Blog

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΤΑΞΙΑΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Υπό Αντιστρατήγου ε.α. Χ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΤΑΞΙΑΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

 

Υπό Αντιστρατήγου ε.α. Χ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

 

 

Πως η ένταξη σε μία Οικονομική Ένωση παράγει πολιτικές σε θέματα Εθνικής Ασφαλείας

 

Ιστορική στιγμή αναμφισβήτητα για την Ευρώπη όταν το 1957 ιδρύεται   με την Συνθήκη της Ρώμης η   Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) .        

Σαν κύριος σκοπός της Κοινότητας φαίνεται ότι είναι βασικά η οικονομική συνεργασία αλλά μέσα στο γενικότερο πνεύμα της Συνθήκης. σαφώς εκφράζεται η πολιτική βούληση της προώθηση της “ευρωπαϊκής ιδέας” των ευρω-οραματιστών (R. Schuman, Jean Monnet, P.H. Spaak κλπ.) για    μια πολιτικά   ενωμένη Ευρώπη.

Το 1959 η Ελλάς σε μία  καθοριστική ίσως για το μέλλον της στιγμή  αποφασίζει αρκετά έγκαιρα και υποβάλλει αίτηση για την Σύνδεση της  με την ΕΟΚ με απώτερο στόχο την μελλοντική πλήρη ένταξή της ,απόφαση που πέραν από κάθε οικονομική σκοπιμότητα υπήρξε αναμφισβήτητα μια πολιτική απόφαση που υπαγορεύθηκε από την διάχυτη τότε αντίληψη του ότι “…..η οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης θα οδηγήσει εις την Ευρωπαϊκή Ενότητα” (Δηλώσεις Κ. Καραμανλή κατά την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης) που αυτονόητα δημιουργεί και την προσδοκία  μιας   συλλογικής ασφαλείας σε ευρωπαϊκό πλαίσιο , αλληλοϋποστήριξης και αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών .

Τον Ιούλιο του 1961 υπογράφεται η Συμφωνία Σύνδεσης Ελλάδος – ΕΟΚ, η πρώτη συμφωνία της Κοινότητος των έξη με άλλη χώρα.

Παράλληλα εμφανίζεται στο Ευρωπαϊκό προσκήνιο και η Τουρκία η οποία υποβάλλει αίτηση σύνδεσης με την ΕΟΚ μόλις τέσσερις εβδομάδες μετά την αντίστοιχη ελληνική το 1959 ώστε να εξισορροπήσει την ελληνική επιρροή στο χώρο της Κοινότητας Το 1963 και μετά το πάγωμα εκ μέρους της κοινότητας των διαδικασιών λόγω του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1960 υπογράφεται  τελικά η Συμφωνία Σύνδεσης Τουρκίας – ΕΟΚ  γνωστή ως Συμφωνία της Άγκυρας .

Το 1972, με την υπογραφή της Σύνδεσης ΕΟΚ – Κύπρου, όλοι οι πρωταγωνιστές βρίσκονται πλέον επί της ευρω-κοινοτικής σκηνής. .

Αρχικά, κατά τα πρώτα χρόνια υλοποίησης των Συμφωνιών Σύνδεσης των Αθηνών (1961) και της Άγκυρας (1963), το πάγωμα των σχέσεων ΕΟΚ – Ελλάδος κατά την διάρκεια της επταετίας και η απορρόφηση της Τουρκίας στα μεγάλα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα περιόρισαν στο ελάχιστο τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό στο πλαίσιο της Κοινότητας παρά το ότι η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ Αθηνών – Αγκύρας είχε ήδη οξυνθεί με τις Κυπριακές κρίσεις (1964, 1971) ενώ τα πρώτα σύννεφα είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στο Αιγαίο (δημοσίευση νόμου περί παραχώρησης στην Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίου δικαίωμα ερευνητικών εργασιών στο Αιγαίο, Νοέμ. 73).

Το 1974 η εισβολή και κατοχή από την Τουρκία του 33% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και η παράλληλη έναρξη προβολής διεκδικήσεων στο Αιγαίο (υφαλοκρηπίδα, εναέριος χώρος κ.λ.π), σε βάρος της Ελλάδος δημιουργούν ένα έντονο κλίμα αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο χωρών.

Το 1975 η Ελλάς υποβάλλει αίτηση ένταξής της στην Κοινότητα. Είναι φανερό ότι η απόφαση για υποβολή αίτησης πολύ ενωρίτερα μάλιστα από τις προβλέψεις της Συμφωνίας Σύνδεσης, υπήρξε  κυρίως μία πολιτική κίνηση που στόχο είχε την ισχυροποίηση της αποτροπής έναντι της τουρκικής απειλής και  παράλληλα την υποβοήθηση προς την κατεύθυνση  επίλυσης του Κυπριακού.

Στην φάση αυτή η Ελλάς φαίνεται ότι δεν επιθυμεί να μεταφέρει  τις ελληνοτουρκικές διαφορές στους κόλπους της Κοινότητος.      Αιτία, η ανάγκη να αντιμετωπίσει τον σκεπτικισμό των εταίρων στο ενδεχόμενο να κάνουν συνεταίρο μια χώρα που θα μπορούσε να εμπλακεί ανά πάσα στιγμή σε πόλεμο με την Τουρκία ..

            Το 1981 η Συμφωνία Ένταξης Ελλάδος – ΕΟΚ (1979) τίθεται επίσημα σε ισχύ και η χώρα μας γίνεται το δέκατο μέλος της Κοινότητος.

Η Ελλάς, ως ισότιμο πλέον μέλος, εμπλέκει βαθμιαία  στα πλαίσια της Κοινότητας θέματα των ελληνοτουρκικών διαφορών τις οποίες επιδιώκει να καταστήσει κοινοτικό πρόβλημα.

Η ελληνική πολιτική που διαμορφώθηκε την περίοδο αυτή στηρίζεται βασικά στην παραδοχή ότι η Ελλάς σαν πλήρες και ισότιμο μέλος θα είχε δεδομένη την υποστήριξη και αλληλεγγύη των εταίρων και κατά συνέπεια θα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι της απλά συνδεδεμένης Τουρκίας στην οποία η Κοινότητα θα ασκούσε ανάλογη πίεση για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών ώστε να εξυπηρετούνται τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.

Έτσι σ’ αυτή τη φάση και   σ΄ ότι αφορά τις ελληνοτουρκικές διαφορές  η Ελλάς διαμόρφωσε “πολιτικές” που γενικά απέβλεπαν στην ενίσχυση της εθνικής της ασφαλείας υπό την γενική έννοια του όρου και με τις οποίες επιδιώχθηκε κατά καιρούς η υλοποίηση των παρακάτω στόχων :

Την ενίσχυση της γεωπολιτικής της ισχύος (οικονομία, άμυνα, πολιτική) ως ισότιμο μέλος της Κοινότητος τόσο στο ευρύτερο πλαίσιο του Διεθνούς Συστήματος όσο και στο εγγύς στρατηγικό περιβάλλον της και κυρίως έναντι της Τουρκίας.

Την  εξασφάλιση εγγυήσεων εκ μέρους της Κοινότητος έναντι της τουρκικής επιθετικής πολιτικής των συνεχώς πολλαπλασιαζόμενων διεκδικήσεων   όπως την αναγνώριση την  των ελληνικών συνόρων ως εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).

Την άσκηση πιέσεων μέσω των εταίρων έναντι της Τουρκίας προς επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών συμπεριλαμβανομένου και του Κυπριακού με κύριο μοχλό πίεσης την εκάστοτε ανάγκη συναίνεσης της ελληνικής πλευράς στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας.

 

Η Ευρωπαϊκή Πορεία της Τουρκία και οι Ελληνοτουρκικές Διαφορές.

 

Σε γενικές γραμμές η Ελλάς επιχείρησε αρχικά να εμπλέξει τις ελληνοτουρκικές διαφορές σχεδόν σε όλες τις κοινοτικές διαδικασίες που είχαν σχέση με την Τουρκία με κύριο όπλο πίεσης το δικαίωμα άσκησης του δικαιώματος αρνησικυρίας (veto) το οποίο όμως στην πράξη σε ελάχιστες περιπτώσεις πραγματοποίησε για να βρεθεί  αργότερα  αναγκασμένη να συμβιβασθεί (αποδοχή Συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης της Τουρκίας έναντι της έναρξης συνομιλιών εντάξεως της Κύπρου το 1995) ή να υπαναχωρήσει (Βέτο για την Οικονομική Βοήθεια προς την Τουρκία μετά την κρίση στα Ίμια και άρση το  1999 )

            Η λεπτομερής αναφορά σ΄ όλες τις πτυχές της μακράς αυτής ελληνικής προσπάθεια δεν είναι δυνατή. Μια  συνοπτική όμως αναφορά στις πλέον καθοριστικές φάσεις μέχρι σήμερα , μέσα  από το τετραεδρικό πρίσμα Ελλάς -Κύπρος – Τουρκία – Ευρωπαϊκή Ένωση, δίνει μια ιδιαίτερα αντιπροσωπευτική εικόνα του τρόπου που παίζεται το “παιχνίδι” στα πλαίσια της ΕΕ και ιδιαίτερα πως η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας επηρεάζει τις Ε/Τ σχέσεις.

 

Από το  Άμστερνταμ μέχρι το Ελσίνκι

Η Διακυβερνητική Διάσκεψη του Άμστερνταμ (1997)

 

Η πρώτη  σημαντική προσπάθεια στα πλαίσια της ΕΕ για την αντιμετώπιση των Τουρκικών διεκδικήσεων με κύριο στόχο την εξασφάλιση των ελληνικών συνόρων έγινε κατά την διάρκεια της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του Άμστερνταμ.

            Η Ελλάδα προσπάθησε να περάσει την κατοχύρωση των ελληνικών συνόρων ταυτίζοντάς τη με τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ σε συνδυασμό με την καθιέρωση μίας ρήτρας  “αμοιβαίας συνδρομής” για την περίπτωση που τα σύνορα αυτά απειλούνται. Η προσπάθεια της Ελλάδος απέβλεπε προφανώς  στο πολιτικό βάρος μιας τέτοιας δήλωσης παρά στην προοπτική μιας οποιασδήποτε στρατιωτικής εμπλοκής των εταίρων με την Τουρκία προς χάριν της χώρας μας.

Παρά την επίμονη όμως προσπάθεια της ελληνικής πλευράς η οποία έμεινε  μόνη στην υποστήριξη των θέσεών της, οι τότε 14 εταίροι δεν φάνηκαν πρόθυμοι να αποδεχθούν οποιαδήποτε ουσιαστική πολιτική δέσμευση. Από την άλλη πλευρά η Τουρκία παρεμβαίνει στην όλη διαδικασία της Διακυβερνητικής Διάσκεψης και αποστέλλει “μνημόνιο” με το οποίο “προειδοποιεί την ΕΕ ότι στην περίπτωση που θα συνομολογηθεί “ρήτρα αλληλεγγύης” για εγγύηση των εξωτερικών ελληνικών συνόρων, τούτο θα είχε αρνητικές επιπτώσεις της σχέσεως της ΕΕ και της Τουρκίας.

Τελικά εκείνο το οποίο έγινε αποδεκτό στην Συνθήκη του Άμστερνταμ, ήταν το να περιληφθούν, στο κεφάλαιο περί ΚΕΠΠΑ, ορισμένες γενικές έννοιες που έστω και “εν  σπέρματι” αντανακλούν τις ελληνικές επιδιώξεις όπως “Η διατήρηση της ειρήνης……σύμφωνα με τις αρχές των Ην. Εθνών…..συμπεριλαμβανομένων και των σχετικών για τα εξωτερικά σύνορα……..” ώστε δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διακρίνει ένα ουσιαστικό όφελος στις παραπάνω αναφορές αφού αποτελούν απλή επανάληψη γνωστών γενικών αρχών που ισχύουν στους άλλους διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ, ΟΑΣΕ κ.λ.π).

Γενικά η απροθυμία των μελών της ΕΕ να έρθουν σε ανοικτή σύγκρουση με την  Τουρκία υπέρ ενός κράτους μέλους  αποδεικνύει ότι η Ελλάς πολύ ελάχιστα έχει να αναμένει προς την κατεύθυνση αυτή

Η Σύνοδος Κορυφής του Λουξεμβούργου επιτυχία για την ελληνική πολιτική, αλλά…….

Τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής του Λουξεμβούργου(Δεκ1997) υπήρξαν ιδιαίτερα ικανοποιητικά για την ελληνική πλευρά. Ενώ οι 15 εταίροι απεφάσισαν την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων για έξη χώρες συμπεριλαμβανομένης και της  Κύπρου  αρνήθηκαν βασικά να αναγνωρίσουν την Τουρκία ως υποψήφια υπό ένταξη χώρα . Της αναγνώρισαν όμως την “επιλεξιμότητα” για ένταξη και σκοπιμότητα  συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Διάσκεψη  που στην πράξη σήμαινε υπόσχεση για μελλοντική ένταξη.

Συνάρτησαν όμως την συμμετοχή αυτή με ορισμένες δεσμευτικές για την Τουρκία προϋποθέσεις όπως σχέσεις καλής γειτονίας , επίλυση διαφορών με ειρηνικά μέσα μέσω του ΔΔΧ και γενικά τον σεβασμό κυριαρχίας και απαραβίαστου των συνόρων  Επί πλέον υπενθύμισαν την ανάγκη αποκατάστασης καλών σχέσεων με την Ελλάδα ,την ειρηνική επίλυση των  μεταξύ τους διαφορών και την υποστήριξη των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και με βάση τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Η Τουρκία αντέδρασε άμεσα ,χαρακτήρισε την απόφαση λανθασμένη αρνήθηκε  συμμετοχή στην Ευρωπαϊκοί Διάσκεψη και διέκοψε κάθε πολιτικό διάλογο με την ΕΕ.

Η Ουάσιγκτον  παρεμβαίνει ανοικτά υπέρ της  Τουρκίας και πριν τα μελάνι της απόφασης στεγνώσει ορισμένοι  εταίροι αρχίζουν να αναδιπλώνονται εκφράζοντας την άποψη ότι δεν ετέθη κανένας όρος στην Τουρκία για την συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Διάσκεψη.   

 

Η Σύνοδος Κορυφής του Κάρντιφ , συμβιβασμοί και αντιφάσεις….

 

Η πραγματική διάσταση των αποφάσεων του Λουξεμβούργου άρχισε να διαφαίνεται από τα αποτελέσματα της επομένης Συνόδου Κορυφής του Κάρντιφ ( Ιουν. 98).

            Η κατά τα άλλα “άχρωμη” Σύνοδος Κορυφής του Κάρντιφ θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί από την πλευρά των ελληνοτουρκικών ως η Σύνοδος των συμβιβασμών και αντιφάσεων

Πιο συγκεκριμένα με την απόφαση του Κάρντιφ η Τουρκία οπωσδήποτε δεν χαρακτηρίζεται ακόμη  ως  υπό ένταξη χώρα. Ως υποψήφιες χώρες παραμένουν εκείνες που αναφέρονται στις αποφάσεις του Λουξεμβούργου ενώ οι ισχύουσες προϋποθέσεις για την ένταξή τους δεν φαίνεται ότι μεταβάλλονται (παρ. 63).

            Παρ΄ όλα αυτά γίνεται πλέον σαφές ότι η Τουρκία ουσιαστικά θεωρείται υπό ένταξη χώρα αφού προβλέπεται (παρ. 64) ότι θα ακολουθήσει πρακτικά τις ίδιες διαδικασίες (υποβολή εκθέσεων προόδου κ.λ.π) με τις  υπό ένταξη χώρες σε κάποια ίσως διαφορετική βάση (Σύμφωνα με το άρ. 28 της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΟΚ – Τουρκίας).

            Μέσα από αυτήν την αντιφατική θέση είναι φανερό ότι επιχειρήθηκε μία υπέρ της Τουρκίας ανασκευή των αποφάσεων του Λουξεμβούργου ώστε και η Ελλάς να μην φαίνεται ότι υπεχώρησε και η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας να προχωρεί ουσιαστικά προς την κατεύθυνση της πλήρους εντάξεώς της.

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί η παρέμβαση του Προέδρου Κλίντον ο οποίος τηλεφώνησε στον έλληνα πρωθυπουργό κατά  την διάρκεια της Συνόδου του Κάρντιφ  μετά από παράκληση του Βρετανού πρωθυπουργού κ.Μπλέρ και ζήτησε την αποδοχή των ευνοϊκών για την Τουρκία προτάσεων της τότε Βρετανικής Προεδρίας   προς χάριν της ελληνο-τουρκικής συνεργασίας, εκδηλώνοντας έτσι την συμπαράσταση των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας  ενώ ταυτόχρονα  την ίδια περίοδο τάχτηκε υπέρ των τουρκικών θέσεων για το θέμα της εγκατάστασης των S-300.

 

Υπό Ένταξη” χώρα η Τουρκία στο Ελσίνκι

 

Η Σύνοδος Κορυφής του Ελσίνκι (10-11 Δεκ 99) θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σ΄ότι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ως το “χρονικό ενός… προαναγγελθέντος αποτελέσματος”. Μήνες πριν, το ερώτημα που πρόβαλαν όλα τα ελληνικά ΜΜΕ δεν ήταν το αν στο Ελσίνκι η Τουρκία θα αναγνωριζόταν ως υπό ένταξη χώρα αλλά θεωρώντας ως δεδομένο ένα τέτοιο αποτέλεσμα, το ποια μπορεί να ήταν τα ανταλλάγματα.

            Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ αλλάζουν λίγους μήνες πριν την Σύνοδο του Ελσίνκι τις θέσεις τους έναντι της Τουρκίας.

Τόσο το σχετικό ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου όσο και η Έκθεση Προόδου της Επιτροπής για το 1999 (Οκτ. 99) αναγνωρίζουν την ουσιαστική πρόοδο που έχει πραγματοποιήσει η Τουρκία στον πολιτικό και οικονομικό τομέα ώστε να προδιαγράφεται η αναγνώρισή της, σε πρώτη φάση, ως υπό ένταξη χώρας .

 

Με αυτά τα δεδομένα  οι 15 αρχηγοί κρατών συμφωνούν και αποφασίζουν στο Ελσίνκι :

  • . Η Τουρκία αναγνωρίζεται ως “υπό ένταξη χώρα” οι διαπραγματεύσεις όμως θα αρχίσουν μόλις θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις της ΕΕ.
  • Τονίζεται για τα υποψήφια κράτη η αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών και η επίλυση κάθε εκκρεμούς “συνοριακής διαφοράς” ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος το αργότερο μέχρι τα τέλη του 2004.
  • Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει τότε την κατάσταση ιδίως όταν αφορά τις επιπτώσεις των ενταξιακών διαδικασιών.
  • Τονίζει ότι η πολιτική επίλυση του Κυπριακού προβλήματος θα διευκόλυνε την προσχώρηση της Κύπρου στην ΕΕ αν δεν, μέχρι της ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων, θα ληφθεί η απόφαση χωρίς το ανωτέρω να αποτελεί προϋπόθεση. Εν προκειμένω το Συμβούλιο θα λάβει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία.
  •  

Είναι φανερό ότι η ελληνική πλευρά έκρινε στο Ελσίνκι ότι δεν είχε πολιτικά περιθώρια για την άσκηση veto την στιγμή μάλιστα που ο κύριος στόχος της ήταν η είσοδος της χώρας στην ΟΝΕ και περιορίσθηκε στο πως να μεγιστοποιήσει τα όποια δυνατά ανταλλάγματα .

Μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα υπέρ της Τουρκίας και πιεζόμενη εμμέσως πλην σαφώς από ορισμένους εταίρους για πιθανό ναυάγιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Κύπρου  και σύνδεσης της ένταξης με την επίλυση του Κυπριακού, αποδέχεται την αναγνώριση της Τουρκίας ως «υπό ένταξη χώρα» με ανταλλάγματα την κατά ένα τρόπο δέσμευση της Τουρκίας για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης μέχρι το 2004 για επίλυση των «συνοριακών» όπως χαρακτηρίζονται διαφορών και την απεμπλοκή των πολιτικών εξελίξεων του Κυπριακού από την ενταξιακή πορεία της Κύπρου.

            Η απόφαση του Ελσίνκι, παρά το ότι με σαφήνεια θέτει χρονικό όριο επιλύσεως των συνοριακών διαφορών το 2004 εν τούτοις η πρόβλεψη ότι “το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει την κατάσταση σ’ ότι αφορά την ενταξιακή διαδικασία για τα θέματα Δικαστηρίου της Χάγης” και η εκφραζόμενη συναφώς θέση ότι “το Συμβούλιο θα αποφασίσει σε κάθε περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη όλα τα «σχετικά στοιχεία» χωρίς να προνοεί κάποιες συγκεκριμένες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της Τουρκίας, άφηνε πολλά περιθώρια ερμηνείας. Ήταν μάλλον φανερή η πρόθεση των εταίρων να έχουν κάποια “διέξοδο” ώστε να μην διακοπεί η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας αν μέχρι το 2004 δεν έχει εκπληρώσει αυτόν τον όρο.

            Τέλος, στο σημείο αυτό  που οι μονομερείς διεκδικήσεις  της Τουρκίας στο Αιγαίο μπορεί να ερμηνευθούν ως υπαρκτή “συνοριακή διαφορά”  δημιουργείται τουλάχιστον στα πλαίσια της ΕΕ μια νέα αντίληψη περί αμοιβαίων συμφερόντων και δικαιωμάτων Ελλάδος και Τουρκίας σ’ αυτήν την περιοχή. .

            Η Τουρκία, κατά την προσφιλή της τακτική, ερμηνεύει και πάλι αυθαίρετα(Δηλώσεις ΥΠΕΞ κ. Τζεμ) , ότι η αναγνώρισή της ως υπό ένταξη χώρα έγινε χωρίς καμιά προϋπόθεση που δεσμεύει την Τουρκία και προϊδεάζει κάθε ενδιαφερόμενο για ενδεχόμενες επιπτώσεις στις ενταξιακές διαδικασίες αν η Τουρκία δεχθεί πιέσεις από την ΕΕ.

 

Μετά το Ελσίνκι

 

Η Ελλάς εφαρμόζοντας στην συνέχεια μια πολιτική χαμηλών τόνων  εμφανίζεται, τουλάχιστον επίσημα ,να υποστηρίζει την «Τουρκική ένταξη» στην ΕΕ και σε εφαρμογή των αποφάσεων του Ελσίνκι άρχισε να «συζητά» ανεπίσημα σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών (κ.κ. Παπανδρέου-Τζεμ) κάποια σημεία επαφής με την Τουρκία αρχίζοντας από τα λεγόμενα θέματα «χαμηλής πολιτικής».

            Μόλις τον Φεβρουάριο 2002 (συνάντηση Παπανδρέου-Τζεμ στη Νέα Υόρκη) ανακοινώθηκε επίσημα η έναρξη «διερευνητικών επαφών» μεταξύ των Υπουργών των δύο χωρών για να βρεθούν τα «σημεία σύγκλισης» προκειμένου να προχωρήσει ο διάλογος με έναρξη τον Μάρτιο 2002.

Είναι προφανές ότι ο εναπομένων χρόνος μέχρι το τέλος του 2004 ήταν τελείως ανεπαρκής για να υποθέσει κανείς ότι οι δύο χώρες θα μπορούσαν να καταλήξουν σε κάποια ουσιαστική συμφωνία για προσφυγή στο ΔΔΧ.

            Έτσι ο διάλογος ο διάλογος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας συνεχίζεται  χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα μέχρι το τέλος του 2004.

Στο διάστημα αυτό η Τουρκία κατά την πάγια τακτική της εμφανίζεται πάντα έναντι της Διεθνούς Κοινότητος να αποδέχεται τον σεβασμό του απαραβίαστου των συνόρων και της κυριαρχίας κάθε χώρας, το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες και να «τείνει πάντα χείρα συνεργασίας» με την Ελλάδα αποδεχομένη φαινομενικά τον  διάλογο. Παράλληλα όμως δεν χάνει ευκαιρία να εφαρμόζει την προσφιλή της πολιτική της «εμπράκτου» υποστηρίξεως των διεκδικήσεών της με ομαδικές παραβιάσεις στο Αιγαίο και καταγγελίες για παραβιάσεις του εναερίου χώρου της από μαχητικά αεροσκάφη της χώρας μας (ΝΟΤΑΜ για αεροδιάδρομους G-18 και R-19) κ.λ.π.)

            Η Ε.Ε. έχοντας ήδη μεταφέρει με την απόφαση του Ελσίνκι το πρόβλημα των ελληνοτουρκικών διαφορών στους δύο ενδιαφερόμενους δεν φαίνεται να επιθυμεί την άμεση εμπλοκή της στις εξελίξεις ούτε δείχνει να επείγεται για την επίλυσή του. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι η όλη στάση της για μια ακόμη φορά λειτουργεί μάλλον υπέρ της Τουρκίας .

 

Η Έναρξη των Τουρκικών διαπραγματεύσεων Ένταξης

 

            Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών τον Δεκέμβριο του 2004 αποδυναμώνει την απόφαση του Ελσίνκι. Η Τουρκία συνεχίζει την ενταξιακή της πορεία χωρίς  να ληφθεί κανένα μέτρο για την μη παραπομπή των λεγομένων συνοριακών διαφορών στο ΔΔΧ όπως προέβλεπε η απόφαση του Ελσίνκι. Τυπικά το θέμα παραπομπής στο ΔΔΧ παραμένει πάντα  σε εξέλιξη αλλά ο διάλογος μεταξύ  των Γενικών Γραμματέων των ΥΠΕΞ των δύο χωρών έχει οδηγηθεί σε αποτελμάτωση χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Περαιτέρω το ίδιο Συμβούλιο αποδέχεται ότι η Τουρκία πληροί επαρκώς τα πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης του 1993 για έναρξη των διαπραγματεύσεων ένταξης.

Οι διαπραγματεύσεις αρχίζουν τον Οκτώβριο του 2005 με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το οποίο και υιοθετεί το «Πλαίσιο Διαπραγματεύσεων ΕΕ-Τουρκίας». Προσδιορίζονται 35 κεφάλαια διαπραγματεύσεων τα οποία αφορούν τους διαφόρους τομείς της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που η Τουρκία οφείλει να προσαρμόσει την δική της νομοθεσία αντίστοιχα.

Κάθε κεφάλαιο «ανοίγει» για διαπραγματεύσεις και κλείνει αντίστοιχα με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Μέχρι τον Ιούνιο του 2006 είχε ανοίξει και προσωρινά κλείσει μόνο ένα κεφάλαιο, εκείνο της «Επιστήμης και Έρευνας».

Ήδη όμως δημιουργούνται οι πρώτοι κραδασμοί της Τουρκικής ενταξιακής πορείας. Μετά την ευρεία διεύρυνση με 10 νέα μέλη τον Μάιο του 2004 και με δεδομένη την ένταξη της Βουλγαρίας και Ρουμανίας (Ιανουάριο  2007) εμφανίζονται οι πρώτοι ενδοιασμοί στην ΕΕ των 25+2 σ΄ότι αφορά την περαιτέρω διεύρυνση .

Έτσι στην νέα στρατηγική που υιοθετεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Νοέμβριο 2006 προστίθεται και η προϋπόθεση «δυνατότητος της ΕΕ να ενσωματώσει νέα μέλη» σ΄ότι αφορά μελλοντική διεύρυνση. Οι σχετικές εκτιμήσεις θα αφορούν την επίδραση κάθε νέας ένταξης κατά κύριο λόγο στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, τον ΠΥ και την πολιτική αλλά και την γεωργία και την λειτουργία της ΕΕ.

Η Τουρκία έχει ήδη παρουσιάσει τα πρώτα δείγματα σκληρής εθνικής πολιτικής στα πλαίσια των διαδικασιών ένταξης κυρίως σ΄ότι αφορά το Κυπριακό. Συγκεκριμένα:

  • Προφανώς προκειμένου να πετύχει την έναρξη των διαπραγματεύσεων υπογράφει τον Ιούλιο 2005 το Πρωτόκολλο της Συμφωνίας της Άγκυρας (Συμφωνία σύνδεσης της Τουρκίας με την ΕΟΚ, το 1963). σ΄ότι αφορά τα νέα μέλη δηλώνει όμως ότι τηρεί επιφύλαξη σ΄ότι αφορά την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η ΕΕ εκφράζει την λύπη της για την εκφρασθείσα επιφύλαξη της Τουρκίας και δηλώνει ότι θεωρεί  αυτή την δήλωση μονομερή και μη έχουσα νομικές συνέπειες σ’ ότι αφόρα τις εκ του πρωτοκόλλου υποχρεώσεις της αλλά πέραν τούτου ουδέν.

  • Σαν συνεπακόλουθο σ΄ότι αφορά την ελεύθερη διακίνηση αγαθών που προνοεί το παραπάνω πρωτόκολλο αρνείται την χρησιμοποίηση λιμένων και Α/Δ από τα Κυπριακά μέσα μεταφοράς.
  • Προβάλλει την ανάγκη άρσης της οικονομικής απομόνωσης, ως υποστηρίζει, της Β. Κύπρου και την εφαρμογή του Κανονισμού Ελευθέρου Εμπορίου για την διεξαγωγή απ’ ευθείας εμπορίου των Τ/Κ με την ΕΕ.
  • Συνεπικουρούμενη από διάφορα κράτη μέλη (Μεγ. Βρετανία Φιλανδία,) επιδιώκει την διασύνδεση της μελλοντικής ευρωπαϊκής  προοπτικής της Κύπρου με την επίλυση του Κυπριακού προφανώς στα πλαίσια του ΟΗΕ με βάση είτε ενός αναθεωρημένου σχεδίου Ανάν ή ενός παρομοίου.

 

Ήδη όμως ορισμένα εκ των κρατών μελών, όπως η Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, αντιμετωπίζουν με αυξανόμενο σκεπτικισμό την προοπτική της ένταξης  της Τουρκίας με τάσεις που κυμαίνονται από την άρνηση για πλήρη ένταξη (Γαλλία) μέχρι την αποδοχή μιας άλλης  «προνομιακής σχέσης» (Γερμανία, Ολλανδία, Γαλλία).

 

Κύριες Αιτίες:

 

  • Η εκτιμωμένη αρνητική θέση της Κοινής Γνώμης  όπου οι επιφυλάξεις για την Τουρκική  ένταξη κυμαίνονται από 70-80% (Γερμανία, Αυστρία) μέχρι 55% (Γαλλία).
  • Η εκτίμηση ότι η Τουρκία των 70 εκατ., με προοπτική μάλιστα το 2050 να υπερβαίνει το άθροισμα Γάλλων και Γερμανών μαζί, θα επηρεάσει τις οικονομικές πολιτικές και πολιτισμικές δομές της ΕΕ και θα δημιουργήσει παράλληλα θεσμικά και λειτουργικά προβλήματα ενώ ο μεγάλος μουσουλμανικός πληθυσμός θα αποτελεί μόνιμη πηγή εντάσεων για την Ευρώπη αφού μελέτες της ΕΕ έχουν καταλήξει  στο συμπέρασμα ότι με την Τουρκική ένταξη το μειονοτικό ρεύμα στην Ευρώπη θα φτάσει τα 4 εκατ. και η επίδραση μιας Τουρκικής μεταναστευτικής εισβολής και οι εξ αυτής αρνητικές επιδράσεις  θεωρούνται δεδομένες.
  • Η μετατόπιση εξ άλλου των συνόρων της ΕΕ προς την θερμή ζώνη Ιράν, Ιράκ, Συρίας με προπύργιο μάλιστα μια χώρα η οποία ήδη αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα στην περιοχή (Κουρδικό, διαχείριση υδάτων, κλπ ) αποτελούν βραδυφλεγείς βόμβες που δεν θα ήταν προς το συμφέρον της ΕΕ να εμπλακεί μελλοντικά.
  • Η οικονομική σημασία  της Τουρκίας κυρίως για Γερμανία και Γαλλία σ΄ότι αφορά κυρίως την ενέργεια (πετρέλαιο, αέριο) φαίνεται να μειώνεται μετά τα ανοίγματα των χωρών αυτών προς την Ρωσία.

 

Για πολλούς λοιπόν οι τελευταίες αποφάσεις των 25 (Σύνοδος Κορυφής Βρυξελών Δεκέμβριος 2006) για πάγωμα των 8 εκ των 35 κεφαλαίων διαπραγματεύσεων με την Τουρκία οφείλεται στους γενικότερους ενδοιασμούς  που έχουν δημιουργηθεί στους κόλπους της ΕΕ η δε άρνηση της Τουρκίας να ανοίξει λιμάνια και Α/Δ στα μεταφορικά μέσα της Κυπριακής Δημοκρατίας αναγνωρίζοντας έτσι έμμεσα την Κυπριακή Δημοκρατία, αποτελεί απλά την αφορμή.

Φαίνεται λοιπόν ότι μια επιβράδυνση  των ενταξιακών  διαδικασιών , αποτελεί έναν συμβιβασμό που εξυπηρετεί και την σε βάθος χρόνου εναρμόνιση των διαφόρων τάσεων στο εσωτερικό της ΕΕ μεταξύ των αντιτιθεμένων στην Τουρκική ένταξη και αυτών που την υποστηρίζουν των λεγομένων Ευρο-ατλαντιστων (Μεγ. Βρετανία, Φιλανδία, Πορτογαλία) που επηρεάζονται ιδιαίτερα από την πολιτική  των ΗΠΑ η οποία θέλει την Τουρκία μέλος της ΕΕ για τους δικούς της γαιοστρατηγικούς λόγους. Αλλά και η Τουρκία θα έχει περισσότερο χρόνο να ισχυροποιήσει τις διάφορες πολιτικές στο εσωτερικό της σε σχέση με την ενταξιακή της πορεία ιδιαίτερα δε μετά την πρόσφατη πολιτική νίκη του Ταγιπ Ερντογάν.

Σ΄ ότι αφορά την ουσία της παραπάνω απόφασης είναι φανερό ότι παρά την όποια επιβράδυνση οι διαπραγματεύσεις στην ουσία συνεχίζονται αφού:

Για τα υπόλοιπα 26 Κεφάλαια συνεχίζεται η διαδικασία αλλά δεν θα κλείνουν με το περάς της διαπραγμάτευσης.

Δεν προσδιορίζεται κανένα χρονικό όριο ή κάποιες συγκεκριμένες κυρώσεις για την Τουρκία σ’ ότι αφορά την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και το άνοιγμα των λιμένων και Α/Δ στα Κυπριακά προϊόντα .και μέσα μεταφοράς

Η Τουρκία παρά την πρωτοφανή στάση της να αμφισβητεί τα αυτονόητα δηλαδή να μην αναγνωρίζει ένα μέλος της ΕΕ απλά θα αξιολογείται κατά τα έτη 2007 μέχρι 2009 και εφ’ όσον διαπιστώνεται ότι η Τουρκία έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της θα ανοίγουν  νέα από τα  παγωμένα κεφάλαια και θα κλείνουν εκείνα των οποίων έχουν ήδη περατωθεί οι διαπραγματεύσεις.

Σ΄ότι αφορά καθαρά τις Ε/Τ σχέσεις σε όλες τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το 2005 και 2006 αλλά και στο υπογραφέν «Πλαίσιο Διαπραγματεύσεων» ΕΕ- Τουρκίας, επαναλαμβάνεται ότι η Τουρκία θα πρέπει να δεσμευθεί σ’ ότι αφορά τις σχέσεις  καλής γειτονίας και στην ειρηνική επίλυση των διαφορών όπως ορίζει ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών συμπεριλαμβανομένης, εάν χρειασθεί, και της προσφυγής στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.

Είναι φανερό ότι η ΕΕ εξακολουθεί τυπικά να υποστηρίζει τους όρους που τέθηκαν στο Ελσίνκι το 1999 σ΄ότι αφορά τις Ε/Τ σχέσεις πλην όμως πουθενά πλέον δεν τίθεται οποιοδήποτε χρονικό όριο που να αναφέρονται τυχόν κυρώσεις για την ουσιαστική υλοποίηση  των παραπάνω .Είναι κατά συνέπεια πλέον φανερό ότι η ΕΕ δεν προτίθεται να επιβάλει οποιαδήποτε ουσιαστική κύρωση στην Τουρκία η οποία από της πλευράς αυτής συνεχίζει ανεμπόδιστη την ενταξιακή της πορεία χωρίς μέχρι στιγμής οι σχετικές διαδικασίες με την Ελλάδα σε επίπεδο ΥΠΕΞ  μετά από 37 συναντήσεις να έχουν καταλήξει σε κάποιο έστω ενδεικτικό αποτέλεσμα.

 

Μερικά Συμπεράσματα

 

Μέχρι Τώρα

 

            Σ΄ αυτή την φάση κάποια συμπεράσματα θα ήταν χρήσιμα όχι για να γίνει ένας απολογισμός υπό την έννοια “κέρδη-ζημιές” αλλά κυρίως για να γίνουν κάποιες εκτιμήσεις για την μελλοντική ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και την επίδραση που μπορεί να έχει για την χώρα μας :

  • Η σημασία της πολιτικής διάστασης της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΕ οπωσδήποτε δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί ούτε μπορεί να θεωρηθεί σφάλμα η μεταφορά των ελληνοτουρκικών διαφορών στα πλαίσια των κοινοτικών διαδικασιών.
  • Φαίνεται όμως εκ των αποτελεσμάτων ότι η πολιτική που εφαρμόσθηκε στηρίχθηκε σε προσδοκίες και έθεσε στόχους που υπερεκτιμήθηκαν κυρίως διότι θεωρήθηκε ότι η εταιρική αλληλεγγύη θα λειτουργήσει υπέρ της Ελλάδος ενώ υποτιμήθηκε αντίστοιχα η σημασία της Τουρκίας για τους εταίρους.
  • Έτσι, η πολιτική της Ελλάδος που στηρίχθηκε στην προϋπόθεση της άσκησης πιέσεων προς την Τουρκία από τους ετέρους με δεδομένη την κοινοτική αλληλεγγύη ώστε να αντιμετωπισθούν τα θέματα των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν φαίνεται να απέδωσε, ιδιαίτερα όταν επιχειρήθηκε από την χώρα μας η χρησιμοποίηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας ως κυρίου μοχλού πίεσης.
  • Η ΕΕ αποτελεί ένα χώρα όπου εθνικά, πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα των εταίρων συγκρούονται ενώ παράλληλα κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος να τα θυσιάσει στο βωμό της επαγγελλόμενης Κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Άμυνας. Κατά συνέπεια η κοινοτική αλληλεγγύη έχει νόημα εκεί που μπορεί να υπάρχουν κοινά συμφέροντα και έτσι θα πρέπει να εκτιμάται.
  • Το πρόβλημα γίνεται περισσότερο σύνθετο για τις προοπτικές ευνοϊκής για την Ελλάδα αντιμετώπισης των ελληνοτουρκικών διαφορών αν ληφθεί υπόψη ο γενικότερος  ρυθμιστικός γεωπολιτικός ρόλος των ΗΠΑ στην περιοχή οι οποίες  συχνά παρεμβαίνουν στις κοινοτικές διαδικασίες και εν προκειμένω και στα θέματα ελληνοτουρκικών διαφορών τις περισσότερες φορές υπέρ της Τουρκίας.
  • Η χρησιμοποίηση ή η απειλή χρησιμοποίησης του δικαιώματος αρνησικυρίας (veto) από την χώρα μας πάνω στο οποίο βασίσθηκε η λογικής της “ισότιμης” σχέσης μας στην ΕΕ δεν φαίνεται να απέδωσε τα αναμενόμενα. Όσες φορές χρησιμοποιήθηκε ή υποχρεωθήκαμε σε υπαναχώρηση έναντι κάποιων ανταλλαγμάτων είτε παρακάμφθηκε διαδικαστικά από την ΕΕ (π.χ. χρηματοδότηση της Τουρκίας μέσω της Στρατηγικής για την Τουρκική Ένταξη).
  • Μέχρι σήμερα η Τουρκία, παρά τις όποιες πιέσεις που δέχθηκε, καμιά παραχώρηση δεν έκανε στο θέμα των ελληνοτουρκικών διαφορών.
  • Αντίθετα εφάρμοσε επιθετική πολιτική και τήρησε αδιάλλακτη στάση ακόμη και όταν δέχθηκε έντονες πιέσεις με αποτέλεσμα στην πράξη να υπαναχωρεί και να συμβιβάζεται η κοινότητα          
  • Η μέχρι τώρα «αναφορά» και «καταγραφή» των Ε/Τ διαφορών, είτε στα πλαίσια της ΕΕ είτε σε διμερές επίπεδο , που κατά ένα τρόπο τις νομιμοποιεί ως υπαρκτό πρόβλημα είναι το μέχρι τώρα κέρδος της τουρκικής πολιτικής . Η μη χρήση του δικαιώματός μας της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. λόγω του Τουρκικού casus belli, η δέσμευσή μας για την μη διεξαγωγή ερευνών στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου (Βέρνη 1976, Moratorium 1982) η αναφορά για «νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο» στο κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης το 1997 οι  «Συνοριακές διαφορές» στην απόφαση Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999 μας δίνουν κάποια δείγματα της μέχρι τώρα επιτυχίας αυτής της πολιτικής

 

 

Το Μέλλον

 

  • Η ελληνική εξωτερική πολιaτική, στα πλαίσια της ΕΕ και σ΄ ότι αφορά την προσπάθεια σύνδεσης των Ε/Τ διαφορών με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας  είναι πλέον φανερό ότι στο μέλλον θα παρουσιάζεται όλο και πιο αποδυναμωμένη ως μέσον επίλυσης των Ε/Τ  διαφορών.
  • Είναι πλέον φανερό ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική μη έχοντας άλλη εναλλακτική λύση εγκατέλειψε  ήδη  στα πλαίσια της ΕΕ την πολιτική της «βήμα προς βήμα» ενταξιακής πορείας τη Τουρκίας ανάλογα με την πρόοδο επίλυσης των Ε/Τ διαφορών, και  έχει «εγκλωβισθεί» στην πολιτική της υποστήριξης της Τουρκικής ένταξης στηριζομένη στην ελπίδα ότι ο εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας θα την οδηγήσει σε μία ανάλογη ευρωπαϊκή συμπεριφορά έναντι της χώρας μας και τελικά στην επίλυση των Ε/Τ διαφορών.
  • Η παραπάνω «αισιόδοξη» προοπτική αποτελεί μιαν «ευχή» αναμφισβήτητα επιθυμητή αλλά αβέβαιη και αμφίβολη την οποία κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τα μέχρι τώρα αποτελέσματα της Τουρκικής συμπεριφοράς κατά την ενταξιακή πορεία της.
  • Η εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία και η ισχυρή παρασκηνιακή επίδραση του στρατιωτικού κατεστημένου και γενικότερα του Κεμαλικού  κοσμικού κράτους δημιουργούν πολλές αμφιβολίες και σ’ ότι αφορά τον μελλοντικό ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της χώρας αυτής και της προσαρμογής της στα ευρωπαϊκά δεδομένα σε σημείο ώστε να οδηγήσει σε αλλαγές των εθνικών της στόχων στα πλαίσια των οποίων  εντάσσονται και οι μονομερείς διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδος αλλά και το Κυπριακό.
  • Θα πρέπει να θεωρείται πλέον  δεδομένο ότι οι περισσότεροι εταίροι δεν επιθυμούν την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ και ήδη η σκοπιμότητα ένταξης της αμφισβητείται έντονα από αρκετά σημαντικά κράτη μέλη

. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούν να αγνοήσουν την γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας ενώ μία μερίδα  ετέρων επηρεάζονται από τις  ΗΠΑ που για γενικότερους γεωπολιτικούς λόγους ευνοούν την Τουρκική ένταξη.

  • Ο συμβιβασμός  των δύο παραπάνω τάσεων η επιδιωκομένη προφανώς    επιβράδυνση  των ενταξιακών  διαδικασιών με το πάγωμα ορισμένων κεφαλαίων διαπραγμάτευσης μάλλον  φαίνεται να οδηγεί στην αποδοχή εκ μέρους των εταίρων τουλάχιστον μιας ενδιάμεσης κατάστασης για την Τουρκία, κάτι παραπάνω από την Τελωνειακή Ένωση και κάτι παρακάτω από την Ένταξη που  πρόσφατα έχει εκφρασθεί διπλωματικά ως «προνομιακή σχέση»    .
  • Η προοπτικής μιας μελλοντικής προνομιακής σχέσης αντί της «ένταξης» σημαίνει ουσιαστικά και την πλήρη αποδυνάμωση της ήδη υιοθετημένης αντίληψης της ελληνικής πολιτικής περί επίλυσης των Ε/Τ διαφορών ως εκ του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας αφού στην περίπτωση αυτή η επίδραση της ΕΕ είναι φυσικό να περιορισθεί σημαντικά σε σχέση με την πλήρη ένταξή της.

Στη λογική αυτή στηρίζεται και η άποψη ότι η ελπίδα έστω αλλαγής της στάσης μιας εξευρωπαϊσμένης Τουρκίας που θα έχει ενταχθεί στην ΕΕ είναι καλύτερη από την προοπτική μιας Τουρκίας εκτός ΕΕ που δεν θα έχει πλέον κανένα σοβαρό  λόγο να αλλάξει τις εθνικές της στρατηγικές και τους εθνικούς της στόχους.

  • Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η χώρα μας θα πρέπει, πέραν της ακολουθουμένης ούτως ή άλλως αβέβαιης ως προς τα αποτελέσματα πολιτικής της πλήρους στηρίξεως της Τουρκικής ένταξης και την δι’ αυτής αισιόδοξη προοπτική επίλυσης των Ε/Τ διαφορών να διαμορφώσει και μια εναλλακτική πολιτική για την περίπτωση ναυαγίου .της πλήρους ένταξης και κατάληξης στην λεγομένη «προνομιακή σχέση».
  • Στην περίπτωση αυτή η χώρα μας θα πρέπει συμμετέχοντας  ενεργά  στον προβληματισμό και την διαμόρφωση της πιθανολογούμενης «προνομιακής σχέσης» έγκαιρα να σχεδιάσει ποια πολιτική θα ακολουθήσει και κατά πόσο θα πρέπει να αλλάξει την μέχρι τώρα ακολουθουμένη της «αμέριστης συμπαράστασης» στην Τουρκική ένταξη με  μια «υπό όρους» πολιτική  την οποία όμως και να εννοεί.
  • Σε κάθε περίπτωση όμως εκτιμάται ότι είτε η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας καταλήξει στην πλήρη ένταξη είτε σε κάποιου είδους «προνομιακή σχέση» δεν θα πρέπει να αναμένονται κάποια ουσιαστικά και θεαματικά αποτελέσματα σ΄ ότι αφορά την επίλυση των Ε/Τ διαφορών.

Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να επιδιώκει με ανατολίτικη επιμονή και υπομονή, την de facto επιβολή των διεκδικήσεών της στο Αιγαίο εφαρμόζοντας πολιτικές απειλής χρήσης βίας και έμπρακτης αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων (παραβιάσεις – παραβάσεις, διαδικασίες έρευνας και διάσωσης κ.λ.π.).

  • Μελλοντικά όπως έχουν φτάσει τα πράγματα,  φαίνεται πολιτικά απίθανη η άσκηση ή έστω και η εκδήλωση πρόθεσης άσκησης veto από την χώρα μας στην ενταξιακή πορεία της Τουρκία και κατά συνέπεια  η Ελλάς μάλλον δεν θα πρέπει να υπολογίζει σοβαρά στην αξιοποίηση αυτού του πλεονεκτήματος ως μέσου πιέσεως για την υλοποίηση της εκάστοτε πολιτικής της.
  • Η Χάγη μάλλον θα παραμείνει ο βασικός άξονας της ελληνικής πολιτικής στα πλαίσια της ΕΕ ίσως μόνο και μόνο γιατί δεν διαφαίνεται κάποια άλλη εναλλακτική πολιτική. Επίσημα θα εξακολουθεί να υποστηρίζει την ύπαρξη μιας και μόνο διαφοράς αυτή της υφαλοκρηπίδας ενώ είναι πιθανόν βαθμιαία να αποδεχθεί την διεύρυνση των δυναμένων να επιλυθούν στην Χάγη θεμάτων (όπως οι γκρίζες ζώνες μετά την κρίση Ιμίων, συνοριακές διαφορές στο Ελσίνκι)

Δεν θα πρέπει όμως να διαφεύγει ότι και αν ακόμη θεωρηθεί ότι βρίσκεται προς στιγμή κάποια συμβιβαστική λύση στο Αιγαίο μέσω του ΔΔΧ «κανείς δεν εγγυάται ότι δεν θα παρουσιασθούν και νέες (διεκδικήσεις) διότι δεν αναθεωρείται η στρατηγική επιδίωξη της Τουρκίας που τις κατασκευάζει » αφού θα παραμένουν τα εξ ίσου σοβαρά προβλήματα του Κυπριακού και της Θράκης με απρόβλεπτες πάντα τις πιθανές εξελίξεις

Θα πρέπει να αναμένουμε ότι στη Χάγη η χώρα μας «κάτι θα χάσει» και η Τουρκία «κάτι θα κερδίσει» αφού η πλήρης απόρριψη των Τουρκικών αιτιάσεων θα πρέπει να θεωρείται απίθανη . Η χώρα μας κατά συνέπεια θα πρέπει  να εκτιμήσει πολύ προσεκτικά σε κάθε περίπτωση τι ακριβώς διακυβεύει να χάσει σταθμίζοντας ταυτόχρονα αν τελικά αυτά που θα χάσει θα οδηγήσουν πραγματικά στην επίλυση των Ε/Τ διαφορών στο Αιγαίο και την εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών τουλάχιστον σ΄ αυτή την περιοχή

  • Η χώρα μας κατά συνέπεια, όπως έχουν οδηγηθεί τα πράγματα σήμερα, δεν φαίνεται να διαθέτει κάποια αξιόλογη εναλλακτική επιλογή στα πλαίσια της ΕΕ ώστε να μπορεί να επηρεάσει το γενικότερο γεωπολιτικό παιχνίδι που παίζεται από τους «μεγάλους» παίχτες γύρω από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.
  • Αναμφισβήτητα όμως δεν μπορεί να εγκαταλείψει την προσπάθεια να κερδίσει ότι είναι δυνατόν που θα οδηγούσε έστω στην άμβλυνση των Ε/Τ  διαφορών. Σε κάθε περίπτωση όμως φαίνεται ότι η γενικότερη ελληνική πολιτική της λεγομένης προσέγγισης έναντι της Τουρκίας θα πρέπει να γίνει περισσότερο άκαμπτη αφού μέχρι τώρα η μετριοπάθεια και η υποχωρητικότητα σε τίποτα δεν φαίνεται να ωφελούν.
  • Ανεξάρτητα δε  της όποιας «πολιτικής» ακολουθηθεί στα πλαίσια της ΕΕ ή όπου αλλού απαιτείται και με δεδομένο το ότι η Τουρκία συνεχίζει να εφαρμόζει την πολιτική της έμπρακτης αμφισβήτησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, θα πρέπει η χώρα μας στα πλαίσια μια πραγματικά «εθνικής πολιτικής» αποδεκτής απ΄ όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας και πέραν των όποιων σκοπιμοτήτων, να προσδιορίσει τα «όρια» μας έναντι των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και ότι τούτο μπορεί να συνεπάγεται συμπεριλαμβανομένων και των εκάστοτε αντιδράσεων μας έναντι των τουρκικών προκλήσεων .
  • Τούτο σημαίνει ότι θα πρέπει πέραν από τις αβέβαιες και αμφίβολες ελπίδες για μια ευρωπαϊκή Τουρκία με ταυτόχρονη μαγική επίλυση των Ε/Τ διαφορών και της όποιας πολιτικής ασκήσει η χώρα μας, να πρυτανεύσει η πρόνοια και να διατηρούμε πάντα ένα ελάχιστο δυνατό ποσοστό αποτρεπτικής αμυντικής ισχύος ώστε να μην αιφνιδιαστούμε από τυχόν δυσμενείς εξελίξεις αλλά και να μπορούμε να υποστηρίξουμε την όποια εθνική μας πολιτική έναντι της Τουρκίας. Εάν τούτο έχει επιτευχθεί εσείς  καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον μπορείτε  να το εκτιμήσετε.

  

 

 

 

 

 

 

Αναφορά για «νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο» στο κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης το 1997. «Συνοριακές διαφορές» στην απόφαση Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999.

Δηλώσεις Προέδρου Δημοκρατίας κ. Κ. Παπούλια (Καθημερινή 22-6-06)

Αφήστε μια απάντηση