Πώς ο Ράμα έκανε την Αλβανία δορυφόρο του Ερντογάν
Πώς ο Ράμα έκανε την Αλβανία δορυφόρο του Ερντογάν
Ως «θεωρία συνωμοσίας» είχε χαρακτηρίσει ο Αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα τον ισχυρισμό περί τουρκικής εμπλοκής, που οδήγησε στην ακύρωση της συμφωνίας οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, όπως έχει καταγγείλει ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας, Σαλί Μπερίσα, που είχε υπογράψει την σχετική συμφωνία με τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή.
Στον αντίποδα, στην πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε σε ελληνικό μέσο, (το σχετικό απόσπασμα έχει αναρτηθεί στην σελίδα του Ράμα, απουσιάζει όμως από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας) δήλωσε πως η χώρα του δεν επιλέγει μεταξύ του Ερντογάν και του Μητσοτάκη, καθώς “αγαπάει και τους δύο”! Ένας ισχυρισμός που δύσκολα γίνεται πιστευτός όταν η Αλβανία αποτέλεσε εύκολο θήραμα της τουρκικής διπλωματίας, ειδικά επί πρωθυπουργίας Ράμα.
Παγίως η Τουρκία έχει στο στόχαστρο της τις βαλκανικές χώρες με μουσουλμανικό πληθυσμό. Με το πρόσχημα της πολιτισμικής συνεργασίας, έχει καταφέρει να εντάξει την Αλβανία στην τουρκική σφαίρα επιρροής, διαδίδοντας παράλληλα και την ισλαμική ατζέντα του. Για τον σκοπό αυτό, η Τουρκία έχει επενδύσει στις υποδομές και στους θρησκευτικούς θεσμούς, ενώ βέβαια δεν παραλείπει να “πουλάει” στρατιωτική συνεργασία και προστασία.
Παλαιότερα ο Ερντογάν είχε δηλώσει με υπερηφάνεια σε συνέντευξή του στο αλβανικό κανάλι “Top Channel” ότι η Τουρκία έχει επενδύσει τρία δισ. ευρώ στην Αλβανία. Δεν ξέρω πόσες επενδύσεις έχουν φτάσει από την ΕΕ, αλλά οι δικές μας δεν θα σταματήσουν», είχε πει χαρακτηριστικά. Οι επενδύσεις της Τουρκίας στην Αλβανία είναι στοχευμένες και στρατηγικού χαρακτήρα.
Η δεύτερη μεγαλύτερη αλβανική τράπεζα, υδροηλεκτρικοί σταθμοί, μια χαλυβουργία, ο πρώην κρατικός φορέας τηλεπικοινωνιών Albtelecom και φορέα κινητής τηλεφωνίας Eagle Mobile έχουν περιέλθει υπό τουρκικό έλεγχο. Ο Ερντογάν προσφέρει στην Αλβανία διεισδύει οικονομικά με σκοπό να εδραιώσει και πολιτικό έλεγχο στη γειτονική μας χώρα. Ας σημειωθεί ότι η Τουρκία είναι ο πέμπτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος και ο έκτος σε μέγεθος ξένος επενδυτής στην Αλβανία.
Δεν λείπουν όμως και οι αναποδιές. Για παράδειγμα, το τουρκοαλβανικό σχέδιο για κατασκευή του αεροδρομίου της Αυλώνας, συναντά τις αντιδράσεις όχι μόνο περιβαλλοντολογικών οργανώσεων (προγραμματίζεται να χτιστεί σε περιοχή πλούσια σε βιοποικιλότητα) αλλά έχει βρεθεί και στο μικροσκόπιο της Κομισιόν. Ο τουρκικός εταίρος του έργου υποχρεώθηκε να αποσυρθεί.
Επενδύσεις και πολιτική επιρροή
Την ίδια στιγμή, όπως ο Ερντογάν είχε εκληφθεί ως “ισλαμο-εκσυγχρονιστής”, κάτι αντίστοιχο συνέβη με τον Ράμα, όπου οι προσδοκίες των ελληνικών ελίτ για νέα εποχή στις σχέσεις με την Αλβανία (ταυτόχρονα με την αμέριστη στήριξη της κυβέρνησης στην ευρωπαϊκή της προοπτική) πέφτουν στον “τοίχο” του αυταρχισμού του Αλβανού πρωθυπουργού, που κορυφώθηκε με την φυλάκιση του εκλεγμένου δημάρχου Χιμάρας, Φρέντι Μπελέρη.
Την ίδια στιγμή, η Τουρκία ενισχύει τις προσπάθειές της να δορυφοροποιήσει ειδικά την Αλβανία, το Κόσοβο, αλλά και τη Βόρεια Μακεδονία. Όπως προαναφέρθηκε, εκτός από τα οικονομικά, τους “πουλάει προστασία”, αλλά και παίζει δυνατά το χαρτί του Ισλάμ. Επιπρόσθετα, επιχειρεί να χρησιμοποιήσει και την αλβανική κοινότητα που ζει στην Τουρκία.
Ενώ οι τουρκικές επενδύσεις στην Αλβανία γίνονται με οικονομικά κριτήρια, παράλληλα χρησιμοποιούνται και για την καλλιέργεια προσωπικών σχέσεων, αλλά και σαν εργαλείο για απόκτηση πολιτικής επιρροής μέσω πελατειακού συστήματος. Το καθεστώς Ερντογάν, εξάλλου, έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει τις αποφάσεις των μεγάλων τουρκικών εταιρειών. Για την ακρίβεια να μπολιάζει τις επενδυτικές και άλλες επιλογές τους με τις δικές του πολιτικές και γεωπολιτικές σκοπιμότητες.
Ο εναγκαλισμός Ράμα-Ερντογάν
Η ώσμωση του τουρκικού επιχειρηματικού κόσμου με το καθεστώς Ερντογάν είναι αμοιβαία επωφελής και έχει προσλάβει τέτοια διάσταση που ορισμένοι κάνουν λόγο για “νέο είδος πολιτικής επιχειρηματικής τάξης”. Η αλληλοδιείσδυση επιχειρηματικότητας και πολιτικής επέτρεψε στον Ερντογάν να μεταπηδήσει από τις επενδύσεις μέσω διακρατικών θεσμικών σχέσεων, σε επενδύσεις μέσω προσωπικών σχέσεων με ηγέτες άλλων χωρών.
Αυτού του είδους οι σχέσεις στην περίπτωση της Αλβανίας στην πραγματικότητα εμποδίζουν την προοπτική εκδημοκρατισμού, επιβολής του Κράτους Δικαίου και επικράτησης μίας δυτικού τύπου κανονικότητας. Έτσι εμμέσως πλην σαφώς υπονομεύονται οι όποιες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, τροφοδοτώντας ad hoc πρακτικές σε δημόσιες συμβάσεις που διευκολύνουν τη διαφθορά. Το πολιτικό σύστημα στην Αλβανία, άλλωστε, χαρακτηρίζεται από αδύναμη δημοκρατική λειτουργία και οξύτατη πόλωση.
Στην πραγματικότητα, η Αλβανία βιώνει μια οπισθοδρόμηση στο επίπεδο των δημοκρατικών προτύπων. Οι δεσμοί Ερντογάν-Ράμα τα διαβρώνουν περαιτέρω, ενισχύοντας την τουρκική επιρροή. Ο Αλβανός πρωθυπουργός έχει στραφεί εδώ και χρόνια προς την Άγκυρα, θεωρώντας ότι από εκεί αντλεί δύναμη και στις σχέσεις του με την Ελλάδα και τη Σερβία (παρά την ρητορική του, τις βλέπει ανταγωνιστικά) και στο εσωτερικό. Δεν είναι τυχαίο ότι ήταν ο μόνος ηγέτης από την Ευρώπη που είχε παρευρεθεί στο γάμο της κόρης του “σουλτάνου”.
Τουρκική στρατιωτική παρουσία
Στις 29 Ιουλίου 1992 υπεγράφη συμφωνία Αλβανίας-Τουρκίας για στρατιωτική συνεργασία. Η συμφωνία περιλάμβανε εκπαίδευση και κατάρτιση προσωπικού, συνεργασία στην παραγωγή όπλων, κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, ανταλλαγή αντιπροσωπειών και κοινές επιτροπές για την επέκταση των στρατιωτικών δεσμών. Ένα μήνα μετά την υπογραφή της συμφωνίας, τουρκικό πολεμικό πλοίο κατέπλευσε στο Δυρράχιο για να υποδηλώσει την τουρκική δέσμευση ότι θα “προστατεύσει” την Αλβανία. Οι δύο χώρες έχουν πραγματοποιήσει κοινές ναυτικές ασκήσεις στην Αδριατική, στα ελληνικά νώτα.
Η Τουρκία είχε ρόλο στην αναδιάρθρωση του αλβανικού στρατού και με παροχή στρατιωτικής βοήθειας. Επίσης, έχει εκπαιδεύσει Αλβανούς αξιωματικούς και καταδρομείς. Η διμερής συμφωνία περιλάμβανε επίσης την ανοικοδόμηση από τους Τούρκους της ναυτικής βάσης Pasha Liman στην Αυλώνα, με αντάλλαγμα την παραχώρηση πρόσβασης και χρήσης από το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό. Κατά καιρούς έχουν ελλιμενιστεί ταυτόχρονα στη βάση δύο τουρκικές φρεγάτες. Τον Ιούνιο του 2021 η Αλβανία συμφώνησε να προμηθευτεί τουρκικά drones Bayraktar, που ως γνωστόν κατασκευάζει εταιρεία που ανήκει στον γαμπρό του Ερντογάν.
Πέραν των στρατιωτικών συμφωνιών, η Τουρκία χρηματοδότησε την κατασκευή ενός συγκροτήματος διαμερισμάτων 522 μονάδων με κόστος 42 εκατομμυρίων ευρώ για Αλβανούς που έμειναν άστεγοι από σεισμό 6,4 Ρίχτερ το 2019. Ο Ερντογάν και ο Ράμα παρευρέθηκαν σε τελετή παράδοσης των διαμερισμάτων, στη βορειοδυτική πόλη Λάτσι. Στην αντιμετώπιση της πανδημίας, ο Ράμα, αφού είχε εξαπολύσει βολές κατά της ΕΕ για την διανομή των εμβολίων, παρήγγειλε εμβόλια από την Τουρκία.
Η άλωση της κοσμικότητας
Ιστορικά το Ισλάμ είναι σχετικά πρόσφατη προσθήκη στην αλβανική κουλτούρα. Η πλειονότητα του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι, αλλά παρά τις πολιτικές αλλαγές, η Αλβανία υπήρξε κοσμικό κράτος από την ίδρυσή του το 1912. Όλα τα καθεστώτα ακολούθησαν πολιτική συστηματικής εκκοσμίκευσης, δεδομένου ότι πάνω από το 35% του πληθυσμού είναι χριστιανοί.
Ο Ερντογάν επιχειρεί εδώ και πολλά χρόνια να προωθήσει στην Αλβανία το Ισλάμ. Έτσι, το 2015 εγκαινίασε το Μεγάλο Τζαμί Namazgja, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από την τουρκική υπηρεσία Diyanet. Ο υπουργός Εξωτερικών της Αλβανίας είχε ισχυριστεί ότι «δεν είναι αλήθεια ότι η Τουρκία έχει κατασκευάσει το μεγαλύτερο τζαμί στην Αλβανία, αλλά ότι το τζαμί χτίστηκε για τις ανάγκες των μουσουλμάνων».
Όμως ο Χέμαλ Αχμέτι, ιστορικός και φιλόσοφος που έγραψε την πραγματεία “Σώζοντας τον αλβανικό πολιτισμό από τις τουρκικές τάσεις”, έχει υποστηρίξει ότι, αμέσως μετά την αλβανική κυβέρνηση, τον ισχυρότερο ρόλο στην Αλβανία παίζει ο Ερντογάν. Ανησυχεί επίσης για την έλλειψη κριτικής της Τουρκίας στα αλβανικά Μίντια. Όπως χαρακτηριστικά έχει γράψει «με αυτήν την πολιτική, η Αλβανία κλείνει κάθε πύλη προς τη Δύση». Έχει προτείνει μάλιστα, να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για να προστατευθεί η Αλβανία από τον Σαλαφισμό και τον Ερντογανισμό.
Οι απεσταλμένοι του Ερντογάν (ιμάμηδες, εκπαιδευτικοί κ.α.) διεισδύουν σε πολιτικά κόμματα, ακαδημαϊκούς συλλόγους και τζαμιά στην Αλβανία, στο Κοσσυφοπέδιο, στη Βόρεια Μακεδονία και σε άλλα βαλκανικά κράτη. Μάλιστα η δουλικότητα έχει φτάσει επίπεδα, τα οποία παραπέμπουν σε υποτελείς της Υψηλής Πύλης επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τούρκοι πολίτες έχουν παραδοθεί στη ΜΙΤ σε επιχειρήσεις που θυμίζουν τις αρπαγές τζιχαντιστών από την CIA. Σχολεία, τα οποία χτίστηκαν και χρηματοδοτήθηκαν από το κίνημα Γκιουλέν, έκλεισαν και παραδόθηκαν στην τουρκική κρατική υπηρεσία Diyanet. Ο Ράμα έφτασε να κλείσει το πρώτο ιδιωτικό κολλέγιο της μετακομμουνιστικής Αλβανίας (το μη δημόσιο Λύκειο “Μεχμέτ Ακίφ” που παρείχε υψηλής ποιότητας εκπαίδευση) κατ’ απαίτηση του Ερντογάν, καθώς το σχολείο συνδέεται με το ίδρυμα Γκιουλέν.
Την ίδια στιγμή η Αλβανία βοά για την εμπλοκή δεκάδων στελεχών της κυβέρνησης Ράμα σε υποθέσεις σκανδάλων και διαφθοράς. Ο Ράμα ισχυρίζεται ότι λαμβάνει μέτρα για την καταπολέμηση της διαφθοράς, εντάσσοντας σε αυτά και την… δίωξη Μπελέρη, την οποία χαρακτηρίζει απόφαση της “ανεξάρτητης αλβανικής Δικαιοσύνης”. Μοιάζει αστείο να έχει συλληφθεί ο Μπελέρη με μία σαθρή κατηγορία εξαγοράς μίας χούφτας ψήφων, όταν είναι κοινό μυστικό πως αυτή αποτελεί μία συνηθισμένη πρακτική στο κόμμα του Ράμα, εκτός των στενών δεσμών με το οργανωμένο έγκλημα.