‘’Ελληνική αμυντική βιομηχανία, παραστρατήματα του παρελθόντος και αναπτυξιακές προοπτικές του μέλλοντος’’
Η θεματική που πραγματεύεται το παρόν άρθρο αποτελεί θα λέγαμε ένα αίνιγμα το οποίο, το ελληνικό κράτος δεν έχει επιλύσει κατά το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας της σύγχρονης ιστορίας του. Ιστορικώς, κατεβλήθησαν πολυάριθμες αναπτυξιακές απόπειρες αναφορικά με το εγχείρημα της αμυντικής βιομηχανίας. Πρώτο βήμα υπήρξε η ίδρυση της εταιρείας ΠΥΡΚΑΛ, η ‘’αρχαιότερη’’ εκ των στρατιωτικών βιομηχανιών, το έτος 1874 με ειδίκευση στην Παρασκευή πυρομαχικών και εκρηκτικών για τις ένοπλες δυνάμεις. Ακολούθησαν και άλλες προσπάθειες που συνοδεύτηκαν από επιτυχίες και αποτυχίες αντίστοιχα, εγκαινιάζοντας τη σημερινή παραπαίουσα κατάσταση του εν λόγω βιομηχανικού κλάδου.
Η αμυντική βιομηχανία, υπό κανονικές συνθήκες, προορίζεται για την κάλυψη των στρατιωτικών αναγκών και το κράτος οφείλει να την αναγάγει σε τομέα στρατηγικής σημασίας. Δίχως συγκροτημένη πολεμική βιομηχανία, η χώρα αδυνατεί να θωρακίσει την εθνική της ασφάλεια και να διατηρήσει τη γεωπολιτική της επιρροή. Οι πρώτες οργανωμένες ιδρυτικές κινήσεις εκδηλώθηκαν στην πρώιμη μεταπολεμική εποχή, με την ίδρυση μικρών ιδιωτικών μονάδων παραγωγής, παράλληλα με την αμερικανική αρωγή στα πλαίσια του σχεδίου Μάρσαλ. Κατόπιν της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974, το κράτος εκδήλωσε έντονη βούληση για την ανάπτυξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Ως εκ τούτου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 παρατηρείται ένα κύμα ιδρυτικής άνθισης με τις εταιρίες ΕΑΒ και ΕΛΒ, ακόμα ενισχύθηκαν οι ΕΑΣ με τη συγχώνευση μικρότερων βιομηχανιών όπως η ΠΥΡΚΑΛ και η ΕΒΟ. Την επόμενη δεκαετία αυξήθηκε η κρατική επιχορήγηση και υπογράφτηκαν σημαντικά εξοπλιστικά συμβόλαια σε σημείο που η ΕΑΒ έφτασε να μετάσχει σε ευρωπαϊκά και νατοϊκά προγράμματα. Ακολούθησε η κρατικοποίηση της ΠΥΡΚΑΛ και από κοινού με τις προαναφερόμενες μικρότερες εταιρείες μετετράπησαν στον πυρήνα των κρατικών αμυντικών βιομηχανιών. Εν αρχή, το κράτος στήριξε την παραγωγή με σταθερές παραγγελίες εξοπλισμού, το αρνητικό όμως της υπόθεσης ήταν η κομματικοποίηση της διοίκησης με αναμενόμενο συνεπακόλουθο την αδιαφάνεια και την αυθαιρεσία.
Η δεκαετία του ’80, χαρακτηριζόμενη στο μεγαλύτερο μέρος της από τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (πρωθυπουργός ο Ανδρέας Παπανδρέου) σημαδεύει την ελληνική αμυντική βιομηχανία με ένα κύμα μαζικών κρατικοποιήσεων θέτοντας το συγκεκριμένο βιομηχανικό πεδίο στο κέντρο της παραγωγής και της οικονομικής ανάπτυξης. Παράλληλα σημειώθηκε αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών και εκτεταμένες προσλήψεις στις δημόσιες πλέον επιχειρήσεις με στόχο τη μείωση της ανεργίας. Εν τούτοις τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προκάλεσαν και μείζονες αρνητικές επιπτώσεις. Η διεύθυνση των βιομηχανικών μονάδων από το κράτος αυτή καθ’αυτή θα ήταν αυθαίρετο να θεωρηθεί εσφαλμένη στρατηγική. Πάρα ταύτα, προκλήθηκαν δομικές αδυναμίες ένεκα της πολιτικοποίησης της βιομηχανικής διαχείρισης καθώς και των αναξιοκρατικών εν πολλοίς , προσλήψεων προσωπικού που εδράστηκαν σε πελατειακά κριτήρια. Κατά συνέπεια, η κομματοκρατία υποκατέστησε τη διοικητική επάρκεια σχηματίζοντας τοιουτοτρόπως μία αναποτελεσματική διοίκηση. Οι επιχειρήσεις αξιοποιήθηκαν ως εργαλεία κοινωνικής πολιτικής και όχι ως ανταγωνιστικοί παραγωγικοί φορείς. Επιπρόσθετα απουσίαζε ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και η στρατηγική. Συγκεκριμένα δεν υπήρξε ποτέ οργανωμένο σχέδιο για τεχνολογική καινοτομία και ενδελεχή εξαγωγική δραστηριότητα που θα λειτουργούσε ως πηγή απολαβής κερδών. Ακόμα ένα έντονο οξύμωρο ήταν πως οι αμυντικές ανάγκες της χώρας καλύπτονταν κυρίως από εισαγωγές παρά την ύπαρξη κρατικών βιομηχανιών. Οι εταιρείες δε μερίμνησαν για την καλλιέργεια εξαγωγικής κουλτούρας και με αποτέλεσμα να μη συνάψουν μνημόνια συνεργασίας με ξένα εταιρικά συγκροτήματα κοινού σκοπού. Οι παραγγελίες υλικών είχαν ως πομπό αποκλειστικά το ελληνικό κράτος με συνεπαγόμενο τον περιορισμό της ποσότητας των πωλήσεων και της παραγωγής. Επίσης οι μακροχρόνιες δημόσιες χρηματοδοτήσεις υπήρξαν δυστυχώς μη μη αποδοτικές. Επίσης οι υπάρχουσες δομές δεν αξιοποιήθηκαν για την παρασκευή καινοτόμων εξοπλιστικών εργαλείων και το κυριότερο ατόπημα ήταν πως δεν ελήφθησαν πρωτοβουλίες για συνεργασία με πανεπιστημιακά ιδρύματα και ενίσχυση του τομέα της έρευνας. Προσθετικά η επιχειρηματική ελευθερία εκμηδενίσθηκε στα πλαίσια των κομματικοποιημένων προσλήψεων και της απουσίας τεχνοκρατικών κριτηρίων. Ο έλεγχος υπήρξε ασφυκτικός δίχως όμως το κράτος να έχει έγκυρη γνώση των ακριβών αναγκών του στρατεύματος, με επακόλουθη επίπτωση την ανυπαρξία συνεργατικής διασύνδεσης με τις ένοπλες δυνάμεις. Ως συνέπεια των παραπάνω κυριάρχησε η αδιαφάνεια, σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξαν υπερπροσλήψεις, προκαλώντας δυσανάλογο αριθμό εργαζομένων και παραγωγής. Ύστερα επήλθε η κατάρρευση της ανταγωνιστικής ικανότητας , ακολούθησε η χρεωστική επιβάρυνση που οδήγησε στην παρεμπόδιση των κινήτρων για την ανάπτυξη ιδιωτικών πρωτοβουλιών επί του αναφερόμενου τομέα. Εν κατακλείδι παρά την αρχικά καλοπροαίρετη υποστηρικτική πολιτική εκ μέρους του κράτους, το τελευταίο πέτυχε εν τέλει να υπονομεύσει την αμυντική βιομηχανία παρά να την εξωθήσει σε ουσιώδη ανάπτυξη και υγιή λειτουργία. Ύστερα, η περίοδος των μνημονίων και η δεκαετής οικονομική κρίση ουσιαστικά επέφεραν την καταβαράθρωση της στρατιωτικής βιομηχανίας της χώρας μας.
Στα πλαίσια των νέων ευρωπαϊκών εξοπλιστικών φιλοδοξιών, σημαίνοντες παράγοντες του κλάδου αιτήθηκαν εντόνως την προθυμία τους να μετάσχουν στα προαναφερθέντα προγράμματα (ReArm Europe) με στόχο μάλιστα την επιστροφή του 30% του βιομηχανικού έργου. H συμμετοχή της Ελλάδας θα προσέφερε μία χρυσή ευκαιρία ανάκαμψης στην κλινικά νεκρή, αμυντική μας βιομηχανία , απαλείφοντας τουλάχιστον εν μέρει, τις επιπτώσεις των παρελθοντικών στρατηγικών και πολιτικών ατοπημάτων. Έχουν κατατεθεί προτάσεις για παραγωγή εξαγώγιμων εξοπλισμών ώστε τα κέρδη και η εμβέλεια της βιομηχανίας να γιγαντωθούν σπάζοντας τον ιστορικό εγχώριο περιορισμό. Για πρώτη φορά διακρίνεται στον ορίζοντα η πιθανότητα αναπτυξιακών δυνατοτήτων. Μάλιστα έχουν εκφραστεί προτάσεις για τη σύσταση μία αρμόδιας αρχής εποπτείας του κλάδου υπό το νομικό πρόσωπο υφυπουργείου ή Γενικής Γραμματείας. Το πρόβλημα που παραμένει είναι η χαμηλή συμβολή της αμυντικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ (0,7%) καθώς και η μειωμένη συμμετοχή των ελληνικών εταιρειών στα πρόσφατα εξοπλιστικά προγράμματα (2-3%). Μολαταύτα, το οπτιμιστικό σημείο της υπόθεσης είναι η έκδηλη διάθεση των υπαρχόντων βιομηχανικών ομίλων να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των προγραμμάτων καθώς ήδη παράγουν εξαρτήματα αρμάτων μάχης και φρεγατών. Προσθέτοντας, ζωτικά βοηθητική θα καθίστατο η διασύνδεση και συνεργασία πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με βιομηχανίες του κλάδου αλλά και στρατιωτικών σχολών, ώστε στην πρώτη περίπτωση να αναπτυχθεί ο τομέας της έρευνας και στην δεύτερη, να υπάρχει ακριβής ενημέρωση των αμυντικών βιομηχανιών για τις εξοπλιστικές ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων. Επίσης μία τέτοια συνεργατική πρωτοβουλία θα συμβάλλει στην ενίσχυση της τεχνογνωσίας εφόσον δοθεί έμφαση στην επιστημονική πλευρά του ζητήματος, της οικονομίας καθότι η παραγωγή θα αυξηθεί μέσω της εξαγωγικής δραστηριότητας καθώς και στην αμυντική ικανότητα του ελληνικού στρατού αφού το σχετικό με αυτόν βιομηχανικό έργο θα καλύπτεται στο 30% από ελληνικά εταιρικά συγκροτήματα. Κλείνοντας, η συμμετοχή της χώρας μας στο μηχανισμό SAFE δύναται να ενισχύσει καφαλαιακά την αμυντική μας βιομηχανία καθώς δεσμεύεται να παράσχει οικονομική στήριξη σε κράτη- μέλη της Ε.Ε. που ενδιαφέρονται να επενδύσουν στην άμυνά τους.
Συμπεραίνοντας ,μία χώρα όπως η Ελλάδα, είναι καταδικασμένη από τη γεωπολιτική της πραγματικότητα να αντιμετωπίζει ενίοτε υπαρξιακούς κινδύνους. Εκ του αποτελέσματος λοιπόν ,δαπανά ένα δυσανάλογο ποσό για την στήριξη των ενόπλων δυνάμεων της, συγκριτικά με το επίπεδο της οικονομίας της. Ακολουθώντας ορθά στρατηγικά βήματα θα μπορούσε να μετατρέψει την υπόθεση της άμυνας σε βαριά βιομηχανία της με διπλό προφανές όφελος. Αφενός την εσωτερική οικονομική ανάπτυξη, την καταπολέμηση της ανεργίας και τον εκσυγχρονισμό του στρατού μας, μέσω της παραγωγής οπλισμού τελευταίας τεχνολογίας. Aφετέρου μέσω των εξαγωγών, η Ελλάδα θα γνώριζε πλεόνασμα εσόδων.
Πηγές: