Γρηγόρης Νούσιας*: Μην μνησικακείτε, ώ Έλληνες!

Γρηγόρης Νούσιας*: Μην μνησικακείτε, ώ Έλληνες!

‘‘Κατά Κτησιφώντος’’, οι μέν . . . ‘‘Περί του Στεφάνου’’, οι δεν!

1184 π.χ. Η Τροία πέφτει, και οι έλληνες επιβιβάζονται στα πλοία για την επιστροφή τους. Η Εκάβη, η δύστυχη πολύτεκνη βασίλισσα, χάνει τα πάντα. Οι γιοί της νεκροί. Κόρες και νύφες της αιχμάλωτες. Και το εγγονάκι της, ο Αστυάναξ, ο γιός του Έκτορα και της Ανδρομάχης, η μόνη της παρηγοριά. Ελπίζει, ότι οι Αχαιοί θα τον λυπηθούν, θα λυπηθούν το νήπιο. Αλλοίμονο, όμως! Ο Οδυσσέας, ή ο Νεοπτόλεμος, ή ο Μενέλαος, θα το πετάξει από τα τείχη και θα της το φέρουν νεκρό πάνω σε μια ασπίδα. Η Εκάβη υψώνοντας τα χέρια στον ουρανό θα ξεσπάσει σε κατάρες:


Καταραμένοι να είστε Αχαιοί / να σφάζεστε μεταξύ σας.
Η έχθρα ανάμεσα σας να’ ναι / παντοτινός σύντροφος.
Να χύνετε το αίμα σας /σε αδελφοκτόνες μάχες.
Η διχόνοια να φωλιάζει / πάντα στις φλέβες σας.
Μονιασμένους ποτέ / να μη σας βλέπει ο ήλιος.
Και να έχετε τη μοίρα του Σίσυφου.

Από τότε άσπρη μέρα δεν είδαμε. Ενωμένοι υπό τον Αλέξανδρο φθάσαμε στον Ινδό ποταμό. Διαιρεμένοι οι επίγονοι υποτάσσονται στους Ρωμαίους. Μας ταιριάζει, άραγε, η σύγχρονη ποιητική αποστροφή;

‘‘Καλά να πάθεις Έλληνα, που ζεις μεσ’ τη μιζέρια, γιατί έβγαλες τα μάτια σου με τα δικά σου χέρια.
Καλά να πάθεις Έλληνα, ποτέ μυαλό δε βάνεις, τα σφάλματα που έκανες πάλι θα ξανακάνεις’’!

Ο ποιητής Κακουλίδης λέει, ‘‘Το πρόβλημα δεν είναι πολιτικό, δεν είναι ηθικό. Είναι πρόβλημα φθόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες έφτιαξαν τον Παρθενώνα για να έχουν κάτι να θαυμάζουν. Ο θαυμασμός μετριάζει τον φθόνο’’! Αλλά, ρωτάμε, πόσο κράτησε αυτός ο ‘‘θαυμασμός’’; Πόσους ‘‘Παρθενώνες’’ πρέπει, ή μπορούμε να φτιάξομε; Μάλλον θα αναγκαστούμε να παραδεχθούμε το πεπρωμένο. Το πεπρωμένο μας. Την αέναη πολιτική διχόνοια. Τον αστείρευτο καταγγελτικό πολιτικό λόγο, που δεν επιτρέπει, η Ελλάδα να φθάσει, κάποια φορά, στον ‘‘προορισμό’’ της.

Κρίκοι μίας ατέρμονης αλυσίδας τα περιστατικά. Γέμει η Ιστορία μας. Είναι, μάλλον, η ιστορία μας. Μοιάζει η συμπεριφορά μας, η συμπεριφορά των ταγών του έθνους μας κυρίως, να κατευθύνεται από την ‘‘εξ αποκαλύψεως αλήθεια’’. Έτσι νομίζομε. Έτσι νομίζουν. Αλλά στην ερώτηση, ‘‘και τι εστίν αλήθεια’’, Εκείνος δεν απάντησε. Τα γεγονότα, όταν υφιστάμεθα τις συνέπειές τους, προκαλούν πάντα κοινωνική αγανάκτηση, και συχνά μετατρέπονται σε ‘‘σκάνδαλα’’ και ‘‘εθνικές προδοσίες’’, η επιτήδεια προβολή των οποίων οδηγεί σε πατριωτικές και αντιπατριωτικές συγκρούσεις, και πίσω από τις κουρτίνες να φανταζόμαστε ‘‘εταιρείες συκοφαντών’’, όπως στην αρχαία Αθήνα. Και τίθεται το ερώτημα, μέχρι πού μπορεί και μέχρι πού πρέπει να φθάνει ο έλεγχος. Η δημοσιοποίηση στοιχείων, ρόλων και καταστάσεων, ως ύψιστη δημοκρατική απαίτηση, τίθεται άνευ όρων; Και το κρατικό μυστικό; Και η κρατική ασφάλεια; Και οι εθνικοί στόχοι; Δεν χρειάζονται παραδείγματα για διασάφηση. Ο διαχρονικός ιστορικός συνειρμός, αρκεί. Αλλά, μήπως η ρήση του Άνταμς, πρώην προέδρου των ΗΠΑ, ότι,

‘‘η πολιτική είναι η συστηματική οργάνωση και εκδήλωση της εμπάθειας’’,

αποτελεί τον κανόνα, κυρίως για την ελληνική πραγματικότητα, από αρχαιοτάτων χρόνων;

Η σφοδρή πολιτική αντιδικία, μεταξύ του Αισχίνη και του Δημοσθένη, για να επιλέξομε το θέμα μας, τη στιγμή μάλιστα που ο Αλέξανδρος νικούσε τον Πέρση στα Γαυγάμηλα, ίσως έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Και η πόλις-κράτος, η Αθήνα, να χάνει όσο κύρος και όση πολιτική δύναμη της έχει απομείνει. Ναι, το κύρος της Χώρας. Ύψιστο αγαθό. Αυτό αποτρέπει εθνικές συμφορές. Αυτό ξεκλειδώνει εθνικές λύσεις. Πόσο δύσκολα, όμως, αποκτάται! Η εθνική ομοψυχία είναι η ύψιστη προϋπόθεση. Απαιτείται βεβαίως η πλήρωση και πολλών άλλων. Και πόσο γρήγορα καταβαραθρώνεται! Ο εθνικός διχασμός, έστω και σε λανθάνουσα κατάσταση, από μόνος του αρκεί. Και αυτός ο νόμος περί ευθύνης (απαλλαγής) υπουργών . . . θα διαμαρτυρηθεί κάποιος! Ναι, Νέμεσις και Δικαιοσύνη, για κάθε καταχρηστική συμπεριφορά και κάθε εθνική εκτροπή.

‘‘Εν τη δικαιοσύνη συλλήβδην πάσα αρετή εστί’’.

Και αυτή η πολιτική οίησις, θα προσθέσομε, που κατά τον Ηράκλειτο σημαίνει ‘‘προκοπής εγκοπήν’’, ανάσχεση δηλαδή της προόδου; Οι περισσότεροι, λέει ο Καστοριάδης, συμπεριφέρονται σαν να διαθέτουν μια δική τους ξεχωριστή ευφυΐα, ενώ ‘‘ο λόγος ξυνός (κοινός) εστί’’. Δες τε δηλώσεις του προσφάτως απελθόντος κ. ΥΠΕΞ. Προκάλεσαν ήδη άλλη μία διπλωματική (προς το παρόν) ήττα. Λέμε ναι, στην κριτική της εκάστοτε εξουσίας και των θεσμών του κράτους.

Οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις είναι το ζητούμενο από εποχής θεμελιώσεως της δημοκρατίας. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις είναι το εργαλείο. Επιλέγομε την ‘‘Γραφή Παρανόμων’’. Ήταν θεσμός του Αθηναϊκού δημοσίου δικαίου, για την τήρηση της νομιμότητας. Οποιοσδήποτε πολίτης, ο βουλόμενος, μπορούσε να ασκήσει εγγράφως δημόσια ποινική κατηγορία, εν είδει εισαγγελέως, με την οποία επεδίωκε την κατάργηση αντικανονικού νόμου ή ψηφίσματος. Εγκαλούμενος ήταν όποιος είχε εισηγηθεί κάτι το αντικανονικό, ακόμη και όποιος είχε αγορεύσει υπέρ αυτού. Η συνέχεια εδίδετο στην Ηλιαία, το ανώτατο λαϊκό δικαστήριο των πέντε χιλιάδων πολιτών/δικαστών. Η ‘‘Γραφή Παρανόμων’’ ήταν, ίσως, η κορυφαία έκφραση της άμεσης δημοκρατίας, της ισονομίας και της ισηγορίας. Χρησιμοποιήθηκε, βέβαια, καθ΄ υπερβολήν. Στη φαρέτρα της εμπάθειας είχε προστεθεί ένα ακόμη φαρμακερό βέλος.

Ξεκινάμε από μια κοινή πολιτική αφετηρία των δύο ανδρών. Το 346 π.χ. η Αθήνα και ο Φίλιππος προχώρησαν στη σύναψη της γνωστής ως ‘‘Φιλοκράτειας ειρήνης’’. Στις συνομιλίες που προηγήθηκαν στην Πέλλα (λίγο πιο κάτω από τις Πρέσπες . . .) συμμετείχαν ως πρεσβευτές της Αθήνας ο Αισχίνης και ο Δημοσθένης, και βέβαια ο Φιλοκράτης κ.ά. Ένας από τους όρους έλεγε, ότι τα δύο συμβαλλόμενα μέρη θα διατηρούσαν τα εδάφη που θα κατείχαν (συνήθης τακτική) τη στιγμή της υπογραφής των όρκων της ειρήνης. Συνέβη όμως οι υπογραφές να τεθούν με μεγάλη καθυστέρηση, με συνέπεια η Αθήνα να χάσει πολλές κτήσεις στη Μακεδονία ( όχι, οι σκοπιανοί δεν είχαν πάρει μέρος . . . ) και ο Φίλιππος, ευρισκόμενος συνεχώς σε κατακτητικές εκστρατείες, να ξεχυθεί προς νότον και να περάσει με το στρατό του και αυτές τις Θερμοπύλες.

Άρχισαν οι κατηγορίες. Κατηγορήθηκαν αρχικά οι φερόμενοι ως φιλομακεδόνες, Αισχίνης και Φιλοκράτης, ότι αυτοί μεθόδευσαν την καθυστέρηση για να δώσουν επιχειρησιακό χρόνο στον Φίλιππο. Και βέβαια έγινε λόγος για χρηματισμό. Οι ίδιοι όμως αντέστρεψαν την κατάσταση και ενοχοποίησαν τον Δημοσθένη, κατηγορώντας τον, μεταξύ άλλων, ότι παρέκαμψε την πρόταση του Αισχίνη για σύγκληση συνεδρίου των ελληνικών πόλεων για να αποφασίσει τη σύναψη ή μη της Φιλοκράτειας ειρήνης. Τα προζύμια πιάστηκαν!

Στην ιστορία αυτή, που προφανώς είναι πολύ μεγάλη, και μπορεί να έχει πολλές αναγνώσεις, για να εξορκίσομε την όποια πτυχή αυθεντίας, μπλέξανε και τα λεγόμενα ‘‘θεωρικά’’. Στην Αθήνα υπήρχαν ειδικά κονδύλια του προϋπολογισμού, προορισμένα υποχρεωτικά για την αγορά εισιτηρίων (δεν νομίζω να ήταν ψηφοθηρικό το μέτρο . . . ) και δωρεάν διανομή τους στους φτωχούς, για να μπορούν όλοι ανεξαιρέτως να παρακολουθούν τα θεατρικά έργα. Το αντίτιμο, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν δύο οβολοί, (εν δυοίν οβολοίν εθεώρουν αν), και η αξία του οβολού ήταν το 1/6 της δραχμής. Η λέξη είναι ομόρριζη του οβελός (ο+βέλος), οβελίσκος, μικρή σούβλα. Έξι τέτοιες σιδερένιες βεργούλες, που μπορούσε να χωρέσει η παλάμη του ανθρώπου, αποτελούσαν τη δραχμή, από το ρήμα δράττομαι. Ξεφύγαμε . . . Ο Δημοσθένης, λοιπόν, είχε προτείνει, σε καιρούς οικονομικής δυσπραγίας, αν και προβλέπονταν βαρύτατες ποινές για όποιον εισηγείτο άλλη χρήση, να χρησιμοποιηθούν τα ‘‘θεωρικά’’, ονομάζοντάς τα ‘‘στρατιωτικά’’, για τις ανάγκες των εκστρατειών της Αθήνας. Και προφανώς είχε πολιτικά μπλεξίματα.

Οι Μακεδόνες, λοιπόν, ενισχυμένοι από την Φιλοκράτεια ειρήνη, βγαίνουν στο προσκήνιο, με έναν χαρισματικό και πανίσχυρο βασιλιά, που θα επιβληθεί με χρήματα και όπλα σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Η Αθήνα χάνει έδαφος, χάνει τα πρωτεία, καταβαραθρώνεται το κύρος της. Οι ‘‘Φιλιππικοί’’ και οι ‘‘Ολυνθιακοί’’ του Δημοσθένη κατά του Φιλίππου, λόγοι ‘‘όζειν ελλυχνίων’’, λόγω της ολονύκτιας επεξεργασίας, όπως έχει γραφτεί, (το σύγχρονο πορτατίφ δεν ρυπαίνει . . .), θα μείνουν στην ιστορία ως αριστουργήματα ρητορικής, χωρίς όμως να μπορέσει να πείσει τις αρχές της πόλης του να λάβουν εγκαίρως μέτρα για την ανάσχεση της επεκτατικής πολιτικής του αντιπάλου τους. Τελευταία πράξη του δράματος η μάχη της Χερώνειας, το 338 π.χ. που σήμανε το τέλος μιάς ολόκληρης εποχής, εκεί όπου θα έκλεινε ο κύκλος του κλασσικού ελληνισμού. Ο Δημοσθένης θλίβεται για τις εξελίξεις, αλλά δεν αποθαρρύνεται. Αμέσως μετά τη μάχη θα προσφέρει και πάλι τις υπηρεσίες του, διαθέτοντας και την περιουσία του, για την οχύρωση της πόλεως, φοβούμενος κατάληψη της Αθήνας από τον ορκισμένο εχθρό του, τον Φίλιππο. Μάλιστα ο δήμος θα ορίσει τον ίδιον ως έναν από τους επιμελητές για την επισκευή, για τρίτη φορά, των μακρών τειχών. Εδώ είμαστε!

‘‘Κτησιφών δε ήν ο την γνώμην ειπών ως δεί στεφανώσαι τον Δημοσθένην, εν μεν καιρώ τοις Διονυσίοις, εν δε τόπω τω του Διονύσου θεάτρω, εν δε θεαταίς πάσι τοις Έλλησιν, ανειπείν τον κήρυκα ότι στεφανοί Δημοσθένην η πόλις, αρετής συμπάσης ένεκα και ευνοίας της προς εαυτήν . . .’’! Είμαστε στο 337 π.χ.

Και ο πολιτικός του αντίπαλος, Αισχίνης, θα αρπάξει την ευκαιρία. Δεν μπορούσε να ανεχθεί αυτή την τιμητική διάκριση προς τον αντίπαλό του, και έθεσε υπό αμφισβήτηση το σχετικό ψήφισμα, με την ‘‘Γραφή Παρανόμων’’, το 336 π.χ. Η δίκη θα γίνει, με καθυστέρηση έξι ετών, το 330 π.χ. (διαχρονικές οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης . . . ), σε μια περίοδο που οι Αθηναίοι είναι σφόδρα επηρεασμένοι από τις νίκες του Αλέξανδρου. Ο Αισχίνης, λοιπόν, προσέρχεται και εκφωνεί τον ‘‘Κατά Κτησιφώντα Λόγο’’. Για πρώτη φορά, ο ίδιος είχε ανέβη στο βήμα το 348 π.χ. για να υποστηρίξει την πρόταση να σταλούν πρέσβεις με σκοπό να συνασπίσουν τους Αρκάδες και άλλους Πελοποννησίους εναντίον του Φιλίππου. Είναι βέβαιο, ότι, μετά τις πρεσβείες που έστειλαν οι Αθηναίοι στον Φίλιππο, ο Αισχίνης, που συμμετείχε σ’ αυτές, άλλαξε πολιτική. Από αντίπαλός του έγινε ένθερμος υποστηρικτής του. Αν το συμφέρον της πατρίδος του ήταν το κίνητρο ή αν δωροδοκήθηκε, θα παραμείνει άλυτο ιστορικό πολιτικό πρόβλημα.

Οι νόμοι απαγορεύουν να στεφανωθεί κάποιος πριν λογοδοτήσει για τη διαχείριση του δημόσιου έργου και της δημόσιας περιουσίας που του είχαν ανατεθεί. Δεν επιτρέπουν οι νόμοι να στεφανώνονται οι πολίτες, παρά μόνον στο Βουλευτήριο ή στην Πνύκα, και όχι στο Θέατρο του Διονύσου. Και ότι όσα γράφει ο εισηγητής του ψηφίσματος, για τον βίο και την πολιτεία του Δημοσθένη, είναι ψέματα. Με αυτές περίπου τις αιτιάσεις, ο Αισχίνης ζήτησε να ακυρωθεί το ψήφισμα του στεφανώματος και να τιμωρηθεί ο Κτησιφών που το εισηγήθηκε. Επί πλέον επιτίθεται στον Δημοσθένη, τον οποίον κατηγορεί, ότι για όλα τα ατυχήματα που βρήκαν την πόλη, υπαίτιος είναι αυτός. Οι αναφορές του σε πολιτικές μηχανορραφίες και δωροδοκίες από αντιπάλους και εχθρούς της Αθήνας περισσεύουν. ‘‘Τα ιερά και τα παιδιά και τους τάφους κατέστρεψε η δωροδοκία του Δημοσθένη και τα χρήματα του βασιλιά των Περσών’’. ‘‘Κανένας, ούτε πόλις ούτε πολίτης, που χρησιμοποίησε τον Δημοσθένη ως σύμβουλο δεν έμεινε αζημίωτος’’. ‘‘Ο δημοκρατικός άνδρας πρέπει να είναι ελεύθερος (όχι δούλος) για να μην αντιπαθεί τους νόμους που στηρίζουν τη δημοκρατία. Να είναι μυαλωμένος και μετρημένος στην καθημερινή του ζωή, για να μην δωροδοκείται εις βάρος του δήμου. Να είναι στοχαστικός και ικανός ρήτορας. Και να είναι γενναιόψυχος, για να μην εγκαταλείπει τον λαό στις κρίσιμες περιστάσεις’’. Είναι μερικές από τις ρητορικές παραδοχές του Αισχίνη, κατά την αγόρευσή του. Και για να την διανθίσει περισσότερο, θα αναφερθεί, μεταξύ πολλών άλλων, και σε εκείνους που είχαν αποκαταστήσει το δημοκρατικό πολίτευμα, οι οποίοι, ύστερα από μεγάλα κακά που έγιναν τον καιρό των Τριάκοντα (με επικεφαλής τον προπέτη Κριτία το 404), όπως είπε, έσωσαν την πόλη (οκτώ μήνες αργότερα με επικεφαλής τον Θρασύβουλο) και εκήρυξαν, λόγω της ψυχικής τους καλλιέργειας, την ωραιότερη φράση:

<<Μην μνησικακείτε, ώ Αθηναίοι>>.

Καταλήγοντας, ο Αισχίνης, δεν θα διστάσει να υπαινιχθεί, ότι, στην περίπτωση του Δημοσθένη, υβρίζονται οι νεκροί και οι ζωντανοί απογοητεύονται γιατί βλέπουν ότι το βραβείο της ανδρείας είναι ο θάνατος. Τέτοιες ακρότητες!

Και ο Δημοσθένης θα ανταπαντήσει με τον ‘‘Περί του Στεφάνου’’ λόγον. ‘‘Ακούεις, Αισχίνη, μηδέν αμαρτείν έστι θεών και πάντα κατορθούν εν βιοτή, μοίραν δ’ ού τι φυγείν έπορεν’’, θα διατρανώσει περί το μέσον της αγόρευσής του (το να μην σφάλεις και τα κατορθώματα στη ζωή είναι θέλημα των θεών, το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον). Τονίζει εξ αρχής την απεριόριστη εμπιστοσύνη του προς τους δικαστές. Διατυπώνει τη βεβαιότητα, ότι θα περιφρουρήσουν το κύρος τους, και η πόλη θα φανεί ότι έχει σοβαρούς θεσμούς. Εκφράζει απέχθεια προς τον Αισχίνη και διατυπώνει την πεποίθηση, ότι οι δικαστές ‘‘μη τον αντίδικον σύμβουλον ποιήσασθαι’’. Ζητά την ‘‘παρ’ υμών ευνοίας και φιλανθρωπίας’’ (ζητά δικαιοσύνη) και επίσης ζητά ‘‘μηδέ φωνήν ανάσχησθε’’, να αρνηθούν δηλαδή οι δικαστές να ακούσουν τη φωνή του, τη δική του φωνή, αν έχουν πεισθεί, έστω και κατά το ελάχιστο, από τις ψευδολογίες του Αισχίνη. Και θα τους καλέσει να κρίνουν τη συμπεριφορά του στη δημόσια ζωή. Θα μιλήσει για αναίδεια του κατηγόρου του, για την ωμή παραχάραξη της αλήθειας, σχετικά με τα όσα έγιναν κατά τη σύναψη της Φιλοκράτειας ειρήνης. Περιγραφικότατος σε όσα έλαβαν χώρα στη Μακεδονική πρωτεύουσα, αποκαλύπτει τις μεθοδεύσεις, κατά τη γνώμη του, των αργυρώνητων από τον Φίλιππο πρεσβευτών να καθυστερήσουν τη συνάντηση μαζί του, καθότι αρνήθηκαν να μεταβούν στη Θράκη, όπου εκείνος αφαιρούσε από τους Αθηναίους συμμαχικές πόλεις, για να πάρουν τους όρκους του. Ζήτησε τα επιτίμια της προδοσίας του Αισχίνη για ‘‘όσα πεπόνθασιν οι Έλληνες απάντων ούτος αίτιος ών’’. Επιλογικά, ο Δημοσθένης ζητά από τους δικαστές να μην αναγνωρίσουν κανένα ελαφρυντικό για τον Αισχίνη και τους ομοϊδεάτες του, και ‘‘αυτούς καθ’ εαυτούς εξώλεις και προώλεις εν γή και θάλαττη ποιήσατε’’ (εξαφανίστε τους από ξηρά και θάλασσα). Ήταν η τελευταία βολή του Δημοσθένη πριν από την ετυμηγορία των δικαστών.

Οι δικαστές της Ηλιαίας εδικαίωσαν τον Δημοσθένη. Ο Αισχίνης δεν τους έπεισε. Τον καταδίκασαν σε ‘‘μερική ατιμία’’ και στα δικαστικά έξοδα. Ο ίδιος επέλεξε να αυτοεξοριστεί στη Ρόδο. Εκεί, ένας μαθητής του θα τον ρωτήσει, πώς και δεν κατάφερε να νικήσει τον αντίπαλό του με έναν τέτοιον λόγο, τον Κατά Κτησιφώντος. Για να πάρει την απάντηση, ‘‘τί δέ, ει αυτού του θηρίου ηκούατε’’! (τι θα λέγατε αν ακούγατε αυτό το θηρίο). Παραδοχή της ρητορικής ανωτερότητας του αντιπάλου του.

Και ο Δημοσθένης, ο φωτισμένος πολιτικός της παρακμιακής Αθήνας του 4ου π.χ. αιώνα; Θα έχει και αυτός άδοξο τέλος. Ο ίδιος δεν θα αρκεστεί στην αντιπαλότητα και το μίσος που είχε δείξει προς τον Φίλιππο. Θα κηρύξει στη συνέχεια ανένδοτο και κατά του Αλέξανδρου, που κατατροπώνει τον καιρό αυτόν τον πέρση βασιλιά. Και η Αθήνα στο περιθώριο των εξελίξεων. Άσημη και αδύναμη, πλέον. Τι κάνει η πολιτική εμπάθεια! Αλλοίμονο, όμως. Το όνομά του, λίγα χρόνια μετά, θα συνδεθεί με τον Άρπαλο, τον ταμία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος το 325 π.χ. καταχράστηκε το ταμείο του στρατηλάτη και ζήτησε άσυλο στην Αθήνα. Αλλά όταν ο Αντίπατρος, αντιβασιλέας/τοποτηρητής τότε στη Μακεδονία, όσο έλλειπε ο Αλέξανδρος, ζήτησε να τον παραδώσουν, αυτός, ο Άρπαλος, δραπέτευσε, αλλά τα χρήματα που είχε καταχραστεί βρέθηκαν λιγότερα από αυτά που είχαν αρχικά δηλωθεί. Και ο Δημοσθένης βρέθηκε, μεταξύ άλλων Αθηναίων, κατηγορούμενος για δωροληψία, για να δραπετεύσει ο Άρπαλος. Ο Δημοσθένης, λοιπόν, οδηγήθηκε σε δίκη, καταδικάστηκε, φυλακίστηκε, δραπέτευσε, αυτοεξορίστηκε, ήπιε το δηλητήριο. ‘‘Το φυλάξαι τ’ αγαθά χαλεπώτερον του κτήσασθαι’’, δικό του είναι. Έχει η ζωή γυρίσματα!

Αντί επιλόγου. Αν η Αθήνα (λέμε, αν) είχε συνασπιστεί με τον Φίλιππο και κατόπιν με τον Αλέξανδρο, αναγνωρίζοντας την ανωτερότητά τους, μάλλον η Ελλάδα δεν θα είχε γνωρίσει Ρωμαϊκή κατάκτηση. Στα χρόνια του Αισχίνη και του Δημοσθένη, στα χρόνια του άκρατου αντιΜακεδονισμού, στους καιρούς της αχαλίνωτης πολιτικής και προσωπικής εμπάθειας, η γενικευμένη παρακμή είχε διαπεράσει στο αίμα των πολιτών της Αθήνας. Η πόλις-κράτος δεν θα ξανασυνέλθει. Ας ψαχτούμε! Μέρα που είναι, η επέτειος του ΟΧΙ και η ανάμνηση της ομοψυχίας του .40, ερεθίσματα για αυτοκριτική, πριν η παρακμή της Χώρας πάρει άλλες διαστάσεις. Χρόνια Πολλά!

28 Οκτωβρίου 2018 Γρηγόριος Δημ. Νούσιας – Αεροπόρος

Υ.Γ. Φωτό, Γ. Καρούζος – Η ποίηση είναι . . . οίηση! 

Αφήστε μια απάντηση