφέροντα εκείνων. Κατανοητόν; Πιστεύω κατανοητόν. Εάν όχι, τότε είμαστε εμείς αυτοί που καθορίζουμε στο εξής τις τύχες της χώρας μας και μάλιστα σύμφωνα με το αμίμητον: «Εμείς, ο κυρίαρχος λαός». Αυτά -μέχρι στιγμής- για τους κυβερνήτες.
Ακολουθεί ο στρατός. Από την κτηθείσα εν τω στρατεύματι πείρα μου μπορώ να αποφανθώ, ότι ένας υπεύθυνος στρατιωτικός ηγέτης «απαιτεί», δεν ζητιανεύει, απαιτεί από την πολιτεία τα όσα έχουν επισημανθεί από τους επιτελείς του ως αναγκαιούντες συντελεστικοί παράγοντες για την διεξαγωγή αγώνος προς εξασφάλιση της ακαιρεότητος της χώρας. Εάν αυτός ο στρατιωτικός ηγέτης κάνει το λάθος και διακρίνεται από πολιτική ορθότητα και δεν γίνεται ενοχλητικός στους κυβερνώντες, τούτο σημαίνει, ότι θα επέλθουν δεινά και στο τέλος οι πολιτικοί θα του προσάψουν όλες τις διαπιστωμένες και τις εικαζόμενες ευθύνες. Βολικό; Βολικό!
Η συνέχεια είναι γνωστή από παρελθούσες ιστορικές συγγενείς πράξεις. Πρώτοι διδάξαντες σε τέτοιες πράξεις οι Ιάπωνες. Έντιμες πράξεις δηλαδή …όπως το Χαρακίρι.
Το τρίτο σκέλος, ο λαός είναι και το μεγάλο ερωτηματικό. Αυτός ο λαός σύμφωνα και με τα σημερινά δεδομένα δεν φαίνεται να είναι συμμέτοχος στην γενική προσπάθεια για την εθνική άμυνα. Τι εννοώ.
Στο διεθνές σκηνικό βλέπουμε πλέον επαγγελματικούς στρατούς. Λίγες χώρες διαθέτουν κληρωτούς στρατιώτες. Μεταξύ αυτών η Ελλάδα και η Τουρκία.
Η μεν Τουρκία, διότι έχει οραματισμούς, όπως η αναβίωση της Οθωμανικής ισχύος και της Οθωμανικής αίγλης. Είναι στο τουρκικό DNA να θέλει επιθετική την τουρκική φυλή. Στην κουλτούρα του Τούρκου επικρατεί η μοναδική έγνοια, η οποία είναι …όχι να παράγει πολιτισμό αλλά να καταστρέφει ή να λεηλατεί άλλους πολιτισμούς και να γενοκτονεί αλλοφύλους πληθυσμούς. Καθημερινά η τουρκική ηγεσία μας το επιβεβαιώνει, διακηρύσσοντας, ότι η κατάκτηση ξένων λαών και εδαφών είναι ένα ιερό τους καθήκον. Επομένως γνωρίζει, ότι χρειάζεται να υπάρχει υπερεπάρκεια στην ενεργό δύναμη, η οποία συνιστά, όπως είπαμε, τον παράγοντα της τουρκικής εν προκειμένω ισχύος.
Απέναντι είμαστε εμείς.
Εμείς έχομεν χρείαν αμυντικού μηχανισμού. Δηλαδή χρειαζόμαστε παρατακτές δυνάμεις, τόσες όσες εκτιμούμε, ότι είναι ικανές να δώσουν το στίγμα της επαρκείας προς αποτροπήν των επιθετικών σχεδίων του αντιπάλου. Για να μπορέσουν να διεξάγουν κατ’αρχάς ένα αμυντικόν αγώνα και στην συνέχεια να εκμεταλλευθούν κάθε εχθρική αδυναμία, ώστε να αποκτήσουν κατόπιν επιθετικής ενεργείας τόσα διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα, ώστε να επιτευχθεί μία τέτοια συνθήκη ειρήνης που να έχει διάρκεια τουλάχιστον τριών μελλοντικών γενεών.
Αυτό που λέμε φαντάζει υπερβολικό. Ακούγεται αρκετά φιλόδοξο. Είναι σαν μυθιστόρημα με happy end. Ωστόσο, αυτή πρέπει να είναι η σχεδίαση και η εκτέλεση κάθε πολεμικής προσπαθείας, όταν ο απέναντι εχθρός είναι ο Τούρκος. Και κάτι ακόμη. Επειδή η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε τέτοια γεωγραφική θέση όπως πχ το Λουξεμβούργο, αλλά περιστοιχίζεται από χώρες εχθρικώς διακείμενες παρά τις νατοϊκές μας συμμαχίες και τους Ευρωπαϊκούς μας εταιρισμούς, αυτές οι χώρες, όπως ένας κοινός νους καταλαβαίνει, ομοιάζουν σαν τις ύαινες που θα προσπέσουν σε ένα πτώμα για να το αποτελειώσουν εκμεταλλευόμενες πιθανή στρατιωτική νίκη τού της Ελλάδος εχθρού.
Ας θυμηθούμε την Ελλάδα υπό Γερμανική κατοχή και τους βορείους γείτονες στην δούλεψη των κατακτητών με το αζημίωτο των παρεχομένων υπηρεσιών.
…………………………………
Μια σκέψη για την περίπτωση της Ελλάδος είναι, ότι δεν συνάδει η ιδέα του επαγγελματικού στρατού, ο οποίος μάλιστα οφείλει σε πλαίσια συμμαχιών να ενεργεί εκτός Ελλάδος προς επιβολήν σχεδιάσεων ξένων κέντρων συμφερόντων και όσων κερδοσκοπούν εν ονόματι δήθεν της δημοκρατίας και της ελευθερίας, όπως π.χ. βάπτισαν τις αναστατώσεις στον Αραβικό κόσμο, σαν Αραβικές Ανοίξεις.
Το κακό με τους επαγγελματικούς στρατούς, ιδίως στην δική μας περίπτωση είναι, ότι ο λαός έχοντας σαν θέσφατον, ότι ο επαγγελματικός στρατός είναι υπεύθυνος και υπόλογος για την ασφάλεια ημών των αγρίως φορολογουμένων πολιτών, εμείς έχουμε πείσει τον εαυτόν μας, ότι εμείς ο λαός είμαστε αμέτοχοι στην όποια ευθύνη προς την οποία η ιστορία θα κατευθύνει την καταδικαστική της ετυμηγορία.
Βλέπουμε στις ειδήσεις κάθε ημέρα τις μάχες στην Ουκρανία. τους πυραύλους να σκοτεινιάζουν τον ουρανό της Ανατολικής Ευρώπης. Περιουσίες, δημόσιες και ιδιωτικές να κονιορτοποιούνται. Ανθρώπους να διαμελίζονται. Πληθυσμούς να προσφυγοποιούνται. Εμείς εκεί …στον καναπέ. Με το ουϊσκάκι στο χέρι. Ο πόλεμος είναι μακριά από μας. Δεν μας εγγίζει. Τους καημένους τους Ουκρανούς!
Αλήθεια, γιατί δεν σκεπτόμαστε, ότι εάν αυτό το σκηνικό το ζούσαμε εμείς εδώ;
Συνεπώς η σκέψη μας πρέπει να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο. Δηλαδή, να μη ζήσουμε κάτι παρόμοιο. Και πώς θα γίνει αυτό. Εμείς ο κυρίαρχος λαός να απαιτήσουμε στο να καταστεί ο στρατός μας τόσον αξιόμαχος, ώστε να μην είμαστε μάρτυρες κατευνασμών των παρουσιαζομένων σαν θηρίων. Ούτε να βλέπουμε διπλωμάτες να περιδιαβάζουν σε διάφορες χώρες και που προσπαθούν να θυμώσουν τους ξένους εναντίον των Τούρκων, ώστε αυτοί οι ξένοι να τους επιπλήξουν και να τους προειδοποιήσουν, ότι θα τους στείλουν στο πυρ το εξώτερον εάν τύχει και επιτεθούν στους καλούς Έλληνες.
Πιστεύω, ότι ο καθένας μας καταλαβαίνει, ότι ουδείς θα έλθει αρωγός και θυσιαστεί εξ αιτίας της απρονοησίας των Ελλήνων στο να μην είναι ικανοί τουλάχιστον για την αποτροπή. Το μόνο, που θα μπορούσαν να κάνουν οι ξένοι είναι να μας δώσουν όπλα «επί πιστώσει» και ίσως παρουσιαστούν κάποιοι απρόσκλητοι μισθοφόροι κάποιων ιδιωτικών στρατών για να εκμεταλλευτούν την πιο αδύναμη παράταξη στην εξέλιξη του αγώνος.
Όλοι θα έχουν ένα καλό λόγο για μας και θα εύχονται ειρήνη αλλά πλέον με τους όρους που εκείνοι ορίσουν. Διότι, ναι μεν δεν συμμετέχουν σε ένα τέτοιο πόλεμο, ωστόσο στις ακολουθούσες διαπραγματεύσεις θα εξετάσουν εκείνα τα σημεία που εγγίζουν τα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά τους ενδιαφέροντα και θα λάβουν την ανάλογη θέση.
Ας θυμηθούμε, ότι στην Συνθήκη των Σεβρών, όπου οι ενδιαφερόμενοι ήταν όλες οι νικήτριες δυνάμεις του Α’ ΠΠ. Ότι στην Συνθήκη της Λωζάνης συμμετείχαν όλοι οι συμμετασχόντες στην Συνθήκη των Σεβρών με την προσθήκη της Ενώσεως Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Άρα όλοι αυτοί έχουν κάποιο λόγο, ο οποίος λόγος δεν είναι απαραίτητο να αρμονίζεται με τα συμφέροντα της Ελλάδος. Ας μη μας διαφεύγει και η λεπτομέρεια, ότι η Τουρκία θεωρείται περισσότερο χρήσιμη και απαραίτητη στην νατοϊκή συμμαχία από ό,τι η Ελλάδα. Εξ άλλου και ουσιαστικά βλέπουμε ομοιότητες στα ελληνικά πολιτικά κόμματα να υιοθετούν παρόμοια πρακτική. Δηλαδή βλέπουμε τα κόμματα που εκάστοτε ασκούν εξουσία εξυπηρετούν κατά προτεραιότητα αιτήματα πολιτικών αντιπάλων παρά τα «δικά μας παιδιά» τα οποία δεν διαμαρτύρονται έντονα και ανατρεπτικά. Αυτά τα παιδιά θεωρούνται δεδομένα. Και από ό,τι θυμάμαι έτσι γίνονταν και με τις αποδοχές των στρατιωτικών. Οι αριστερές και αριστερόστροφες κυβερνήσεις θεωρούσες, ότι οι στρατιωτικοί είναι δεξιόστροφοι έδιναν αυξήσεις στις μηνιαίες αποδοχές σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις που θεωρούσαν τους στρατιωτικούς δεδομένους και με αμοιβές κάποια τενεκεδένια παραφερνάλια και με επαίνους που τόση ανάγκη -ούτως ή άλλως- έχει ο ηθικός οργανισμός του στρατιώτου.
Ε…, τώρα καταλαβαίνουμε, γιατί το ΝΑΤΟ χαϊδεύει την Τουρκία. Οι τούρκοι ούτε είναι ούτε και θέλουν να είναι δεδομένοι στην Δύση. Κι εμείς οι δεδομένοι εισπράττουμε τα χίλια τζάμπα μπράβο του Δυτικού κόσμου.
Τώρα, εμείς ο λαός, πιστεύω, ότι έχουμε καταλάβει, ότι διεξάγεται ένας παγκόσμιος πόλεμος ενός άλλου είδους. Μερικοί τον επονομάζουν υβριδικό. Και θα με ρωτήσετε, ότι δεν πέφτουν βόμβες στην στέγη του σπιτιού μας γιατί να χαρακτηρισθεί πόλεμος. Την απάντηση μπορείτε και μόνοι σας να την δώσετε εάν πρώτα αναλογιστείτε την πρόκληση, το πως και το από ποιόν και θα καταλάβετε το ποιος επωφελείται από όλα αυτά και ποιος χάνει. Θα καταλάβετε, ότι οι τιμές του πετρελαίου και του γκαζιού είναι παιγνίδια της αγοράς. Ότι οι πετρελαϊκές εταιρείες θησαυρίζουν. Το ίδιο θησαυρίζουν και οι έμποροι όπλων και όλες οι βιομηχανίες. Το ίδιο και όλοι όσοι έχουν σχέση με την δευτερογενή παραγωγή.
Ο υπόλοιπος κόσμος θα πει το ψωμί ψωμάκι και η ζωή μας θα οδηγείται με την δική μας συναίνεση και ανοχή προς την κόλαση του Δάντε. Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους, ότι όλη αυτή η ιστορία περί δημοκρατίας, περί ελευθερίας, περί διεθνούς δικαίου, περί της ιεράς αποστολής του ΝΑΤΟ και κάθε αηθίκου φορέως ειδικών συμφερόντων είναι ένα παίγνιον που προσβάλλει κατάφωρα τον υποστηριζόμενο από τους αγνούς πολίτες ανθρωπισμό. Ας το καταλάβουμε σε τελευταία ανάλυση, ότι όλοι μας ζούμε σε ένα παγκόσμιο πόλεμο, με αιματόβρεκτα θύματα εκεί που πέφτουν βόμβες και
……θύματα οικονομικών δυσχερειών και ψυχικών διαταραχών εμάς τους υπολοίπους εκεί που βλέπουμε τις βόμβες στα ράφια των super markets.
………………………………………………………………………………………
Όταν ο Κλαουζεβιτς είχε προσδιορίσει την σημασία του τριπτύχου κυβέρνηση, στρατός, λαός, είχε στον νού του τις τότε συνθήκες, τις οποίες και εξέλαβε σαν διαχρονικές σταθερές, που ίσχυαν μέχρι τότε και που πίστευε, ότι θα ισχύουν μέχρι το τέλος της ιστορίας του ανθρώπου.
Όμως, …όμως. Από τότε μέχρι την ώρα αυτή, που μιλάμε πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Τίποτε δεν ομοιάζει με το τότε. Ακόμη και η μέθοδος εκτιμήσεως των καταστάσεων από όλους τους εκπροσωπούντας το τρίπτυχον. Τί εννοώ.
Ας πιάσουμε και πάλιν την πρώτη παράμετρο του τριπτύχου. Την κυβέρνηση.
Την παλαιά εποχή, οι κυβερνήσεις λειτουργούσαν σύμφωνα με τις κατευθύνσεις και τις οδηγίες του άρχοντα, του ηγεμόνα, του βασιλιά, του αυτοκράτορα. Ουδείς αμφισβητούσε την βούληση του υπάτου αυτού προσώπου, εκτός από κάποιον άλλο ύπατο. Συνεπώς οι κυβερνήσεις είχαν την ευχέρεια να συσπειρώνουν υπηκόους, να συγκροτούν στρατούς ή και να μισθώνουν στρατούς την στιγμή, που οι αμοιβές των πολεμιστών ήταν άκρως ελκυστικές. Οι κυβερνήσεις, ως εκ τούτου δεν είχαν πρόβλημα να συγκεντρώνουν τεράστιες δυνάμεις και να τις αντιπαρατάσσουν εναντίον εχθρών αφ’ῆς στιγμής είχαν την πρόθυμη συμμετοχή όλων εκείνων, οι οποίοι πίστευαν, ότι το προνομιακώς ζην ήταν κατά πολύ καλύτερο από το ζην με στερήσεις σε ένα οικισμό αγροτών ή βουκόλων με συνθήκες ζωής παρόμοιες με εκείνες των ζώων που εξέτρεφαν. Η μέριμνα του ηγεμόνα περιεστρέφετο στην διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Και αυτή η ειρήνη θα μπορούσε να επιβληθεί με δύο βασικά τρόπους.
Ο ένας τρόπος ήταν η συναίνεση που ακολουθούσε την πειθώ. Και αυτό επειδή πείθονταν ότι η συλλογική συνυπευθυνότητα οδηγεί σε μία πορεία προόδου. Συνέπεια αυτής είναι η ικανοποίηση του λαού κάτω από μία ιδέα. Την ιδέα, ότι ζει αρμονικά σε ένα αρεστό περιβάλλον και κάτω από την αγαστή διοίκηση του ηγεμόνα, ο οποίος διακρίνεται από μία σύνεση και σοφία αποδεκτή από το σύνολο του κόσμου.
Ο άλλος τρόπος ήταν η λαϊκή πειθαρχία, που στηρίζεται στον φόβο για επιβολή ποινής σε εκείνους οι οποίοι αντιτίθενται στην βούληση του ηγεμόνα.
Σε όλες τις περιπτώσεις η κυβέρνηση διατηρούσε τον έλεγχο της κοινωνικής πορείας. Εάν όχι, τότε αναλαμβάνει η ιστορία να καταγράψει την παρακμή αυτής της πολιτικής οντότητας ή ακόμη και τον αφανισμό ολοκλήρων πολιτισμών.
Σε όλες τις περιπτώσεις οι κυβερνήσεις για να επιβιώνουν των προκλήσεων των τότε καιρών βασίζονταν στην γεωγραφική έκταση που ήλεγχαν, στις αποδόσεις της παραγωγής του ζωτικού των χώρου, στις σχέσεις με τις γειτονικές πολιτικές ή φυλετικές οντότητες, στην στρατιωτική τους ισχύ και στην εκουσία ή στανική συγκατάθεση του λαού τους εφ’όλης της ύλης φυσικά.
Σήμερα η κυβέρνηση μιας πολιτικής οντότητος διαφέρει από τις παλαιές ηγεμονίες.
Η αναπόφευκτη οικονομική παγκοσμιοποίηση επέδρασσε σε όλα τα επίπεδα της ζωής όλων των επί Γης φυλετικών, εθνικών αλλά και θρησκευτικών κοινοτήτων. Κατά συνέπειαν και η κυβέρνηση της κάθε οντότητας έπρεπε να προσαρμόσει τις μεθόδους διακυβερνήσεως σύμφωνα με τις επιταγές προσαρμογής επί εκσυγχρονισμών και επί νεοεμφανιζομένων αναγκών. Ωστόσο αυτή η προσαρμογή, όπως αποδεικνύεται καθημερινά κατόπιν μιας φευγαλέας κοσμοθεωρήσεως δεν διακρίνεται ούτε για την γνησιότητα των προθέσεών της προς όφελος των διοικουμένων ούτε όμως και για το συμφέρον της χώρας. Χώρας, είτε αυτή είναι πολυπολιτισμική είτε είναι χώρα/έθνος.
Οι κυβερνήτες πλέον βλέπουν περισσότερο προς τα έξω παρά στο εσωτερικό. Και τούτο βέβαια αποκαλύπτει αποκλίνουσες επιδιώξεις και συμφεροντολογίες των κυβερνητών. Παράδειγμα. Η Συμφωνία των Πρεσπών. Ο λαός με ποσοστό πάνω από 75% δεν συμφωνεί στο να δοθεί το όνομα Μακεδονία σε αλλοφύλους. Κι όμως αυτό έγινε, διότι οι κυβερνήτες χωρίς να ρωτήσουν τον λαό απεφάσισαν να το πράξουν καθόσον εξετίμησαν, ότι ευθυγραμμιζόμενοι με την βούληση ξένων με ειδικά συμφέροντα και άσχετα με τα ελληνικά επί του συγκεκριμένου ζητήματος θα ετύγχανον προσωπικών ωφελημάτων. Το ίδιο έγινε και με το δημοψήφισμα του 2015, όπου ο μεν λαός απέρριψε το σχέδιο συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η δε κυβέρνηση συναινώντας με το σχέδιο υπέγραψε δέσμευση για ένα ακόμη μνημόνιο οικονομικών μέτρων εις βάρος της Ελλάδος.
Και αργότερα ήλθε μία άλλη κυβέρνηση, η οποία προεκλογικά υποσχέθηκε να ακυρώσει την Συμφωνία των Πρεσπών, τελικά ακολούθησε μία επιβληθείσα έξωθεν προτροπή ή βούληση. Ποιος ξέρει;
Το ερώτημά μου βέβαια δεν περιστρέφεται στο κατά πόσον οι κυβερνήσεις υπακούουν σε ξένες ντιρεκτίβες και όχι στην φωνή του λαού αλλά στο γιατί αφού οι κυβερνήσεις περιφρονούν την λαϊκή βούληση, ο λαός τους αναθέτει και πάλιν την τιμή να τον εξουσιάζουν; Και τί λένε επ’αυτού οι «υπερήφανοι» αντιπρόσωποι των Μακεδόνων, Μακεδόνες και οι ίδιοι βουλευτές των δύο αυτών πολιτικών κομμάτων; Και τί -στο καλό- λένε οι Μακεδόνες άνθρωποι, οι ψηφοφόροι, οι οπαδοί των κομμάτων; Τί τέλος πάντων οι υπόλοιποι Έλληνες ψηφοφόροι;
Συμπέρασμα που αφορά στην παράμετρο κυβέρνηση.
Σήμερα η κυβέρνηση έχει απωλέσει το κύρος και το προνόμιο εκείνο που γνωρίζαμε εκ παραδόσεως, ότι η κυβέρνηση πρέπει να απολαμβάνει υπολήψεως και σεβασμού από τον λαό της.
Πάμε και πάλιν στην στρατιωτική διάσταση που σχετίζεται κυρίως με την πολεμολογία. Σύμφωνα με την πρακτική των αντιδράσεων σε αίτια και σε ιστορικές καταγραφές, γνωρίζουμε, ότι οι κυβερνήσεις προπαρασκευάζουν τον λαό, όταν διαφαίνεται, ότι η χώρα δεν έχει άλλη επιλογή παρά να εμπλακεί σε ένα αναπόφευκτο πόλεμο. Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει παρατηρηθεί ότι έχει ενεργοποιηθεί κάποιος τέτοιος περισπασμός της κυβερνήσεως για την ηθική τουλάχιστον προπαρασκευή του λαού. Εκτός εάν κάτι γνωρίζει, ότι δηλαδή δεν επίκειται πόλεμος αλλά αυτά που ζούμε είναι κάτι προσυμφωνημένο από αδιαφανείς φορείς, που ρυθμίζουν γεωοικονομικές κυρίως διαμορφώσεις. Όπως π.χ. δημιουργώ ένταση/κρίση/πόλεμο για να υπάρξουν συνθήκες κερδοσκοπίας πολυεθνικών οικονομικών μονάδων και άλλων υπερεθνικών holding companies κλπ, κλπ.
Τώρα τι γίνεται με τον στρατό. Ο στρατός σε όλες τις χώρες και σε όλες τις εποχές και εξ αιτίας της δομής, της ιεραρχίας, των κανονισμών, της ειδικοποιημένης εκπαιδεύσεως, της ενσυνειδήτου ενστερνήσεως της αποστολής του και της παραδειγματικής του πειθαρχίας συνιστά μία ξεχωριστή οντότητα διαφέρουσα από τον εκτός στρατοπέδου κόσμο.
Αυτή η διαφορά είναι -και πρέπει να είναι- το στοιχείο, που προσθέτει σε μία χώρα το προνόμιο να θεωρείται αξιοσέβαστη από τους φίλους και υπολογίσιμη από τον οιονδήποτε επιβουλέα. Ο στρατός σήμερα προσαρμόζει τις μεθόδους εκτελέσεως της αποστολής του αναλόγως εξελίξεων και διαμορφουμένης επιχειρησιακής καταστάσεως. Όμως η αποστολή των ενόπλων δυνάμεων έχει παγία διατύπωση και καθορίζεται με νόμο κατά τον οποίον οι ένοπλες δυνάμεις ορίζονται για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της ακαιρεότητος της Ελλάδος. Επίσης ενεργούν για την εξασφάλιση του εθνικού της χώρου και αποφασιστικά συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της πολιτικής της χώρας, όπως οι στόχοι αυτοί καθορίζονται από την Πολιτική Εθνικής Αμύνης.
Εδώ η πολιτεία μας οφείλει μία διευκρίνιση για να καταλάβουμε την διαφορά μεταξύ της Πολιτικής Εθνικής Αμύνης και της Εθνικής Στρατηγικής.
Εν πάση περιπτώσει η Πολιτική Εθνικής Αμύνης επιτυγχάνεται μέσω μιας συνεχώς επικαιροποιημένης στρατηγικής Εθνικής Ασφαλείας και Αμύνης, η οποία εξασφαλίζει την προάσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, τον σεβασμό των διεθνών συνόρων και συνθηκών, την τήρηση του Διεθνούς Δικαίου και την ειρηνική επίλυση των διαφορών.
Τούτο το τελευταίο, δηλαδή η ειρηνική επίλυση των διαφορών, όταν πρόκειται για την Τουρκία μάλλον προκαλεί αμήχανη θυμηδία. Ο Τούρκος ουδέποτε καταλάβαινε το τι σημαίνει ειρηνική επίλυση, παρά μόνον όταν ηττάτο στο πεδίον της μάχης. Όπως δηλαδή στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο.
Αυτά που ορίζονται από τον Νόμο χρειάζονται και την ανάλογη υποστήριξη από την πολιτεία. Αυτό σημαίνει, ότι για να διατηρηθεί η ακεραιότητα της χώρας αλώβητη απαιτείται η ύπαρξη ισχυρών ενόπλων δυνάμεων. Πώς λοιπόν επιτυγχάνεται η ισχύς; Μία λογική απάντηση είναι, όταν αφεθούν τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων στο έργο τους χωρίς παρεμβάσεις άλλων εκτός στρατεύματος. Εννοώ κομματικές κυρίως παρεμβάσεις. Παρεμβάσεις αποκλίνουσες από τα δεδομένα του κανονισμού λειτουργίας των στρατευμάτων. Παρεμβάσεις ενίοτε αποκλίνουσες από την γραμμή που ορίζει το εθνικό φρόνημα. Καχύποπτες κομματικές συμπεριφορές μήπως τυχόν οι στρατιωτικοί καταργήσουν την δημοκρατία, κάτι που το ζούμε εδώ και μισόν αιώνα. Εδώ ο κοινός νους λαμβάνει τον λόγο και λέγει: όταν η δημοκρατία λειτουργεί δημοκρατικά και υποδειγματικά τότε δεν χρειάζεται η όποια υποψία για ένα ενδεχόμενο καταργήσεώς της. Τι ποιο απλό. Συνεπώς οι ένοπλες δυνάμεις αφίενται στο έργο τους στο να επιτελέσουν το κατά νόμον καθήκον τους, το οποίο με άλλα λόγια είναι η ετοιμότης προς πόλεμον.
Οι ένοπλες δυνάμεις χρειάζεται να ανταποκριθούν στις έξωθεν διαμορφούμενες συνθήκες. Αυτό σημαίνει, ότι όταν διαφαίνεται στον ορίζοντα μία εθνική περιπέτεια, η κυβέρνηση δεν αδιαφορεί. Πριν είναι αργά προβλέπει ενέργειες προς κάλυψη πολεμικών αναγκών. Αυξάνει την θητεία των κληρωτών σε τέτοια διάρκεια, ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις ευοδώσεως εκτιμωμένων επιχειρήσεων. Προβλέπει τακτική πρόσκληση εφέδρων προς μετεκπαίδευση και εξοικείωση με τα αναπροσαρμοζόμενα εκάστοτε σχέδια ενδεχομένων επιχειρήσεων. Η πολιτεία από την πλευρά της και κατόπιν εισηγήσεων των ενόπλων δυνάμεων προχωρεί στην προμήθεια οπλικών συστημάτων ανταποκρινομένων στις επιχειρησιακές απαιτήσεις. Δεν φείδεται χρημάτων.
Κάποιοι αρνητές της ιδέας των στρατών -εν γένει- αναφέρονται σε φανταστικές χώρες, οι οποίες δίδουν προτεραιότητα στα κοινωνικά επιβαλλόμενα. Δηλαδή υψηλές δαπάνες για σχολεία, νοσοκομεία, υποδομές, παροχές, επιδόματα και άλλα πολλά. Εγώ γνωρίζω, ότι αυτές οι φανταστικές και ευνομούμενες χώρες με όλα αυτά τα καλούδια έχουν και ισχυρούς στρατούς, διότι εάν δεν είχαν ισχυρούς στρατούς αυτά τα καλούδια θα τα λεηλατούσε ο κοντινότερος ισχυρότερος στρατός. Συνεπώς δεν πρέπει να υπάρχουν τέτοια διλήμματα. Ας φανταστούμε μία ηττημένη Ελλάδα από τον συγκεκριμένο βαρβαρογενή γείτονα. Όχι μόνον θα χάσει όλα τα κοινωνικά προνόμια και τις περιουσίες αλλά θα χάσει την ίδια της την εθνική ύπαρξη.
Επομένως η συμμετοχή στην ιδέα ενός ισχυρού στρατού δεν είναι αποκλειστική υποχρέωση της τάξεως των επαγγελματιών αξιωματικών. Είναι υποχρέωση όλων των Ελλήνων. Είναι υποχρέωση των εφέδρων που αποτελεί και τον όγκο του εν πολέμῳ εμψύχου δυναμικού. Είναι υποχρέωση όλων των οικονομικά δυναμένων πολιτών να ενισχύσουν με αναλογούντα εις έκαστον ποσά την εθνική προσπάθεια της πατρίδος στο να συνεχίσει να ζει.
Και ας μην προσβλέπουν οι διάφοροι άσχετοι προς την στρατιωτική ιδέα, ότι το πρόβλημα όταν ο πόλεμος θα μας χτυπήσει την πόρτα, θα μας το λύσουν, οι διάφοροι μισθοφόροι, οι εκ του εξωτερικού προερχόμενοι (βλέπε Ουκρανία) ούτε οι αυτοπροσδιοριζόμενοι, ως ιδεολόγοι λεγεωνάριοι ούτε κάποιοι κυνηγοί πτηνών και κονίκλων, ούτε οι trigger happy καθώς και όλοι οι ενωμένοι του κόσμου τυχοδιώκτες.
Αυτό το τρίτο σκέλος του πολεμικού τριπτύχου, που θεωρεί το εαυτόν του αμέτοχο σε κάθε εθνικό συγκλονισμό ή φυλετικό εφιάλτη είναι ο λαός.
Αυτός ο λαός, όπως κάθε ένας ελληνικά σκεπτόμενος, δηλαδή, όχι ο σκεπτόμενος ωφελιμοκρατικά ή αλλοτριόδοξα αλλά ο ελληνικά σκεπτόμενος καταλαβαίνει, ότι είναι και αυτός συνυπεύθυνος για την όποια επιτυχία ή αποτυχία επισυμβεί μετά από μία αναμέτρηση με τον εχθρό και τους υπογείως ενεργούντες -κατ’όνομα συμμάχους- πλην ουσιαστικούς συνεργάτες του εχθρού.
Αρκετοί πολίτες της χώρας μας νομίζουν, ότι ο πόλεμος αφορά μόνον τους στρατιωτικούς και φυσικά τις οικογένειες τών όσων περιπτωσιακά υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις. Αυτή η άποψη έχει καθίσει στον εγκέφαλο αρκετών ανθρώπων, όταν η πληροφόρησή τους βασίζεται σε αναλύσεις πανελιστών, οι οποίοι μας διαβεβαιώνουν, ότι οι σημερινοί πόλεμοι διεξάγονται δι’ αντιπροσώπων. Αυτή η τοποθέτηση αποτελεί το ένα μέρος της αληθείας. Στην δική μας περίπτωση δεν θα υπάρξουν αντιπρόσωποι. Ουδείς θα έλθει εδώ για να σκοτωθεί ένεκα συμπαθείας προς τα ελληνικά δίκαια. Εξ άλλου δεν φαίνεται να έχουν πεισθεί οι ξένοι, ότι εμείς ευρισκόμεθα εν απολύτῳ δικαίῳ. Τούτο φαίνεται και από το γεγονός, ότι οι σύμμαχοί μας στο ΝΑΤΟ μας προτρέπουν να τα βρούμε δι’ απ’ευθείας συνομιλιών με τους Τούρκους. Συνεπώς δεν θεωρούμεθα ούτε σαν το κέντρο της Γης ούτε και φορείς των ειδικών συμφερόντων επιχωρίων ή υπερεθνικών φορέων.
Συμπέρασμα. Η ελληνική κυβέρνηση καλά θα κάνει να προετοιμάσει ηθικά τον ελληνικό λαό, όπως έγινε με την εποποιΐα του 1940. Να μεριμνήσει, ώστε ο κόσμος να καταλάβει, ότι είναι μέτοχος στην γενική προσπάθεια για την διατήρηση της εθνικής μας ασφαλείας και τέλος να προτρέψει τους Έλληνες να αγαπούν τον Ελληνικό Στρατό τον οποίο τιμούμε σήμερα γιατί είναι ο μόνος ο οποίος προσφέρει σε όλους μας την πολυπόθητη ελευθερία.
Ευχή μας είναι του χρόνου τέτοια ημέρα να κάνουμε τον πανηγυρικό της επετείου.