Η απειλή των πυρηνικών όπλων
Πληθαίνουν διαρκώς τα δημοσιεύματα που εξετάζουν τις πιθανότητες εξαπόλυσης ενός προειδοποιητικού πυρηνικού πλήγματος από τη Ρωσία με στόχο τον εξαναγκασμό της Ουκρανίας να αποδεχθεί τη στρατιωτική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στα κατεχόμενα εδάφη της.
Οι συζητήσεις επικεντρώνονται στη χρήση τακτικών πυρηνικών συστημάτων, δηλαδή πυρηνικών όπλων μικρής ισχύος που χρησιμοποιούνται στο πεδίο της μάχης με στόχο την καταστροφή συμβατικών στρατιωτικών δυνάμεων του αντιπάλου και διαθέτουν σχετικά περιορισμένη καταστροφική ικανότητα και μικρότερη ραδιενεργή διασπορά.
Η αδυναμία καθορισμού των ορίων μεταξύ των διαφόρων πυρηνικών όπλων και το ενδεχόμενο ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης, κατέστησαν την αξιοπιστία των τακτικών πυρηνικών όπλων, στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, αμφιλεγόμενη, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στην αμοιβαία σταδιακή μείωση τους.
Ουδείς μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια, αν και υπό ποίες συνθήκες, η ρωσική ηγεσία θα οδηγηθεί στην εξαπόλυση ενός «περιορισμένου τακτικού πυρηνικού Αρμαγεδώνα». Ενδεχομένως και να μην υπάρχουν ειλημμένες αποφάσεις στο Κρεμλίνο ακόμη και η επαπειλούμενη χρήση να αποτελεί ένα ακόμη ψυχολογικό όπλο της ρωσικής φαρέτρας.
Βέβαια, η αυξανόμενη σήμερα ένταση των συζητήσεων, για χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων, καταδεικνύει ότι έχει αρχίσει να επιτυγχάνεται -σε κάποιο βαθμό- η προσπάθεια ψυχολογικού επηρεασμού της Μόσχας.
Φυσικά απέχουμε πολύ από την ανάδειξη ενός ηττοπαθούς κλίματος στις δυτικές χώρες που θα αποδεχθεί την εγκατάλειψη της Ουκρανίας στο πλαίσιο μιας επικαιροποιημένης επανάληψης του παλαιότερου ειρηνιστικού συνθήματος «καλύτερα κόκκινοι παρά νεκροί».
Παράλληλα με την απειλή των πυρηνικών κτυπημάτων έχει προηγηθεί -όχι με μεγάλη επιτυχία μέχρι σήμερα- η απειλή της ενεργειακής έλλειψης, ειδικά στις χώρες της Ευρώπης και της συνεπακόλουθης παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Ενώ λοιπόν το ενεργειακό όπλο έχει χρησιμοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, με αποτέλεσμα την παγκόσμια εμφάνιση του στασιμοπληθωρισμού, δεν έχουν επέλθει τα αναμενόμενα από τη Μόσχα αποτελέσματα διάσπασης των δυτικών χωρών και εγκατάλειψης του Κιέβου.
Απεναντίας, η διάθεση συμπαράστασης και η ενεργός υποστήριξη αυξήθηκαν. Υπό αυτό το πρίσμα ίσως θα πρέπει να αξιολογηθεί από τη Μόσχα και η πιθανότητα της έτι περαιτέρω δημιουργίας ισχυρότερου αντιρωσικού μετώπου μετά τη χρήση (έστω και περιορισμένη) πυρηνικών όπλων. Επιπλέον, μια τέτοια ενέργεια θα καθιστούσε μάλλον αδύνατη οποιαδήποτε συμβιβαστική λύση στην κρίση, δημιουργώντας ένα αβυσσαλέο χάσμα μεταξύ των αντιπάλων του «νέου ψυχρού, θερμού και ολίγον πυρηνικού πολέμου».
Στα καθαρά επιχειρησιακό επίπεδο δημιουργείται και το πρόβλημα της επιλογής των πυρηνικών στόχων για τα ρωσικά τακτικά πυρηνικά όπλα. Σύμφωνα με τις αρχές χρήσης των τακτικών πυρηνικών όπλων, ο στόχος θα πρέπει παρουσιάζει μια ικανοποιητική συγκέντρωση που να τον καθιστά ελκυστικό και εκ της καταστροφής του να δημιουργούνται σοβαρά τακτικά πλεονεκτήματα που θα μπορέσει να εκμεταλλευθεί η ρωσική πλευρά. Παράλληλα θα πρέπει να βρίσκεται σε απόσταση ασφαλείας από σημαντικές συγκεντρώσεις αμάχου πληθυσμού και ειδικά από τις προσαρτημένες περιοχές.
Η μη -μέχρι τώρα- ικανοποιητική εκπαίδευση και εξοπλισμός των ρωσικών στρατευμάτων μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο στόχος (στόχοι) θα πρέπει να ευρίσκεται σε ικανή απόσταση από τα ρωσικά στρατεύματα ενώ η πληγείσα περιοχή θα αποκλειστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα για κάθε είδους στρατιωτικές επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια, ο επιλεγείς στόχος μάλλον θα βρίσκεται σε ικανή απόσταση από το μέτωπο και θα αφορά μια σημαντική στρατιωτική εγκατάσταση (πχ αεροδρόμιο), στρατιωτική εφεδρεία ή κέντρο εφοδιασμού.
Η χρήση ακόμη και τακτικών πυρηνικών όπλων προϋποθέτει την εκ μέρους του επιτιθέμενου, έγκαιρη λήψη ευρύτερων μέτρων προστασίας και προετοιμασιών. Θεωρείται αναγκαία η πλήρης κινητοποίηση όλων των πυρηνικών δυνάμεων της Μόσχας, της αεράμυνας και η αυξημένη ετοιμότητα και διασπορά του συνόλου των συμβατικών ρωσικών δυνάμεων παγκοσμίως, για αποφυγή ενός ανταποδοτικού, πυρηνικού ή συμβατικού, πλήγματος. Ευτυχώς, μέχρι σήμερα, εκ στόματος του διευθυντού της CIA, έχουμε τη δήλωση ότι δεν έχουν παρατηρηθεί ανάλογες ρωσικές ενδείξεις για χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων.
Η στρατηγική του πειθαναγκασμού και του πυρηνικού εκβιασμού χρησιμοποιεί συνήθως τη σταδιακή αύξηση της πίεσης μέσα από μια ελεγχόμενη και αυξανόμενη ένταση των απειλών και καταλλήλων ενεργειών. Η επαλήθευση αυτών των σταδιακών ενεργειών από τον αντίπαλο, καθιστά την απειλή πιο πειστική. Ενίοτε συνοδεύεται και από μηνύματα μιας δήθεν έντιμης «συμβιβαστικής» λύσης που δίνουν «χαραμάδα» ελπίδας στην αποφυγή μιας ανεξέλεγκτης πυρηνικής σύγκρουσης στο πλαίσιο του θεωρούμενου «μικρότερου κακού».
Ένας άλλος παράγοντας που ενισχύει την αξιοπιστία της πυρηνικής απειλής, είναι και η αδυναμία στο επίπεδο των συμβατικών επιχειρήσεων. Ο με τον αέρα του νικητού προελαύνων στρατός δεν χρειάζεται να καταφύγει σε πυρηνικές απειλές. Πράγματι, η ρωσική αδυναμία καθιστά πιο αξιόπιστη την πυρηνική απειλή. Η τελευταία έχει πλέον ενδυθεί το μανδύα της «εσωτερικής νομιμότητας» με την επίκληση της άμυνας των «ρωσικών» εδαφών (προσαρτημένων περιοχών).
Πιθανολογώ ότι το ρωσικό καθεστώς δεν βρίσκεται ακόμη στο σημείο εκείνο της απελπισίας (για την έκβαση των επιχειρήσεων αλλά και για την επιβίωση του) ώστε να καταφύγει στη χρήση πυρηνικών όπλων. Θα προτιμήσει να βασιστεί σε μια μεγαλύτερη κινητοποίηση όλων των πόρων, διπλωματικών κινήσεων προσεταιρισμού ουδετέρων, ένταση της χρήσης του ενεργειακού όπλου, ψυχολογικών επιχειρήσεων και αναμονής για την έλευση του «στρατηγού χειμώνα» στις ουκρανικές στέπες και στις δυτικές χώρες. Μια χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων μάλλον θα εξαφάνιζε οριστικά την αξία όλων των υπολοίπων ρωσικών διαθέσιμων μέσων.
Παρά ταύτα, δεν δύναται να αποκλειστεί η χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων στο εγγύς μέλλον στο μέτωπο της Ουκρανίας. Η παραγνώριση της ρωσικής πυρηνικής απειλής είναι εξίσου επικίνδυνη με την υπερβολική θεώρηση της. Εκ μέρους όλων των χωρών, πρέπει να καταστεί κατανοητό στη Μόσχα, ότι μια τέτοια ενέργεια θα οδηγούσε σε πλήρη απομόνωση της Ρωσίας.
Το μήνυμα πρέπει να είναι ξεκάθαρο και συνολικό, συμπεριλαμβανομένων και των χωρών που συνεχίζουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, τις συναλλαγές μαζί της. Αντίστοιχα ανταποδοτικά σενάρια θα πρέπει να εξεταστούν και να προετοιμαστούν από την Ατλαντική Συμμαχία αφήνοντας ανοικτά και υπαρκτά όλα τα ενδεχόμενα και επικαιροποιώντας τις δοκιμασμένες στρατηγικές του ψυχρού πολέμου.
Η αδυναμία της παγκόσμιας κοινότητα να αποτρέψει τη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων στην Ουκρανία, αναμφίβολα και απολύτως ορθολογικά, θα οδηγήσει δεκάδες κρατών να επιδιώξουν την απόκτηση ικανοτήτων πυρηνικής αποτροπής, αυτόνομα ή εντασσόμενες σε διάφορους συνασπισμούς.
Το τελευταίο μάλλον δεν θα καταστήσει τον πλανήτη μας ασφαλέστερο καθώς θα έχει καταρρεύσει και ο μύθος ότι οι «ώριμες» πυρηνικές δυνάμεις δεν θα καταφύγουν πρώτες σε χρήση πυρηνικών όπλων. Όσο για εμάς, καθίσταται περισσότερο ευκρινές ότι μάλλον ταχθήκαμε με τη «σωστή πλευρά της ιστορίας», ευελπιστώντας τη δικαίωση μας και εντείνοντας παράλληλα τις προσπάθειες μας.
* Ιπποκράτης Δασκαλάκης, Αντιστράτηγος, Διαλέκτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης, Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών