Η επιστροφή του πολέμου και των όπλων διασποράς

Η επιστροφή του πολέμου και των όπλων διασποράς

Η επιστροφή του πολέμου και των όπλων διασποράς

Γρίβας Κώστας

Όπως έχουμε επισημάνει σε προηγούμενα άρθρα το μεγάλο κόστος των σύγχρονων πλατφορμών μάχης (μαχητικά αεροσκάφη, πλοία επιφανείας, υποβρύχια, άρματα μάχης κλπ) έχει οδηγήσει σε σημαντική μείωση των αριθμών στους οποίους είναι διαθέσιμα. Επίσης, έχει αυξήσει δραματικά τους χρόνους που απαιτούνται για την κατασκευή και την αναπλήρωσή τους σε περίπτωση απώλειας.

Αντιθέτως, η ενίσχυση των ικανοτήτων των βλημάτων, όσον αφορά το βεληνεκές, την ακρίβεια πλήγματος και τη λειτουργία τους μέσα σε πλέγματα “αναγνώρισης-κρούσης”, έχει οδηγήσει σε ένα μοντέλο προβολής ισχύος που μπορεί να χαρακτηριστεί ως βληματοκεντρικός πόλεμος (projectile centric warfare) και αποτελεί παρακλάδι του δικτυοκεντρικού πολέμου (network centric warfare). Ο πόλεμος στην Ουκρανία επιβεβαιώνει αυτή την τάση.

Πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι και τα βλήματα πολλών κατηγοριών, όπως είναι οι πύραυλοι, καθίστανται ολοένα και πιο ακριβά, διατίθενται σε μικρούς αριθμούς και απαιτείται πολύς χρόνος για την αναπλήρωσή τους. Κι αυτό γιατί τόσο οι πλατφόρμες που τα μεταφέρουν, όσο και οι πλατφόρμες που στοχεύουν είναι επίσης σε μικρούς αριθμούς και δυσαναπλήρωτες. Άρα, για λίγες “υπερπλατφόρμες” απαιτούνται επίσης και λίγοι “υπερπύραυλοι”.

Όμως, αν κάποιος αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού και αυξήσει τους αριθμούς των πλατφορμών που πρέπει να αντιμετωπίσουν τα “υπερπύραυλοι”, τότε θα τους αδρανοποιήσει δια της ασυμμετρίας αριθμών. Σε αυτήν την περίπτωση η τεχνολογία που θα ενσωματώνουν οι πλατφόρμες που θα διεξάγουν την επίθεση θα είναι δευτερεύουσας σημασίας. Για παράδειγμα, αν κάποιος εφοδίαζε την Ιαπωνία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με μερικά αντιαεροπορικά συστήματα S-400, ελάχιστα αυτά θα προσέφεραν στην άμυνα της χώρας ενάντια στους χειμάρρους των αμερικανικών B-29 που πυρπόλησαν το Τόκιο και άλλες μεγάλες ιαπωνικές πόλεις. Κάθε αντιαεροπορικός πύραυλος φυσικά θα κατέρριπτε με ευκολία το βομβαρδιστικό που θα στόχευε, αλλά τα καταρριφθέντα βομβαρδιστικά σε σχέση με το σύνολό τους θα ήταν σταγόνα στον ωκεανό.

Αυτό έχει γίνει κατανοητό και όπως χαρακτηριστικά το έθεσε ο Αρχηγός της Βρετανικής Αεροπορίας (Air Chief Marshal) Sir Stephen Hillier κατά τη διάρκεια της “Air and Space Power Conference” που διεξήχθη στο Λονδίνο στις 17 Ιουλίου 2019: «Πρέπει να δημιουργήσουμε περισσότερους στόχους στον αέρα» (“we need to create more targets in the air”). Αυτό, μεταξύ των άλλων, πάει να γίνει με το συνδυασμό μη επανδρωμένων αεροχημάτων, περιφερόμενων πυρομαχικών και φθηνών πυραύλων cruise.

 

Η απαξίωση της ισχύος πυρός

 Ένα άλλο στοιχείο, που μέχρι στιγμής δεν έχουμε λάβει υπόψη μας στο μοντέλο που ονομάζεται βληματοκεντρικός πόλεμος, είναι η εμμονή με την ακρίβεια πλήγματος που υπήρξε στη Δύση τις τελευταίες δεκαετίες και που θεωρήθηκε ότι μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως τη μάζα πυρός στο σύγχρονο γεωπολιτικό περιβάλλον. Η εμμονή αυτή ξεκίνησε από τον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου το 1991.

Αν και το συντριπτικό ποσοστό των πυρομαχικών που χρησιμοποιήθηκαν ήταν “χαζές” βόμβες (“σίδερα” κατά την ορολογία των αεροπόρων) που σάρωσαν με μαζικές επιθέσεις τις περιοχές στις οποίες βρίσκονταν τα ιρακινά στρατεύματα, εντούτοις η έμφαση δόθηκε στα σημειακά πλήγματα που άσκησαν τα “έξυπνα” πυρομαχικά ακριβείας (PGM), κυρίως για επικοινωνιακούς λόγους. Η τάση αυτή ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο στην επίθεση στη Σερβία το 1999, στην εισβολή στο Αφγανιστάν το 2001 και στον Δεύτερο Πόλεμο του Κόλπου το 2003.

Αν και πολλές “παρεξηγήσεις” και λάθη έγιναν και πολλοί άμαχοι σκοτώθηκαν σε αυτές τις επιχειρήσεις, εντούτοις η τάση ήταν για βλήματα με ολοένα και περισσότερη ακρίβεια πλήγματος και με μικρότερη καταστρεπτική ισχύ, έτσι ώστε να μπορούν να διεξάγουν “ανθρωπιστικούς” πολέμους «ανάμεσα στους ανθρώπους». Αυτή ήταν η βασική γεωπολιτική αποστολή των στρατιωτικών δυνάμεων της Δύσης στο μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του ιδιόρρυθμου, ατέρμονος, ασαφούς και ακαθόριστου “Πολέμου ενάντια στην Τρομοκρατία”.

Ο “Πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία”, που ξεκίνησε μετά την 11 Σεπτεμβρίου 2001, ήταν η διεξαγωγή αντιαντάρτικων-αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων (counter insurgency), που με τη σειρά τους αποτελούσαν μέρος των λεγόμενων «στρατιωτικών επιχειρήσεων εκτός του πολέμου» (“military operations other than war), όπως ήταν αποστολές διατήρησης και επιβολής της ειρήνης (Peace Keeping και Peace Enforcement Operations) και οικοδόμησης εθνών (Nation Making), δηλαδή της ολοκληρωτικής επιβολής της δυτικής ηγεμονίας.

Η δαιμονοποίηση των όπλων διασποράς

Για να καλυφθεί η απαίτηση αυτή δόθηκε μεγάλη έμφαση στα όπλα σημειακής προσβολής ακριβείας, με ελαχιστοποιημένο παράπλευρο πλήγμα. Έτσι, τα όπλα αυτά μίκραιναν ολοένα και περισσότερο σε μέγεθος και σε εκρηκτική ισχύ, ενώ αύξανε ολοένα η ακρίβεια πλήγματος. Δημιουργήθηκε λοιπόν, η οικογένεια των μικροσκοπικών πυρομαχικών προσβολής ακριβείας (miniature PGM), τα οποία συνδυάστηκαν άριστα και με τα μη επανδρωμένα αεροχήματα, δεδομένων των σχετικών μικρών μεταφορικών ικανοτήτων των τελευταίων. Στόχος το ιδανικό της σημειακής προσβολής των όποιων “κακών”, ακόμη και μέσα σε πυκνοκατοικημένα αστικά περιβάλλοντα, χωρίς να προσβάλλονται οι άμαχοι ή οι φίλιες δυνάμεις γύρω τους.

Το Ισραήλ επίσης χρησιμοποίησε κατά κόρον παρόμοιες ικανότητες στη Λωρίδα της Γάζας. Τελικός ιδεατός στόχος ήταν η κατάργηση των ορίων μεταξύ πολέμου και ειρήνης και η τοποθέτηση ενός στοιχείου “διαρκούς πολέμου” μέσα στην “διαρκή ειρήνη”, με την οποία θα έτρεχε παράλληλα και θα απειλούσε μόνον τους “κακούς”, ενώ θα άφηνε ανενόχλητους αυτούς που βρίσκονταν δίπλα τους, αν φυσικά οι τελευταίοι “κοιτούσαν τη δουλειά τους”. Εννοείται ότι παρόμοια όπλα, αλλά και η δυνατότητα αποτελεσματικής χρήσης τους μέσα σε πανοπτικές δικτυοκεντρικές δομές, ήταν προνόμιο των χωρών που κατείχαν υψηλή τεχνολογία.

Έτσι, η σημειακή ακρίβεια πλήγματος με ελαχιστοποιημένο παράπλευρο πλήγμα εξιδανικεύτηκε ως η κατεξοχήν “ανθρωπιστική” μορφή πολέμου. Για να συμβεί αυτό έπρεπε να δαιμονοποιηθεί το διαλεκτικό αντίθετο των μικροσκοπικών πυρομαχικών υπερυψηλής ακρίβειας, τα οποία ήταν τα λεγόμενα όπλα διασποράς (cluster munitions). Αυτά είχαν σχεδιαστεί στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου για να σαρώνουν μεγάλες εκτάσεις και να προσβάλουν στόχους περιοχής (area targets), όπως εχθρικές πυροβολαρχίες και μηχανοκίνητους και τεθωρακισμένους σχηματισμούς.

Έτσι, πανίσχυρες μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως είναι η Human Rights Watch, πρωτοστάτησαν σε αυτήν την προσπάθεια που οδήγησε στη Συνθήκη του Όσλο-Δουβλίνου για την απαγόρευση των όπλων διασποράς. Βέβαια, πολλές χώρες ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Ρωσίας, της Κίνας, καθώς της Ελλάδας και της Τουρκίας, δεν έχουν υπογράψει τη συνθήκη αυτή. Όμως, το γεγονός παραμένει ότι τα όπλα διασποράς δαιμονοποιήθηκαν, ώστε να “αγιοποιηθούν” τα μικροσκοπικά πυρομαχικά προσβολής ακριβείας, ακριβώς γιατί αυτό βόλευε την γεωπολιτική στρατηγική της Δύσης εκείνη την περίοδο. Όπως βλέπουμε, όμως, στην Ουκρανία, ο κλασικός πόλεμος επέστρεψε, επαναφέροντας στην πρώτη γραμμή τις κλασικές ανάγκες και σκοπιμότητές του.

Slpress.gr