Τολμώντες (Δοκίμιο)

Τολμώντες
(Δοκίμιο)

 

Οι «τολμώντες» είναι μία έννοια και μία έκφραση και ένα μέρος του λόγου που μέσα του περικλείει ανεξάντλητη φιλοσοφία. Εμείς με το δοκίμιό μας θα περιοριστούμε να θίξουμε τους «τολμώντες» στις άκρες τους γνωρίζοντας εκ των προτέρων, ότι το θέμα αυτό εκτείνεται με άπειρες τις διαστάσεις του στον ελληνικό χώρο όπου υπάρχει πλειάδα ιστορικών καταγραφών που επιβεβαιώνουν το των Ελλήνων τολμάν αλλά και το συνάμα εύψυχον.
Στη ζωή υπάρχουν οι συνετοί, οι συγκρατημένοι, οι σώφρονες, οι γνωστικοί, οι μετριοπαθείς καθώς και μία πλειάδα ανασταλτικώς συμπεριφερομένων ανθρώπων. Υπάρχουν όμως και οι τολμώντες. Οι πρώτοι πριν θέσουν σε ενέργεια την όποια τους απόφαση έχουν σκεφθεί σε ένα βάθος υπάρχοντα ή ανακύπτοντα ζητήματα, που αφορούν στην ιδιωτική ή την συλλογική και εθνική ζωή. Τα αναλύουν, τα σταθμίζουν, τα εκτιμούν. Μετά μακρά μελέτη και ίσως αλυσσίδα συσκέψεων και συνεδριών αποφασίζουν κάποτε να δράσουν για την υλοποίηση των μελετηθέντων. Το επιθυμητό αποτέλεσμα ίσως να μην έλθη ποτέ, διότι όταν αποφασίστηκε αυτή η ενέργεια ήδη η ειδική κατάσταση έχει μεταβληθεί και απαιτείται επανεξέταση επάνω στα νέα δεδομένα. Εν τω μεταξύ έχει χαθεί ο πρώτος στόχος ή πιο απλά η τεθείσα αρχική πρόθεση.
Από την άλλη, με τα δικά μας κριτήρια διακρίνουμε τους τολμώντες σε δύο στοιχειώδεις κατηγορίες. Η μία κατηγορία θέλει τους τολμώντες να εκτελούν τις αποφάσεις τους άμεσα, χωρίς χρονοτριβή και χωρίς περιττές πνευματικές διεργασίες, αποφεύγοντας ταυτόχρονα συναφείς περιορισμούς ή και αγνοώντας ακόμη και αυτό τούτο το αντικείμενο, για το οποίο είχε προσδιοριστεί να είναι το μέσον ή ο σκοπός. Δηλαδή «απωλέσθημεν».
Η άλλη κατηγορία θέλει τους τολμώντες να γνωρίζουν τα περί του πρακτέου, περί του αντικειμένου, περί του δικαίου καθώς και του δικαιολογημένα αναγκαίου να διαληφθεί. Εκεί, σ’αυτούς, όπως είναι φυσικό, θα πρέπει να εγκύψουμε και αναζητήσουμε τους λόγους που βασίζουν τις συμμετρίες της εμπραγμάτου εκφράσεως και το πλήρες νόημα αυτής της διαθέσεως ή, αν θέλετε, αυτής της πολιτείας ή τακτικής. Αυτοί οι τελευταίοι γνωρίζουν ή κατανοούν τη θέση, όπως την περιγράφει ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Τσάτσος: « Η ζωή δεν είναι πράξη, είναι σκέψη. Η πράξη είναι απλώς μια θεραπενίδα της σκέψεως? και όταν δεν είναι αυτό, δεν είναι παρά μετακίνηση ύλης χωρίς νόημα».
Εδώ δεν πρέπει να περιμένουμε να βρούμε ένα γενικό σύστημα παρουσιάσεως της απολυτότητος του όρου «τολμώντες», ώστε να παρασταθεί καθαρά η συμβατότητα με το δίκαιο, το ηθικό και το αναγκαίο. Δεν υπάρχει στ’αλήθεια μία οργάνωση αντιλήψεων που μ’αυτή τη βάση θα λέγαμε, ότι οι τολμώντες εκπροσωπούν την ορθή δράση και υπηρετούν την νομοτέλεια. Δεχόμαστε όμως, ότι η πρακτική εφαρμογή της ορθής νοήσεως και υπολογισμών με την προσήκουσα ταχύτητα αποδίδει στον εφαρμόζοντα ή τον βραβεύει με όλα τα επιθυμητά στρατιωτικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και λοιπά επιδιωκόμενα. Συνεπώς δεχόμεθα συνδυασμό συστηματικής γνώσεως του συνόλου των φαινομένων, την τεχνική εκτελέσεως του εγχειρήματος και το εφόδιο (φυσικό ή επίκτητο) που λέγεται τόλμη για να καταλήξουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Πρέπει όμως να παραδεχτούμε, ότι αυτή τη σύνθεση καλών στοιχείων σε πολύ ολίγους θα τη συναντήσουμε.
Οι τολμώντες με τα εφόδια της κρίσεως και της γνώσεως, για τους οποίους αναφερόμεθα είναι οι ολίγοι. Οι υπόλοιποι, δηλαδή οι πολλοί είναι αυτοί, που δεν τολμούν ούτε να σκεφθούν τολμηρά, φοβούμενοι μήπως ακόμη και οι τολμηρές αυτές σκέψεις των τους οδηγήσουν σε αντιπαράθεση με την υπνώτουσα συνείδησή των. Ο Johann Wolfgang von Goethe το προσεγγίζει στο Maximen und Reflexionen «Δεν είναι παράδοξο, που λίγο ως πολύ όλοι μας αρεσκόμεθα στη μετριότητα, διότι μας αφήνει στην ησυχία μας? δίνει το ευχάριστο συναίσθημα που έχει κανείς όταν συναναστρέφεται τους ομοίους του».
Το ερώτημα λοιπόν όχι μόνο παραμένει σαν ηθική ευθύνη αλλά μας ακολουθεί σε κάθε μας βήμα. Είμαστε ανθρωπάκια; Ποιό είναι το όφελός μας, όταν στερούμεθα της απλής φιλοσοφικής διαθέσεως, η οποία αναπόδραστα υπενθυμίζει την φθαρτότητα της φυσικής μας μάζας και την προσωρινότητα της θνητής μας υπάρξεως; Και τί μας ωθεί στο να υπακούομε με περισσή ευπείθεια στον κακό σύμβουλο που είναι ο φόβος; Μήπως θα έπρεπε να επανεκτιμούμε συχνότερα τη γενική μας στάση έναντι της εν πολλοίς ανούσιας υπάρξεώς μας όταν την εξαναγκάζουμε σε συμπόρευση με ποταπές προϋποθέσεις; Ποία είναι η απήχηση στην ψυχή μας, την οποία θέλουμε να προβιβάσουμε σε θέση αξιοπρεπή και σε σφαίρα ανώτερη, όταν ακολουθούμε τη μίζερη άποψη της συμβατής αισθήσεως; Μήπως θα πρέπει να εξεγερθεί το μείζον μέρος της μικρότητάς μας εναντίον της καθολικής μας αδυναμίας; Να δυναμώσει κάπως ο νους μας για να δυνηθεί να παρατηρήσει λίγο μακρύτερα από τον περιορισμένο μας ορίζοντα; Λίγο πιο πέρα στον χώρο, στο χρόνο, στον πολιτισμό των μηχανών, στην πρόσκληση των αξιών, στην κραυγή κινδύνου του ελληνισμού και στην ρυμουλκουμένη ηθική? την ηθική της ευθύνης μας. Ο Μάρκος Αυρήλιος εύστοχα παρατηρεί: «…Έτσι και ο δυνατός νους πρέπει να είναι έτοιμος για ο,τι δήποτε, ενώ όποιος λέει ΄΄να σωθούν τα παιδιά΄΄ και ΄΄ό,τι κι’αν κάνω, εσείς να με παινεύετε όλοι΄΄ είναι σαν το μάτι που ζητάει πάντοτε να βλέπει πράσινο χρώμα και σαν δόντι που ζητάει τις μαλακές τροφές».
Έχουμε ανάγκη επαναπροσανατολισμών. Πρώτα απ’όλα πρέπει να ανακαλύψουμε τον απλό ανθρώπινο νου, την κοινή αίσθηση της τόλμης και τον υγιή λόγο, που προσδιορίζει ο,τι δήποτε αναφέρεται στο πλεονέκτημα εκείνων που τολμούν να χρησιμοποιήσουν τους παλμούς του πνεύματός των σε συντονισμό με το φυσικό τους «είναι». Μία ομολογία προσοντούχος. Μία στοίχιση με το δικαίωμα της υπεροχής. Τί θα λέγατε αν ο δυνατός σας χαρακτήρας, ο τολμηρός και συνάμα γνώστης του μείζονος αριθμού των παραμέτρων της ζωής και των απορρεουσών δραστηριοτήτων σας καθιστούσε συντελεστές στη γέννηση νέων βεβαιοτήτων στον κόσμο; Έχετε υπολογίσει τον εαυτό σας σαν ένα παράγοντα που προωθεί την ιδέα για μια αναβίωση της πάλαι ωραίας πολιτιστικής μας ζωής; Τολμάτε να διακριθείτε για την άτρωτη εθνική σας πίστη και το ανέπαφο του ηθικοθρησκευτικού σας προσανατολισμού; Τότε είστε τολμώντες! Αφήστε τους άλλους. Εκείνοι ακολουθούν τον συρμό που δεν είναι άλλος από την φθοροποιό ανθρωπο-ομοιοποίηση, δηλαδή το στάδιο που ακολουθεί την παγκοσμιοποίηση στη διακίνηση των υλικών αγαθών και των άκρως επικιδύνων ισοπεδοτικών ιδεών.
Ας κοιτάξουμε λίγο πίσω. Στα χρόνια της νιότης μας. Τότε που τα ιδανικά μας είχαν βάση, είχαν νόημα. Τότε που τα λόγια των δασκάλων μας ηχούσαν σαν την οικουμενική σοφία. Τότε που τα όνειρά μας ήταν μια υπόσχεση και όχι άϋλες φόρμες. Θυμάστε τις υποσχέσεις μας; Πως ό,τι κι’αν συμβεί στο μέλλον, ό,τι σπουδαιότητες κι’αν καταφέρναμε να καταστούμε με τιμές, αξιώματα και άλλες ευρωστίες θα έπρεπε να μη ξεχάσουμε την ηθική μας φάτνη. Να μη ξεχάσουμε την ελληνικότητά μας. Να μήν εξανεμίσουμε τη χριστιανική μας προίκα. Να συγκρατούμε τους θησαυρούς και τις αφθονίες μας στα πλαίσια της παραδεδεγμένης λογικής και στην πίστη της του Θεού προς εμάς ευνοίας. Να θυμόμαστε τη γη που μας φιλοξενεί. Να την ευγνωμονούμε. Να την τιμούμε. Να την δεόμεθα.
Έχετε άραγε αναλογισθεί το πού οφείλεται το γεγονός, ότι τον Έλληνα δεν τον αγαπούν με ειλικρινή διάθεση οι ξένοι; Τολμώ να πω, ότι αυτό συμβαίνει, διότι ο Έλληνας έχει άτρωτη την εθνική του ομοψυχία, διαθέτει αδιάρρηκτη θρησκευτική συναρμογή και έχει τόλμη στο να ανθίσταται στις σειρήνες των διαλυτικών νεωτεριστικών τάσεων. Ο Έλληνας επιθυμεί να διατηρήσει τον πολιτισμό του αμίαντο και αιώνιο. Και όλα αυτά οφείλονται στους τολμώντες που διαχρονικά και μέσα από αγώνες επιμένουν και κληροδοτούν στους επερχομένους τα καλά μας εθνικά χαρακτηριστικά. Κι’αν ο Francis Bacon λέει ότι «…Διότι, αν το παράλογο είναι αντικείμενο γέλιου, μην αμφιβάλλετε καθόλου, ότι η μεγάλη τόλμη σπάνια στερείται ένα στοιχείο παραλογισμού», εμείς λέμε, ότι ναι, οι Έλληνες διακρίνονται για το στοιχείο του παρατόλμου, διότι πιστεύουν, ότι μ’αυτόν τον τρόπο κάθε φορά η Ελλάδα σώζεται. Λαοί αποτελούμενοι από σιωπαίνοντες αμνούς εξαφανίστηκαν.
Οι Έλληνες είναι και πρέπει να είναι τολμώντες! Το θέλουμε. Δεν είν’έτσι;

Ταξίαρχος ε.α. Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος

Αφήστε μια απάντηση