ΑΠΟΨΕΙΣ ΕΠΙ ΣΧΕΔΙΟΥ ΕΠΙΛΥΣΕΩΣ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
ΑΠΟΨΕΙΣ ΕΠΙ ΣΧΕΔΙΟΥ
ΕΠΙΛΥΣΕΩΣ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Της
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ (ΕΛ.Ε.Σ.ΜΕ)
Είναι προφανές ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ συνδέθηκε απ΄αρχής με την προσδοκία υλοποίησης του κυρίου εθνικού στόχου της Κυπριακής Δημοκρατίας που είναι η επιβίωση της ως ενιαίου κράτους υπό την έννοια της πολιτειακής συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων, ενώ συγχρόνως και πέρα από τις όποιες οικονομικές σκοπιμότητες και επιδιώξεις να επιτυγχάνεται η «εθνική ασφάλεια» υπό την ευρεία έννοια του όρου.
Η απόφαση της Κοπεγχάγης για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ ευνοεί την προώθηση του κυρίου εθνικού στόχου της Κυπριακής Δημοκρατίας αφού μελλοντικά η Ελληνοκυπριακή πλευρά θα διαπραγματεύεται από αυξημένη θέση ισχύος έναντι της Τουρκοκυπριακής όσο αυτή παραμένει εκτός ΕΕ, ενώ η Τουρκία θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνει υπ΄όψη ότι τον Δεκέμβριο του 2004, όταν εξετασθεί και πάλι το θέμα καθορισμού ημερομηνίας έναρξης των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων η Κύπρος θα είναι πλέον πλήρες μέλος της ΕΕ
Παρά το ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ θεωρείται «καθαρή» για την ελληνική πλευρά και αποσυνδεδεμένη από την πολιτική λύση του Κυπριακού, στα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Κορυφής της Κοπεγχάγης διατυπώνεται έντονα η ανάγκη επίλυσης του Κυπριακού ως σαφής προτίμησης για την ένταξη στην ΕΕ μιας ενωμένης Κύπρου ενώ ταυτόχρονα εκφράζεται η ικανοποίηση για τη δέσμευση των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις με στόχο την συνολική διευθέτηση του Κυπριακού προβλήματος μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου του 2003 με βάση τις προτάσεις του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών.
Σολoμόντια λύση για την επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος δεν υπάρχει. Το Σχέδιο Ανάν αναμφίβολα αν εξετασθεί υπό το πρίσμα των ιστορικών δεδομένων του όλου προβλήματος και χωρίς τον παράγοντα ΕΕ, θα έπρεπε ασυζητητί να απορριφθεί από την Ε/Κ πλευρά αφού είναι φανερό ότι θα δημιουργούσε κατά την εφαρμογή του σοβαρά και δυσεπίλυτα προβλήματα και αδιέξοδα τα οποία μπορεί να οδηγήσουν όχι μόνο στην αποτυχία της όλης προσπάθειας αλλά και σε απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Παρά τα παραπάνω η αναμφίβολη διασύνδεση του Σχεδίου με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ δημιουργεί την ελπίδα ότι η δυναμική που θα αναπτυχθεί μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο θα οδηγήσει σε ένα ιστορικό συμβιβασμό τις δύο κοινότητες οι οποίες προς χάριν του κοινού συμφέροντος θα ξεπεράσουν τις αδυναμίες του Σχεδίου ώστε αυτό να αποτελέσει τελικά μία βιώσιμη λύση.
Η τελική μορφή του Σχεδίου μετά και τις εξελίξεις της Κοπεγχάγης δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί. Γεγονός είναι ότι και οι δύο πλευρές συνεχίζουν τις διαπραγματεύσεις και κατά συνέπεια δεν αποδέχονται το Σχέδιο ως έχει.
Οι γενικές διαπιστώσεις μας επί του Σχεδίου Ανάν έχουν ως ακολούθως :
Βασίζεται στις συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου (Εγκαθίδρυσης, Εγγυήσεων και Συμμαχιών) οι οποίες παραμένουν σε ισχύ, προσαρμοσμένες όμως στην νέα κατάσταση όπως δημιουργήθηκε μετά την εισβολή και κατοχή από τα Τουρκικά στρατεύματα του Βορείου τμήματος της Κύπρου.
Είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την ήδη επιτευχθείσα ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.
Περιέχει πρόνοιες που διαιωνίζουν τη διαίρεση των δύο κοινοτήτων που ενδεχομένως να οδηγήσουν στη διχοτόμηση, παρά την αντίθετη πρόβλεψη.
Κινείται περισσότερο προς την ικανοποίηση των Τουρκοκυπριακών θέσεων και επιδιώξεων. Ειδικότερα διέπεται σαφώς από την αντίληψη της κατοχύρωσης της Τουρκοκυπριακής πλευράς έναντι της Ελληνοκυπριακής, κυρίως σ΄ότι αφορά τα θέματα ισοτιμίας, ασφαλείας και εξασφάλισης της διζωνικότητας.
Με την εφαρμογή του η Ελληνοκυπριακή πλευρά θα ωφεληθεί μόνο σ΄ότι αφορά την επιστροφή εδαφών, την επιστροφή μέρους των Ελληνοκυπρίων προσφύγων και την απομάκρυνση του μεγαλυτέρου μέρους των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής.
Παρέχει υπερβολικές εξασφαλίσεις στην Τουρκοκυπριακή μειονότητα κατά τρόπο που να τίθεται σε αμφιβολία η λειτουργικότητα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας.
Είναι γεγονός ότι ουδεμία πλευρά είναι δυνατόν να επιβάλλει πλήρως τις απόψεις της στην άλλη. Συνεπώς το Σχέδιο Ανάν ή όποιο άλλο σχέδιο στο μέλλον για την επίλυση του Κυπριακού θα πρέπει να βασισθεί σε ορισμένες προϋποθέσεις και αρχές, που εκτιμώνται ως ακολούθως :
Επιβολή λύσης δεν είναι δυνατή, συνεπώς η λύση που θα προέλθει μέσα από οποιοδήποτε σχέδιο, θα περιέχει συμβιβασμούς και για τις δύο πλευρές.
Η διαιώνιση της σημερινής καταστάσεως ακόμη και μετά την απόφαση της Κοπεγχάγης, οδηγεί πιο κοντά στην οριστική διχοτόμηση, αφού η πιθανότητα δημιουργίας διεθνών συγκυριών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε γενικότερες δυναμικές ανακατατάξεις στην περιοχή σε βάρος της Τουρκίας και να καταλήξουν στην επανένωση της Νήσου εκτιμάται ως ιδιαίτερα περιορισμένη.
Μια «βιώσιμη» λύση του Κυπριακού θα πρέπει κατ΄ελάχιστο να προνοεί την κατάργηση της υπό οποιαδήποτε μορφή κατοχής του βορείου τμήματος της Νήσου.
Η τελική συμφωνία δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία που θα περιέχουν το σπέρμα διάσπασης της ενιαίας οντότητος της Κύπρου ανεξάρτητα της πολιτειακής μορφής που τελικά θα γίνει αποδεκτή.
Με βάση τις αναφερθείσες προϋποθέσεις τα σημεία του σχεδίου Ανάν που εκτιμούνται ότι πρέπει να βελτιωθούν είναι αυτά που θα φέρουν προοδευτικά κοντά τους πληθυσμούς, θα αμβλύνουν τα πάθη του παρελθόντος και θα θέσουν τις βάσεις για την μελλοντική λειτουργία ενός ανεξάρτητου και χωρίς κηδεμόνες κράτους.
Η προσπάθεια καθορισμού των σημείων του Σχεδίου Ανάν που θα μπορούσαν να τροποποιηθούν επ΄ωφελεία της Ε/Κ πλευράς όπως το θέμα της ισοτιμίας στην λειτουργία της Νομοθετικής Εκτελεστικής Εξουσίας, την διατήρηση και επέκταση των Συνθηκών Εγγυήσεων και Συμμαχιών, θέμα εποίκων κ.λ.π. ενέχει τον κίνδυνο να παρασυρθεί κανείς σε μαξιμαλιστικές επιδιώξεις, λογικές και δίκαιες, αλλά πρακτικά ανέφικτες, που είναι δυνατόν να οδηγήσουν τελικά σε επικίνδυνα για το μέλλον της Νήσου αδιέξοδα. Κατά συνέπεια κάποια σημεία, ίσως όχι εκ των θεωρουμένων πλέον σοβαρών, που είναι όμως ρεαλιστικά, διαπραγματεύσιμα και πιθανόν αποδεκτά από όλες τις πλευρές μπορεί να είναι τα ακόλουθα :
Το Κυπριακό Κράτος θα πρέπει να καλλιεργεί στους πολίτες την ενιαία και μοναδική «Κυπριακή συνείδηση». Κατά συνέπεια η πρόβλεψη της υπάρξεως χωριστών συμβόλων (Ύμνοι, Σημαίες) των «συστατικών κρατών», περιέχει το πνεύμα της ανεξαρτησίας και διαχωρισμού κάθε κοινότητας και σε δεδομένη περίοδο είναι δυνατόν να λειτουργήσει διασπαστικά. Ύμνος και Σημαία πρέπει να είναι ενιαία και μοναδικά.
Το «καθεστώς ιθαγένειας» που δύναται να αποδίδει κάθε «συστατικό κράτος» διαφοροποιεί τους πληθυσμούς, διαιωνίζει την επιθυμία τους για διαχωρισμό και οπωσδήποτε δεν δημιουργεί ενιαία συνείδηση Κυπρίου πολίτη. Η ιθαγένεια πρέπει να είναι μία.
Οι περιορισμοί σε βασικά γνωρίσματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ελεύθερη διακίνηση, εγκατάσταση, θέματα περιουσίας) πέραν της αδικίας, δημιουργούν πρόβλημα στην κυριαρχία αλλά και στην λειτουργία του ενιαίου κράτους, συγκριτικά με την λειτουργία οιουδήποτε κράτους που έχει ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δικαιώματα που έχουν αναγνωρισθεί διεθνώς (υπόθεση Λοϊζίδου για απόδοση της περιουσίας της) δεν είναι λογικό να καταργούνται ή να τροποποιούνται από το νέο σχέδιο.
Η συμμετοχή στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επιδιαιτητών, φαλκιδεύει την ανεξαρτησία στην λειτουργία της ενιαίας Κύπρου. Εκτιμάται ότι οι διαφορές που ασφαλώς θα ανακύψουν είναι προτιμότερο να επιλύονται σε όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Συνθήκη Εγγυήσεων θα πρέπει να τεθεί υπό τον έλεγχο του ΟΗΕ. Η όποια νοουμένη παρέμβαση των εγγυητριών δυνάμεων να τελεί υπό προηγούμενη έγκριση του ΟΗΕ.
Οι προβλέψεις της Συνθήκης Συμμαχιών να ελαχιστοποιηθούν από πλευράς αριθμού και δομής Δυνάμεων αποκλειομένων κυρίων οπλικών συστημάτων όπως άρματα, ΠΒ κ.λ.π. με προοπτική περαιτέρω σταδιακής μείωσης μέχρι τελικής απόσυρσης.
Η μεταβατική περίοδος θα πρέπει να μειωθεί ιδιαίτερα σ΄ότι αφορά στην συμπροεδρία με επιδίωξη να έχει περατωθεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 2004, χρόνος που η Κύπρος θα αποκτήσει δικαίωμα ψήφου στην ΕΕ και θα επανεξετασθεί το θέμα της ημερομηνίας ενάρξεως ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας.
Η καταγραφή των παραπάνω σημείων δεν ενέχει την έννοια καθορισμού ορίων «αποδοχής» ή «απόρριψης» του Σχεδίου Ανάν. Κάθε προσπάθεια όμως που θα καταλήγει σε θετικό αποτέλεσμα για τη διαφοροποίησή τους εκτιμάται ως επιβεβλημένη.
Οι όποιες βελτιώσεις πρέπει να επιδιωχθούν από την Ελληνοκυπριακή πλευρά και δια της εμπλοκής και μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει κάθε συμφέρον για την επίτευξη μιας βιώσιμης λύσης με βάση το Σχέδιο Ανάν.