Γεωργία – Χριστίνα Τσαούση: Η Οικονομική Διπλωματία στο επίκεντρο της Εξωτερικής Πολιτικής
Ιστορικά εντοπίζεται άρρηκτη σύνδεση της διπλωματίας ως φορέα διακρατικής επικοινωνίας και διεξαγωγής διεθνών οικονομικών σχέσεων. Η οικονομική διπλωματία αποτελεί μια μορφή διπλωματικών σχέσεων, η οποία χρησιμοποιείται ολοένα περισσότερο από τα κράτη, με σκοπό την προώθηση οικονομικών συμφερόντων στη διεθνή αγορά. Επιστρατεύοντας τις διακυβερνητικές σχέσεις και το κρατικό κύρος επιδιώκεται η προώθηση διεθνών εμπορικών και επενδυτικών σχέσεων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Κάνοντας χρήση οικονομικών μέσων επιτυγχάνονται οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής.
Παραδοσιακά η εξωτερική πολιτική, είτε με τη μορφή διπλωματίας είτε με εκείνη της στρατηγικής, θεωρείται υψηλή πολιτική, η οποία επικεντρώνεται σε θέματα ασφαλείας και εθνικής ανεξαρτησίας. Εντούτοις στην εποχή μας παρατηρείται διεύρυνση του πεδίου της πολιτικής. Εξαιτίας της ενίσχυσης του ρόλου των κρατών στις σύγχρονες κοινωνίες περιήλθαν στη σφαίρα επιρροής της εξωτερικής πολιτικής πολυποίκιλοι τομείς. Το κράτος, συνεπώς, ανέλαβε σταδιακά την ικανοποίηση των αναγκών που προέκυψαν στους τομείς αυτούς. Ουσιαστικά, η διπλωματία αναγκάστηκε να λάβει υπόψη της τομείς δραστηριότητας που της ήταν μη οικείοι, διευρύνοντας με αυτό το τρόπο το πεδίο εξωτερικής πολιτικής του κράτους. Η ενισχυμένη επιρροή τόσο της εσωτερικής όσο κα της εξωτερικής πολιτικής, αλλά και ο διευρυμένος χώρος που έχουν καταλάβει τα οικονομικά, τεχνολογικά και πολιτιστικά θέματα στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων, φέρει ως αποτέλεσμα την ποιοτική αλλαγή και την αναθεώρηση των μεθόδων που εφαρμόζει το Υπουργείο Εξωτερικών. Με αυτό το τρόπο αναλαμβάνει περισσότερο το ρόλο του συντονιστή των κυβερνητικών δραστηριοτήτων παρά κάποιον άμεσο πρωταγωνιστικό.
Η συμπεριφορά των κρατών υπό όρους εξωτερικής πολιτικής καθορίζεται από συγκεκριμένους παράγοντες και διαδικασίες. Με την αύξηση της οικονομικής αλληλεξάρτησης των κρατών, λόγω της παγκοσμιοποίησης, έλαβε τέλος η καθορισμένη διακριτικότητα μεταξύ της εθνικής και της διεθνούς πολιτικής. Η οικονομική διπλωματία έγινε συνθετότερη περικλείοντας μέσα της περισσότερα ζητήματα και δρώντες. Επίσης, μεγάλο μέρος της εντάσσεται στο πεδίο της Γεωπολιτικής, με την πιο ευρεία έννοιά της, καθώς μελετά την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο γεωγραφικό χώρο και τον ανταγωνισμό για την εξουσία που λαμβάνει χώρα εντός του. Η επιρροή του χώρου συνίσταται στους περιορισμούς ή τις ευκαιρίες που τίθενται στον ανταγωνισμό για εξουσία. Αυτοί οι περιορισμοί ή ευκαιρίες, αν και δεν είναι μόνιμοι, εξαρτώνται σημαντικά από την τεχνολογική ικανότητα της στιγμής και από τα ανθρώπινα και οικονομικά μέσα που διαθέτει μια συγκεκριμένη εξουσία. Σημαντικότερη εξέλιξη στην πρόσφατη ιστορία του κόσμου από γεωπολιτικής απόψεως αποτελεί η διάλυση της ΕΣΣΔ. Με το τέλος του διπολικού συστήματος ανετράπει μόνιμα το παιχνίδι των διεθνών σχέσεων.
Παρατηρήθηκε μια γρήγορη ανάπτυξη οικονομικών και πολιτιστικών εργαλείων που ξεφεύγουν de facto από τον έλεγχο των κρατών-εθνών και από το παραδοσιακό πλαίσιο των σχέσεών τους. Παράλληλα η ενίσχυση και ο πολλαπλασιασμός των παγκόσμιων δομών αλλάζει άρδην το παιχνίδι των διεθνών πολιτικών σχέσεων. Θα ήταν εύλογο να πούμε πως η οικονομική και πολιτιστική παγκοσμιοποίηση μάλλον περιπλέκει παρά καταργεί τη γεωπολιτική, εισάγοντας δίπλα στα κράτη-έθνη νέους παίκτες στο παιχνίδι του ανταγωνισμού της εξουσίας επί του χώρου.
Η Εμπορική διπλωματία έχει καταστεί θέμα αυξανόμενου ενδιαφέροντος για τις κυβερνήσεις αλλά και τις επιχειρήσεις, καθώς θεωρείται ουσιαστικό τμήμα της εξωτερικής πολιτικής των κυβερνήσεων. Οι Berridge και James στο βιβλίο “A Dictionary of Diplomacy” ορίζουν την εμπορική διπλωματία ως «το έργο των διπλωματικών αποστολών στην υποστήριξη των επιχειρήσεων της χώρας καταγωγής αλλά και σε διάφορους τομείς της οικονομίας» και ως το μέσο για «την προώθηση των εισερχόμενων και εξερχόμενων επενδύσεων καθώς και του εμπορίου». Λόγω της παγκοσμιοποίησης, του ανταγωνισμού και των διασυνδεδεμένων αγορών οι επιχειρήσεις έχουν αυξήσει τη δύναμή τους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει μείωση της ισχύος των κυβερνήσεων ώστε να ρυθμίζουν τις εθνικές τους οικονομίες, αλλά αντιθέτως προετοιμάζει για μια καρποφόρα συνεργασία, όπου οι κυβερνήσεις θέτουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την λειτουργία των επιχειρήσεων και οι τελευταίες επωφελούνται από υλικά και άυλα κίνητρα που προσφέρονται από τις κυβερνήσεις.
Πλέον η οικονομική διπλωματία περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων τις οποίες διαχειρίζονται επίσημες διπλωματικές αντιπροσωπείες, εθνικοί φορείς, υπηρεσίες με σκοπό την προώθηση επενδύσεων και εξαγωγών αλλά και θεσμοί του ιδιωτικού τομέα, όπως επιμελητήρια και άλλοι επιχειρηματικοί σύνδεσμοι. Λόγω των αναγκών που διαρκώς ανακύπτουν για την διπλωματική και διαπραγματευτική διαχείριση των ζητημάτων αυτών πολλά κράτη προχώρησαν στην αναδιοργάνωση των διπλωματικών τους υπηρεσιών, ώστε να επιτύχουν αρτιότερο συντονισμό ανάμεσα στις πολιτικές και οικονομικές τους δραστηριότητες. Ο Καναδάς, η Αυστραλία, το Βέλγιο, η Ν. Κορέα και η Αλβανία συγχώνευσαν τις αρμοδιότητες των υπουργείων Εξωτερικών και Εμπορίου σε ένα και μόνο Υπουργείο.
Καθίσταται εύληπτο πως η οικονομική διπλωματία, αν και πηγάζει από το ίδιο το κράτος και έγκειται στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής και διπλωματικής στρατηγικής, επηρεάζει σημαντικά τις πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα, χωρίς όμως να είναι και ο μοναδικός παράγοντας που τις καθορίζει. Η επιχειρηματική διπλωματία προκύπτει από τις δράσεις του ιδιωτικού τομέα, έχοντας ως κύριο γνώμονα το επενδυτικό και οικονομικό κέρδος. Αναντίρρητα το κράτος συμβάλλει στη διευκόλυνση ή μη των πρακτικών που θα εφαρμοσθούν, καθώς διαμορφώνει το πλαίσιο, τη μορφή, το μέγεθος και το είδος των οικονομικών σχέσεων που δύναται να αναπτύξει ο ιδιωτικός τομέας με τρίτες χώρες. Σε κάθε περίπτωση όμως το επικοινωνιακό πλαίσιο και οι διαπραγματεύσεις ακολουθούν τις ήδη υπάρχουσες διπλωματικές νόρμες.
Οι στόχοι της οικονομικής διπλωματίας της Ελλάδας είναι αρκετά σαφείς. Μέσα από την εξωστρέφεια των δράσεών της επιδιώκεται αύξηση στον εξαγωγικό τομέα και προσέλκυση ξένων επενδύσεων με παράλληλη στήριξη της διεθνούς επιχειρηματικότητας των Ελλήνων, που θα έχει ανταποδοτικά οφέλη για την εθνική οικονομία και την εξωτερική πολιτική της χώρας. Η Ελλάδα επιδιώκει να καταστεί έδρα εγκατάστασης στρατηγείων και ερευνητικών κέντρων μεγάλων εταιρειών που επιθυμούν να αναπτύξουν θυγατρικές (παράγωγα τμήματα) στις γειτονικές χώρες, αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ευρύτερης περιοχής. Εν ολίγοις να τεθεί έμπροσθεν στη προσπάθεια προσέλκυσης επενδύσεων όχι μόνο στην εστερική αγορά αλλά σε όλη τη περιφέρεια.
Ανεξαρτήτως της όποιας οπτικής μπορεί να εφαρμοσθεί, το αποτέλεσμα έγκειται στο ότι η Οικονομική Διπλωματία αυξάνει τη διαπραγματευτική ισχύ μιας χώρας, μέσω του εργαλείου της οικονομίας της, και αποτελεί – αν όχι τη σημαντικότερη – μία από τις σημαντικότερες βάσεις πάνω στην οποία στηρίζεται η διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής Εξωτερικής Πολιτικής.
ΠΗΓΕΣ
Π. Νάσκου-Περράκη – Ν. Ζάικος, Διπλωματικό και προξενικό δίκαιο. Κοινοβουλευτική, πολιτιστική, οικονομική και επιχειρηματική διπλωματία, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2016.
Β. Σινάνογλου, Οικονομική διπλωματία στην ΕΕ του 21ου αιώνα, Εκδόσεις Παπαζήση, 1996.
Ι. Τσιμόπουλος, Η ελληνική εμπορική διπλωματία στο πλαίσιο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, 2012.
Χ. Χαλαζιάς, Αρχές, πλαίσιο και εργαλεία των πολιτικών της οικονομικής διπλωματίας, 2008.
Θ. Γιάνναρος, Οικονομική διπλωματία και ελληνική εξωτερική πολιτική, η περίπτωση της Τουρκίας, 2011.