Δέκα ερωτήματα για τα ελληνοτουρκικά
Αρχές του έτους και είθισται να πραγματοποιείται αποτίμηση των πεπραγμένων αλλά και εκτιμήσεις για την εξέλιξη των μελλοντικών γεγονότων. Η δεύτερη διαδικασία προϋποθέτει την ορθή και ολοκληρωμένη υλοποίηση της πρώτης, δηλαδή την αντικειμενική αξιολόγηση των γεγονότων που έλαβαν χώρα.
Μια συνήθης τακτική είναι η χρήση ερωτοαπαντήσεων για να καταστεί ευκρινέστερη η ανάγνωση και απλούστερη η προσέγγιση των θεμάτων αλλά δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας η ανάγκη της συνεκτίμησης των διαφόρων θέσεων και θεμάτων. Αυτή την τακτική επέλεξα για να παρουσιάσω δέκα θέματα που αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με οπτική το 2023 και όχι μόνο. Η πλειονότητα των θεμάτων που ακολουθούν υπό μορφή ερωτήσεων, σπανίως μπορεί να απαντηθεί μονολεκτικά καθώς επηρεάζονται από δεκάδες παράγοντες.
Με αυτές τις παρατηρήσεις θα προχωρήσουμε στα ερωτήματα αρχίζοντας από αυτό που μάλλον απασχολεί εντονότερα την ελληνική κοινωνία.
Θα οδηγηθούμε το 2023, σε μια στρατιωτική σύγκρουση, μικρής ή μεγαλύτερης κλίμακας, με την Τουρκία;
Δυστυχώς, η πρωτοβουλία της σύγκρουσης βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο στα χέρια της τουρκικής ηγεσίας και σήμερα στα χέρια του προέδρου Ερντογάν.
Ενδεχομένως και ο ίδιος να μην έχει λάβει τις οριστικές αποφάσεις του αλλά σίγουρα όλα τα σενάρια (μικρής ή μεγαλύτερης σύγκρουσης που πιθανόν να οδηγήσει και σε πλήρη στρατιωτική αναμέτρηση) έχουν μελετηθεί, αξιολογηθεί και μέχρι ενός σημείου υπάρχει ετοιμότητα ανάληψης ενεργειών εκ μέρους της Άγκυρας εάν και εφόσον αποφασιστεί. Αντίστοιχη φυσικά και η δική μας ετοιμότητα αντίδρασης.
Είναι δυνατόν μεσούσης της ουκρανικής κρίσεως, η Άγκυρα να δημιουργήσει μια νέα εστία ανάφλεξης με απρόβλεπτες συνέπειες και με μοναδικό ίσως κερδισμένο, την Μόσχα;
Πραγματικά, μια ελληνοτουρκική σύγκρουση θα ήταν οδυνηρότατη, όχι μόνο για τους εμπλεκόμενους, αλλά και για την Ατλαντική Συμμαχία και την Ευρώπη. Αυτός που θα θεωρηθεί ως υπεύθυνος της έναρξης της σύγκρουσης θα αντιμετωπίσει τη μήνη των «δυτικών» χωρίς όμως να μπορούμε να προσδιορίζουμε την έκταση των συνεπειών και την αποτελεσματικότητα τυχόν κυρώσεων. Βέβαια, η αστοχία ορθής κατανόησης του διεθνούς περιβάλλοντος και οι μη ορθολογικές αποφάσεις αποτελούν συχνό φαινόμενο στα προσωποπαγή καθεστώτα.
Άρα σε συνέχεια της παραπάνω εκτίμησης θα πρέπει να περιμένουμε, εκ μέρους της Άγκυρας, ένα προκατασκευασμένο επεισόδιο ή μια προκλητική ενέργεια που θα προκαλέσουν μια ελληνική αντίδραση;
Πραγματικά, μια δυναμική -ίσως και μη «συμμετρική»- ελληνική αντίδραση, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να εκληφθεί ως συνυπευθυνότητα από όλους εκείνους που εσφαλμένα θεωρούν μια αναγκαστική ελληνοτουρκική ολική διαπραγμάτευση ως τη βέλτιστη λύση. Σίγουρα λοιπόν, μια παρόμοια κίνηση φαίνεται ελκυστική από την Άγκυρα αλλά δεν παύει να περικλείει πολλούς κινδύνους και τη σχετική αβεβαιότητα για τα αποτελέσματα.
Αυτό όμως σημαίνει ότι περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό οι δυνατότητες αντίδρασης της Ελλάδος σε προκλητικές τουρκικές ενέργειες ενώ ο αντίπαλος με την τακτική της «σαλαμοποίησης» καταγράφει κέρδη που αθροιστικά υποθάλπουν τα εθνικά μας συμφέροντα;
Αναμφίβολα η αυτοσυγκράτηση περιορίζει τις δυνατότητες αντίδρασης και χρειάζεται μεγάλη προσοχή και προσπάθεια ώστε οποιαδήποτε πρόκληση ή ενέργεια να μην επιβαρύνει ανεπανόρθωτα την κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Ενίοτε μάλιστα εκλαμβάνεται ως ηττοπάθεια ή κατευνασμός που αμφότερα ανατροφοδοτούν την επιθετικότητα. Χρειάζεται δηλαδή διαρκής επαγρύπνηση, πρόβλεψη, ετοιμότητα, αποφασιστικότητα και ικανότητες άμεσης αντίδρασης. Η ορθή εκ των προτέρων κίνηση-ανάπτυξη όλων των μέσων (όχι μόνο στρατιωτικών) περιορίζει τις δυνατότητες ενεργειών του αντιπάλου.
Στην περίπτωση μιας στρατιωτικής ελληνοτουρκικής σύγκρουσης μπορούμε με κάποια σχετική βεβαιότητα να προβλέψουμε το αποτέλεσμα;
Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης δεν είναι προβλέψιμο καθώς υπεισέρχονται δεκάδες παράμετροι. Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε και τον παράγοντα της «αφόρητης ζημιάς» που έχει να κάνει με τον υπολογισμό κέρδους-ζημιάς ακόμη και για το νικητή της σύγκρουσης. Αυτή μάλιστα είναι και η ουσία της αποτροπής, η οποία δεν αποσκοπεί πρωτίστως στη συντριπτική μας επικράτηση επί του αντιπάλου (καλοδεχούμενη πάντα) αλλά στον εξαναγκασμό του να απέχει από πολεμικές ενέργειες υπό το φόβο της «αφόρητης ζημιάς» που εξανεμίζει οποιαδήποτε κέρδη του.
Είναι αλήθεια ότι σταδιακά μεταβάλλεται υπέρ ημών η στρατιωτική ισορροπία ισχύος;
Η ισορροπία ισχύος, έννοια σχετική, ευμετάβλητη και επηρεαζόμενη από δεκάδες μεταβλητών (μετρήσιμες και μη) πολύ δύσκολα προσδιορίζεται για παραπλήσιες δυνάμεις. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει δρομολογηθεί, μετά από μια δεκαπενταετή αδικαιολόγητη αποχή, μια ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεών μας και ήδη έχει αρχίσει να επιφέρει ορατά αποτελέσματα.
Ο αντίπαλος όμως διαθέτει αντανακλαστικά, συνέπεια και μακρόπνοη σχεδίαση γεγονός που αφενός δεν επιτρέπει κανένα εφησυχασμό μας και αφετέρου δημιουργεί ανησυχίες για το χρονικό ορίζοντα που μπορούμε να υπομείνουμε ένα κοστοβόρο εξοπλιστικό ανταγωνισμό συνδυαζόμενο με υψηλές στρατιωτικές ετοιμότητες.
Υπονοείται δηλαδή ότι θα πρέπει να εξευρεθεί ένας τρόπος ειρηνικής διευθέτησης των «διαφορών» (όπως οι Τούρκοι παρουσιάζουν) με αμοιβαίες εκατέρωθεν υποχωρήσεις;
Στο θεωρητικό επίπεδο μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν επιθυμητή, υπό προϋποθέσεις, αλλά στο ορατό ορίζοντα δεν φαίνεται εφικτή-ρεαλιστική καθώς οι επιδιώξεις και διεκδικήσεις της Τουρκίας έχουν υπερβεί οποιοδήποτε όριο, καθιστώντας αδιανόητη όχι μόνο μια διαπραγμάτευση αλλά και μια ουσιαστική διερευνητική επαφή.
Κατά συνέπεια ο συνδυασμός αμυντικής ισχύος και διεθνούς (διμερούς-πολυμερούς) σύμπραξης-συνεργασίας θα παραμένει αναγκαίος με βασικό πυλώνα την ισχυρή εθνική οικονομία. Τίποτα όμως δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την κοινωνική αποδοχή, άρα συνολική αντίληψη της πραγματικότητας και του διακυβεύματος και την ενιαία σταθερή κομματική μακροπρόθεσμη προσέγγιση βασικών θεμάτων.
Μήπως όμως μια κυβερνητική αλλαγή στην Τουρκία θα επιτρέψει την ανάδειξη ενός πολιτικού χώρου λιγότερο αναθεωρητικού που θα οδηγήσει, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, σε μια σταδιακή αποκλιμάκωση και άνοιγμα διαύλων πραγματικής επικοινωνίας;
Οι τοποθετήσεις της αντιπολίτευσης συχνά υπερκαλύπτουν σε επιθετικότητα τις θέσεις του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ. Ακόμη όμως και αν δεχτούμε ότι γίνονται για προεκλογικούς λόγους, ουδείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι το «βαθύ κράτος» ενός ηττημένου ΑΚΡ δεν θα προκαλέσει μια ελληνοτουρκική κρίση ευελπιστώντας στη «δια του χάους» επιστροφή του στην εξουσία.
Εκτιμώ ότι η τουρκική αναθεωρητική και συγκρουσιακή πολιτική δεν οφείλεται πρωτίστως σε κομματικές σκοπιμότητες και αντιπαλότητες αλλά σε μια -ελπίζουμε- παροδική έξαρση εθνικής ταυτότητας, υποστηριζόμενης από μια ριζοσπαστικοποίηση της θρησκείας, ένα καθοδηγούμενο αίσθημα αυτοκρατορικού μεγαλείου και ευημερούντες δημογραφικούς και οικονομικούς δείκτες (παρά τα υπαρκτά προβλήματα της καθημερινότητας). Είναι δηλαδή μια νομοτελειακή πορεία ενός έθνους σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και υπό καθορισμένες συνθήκες.
Τελικά η Ελλάδα θα πρέπει να προσβλέπει σε μια εκλογική νίκη του «Σουλτάνου» ή της «ενιαίας» αντιπολίτευσης;
Θεωρητικό το ερώτημα καθώς επί της ουσίας δεν μπορούμε να το επηρεάσουμε. Προσωπικά δεν αναμένω αλλαγή τουρκικής στάσεως μετά τις εκλογές, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Ενδεχομένως μια νίκη της αντιπολίτευσης να πυροδοτήσει προσπάθειες, από πολλές χώρες που σήμερα έχουν αρχίσει να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη συγκατάβαση ή ακόμη και διάθεση υποστήριξης την Ελλάδα, για μια επαναπροσέγγιση με τη νέα τουρκική κυβέρνηση.
Η τελευταία εικάζω ότι θα επιδείξει αρχικά τάσεις επιτήδειας μετριοπάθειας και «δυτικοφιλίας». Θα αισθανόμουν μεγαλύτερη «σιγουριά» με τον υπερφίαλο, προκλητικό αλλά συνάμα προβλέψιμο (πλέον) «Σουλτάνο». Να μην παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι στην Τουρκία θα διεξαχθούν ταυτόχρονα προεδρικές και βουλευτικές εκλογές χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της διαφοροποίησης του νικητού σε κάθε αναμέτρηση με απρόβλεπτες συνέπειες.
Επίσης, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα αστάθειας, λόγω μη αποδοχής της ήττας από τον Σουλτάνο, με αποτέλεσμα την επανάληψη σκηνών του Ιουλίου 2016. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα πρέπει να είναι σε ετοιμότητα όχι μόνο αντίδρασης αλλά και προσεκτικής αξιοποίησης των έκρυθμων καταστάσεων στη γείτονα.
Εκτός από μια στρατιωτική σύγκρουση με την Τουρκία τι άλλο μπορεί να μας προβληματίσει σε σχέση με τον επεκτατικό γείτονά μας;
Στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους θα υπάρχουν τρεις νέες πρόσφατα εκλεγμένες κυβερνήσεις (Ελλάδα-Κύπρος-Τουρκία), ένα συγκρουσιακό και ασταθές διεθνές περιβάλλον (Ουκρανία-Ρωσία, Κίνα-Ταϊβάν) και μια διεθνή οικονομία με τάσεις ύφεσης ως αποτέλεσμα (και) της ενεργειακής κρίσης.
Στο περιβάλλον αυτό είναι αναμενόμενη μια εντατικοποίηση των διεθνών πιέσεων προς τα παραπάνω τρία μέρη για επίδειξη μετριοπάθειας και διάθεσης συνδιαλλαγής για υπέρβαση των «διαφορών» (πάντα με εισαγωγικά) για το «κοινό καλό». Το μέγεθος της πίεσης που θα ενασκηθεί θα είναι ανάλογο του ειδικού βάρους του κάθε μέρους (πολύπλευρη σχετική ισχύς την παρούσα στιγμή αλλά και αυτοπεποίθηση λαού και ηγεσίας και ιστορικό αντοχής σε πιέσεις).
Κατά συνέπεια ανησυχώ ιδιαίτερα για μια εξαναγκαστική αποδοχή -έστω και υπό τις καλύτερες προθέσεις- «κακών» λύσεων που θα εμπεριέχουν τα σπέρματα μιας μελλοντικής επαναφοράς όλων των τουρκικών διεκδικήσεων και μιας μελλοντικής σύγκρουσης υπό δυσμενέστερες συνθήκες.
Ας είμαστε όμως αισιόδοξοι, όπως επιτάσσει και η είσοδος της καινούργιας χρονιάς.
* Ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Αντιστράτηγος ε.α., Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ), Διαλέκτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ)