Επιβιώνοντας των παραδοξοτήτων

Επιβιώνοντας των παραδοξοτήτων

Δοκίμιον

 

 

Του Κωνσταντίνου Αργυροπούλου*

 

Στοχαζόμενος ο Ludwig Wittgenstein μάς αποσαφηνίζει, ότι «δεν μπορούμε να σκεφθούμε αυτό που δεν μπορούμε να σκεφθούμε, ούτε λοιπόν να πούμε αυτό που δεν μπορούμε να σκεφθούμε».

          Ιδού ένα πεδίον δοκιμασίας του νού μας. Ένας νωθρός νους χρειάζεται να πιεστεί, να κοπιάσει, να στυφτεί, να ενθλιβεί και εν πάση περιπτώσει να αναγκαστεί, ώστε κάποια στιγμή να ανοίξει εκείνον τον φεγγίτη που προβάλλει και διατρανώνει την απεραντοσύνη των πνευματικών οριζόντων. Των οριζόντων της διανοήσεως, των αναλογισμών, των εσωτερικών μονολόγων, των αρθρωτών ειρμών, της κριτικής ικανότητος και τέλος του ωρίμως σκέπτεσθαι.

          Δημοσκοπικώς τεκμαίρεται, ότι το μείζον των ανθρώπων λειτουργεί τον νού του κατ’αποκλειστικότητα για εξεύρεση λύσεων επί προβλημάτων εξασφαλίσεως του επιουσίου άρτου (plèbes) και του περισσίου χαβιαριού (élite). Επωδός: για τους πολλούς είναι η επιβίωση του σήμερα∙ για τους ολίγους το motto είναι, ζήσε το σήμερα με τέρψη και ευφροσύνη και άσε τους άλλους να πεθάνουν. Στην πραγματική ζωή αυτή η παραδοχή είναι κανόνας αδιαμφισβήτητος. Κατά την κοινωνιολογική νομική όμως αυτή η ομολογία αποτελεί παραδοξότητα, αφ’ἧς ενυπάρχει κάποια συγκρουσιακή συναίσθησις του ορθού και του μη ορθού. Είναι παραδοξότητα. Είναι σαν απροσδόκητη νεύσις∙ σαν παραλογισμός∙ σαν το ασυνήθως ποιείν. Αλλά τί μπορεί να είναι το παράδοξον, δεδομένου, ότι αυτή η έννοια διακρίνεται για την ευκαμπτότητά της και συνήθως ερμηνεύεται κατ’υποκειμενικήν έκφρασιν ἤ υπαινιγμόν και συχνάκις είναι ανάλογος πολιτικών υπαγωγών και άλλων συμφεροντολογιών.

          Όλοι συμφωνούμε, ότι παράδοξον είναι ό,τι δήποτε αντιτίθεται προς τις επικρατούσες αντιλήψεις καθώς και ό,τι δήποτε εκφράζεται με παραπλανητικές εισηγήσεις, οι οποίες αποκαλυπτόμενες απορρίπτονται από τους κοινούς νόες. Ωστόσον αυτή η οπτική γωνία υπό την οποία παρατηρούμε και χαρακτηρίζουμε το κάτι σαν παράδοξον, τούτο το κάτι μπορεί εν τῳ μέλλοντι να εξελιχθεί σε επικρατούσα αλήθεια.

Παράδειγμα. Όταν ο Γαλιλαίος διετύπωσε την θεωρία του, ότι η Γη κινείται, είχε σαν αποτέλεσμα να οδηγηθεί ενώπιον της Ιεράς Εξετάσεως, ως προβάλλων το παράδοξον έναντι της αληθείας της Αγίας Γραφής. Αργότερα η επιστήμη απεκατέστησεν το φυσιολογικόν.

Άλλο παράδειγμα. Μέχρι προ τινος εθεωρείτο παράδοξον το γεγονός της υιοθεσίας βρεφών/νηπίων από τους LGBTs. Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδέχεται αυτή την ιδιαιτερότητα και μάλιστα την θεωρεί, ως επικρατούσα αλήθεια και καλεί τους Ευρωπαίους εταίρους να την θεωρήσουν, ως το εύνομον των ίσων δικαιωμάτων και απαξάπαντες καλά θα κάνουν να την εισποιήσονται. Αυτή βεβαίως για τους πολλούς είναι πολιτική απόφαση σκοπιμότητος. Απομένει στην επιστήμη να αποφανθεί επ’αυτού. Τούτο βεβαίως εξακολουθεί να είναι καί παράδοξο καί ασυμβίβαστο προς μίαν μέχρι σήμερα θεωρουμένη φυσιολογικότητα, ωστόσο η πολιτική προσεγγίζει τα ζητήματα αποβλέπουσα σε σύγχυσιν εννοιών και εν ταυτῷ εργαλειοποίησιν επί μέρους αληθειών, ώστε το κάθε επίμαχον, διαφιλονικούμενον και επίδικον θέμα να επιβάλλεται σαν αναγκαιότητα και σαν επικρατούσα αλήθεια.

Εδώ δηλαδή παρατηρούμε μία προσπάθεια της πολιτικής για να συνταυτισθεί η διαφορετικότητα με την πραγματικότητα. Με την πρακτική αυτή θα οδηγηθεί το ζήτημα -και το κάθε ζήτημα που καθρεπτίζει παραδοξότητες- σε ολική έλλειψη διαφοροποιήσεως, όπως και σε αναίρεση και εξαφάνιση των διαφορετικών ενδείξεων και προϋποθέσεων από τις οποίες άρχεται -κατά περίπτωσιν- η επιστημονική εξήγηση. Το σημαινόμενον είναι, ότι το τελικόν σκοπούμενον είναι ο εκμηδενισμός της ευθύφρονος ἤ και γνωμοδοτικής σκέψεως. Όταν η πολιτική και οικονομική élite μιας εθνικής οντότητος προσφεύγει σε επιβολή παραδοξοτήτων, ώστε να καταστεί ευχερεστέρα η πνευματική ποδηγέτηση της κοινωνίας, τότε τα άτομα οφείλουν να οχυρωθούν πίσω από μίαν κάποιου βαθμού υγιεστέρα λογική για να επιβιώσουν των ψυχοδιαγνωστικών περιπετειών… τουλάχιστον.

Στην Ελλάδα οι παραδοξότητες επισημαίνονται κυρίως από τους ηλικιωμένους ένεκα διαπαιδαγωγήσεώς των επί αρχετύπων αξιών και εμπειροπραγμοσύνης επί πνευματικών παγιδεύσεων και άλλων πνευματοκτόνων απειλών. Ως γεγονός, τα σήμερον τεκταινόμενα πλειστάκις παρουσιάζουν αντιθέσεις, ως προς τα άλλοτε παγκοίνως αποδεκτά, ως λογικά και αληθή. Τα παρατηρούμενα σαν παραδοξότητες εκ μέρους των παλαιών, οι νεώτεροι τα δέχονται σαν φυσικές συνέπειες μιας κοινότητος εν αναπτύξει. Δέχονται ότι η επιστήμη, η τεχνολογία και τα καινοφανή βιώματα κανοναρχούν τις κοινωνικές ομάδες επί αλλοίων θεωρήσεων με επιβοήθηση αλγοριθμικών προσεγγίσεων και με την παραινούσα βιοπολιτική. Εδώ ενεδρεύουν οι πολιτικο-οικονομικές προθέσεις, οι σκοπούσες σε ένα πλαστούργημα πειθηνίων οπαδών και επιμόνων καταναλωτών. Η έλλειψις εμπειρικών παραστάσεων των νέων διεγείρει τους κώδωνες συναγερμού, οι οποίοι προσκαλούν σε οργάνωση συστημάτων επιβιώσεως των ραγδαίως νεοπλαθομένων παραδοξοτήτων. Η αλήθεια για το εάν οι παλαιοί ἤ οι νέοι έχουν το δίκαιον με το μέρος τους παραμένει ένα κρίσιμον και διαρκές ερώτημα.

Η μη επιδεχομένη αμφισβήτησιν πραγματικότητα είναι, ότι η ενεστώσα κοινωνική πρόταξις έχει αποκοπεί από την παραδοσιακή κληρονομιά των ηθών, των πίστεων, των επιδιώξεων και των προσδοκιών και ανοίγεται ένα νέο κεφάλαιο, που υπηρετεί ντιρεκτίβες προοδευτισμού και νεοταξικού πολιτισμού, με τον χαμαιλεόντειον μανδύα ενός καινοφανούς, πλαγίως και αρτίως λειτουργούντος δεσποτισμού. Αυτός ο «διαφωτισμένος» δεσποτισμός δεν είναι άλλο τι από μία σταδιακή και σαφώς αδιακοίνωτος μετάβασις σε ένα άγνωστο και φοβιστικό μέλλον. Είναι ένα «υπομανιφέστο» του great reset.

Μία πικρή σκέψη εκείνων των εχόντων την ικανότητα να διορώνται τα ενδεχόμενα και τα επικείμενα είναι, ότι ουδαμού διαφαίνεται κάποια τάσις ριζοσπαστικής πολιτικής, στοχευούσης σε μία εθνική και όχι πληθυσμική επικαρπία. Είναι η στυγνή εφαρμογή μιας βιοπολιτικής, διακρινομένης για την ανακολουθία και την ασυνάφειά της με την εθνική πολιτική. Εξ άλλου η ριζοσπαστικότητα είναι μία εχθρική παρέμφασις απέναντι στην -κατά συμπερασμόν- κηδεμονευομένη European commission, της οποίας το κύρος, η επιρροή, η ισχύς, η αυθεντικότης και η γενικευμένη παραδοχή αμφισβητείται από το σύνολο σχεδόν των εταίρων της για τους επί μέρους ενός εκάστου εθνικούς λόγους.

Στην Ελλάδα όλες οι κυβερνήσεις θεωρούν εαυτές, ότι απολαμβάνουν της γενικής εκτιμήσεως μιας εξαιρέτου διαχειρίσεως των εθνικών και των κοινωνικών θεμάτων. Ιδιωφελώς εθελοτυφλούν στο πραγματικό δεδομένο, ότι είναι υπονομευμένες όχι μόνον από ξένες «ορατές» δυνάμεις αλλά και από επιχωρίους οικονομικούς παράγοντες (χρηματοδότες της εξουσίας) ένθα και τελικά εγκαταλείπονται από όλους∙ και κατά μεν το ελάχιστον απογοητεύονται και κατά δε το μέγιστον προδίδονται. Το ίδιο λοιπόν το κράτος αποτελεί παραδοξότητα εφ’όσον δεν ισχύει η δημοκρατία, όπως αυτή ησκήτο από τους αρχαίους μας προγόνους. Αυτό άλλως τε είναι και το ανεγνωρισμένο κληροδότημα των σοφών εκείνων και αποτελεί παράδειγμα και δίδαγμα διοικήσεως.

Ο θεσμός της ισχυούσης μαζικής δημοκρατίας συνηγορεί στην άσκηση εξουσίας από τους ολίγους. Δημοκρατικές οντότητες με πολυάριθμη σύνθεση αντιμετωπίζουν συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ αποτελεσματικότητας και δημοκρατικού ελέγχου. Αυτό το διαπιστούμενον εισαγάγει την πολυεπαινούμενη σημερινή δημοκρατία στον χώρο των παραδοξοτήτων. Και έτι πλέον, όταν ομάδες κοινών συμφερόντων επηρεάζουν κυβερνητικές αποφάσεις σημαίνει, ότι η πολιτική οργάνωση επιτρέπει πολλαπλά σημεία προσβάσεως σ’αυτή. Έτσι η κυβερνητική δραστηριότητα αγγίζοντας ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων, αναγνωρίζει, ότι το κυβερνητικό σχήμα δέχεται κανόνες παιγνιδιού υπαγορευομένους από αδιαφανείς οντότητες. Συνεπώς το θέμα πλέον περιφέρεται ως απείκασμα σκυλευομένου ετοιμοθανάτου. Τώρα εάν υπάρχουν κυβερνητικοί διαφωνούντες με την σκέψη των πολλών εντός του κυβερνητικού σχήματος, διότι θεωρούν ένιες αποφάσεις ως ασύνετες, τότε αυτά τα άτομα παραμερίζονται. Ενέχονται ως παραβιάζοντα αυτή την «ομαδοσκέψη», η οποία -και εκ του αποτελέσματος- αποδεικνύεται, ότι καταπολεμά τους πολεμίους του «κατευνασμού» των ομάδων των «κοινών» ἤ και των «ειδικών» συμφερόντων. Όλο αυτό το πραττόμενον θυμίζει όπερα μπούφα. Είναι παραδοξότητα πλήττουσα την αξιοπιστία μιας ασπαστής δημοκρατίας.

Το ίδιο προσβάλλεται η δημοκρατία όταν το 80% του λαού αντιτίθεται στην Συμφωνία των Πρεσπών η δε κυβέρνηση προχωρούσα στην περαίωση μιας επιληψίμου και απροσφόρου Συμφωνίας προσβάλλει το εθνικόν αισθητήριο των ψηφοφόρων, εκείνων δηλαδή των επιγόνων των Μακεδόνων και ακυρώνει την απαράγραπτον Ελληνικήν Ιστορίαν. Τί φρικαλεότερον  άραγε από μίαν κυβέρνηση επιβάλλουσα το παράδοξον, ως πράξιν εθνικώς συμφέρουσα; Τί πιο παράδοξον από θεσμικά πρόσωπα να προβαίνουν σε αφαίρεσιν εθνικών συμβόλων από χώρους θεωρουμένους, ως τέμπλα υψίστης εθνικής προβολής; Αφαιρούμενα τα εθνικά σύμβολα από τον προεδρικόν σηκόν δηλοί ριψοκίνδυνον αρχήν εθνικής αποσυνθέσεως. Αυτά τα συστήματα της συμπεριφοράς των θεσμικών φορέων αναλυόμενα αξιολογούνται σαν μολυσματικά μικρόβια, άγνωστα ακόμη και στις χαλεπές περιόδους του έθνους και των οποίων η μοχθηρότητα αναθεματίζει και καταδικάζει το αύριον των Ελλήνων.

Και όταν αυτός ο λαός βλέπει αυτό το λογικώς/εθνικώς απίθανο φαινόμενο και σιωπηρώς το ανέχεται σημαίνει, ότι η παραδοξότητα νικά και συνεπώς ανάμεσα στο κατακαλυπτικό μικροβιοπεπληγμένον καθεστώς και στον Έλληνα πολίτη υπάρχει ανακρωτηρίαστη συμβίωση μετά ριζικής ασυμβατότητας. Οποία παραδοξότης!

Με ένα τέτοιο βεβηλωμένο καθεστώς, ως γεγονός και ως δεδομένον, είναι αδύνατον το κράτος/έθνος να απαυγάζει μιας κάποιας ηθικής υπεροχής, ποιοτικού επιπέδου και δραστικού όγκου εθνικήν ισχύ. Και εφ’όσον η λογική μας διαβεβαιώνει, ότι η ισχύς είναι η ικανότητα του κατόχου της να επιβάλλει την συμμόρφωσιν ἤ την υπακοή απαξαπάντων των αντιτιθεμένων στην βούλησή του και επειδή ο Θουκυδίδης μάς το καθιστά σαφές, ότι ο ισχυρός πράττει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί αποδεχόμενος και υποκλινόμενος στην ισχύ, τότε στην περίπτωσίν μας αναφύεται ζήτημα ιδιαιτέρας κρισιμότητος. Ίσως οι Ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ασπασθεί την ρήσιν του Rousseau, ότι «ο ισχυρός δεν είναι ποτέ τόσον ισχυρός, ώστε να είναι πάντοτε αφέντης. Εκτός κι αν μετατρέψει την δύναμή του σε δικαίωμα και την υπακοή σε καθήκον». Αλλά τότε και πάλιν ευρισκόμεθα ενώπιον του παραδόξου, ότι δεν μπορεί οι ιθύνοντες για την τύχη της αυριανής Ελλάδος να αγνοούν, ότι οι σχέσεις μεταξύ κρατών, απουσίᾳ κάποιου κοινού πλαισίου νόμων ἤ συναινέσεως είναι συνήθως σχέσεις ισχύος.

Και ενώ βιώνουμε καθημερινώς εκ μέρους της Τουρκίας την απειλή βίας, υποκρυπτούσης χρήσιν ισχύος, εμείς επικαλούμεθα το Διεθνές Δίκαιον και την ηθική της συμμαχικής συμπεριφοράς καθώς και των ανεμπιστεύτων διαπραγματεύσεων καταφεύγοντας σε διεθνείς οργανισμούς. Αυτοί οι οργανισμοί δεν λυγίζουν σε λυγμούς απεγνωσμένων οντοτήτων διακωδωνιζουσών την σχέσιν των με το θείον και την υπερτέραν ηθικήν αλλά συμβουλεύονται την γεωπολιτική και γεωοικονομική πλάστιγγα, η οποία γέρνοντας μαρκάρει (διατυπώνει ετυμηγορίαν) το βάρος της βολικής  συνθήκης ἤ του προσδιορισμένου συμφέροντος εκείνων των ισχυροτέρων μελών των περιλαμβανομένων στο οργανόγραμμα του θεσμού (ΣΑ/ΟΗΕ, ΕΕ, ΝΑΤΟ). Με το να προσφεύγουμε σε οργανισμούς και ουσιαστικά -όπως είπαμε- στα ρυθμίζοντα τους οργανισμούς ισχυρά έθνη για να μας προστατεύσουν από τους Τούρκους, δεν επιτυγχάνουμε άλλο τι από το να χαρακτηρισθούμε ζητιάνοι μιας κρυπτογραφημένης γεωπολιτικής αγάπης.

Αυτή μας η προσδοκία είναι ψευδαίσθηση μιας ιστορικής αλήθειας, διδασκούσης διαχρονικά, ότι η διπλωματική ρητορική των συμπαθούντων την χώρα μας είναι έκφραση διεστραμμένης γοητείας, καθόσον ουδεμία πρόθεσις υποστηρίξεως περιέχεται στα σχέδια ενεργείας αυτών, για μία δικαιολόγηση επιστροφής σε ποηγηθείσες προβλέψεις της όποιας παρερμηνευμένης στρατηγικής ασφαλείας.

Ας το δεχθούμε κάποια στιγμή, ότι αυτά που ζητούμε από το Διεθνές Δίκαιον δεν είναι προσεγγίσιμα και ταιριαστά από το και με το -αποκλειστικά δικό μας- σύστημα αναφοράς. Άλλωστε κι εμείς «δεν υπάρχουμε» με εκείνες τις διαστάσεις που προκαλούν την περιέργεια, το ενδιαφέρον και εν τέλει την προσοχή εκείνων στους οποίους εμείς ελπιστικά προστρέχουμε. Μας λείπει ίσως η επάρκεια εκείνων των δυνάμεων που εγγυώνται την επιβίωση των ευσεβών μας πόθων. Νομίζουμε, ότι συνυπάρχουμε εταιρικῷ δικαίῳ στο club των εξόχων, ψευδαισθανόμενοι και αποδεχόμενοι τις παραδοξότητες σαν φυσικότητες.

Έχουμε φθάσει στο σημείο να ψηφίζουμε, με προνοούσα πολιτική ορθότητα, ένεκα ενός αρνητικού για μας ενδεχομένου, μήπως χαρακτηρισθούμε φασίστες ἤ ρατσιστές και ένεκα υπεισαγομένης υποψίας μήπως πάει χαμένη η ψήφος μας. Έτσι καταλήγει η ψήφος μας σε όλους εκείνους, οι οποίοι ορκίζονται, ότι θα μας εκπροσωπούν και οι οποίοι -παρά τις δικές μας συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές θέσεις και τοποθετήσεις- δηλώνουν ευτυχείς, ότι επί παραδείγματι, οι λαθρομετανάστες μουσουλμάνοι θα λύσουν το δημογραφικό της χώρας. Οποία παραδοξότης!

Και μια και αναφερόμεθα σε λαθρομετανάστες ας αποσαφηνίσουμε και την ακολουθούσα πτυχή. Η οικονομική υποστήριξη αυτών των -κατά κανόνα αγνωμόνων- αλλοεθνών και αλλοδόξων, εάν άλλαζε κατεύθυνση και όδευε προς υποστήριξιν Ελληνικών οικογενειών, θα αποτελούσε ένα θεάρεστο πρώτο βήμα για την ενδυνάμωση των μεγεθών και μιας βελτιωμένης συνθέσεως της Ελληνικής φυλής. Και γιατί άραγε μας διαφεύγει, ότι το δημογραφικό είναι ένας από τους ουσιαστικοτέρους παράγοντες εθνικής ισχύος; Απλούστατα… διότι ουδείς «επίσημος» φορέας μας το διαδηλώνει. Αυτός ο «φορέας», ως εκ της στάσεώς του συνεπάγεται, ουδόλως ενδιαφέρεται για ένα κράτος/έθνος. Καιροσκοπεί με ψηφοθηρικές εκτιμήσεις για ένα δημογραφικό μετασχηματισμό, ο οποίος απορρέει ένεκα της εισαγομένης υπεργεννητικότητας και η οποία κυριολεκτικά εγγυάται προεξόφλησιν ενός κράτους με υπερχειλίζοντα πολυεθνικόν πληθυσμόν. Αλλά αυτός ο «πληθυσμός» -καθ’ οιανδήποτε προσέγγισιν- δεν είναι παράγων εθνικής ισχύος. Είναι ένας αδιαμφισβήτητος παράγων υποστηρίξεως αντιπάλων ενεργούντων στα πλαίσια υβριδικού πολέμου.

Ίσως η πολυσυζητουμένη τελευταίως «νέα τάξη πραγμάτων» σχεδιάζει να μας εισαγάγει σε ένα «βελτίονα» εξ όλων των πιθανών κόσμων! Ένα κόσμον επεξηγούντα τις τροπικές έννοιες «αναγκαιότητα» και «ενδεχομενικότητα». Ως εκ τούτου, η αναγκαία αλήθεια περιγράφεται, ως αλήθεια σε κάθε πιθανόν κόσμον και η ενδεχομένη αλήθεια ως αλήθεια σε ένα τουλάχιστον πιθανόν κόσμον. Και εδώ, οι όσοι των Ελλήνων ανησυχούν, ίσως πρέπει να σκεφθούν με ποίον τρόπον θα πρέπει να επιβιώσουν όλων αυτών των «αναγκαίων» και «ενδεχομένων» παραδοξοτήτων.

Μία βασική και αποτελεσματική συνταγή επιβιώσεως είναι η απόκτησις γνώσεων. Και σαν μία προϋπόθεσις της προικοδοτήσεώς μας με γνώσιν είναι η αποφυγή παρακολουθήσεως και εγκολπώσεως πολιτικών θέσεων διαγγελλομένων και διασκεδαζομένων δια των media. Πρέπει να αντιλαμβανόμεθα, ότι δύσκολα εντοπίζεται επιπολάζουσα κάποια χρηστοήθης θέσις εντός ενός συνόλου παραδοξοτήτων και ανάμεσα στις πλημμυρίδες των τοξικών διακηρύξεων των πολιτικών ακατανοήτων «νοουμένων».

Η γνώσις αποκτάται με ασκήσεις του εγκεφάλου μας, με ψυχική διάθεση, με μελέτη. Η διάνοια εκπαιδεύεται με επεξεργασία των περιαγομένων στην νοόσφαιρα εννοιών. Έχουμε χρείαν διαυγούς αντιλήψεως των συμβαινόντων στο άμεσο και στο ευρύτερο ελληνικό πολιτικό, κοινωνικό και το «φαινομενικό» περιβάλλον. Να είμαστε σε θέσιν να ανακαλύπτουμε την υπερέχουσα αντικειμενικότητα, τον ορθολογισμόν. Συναρμολογώντας τα συστατικά της σκέψεως να βρίσκουμε τις αντινομίες και την διαιτητεύουσα ανθρωποσοφία.  Δεν χρειάζεται καταληπτική φαντασία για να αισθανθούμε την ειδητική αναγωγή, την υποβοηθούσα στην πρόσληψη διανοητικών φαινομένων. Η ανάγνωσις των εκλαϊκευμένων φουτουριστικών έργων των Aldus Huxley και George Orwell μας διευκολύνει στο να προσαρμόσουμε τις μεθόδους σκέψεως, ως και των διερωτήσεών μας στα πλαίσια αναφοράς ενός brave new world.  Έχοντας την μέθοδο αναγνωρίσεως του κόσμου κατανοούμε με κάθε ευκολία την λειτουργία της δικής μας λογικής, τις βασικές αρχές του «είναι» (οντολογία), τις παραδοσιακές αξίες, την πολιτική ανθρωπολογία, τον στανικό μεταμοντερνισμό την απαξίωση της ανάγκης του ανθρώπου στο να υπάγεται σε μία πίστη (θρησκευτική/φυλετική συγκατάταξη) και το shock της διαρκούς αλλαγής. Με την γνώση είμαστε σε θέση να υπολογίσουμε το εάν η οικονομία της χώρας διαθέτει τα assets (περιουσιακά στοιχεία και ενεργητικά επιχειρήματα), ώστε να κατέχει δικαιολογημένα την θέση του πρωτεύοντος παράγοντος στην σκληρά εθνική ισχύ. Και εάν όχι, ποίον είναι το αίτιον, της ανατροπής των παραγωγικών συντελεστών και των σχεδιασμών επί της οικονομικής στρατηγικής.

Ιδού ένα παράδειγμα εξαγωγής συμπερασμάτων ένεκα εξησκημένων εσωτερικών μονολόγων. Μας τονίζουν, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η ορθή οδός, είναι η λύση των προβλημάτων μας. Όμως η πολυεπαινουμένη ΕΕ δεν είναι η ανωτέρα οντότητα, της οποίας η βασική μέριμνα είναι η συντήρηση του Δυτικού Πολιτισμού σε ένα επίπεδο, στο ύψος του οποίου αρχικώς έχει αναγνωρισθεί, ως ο κόσμος ο παρακαταθέτων αξίες ελευθερίας και δημοκρατίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει το ίδιο πρόβλημα με όλους τους πρότερον ανεγνωρισμένους, ως σκαπανείς του πολιτισμού και συντάκτες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Τέλος οι διανοητικές, οι ιδεολογικές και λοιπές ανησυχίες των νέων -καλόν μάλλον θα ήταν- να εστιάζονται σε ορθολογισμένες προσδοκίες και επιλογές∙ όλες αυτές οι επιλογές οριοθετημένες και μακράν επιρροών δηλητηριωδών ιδεοληψιών. Χρήσιμον επίσης είναι να αναγνωρίζονται οι απολήξεις του κοινωνικού συντελεστού, ο οποίος αναφέρεται στην οικονομική ψυχολογία. Να προσμετρούν τις επιδιώξεις τους μέσω ενός λογικού θετικισμού. Να προβλέπουν τα επερχόμενα, ώστε να μην αιφνιδιάζονται από τα διαφαινόμενα ἤ και άλλα ανακύπτοντα πρωτότυπα ἤ τεχνητώς διοχετεύσιμα μετασυστήματα. Να έχουν δηλαδή σε διαρκή ετοιμότητα το ατομικό τους σχέδιον πανοπτικής προσηλώσεως στα υπό μελέτην ἤ σαφήνισιν ζητήματα. Να καταστούν -όσο το επιτρέπουν οι ικανότητές τους- κριτικά σκεπτόμενες προσωπικότητες και όχι εξαρτώμενες μονάδες από πολιτικές τοξίνες ή ακόμη υποκείμενα εν απογοητεύσει και εν απογνώσει, όπου η σκυτάλη  αναλαμβάνεται από παραισθησιογόνες συνταγές. Διότι έτσι κυοφορούνται ενδεχόμενες απονενοημένες ἤ και ακραίες πράξεις. Όλα τούτα είναι θλιπτικά φαινόμενα της εποχής, εκτός κανόνων (παραδοξότητες), πλην δεκτά ως επικρατούσα αλήθεια.

Επιλογικά ο κάθε ένας Έλλην πολίτης έχει να σκεφθεί, ότι είναι μία μοναδικότητα ανάμεσα σε ένα πλήθος επιλογών, πίστεων, πεποιθήσεων και ενδιαφερόντων. Η νομοτέλεια της ανάγκης διανέμει ρόλους για τον κάθε ένα, ο οποίος κάθε ένας οφείλει να υπολογίζει και να το πιστεύσει,  ότι μπορεί και μόνος του σε ένα πλαίσιο δράσεων να συνεισφέρει σαν καρποφόρος συντελεστής της εθνικής μας επιβιώσεως. Και όχι μόνον, αλλά με την ελληνική του συνείδηση και την απόκτηση μιας αναλόγου μορφωτικής επαρκείας να προσφέρει στην Ελλάδα την επικουρική του σύναρση για μία εθνική προέλαση της οποίας τελικός σκοπός είναι η διεθνής αναγνώριση. Είναι η παραδοχή εκ μέρους των ξένων, ότι η Ελλάς είναι ένα στιβαρό και ακμάζον έθνος. Ένα έθνος, που επιβάλλει το δίκαιον απέναντι σε άλλες διεθνείς οντότητες, εν δυνάμει φιλόδοξες και ονειρόπληκτες.

Το να επιβιώσουμε των κατακαλυπτικών παραδοξοτήτων είναι στο δικό μας χέρι.

*Ο Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος είναι Υποστράτηγος ε.α., συγγραφέας και μέλος του ΔΣ του ΕΛΙΣΜΕ

Αφήστε μια απάντηση