Ιπποκράτης Δασκαλάκης*: 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940: ΑΝΑΔΡΟΜΗ- ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ- ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
(η ομιλία πραγματοποιήθηκε στο Ροταριανό Όμιλο «Πειραιάς-Ανατολή» στο Ναυτικό Όμιλο Ελλάδος στις 21 Οκτωβρίου 2019)
Καλησπέρα σας,
Επιτρέψτε μου να αρχίσω με τις ευχαριστίες μου προς τους οργανωτές της εκδήλωσης αλλά και όλους εσάς τους παρευρισκόμενους, για την τιμητική προς το πρόσωπο μου, πρόσκληση της εκφώνησης του πανηγυρικού για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου.
Επ’ ευκαιρία της παρουσίας μου σας θα ήθελα να σας ευχηθώ κάθε επιτυχία στο πολύπλευρο κοινωνικό έργο που αφιλοκερδώς προσφέρετε και ευόδωση των ευγενών στόχων της οργάνωσης σας. Είχα τη χαρά και την τιμή, το 2013, με την ολοκλήρωση της διετούς υπηρέτησης μου στα Χανιά, ως Διοικητής του Πεδίου Βολής Κρήτης, να ανακηρυχθώ σε επίτιμο μέλος του Ροταριανού Ομίλου Χανίων.
Η εκφώνηση του πανηγυρικού μιας εθνικής επετείου προς ένα διακεκριμένο ακροατήριο δημιουργεί πάντα προβληματισμούς στο συντάκτη και εκφωνητή της. Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι ύψιστη υποχρέωση σε ένα πανηγυρικό αποτελεί η απότιση φόρου τιμής στους γνωστούς και άγνωστους, πεσόντες, τραυματίες, αγωνιστές, συντελεστές του συγκεκριμένου γεγονότος. Φυσικά επιβάλλεται και η αναφορά στα ίδια τα γεγονότα με μια προσπάθεια αντικειμενικής αποτίμησης τους. Η αποτίμηση αυτή αποσκοπεί στον προβληματισμό, στην εξαγωγή συμπερασμάτων και στη σύγκριση με τα τρέχοντα γεγονότα. Τελικός στόχος και το δυσκολότερο καθήκον, η ορθή και ρεαλιστική προσαρμογή των συμπερασμάτων στις παρούσες καταστάσεις και σημερινά προβλήματα που δυστυχώς καθημερινά συσσωρεύονται επικίνδυνα και από διαφορετικές κατευθύνσεις. Δεν λησμονώ ότι και η εμψύχωση του ακροατηρίου αποτελεί στόχο του πανηγυρικού και σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελεί και την πρωταρχική ίσως επιδίωξη.
Με αυτές τις σκέψεις επιτρέψτε μου να προχωρήσω στη δική μου προσπάθεια ανατρέχοντας νοερά στα γεγονότα και σχοινοβατώντας μεταξύ παρελθόντος και παρόντος.
28η Οκτωβρίου 1940. Μια λαμπρή σελίδα του Ελληνισμού, μια αναπάντεχη -για μερικούς- συντριβή της απρόκλητης φασιστικής επίθεσης στα δύσκολα πρώτα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η νυκτερινή επίσκεψη του Ιταλού Πρέσβη και το τελεσίγραφο που επιδόθηκε ήταν μια άραγε αναπάντεχη εξέλιξη που έλαβε μια παρορμητική απάντηση από τον Έλληνα πρωθυπουργό?
Κάθε άλλο, τα σύννεφα ενός νέου ευρωπαϊκού πολέμου πύκνωναν και γίνονταν απειλητικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Ίσως οι εξελίξεις να ήταν προδιαγεγραμμένες με τους προβληματικούς όρους ειρήνευσης που ακολούθησαν το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, το 1918. Σε μια επανάληψη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ελληνική ουδετερότητα θα ήταν και πάλι αναπόφευκτη, συμπέρασμα που είχαν συνειδητοποιήσει οι πρωταγωνιστές της τότε ελληνικής πολιτικής ζωής που τραγικά είχαν βιώσει τον εθνικό διχασμό.
Ήταν άραγε το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η αναπόφευκτη σύγκρουση των δημοκρατικών καθεστώτων με τον ολοκληρωτισμό, το ναζισμό και φασισμό?
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η άλλη έκφραση του ολοκληρωτισμού -ο κομμουνισμός- συντάχθηκε καθυστερημένα και εξ’ ανάγκης με τα δημοκρατικά καθεστώτα. Πιθανόν να μην αρκούσε η ιδεολογική αναμέτρηση για το ξέσπασμα της νέας τραγωδίας. Στο εύφλεκτο μείγμα συνυπήρχαν εθνικιστικές εξάρσεις, βαθιές εθνοτικές διαφορές, αλησμόνητοι πόθοι εθνικής ολοκλήρωσης, αλλά και κοινωνικές ανισότητες που είχαν προκύψει από μια βαθύτατη οικονομική κρίση που έπληξε την υφήλιο. Πολυεπίπεδες λοιπόν οι αιτίες αυτού του ξεσπάσματος. Μέσα σε αυτή τη γενικότερη αναταραχή, η γειτονική μας Ιταλία ζούσε μια έξαρση επεκτατικότητας που την υποδαύλιζε ο Μουσολίνι και το φασιστικό καθεστώς, αλλά μάλλον την αποδέχονταν η συντριπτική πλειοψηφία του ιταλικού λαού. Να μη ξεχνάμε ότι κάθε έθνος διέρχεται στιγμές αναζωπύρωσης του εθνικού αισθήματος που υπό κατάλληλες -εσωτερικές και εξωτερικές- συνθήκες μπορεί να εκλάβει επιθετικές-επεκτατικές διαθέσεις κατά γειτονικών λαών. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα γονιδιακής ανωμαλίας, ούτε αποκλειστικά και μόνο μια έκφραση των άγριων ορμών του καπιταλισμού, αλλά μια πολύ πιο σύνθετη έκφραση των διαθέσεων και επιδιώξεων των λαών που ανάγεται σε πολυάριθμες κοινωνικοπολιτικές αιτίες και σε συνάρτηση με το εξωτερικό περιβάλλον.
Έκανα αυτή την παρεκτροπή για να συνειδητοποιούσαμε ότι οι σημερινές μας τριβές με την Τουρκία δεν είναι αποτέλεσμα των επεκτατικών οραμάτων του «σουλτάνου» αλλά μια βαθύτερη και μακροχρόνια επιλογή των ελίτ της Άγκυρας με αποδοχή από τον τουρκικό λαό. Αντίστοιχη λοιπόν ήταν τότε και η αποδοχή των σχεδίων της φασιστικής ηγεσίας από τον συμπαθή και φίλο ιταλικό λαό και μόνο οι διαδοχικές αποτυχίες και ανθρώπινες απώλειες θα οδηγούσαν στην ανατροπή του καθεστώτος το 1943.
Δεν ήρθε λοιπόν αναπάντεχα η ιταλική εισβολή, είχε προηγηθεί τον Απρίλιο του 1939, η πραξικοπηματική εισβολή και κατάληψη της Αλβανίας από τα ιταλικά στρατεύματα. Να μη ξεχνάμε ότι το 1923, στο απόγειο της ελληνικής αδυναμίας, μήνες μετά την μικρασιατική καταστροφή, είχε προηγηθεί ο βομβαρδισμός και η προσωρινή κατάληψη της Κέρκυρας από τα ιταλικά στρατεύματα. Τα επόμενα χρόνια οι ελληνοϊταλικές σχέσεις γνώριζαν διακυμάνσεις με προσεγγίσεις αλλά και αντιθέσεις και τριβές που προέκυπταν από τον ιταλικό επεκτατισμό και τις ισορροπίες στον ευαίσθητο χώρο της Μεσογείου. Από τα μέσα του 1939, οι προκλήσεις αυξήθηκαν σε αέρα, θάλασσα και στεριά (Αλβανία). Ναι, και οι συμπαθέστατοι Ιταλοί, δημοσίευαν χάρτες με τη δική τους «γαλάζια πατρίδα», την περίφημη «mare nostrum» με το Αιγαίο και τα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα να έχουν κυρίαρχη θέση! Ναι, είχαμε και παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου, των χωρικών υδάτων αλλά ακόμη και βομβαρδισμούς πλοίων του ελληνικού πολεμικού ναυτικού από ιταλικά αεροσκάφη. Και δυστυχώς προχώρησαν περισσότερο από τους ανατολικούς μας φίλους, μη αρκούμενοι σε προσπάθειες για εμβολισμό σκαφών του λιμενικού μας και στις 15 Αυγούστου του 1940 τορπίλισαν και βύθισαν -με ανθρώπινες απώλειες- το εύδρομο Έλλη υπό τα όμματα της εορτάζουσας Θεομήτορος.
Πως αντέδρασε η Ελλάδα? Με «στρατηγική ψυχραιμία»! Η ταυτότητα του υποβρυχίου, καίτοι πασιφανώς γνωστή από την πρώτη στιγμή, αποσιωπήθηκε. Δηλαδή η Ελλάδα του 1940, με κυβερνήτη το στρατηγό Ιωάννη Μεταξά είχε επιλέξει την απορριπτέα στρατηγική του κατευνασμού? Αν πρέπει να απαντήσουμε μονολεκτικά θα δίναμε θετική απάντηση, πράγματι, η Ελλάδα έκανε ότι μπορούσε για να αποφύγει τον πόλεμο. Ήταν μια επιλογή που βασίζονταν στη ρεαλιστική αντίληψη των δεινών που θα έφερνε μια σύγκρουση με την Ιταλία και της κλιμάκωσης που θα ακολουθούσε λόγο της αναπόφευκτης -και επιζητούμενης- βρετανικής εμπλοκής αλλά και της συνεπακόλουθης γερμανικής αντίδρασης. Επιπρόσθετα, οι ψυχροί πίνακες των διαθέσιμων πολεμικών συστημάτων των δυνητικών αντιπάλων (Ελλήνων και Ιταλών) έδειχναν μια συντριπτική υπεροχή των τελευταίων στα επίφοβα και πολυδιαφημιζόμενα για την εποχή εκείνη, οπλικά συστήματα, άρματα και αεροπλάνα. Παράλληλα, οι διαθέσεις της Βουλγαρίας εξακολουθούσαν να είναι απειλητικές και ρεβανσιστικές ενώ ο στρατός αυτής της χώρας επίφοβος. Η Ελλάδα αγωνίζονταν να υλοποιήσει ένα τεράστιο για την εποχή εκείνη εξοπλιστικό πρόγραμμα. Πολλαπλές οι δυσκολίες μιας χώρας που μόλις 8 χρόνια προηγουμένως είχε -ουσιαστικά και τυπικά- χρεοκοπήσει. Πολλαπλές και οι δυσκολίες εξεύρεσης πολεμικού υλικού για προμήθεια καθώς όλες οι ευρωπαϊκές χώρες είχαν αποδυθεί σε ένα αγώνα εξοπλισμού για προστασία των συνόρων τους, αρνούμενες να εκτελέσουν ακόμη και προπληρωμένες παραγγελίες. Ούτε όμως και οι ενδεχόμενοι υποστηρικτές και σύμμαχοι της Ελλάδος -Βρετανία και Γαλλία- έδιναν με ευκολία εγγυήσεις ασφαλείας και όταν αυτές για πρώτη φορά δόθηκαν το 1939, δεν ήταν αξιόπιστες, ενώ ο ένας εκ των εγγυητών -η Γαλλία- κατέρρευσε μετά από λίγους μήνες. Υπό αυτές τις συνθήκες, μάλλον η Ελλάδα δεν είχε πολλές επιλογές στρατηγικής. Απορριπτέος λοιπόν ο κατευνασμός αλλά υπό προϋποθέσεις μπορεί να λειτουργήσει και να επιφέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, όταν και μόνο όταν, επιλεχθεί ως μια προσωρινή επιλογή προς κέρδος χρόνου και κατάλληλη προετοιμασία για πραγματοποίηση των στόχων μας. Όπως ακριβώς, λέμε και στο στρατό, αναλαμβάνουμε υποχωρητικές επιχειρήσεις προς κέρδος χρόνου και δημιουργία καταλλήλων συνθηκών για την επιθετική επιστροφή μας ή την καταστροφή του αντιπάλου.
Αυτές τις προετοιμασίες εκτέλεσε -επί τετραετία- με συνέπεια και σε άριστο βαθμό το δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά και καμία ιδεοληψία δεν μπορεί να ανατρέψει τα τεκμηριωμένα αυτά στοιχεία. Ορισμένες αποφάσεις -ακόμη και παραγγελίες πολεμικού υλικού- είναι αλήθεια ότι είχαν ληφθεί και τοποθετηθεί από το 1935, όμως το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, παρά την οικονομική στενότητα επέκτεινε όλες αυτές τις προετοιμασίες και τις υλοποίησε με αυστηρό χρονοδιάγραμμα και βάση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου αμύνης που περιλάμβανε όλα τα πιθανά ενδεχόμενα της εποχής. Η επιτελική αρτιότητα του καθεστώτος αποδείχθηκε όταν η αιφνιδιαστική ιταλική εισβολή στην Αλβανία, το 1939 ανέτρεψε τα αμυντικά δεδομένα της χώρας δημιουργώντας ένα ακόμη μέτωπο στα ήδη μακρά και πολλαπλώς απειλούμενα σύνορα μας. Η Αθήνα αντέδρασε με μερική επιστράτευση, προώθηση και ανάπτυξη των Μονάδων στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Τα συμπεράσματα που ανέκυψαν από αυτές τις ενέργειες μετετράπησαν στις αναγκαίες διορθωτικές ενέργειες ώστε η γενική επιστράτευση, τον Οκτώβριο του 1940, να πραγματοποιηθεί με επιτυχία.
Αν ανατρέξουμε στη δεκαετία του 1930 θα διαπιστώσουμε ότι η Ελλάδα κατέβαλε αγωνιώδεις προσπάθειες να δημιουργήσει ένα δίκτυο συμμαχιών που θα εξασφάλιζαν την εθνική ανεξαρτησία της. Οι δύο στυλοβάτες της ελληνικής ύπαρξης –Βρετανία και Γαλλία- αρνούνταν μέχρι το 1939 να δώσουν τις επιζητούμενες εγγυήσεις ασφαλείας που ζητούσε εναγωνίως η Αθήνα. Εφιάλτης των Ελλήνων στρατιωτικών μια αιφνιδιαστική επίθεση από τη Βουλγαρία και κάθοδος της στο προαιώνιο στόχο, το Αιγαίο Πέλαγος. Το ελάχιστο βάθος της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης σε συνδυασμό με το ορεινό αλλά κατηφορικό -προς τις ελληνικές πεδιάδες- έδαφος, καθιστούσε προβληματική κάθε αμυντική προσπάθεια. Τυχόν δε διάρρηξη του μετώπου, σε οποιαδήποτε σημείο θα είχε ως αποτέλεσμα τη διάσπαση της συνέχειας της ελληνικής αμυντικής γραμμής. Να μη λησμονούμε ότι η ελληνικότητα των επικαλούμενων «νέων χωρών» δεν είχε ακόμη εδραιωθεί παρά τη μαζική και τραγική άφιξη χιλιάδων προσφύγων το 1922.
Εκτός από τον πατροπαράδοτο εχθρό, τη Βουλγαρία, η Ελλάδα αντιμετώπιζε τον ιταλικό επεκτατισμό που πίεζε όχι μόνο από τα δυτικά αλλά και από νοτιανατολικά, από την ιταλοκρατούμενη Δωδεκάνησο, με μια επικίνδυνη σφήνα που κατευθύνονταν στην καρδιά της Ελλάδος, στο Αιγαίο. Ακόμη και η στάση της Γιουγκοσλαβίας ήταν αμφίθυμη καθώς η χώρα, μέχρι και την τελευταία στιγμή, σχοινοβατούσε μεταξύ του Άξονα και των δημοκρατικών καθεστώτων, ακούγοντας με ενδιαφέρον τις προτάσεις αμφοτέρων των πλευρών και σταθμίζοντας κέρδη και απώλειες. Το παράδοξο είναι ότι την ταραγμένη εκείνη εποχή, η Άγκυρα φαίνονταν ως ο λιγότερο επικίνδυνος γείτονας της χώρας μας, ο μοναδικός που δεν εξεδήλωνε προθέσεις σε βάρος της ακεραιότητας μας. Φυσικά αυτό δεν την εμπόδισε με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να μεταβληθεί σε έναν «επιτήδειο ουδέτερο» που διαρκώς διαπραγματεύονταν ανταλλάγματα για την είσοδο της στη σύγκρουση. Αρκετά από τα ανταλλάγματα που της δίνονταν -από αμφότερες τις πλευρές- για άλλη μια φορά ήταν σε βάρος του Ελληνισμού.
Σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση, οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες ακολούθησαν μια πολιτική δημιουργίας χαλαρών συμμαχιών που αρχικά είχαν ως στόχο την απομόνωση της Βουλγαρίας και εν συνεχεία την παρεμπόδιση επέμβασης μη βαλκανικών δυνάμεων στη χερσόνησο του Αίμου. Συνθήκες φιλίας, συνεργασίας, μη επίθεσης, με πολλούς περιορισμούς, αστερίσκους, δεσμευτικές και μη, διαδέχονταν η μια την άλλη σε διμερή και πολυμερή σχήματα, όλες όμως κατέρρευσαν όταν ο πόλεμος έφτασε στα σύνορα των Βαλκανίων. Το επισημαίνω, για να μην τρέφουμε ψευδαισθήσεις για τις δυνατότητες των 3μερών και 4μερών σχημάτων, που πολύ ορθά και προσεκτικά και με συνέπεια οι ελληνικές ηγεσίες οικοδομούν τα τελευταία χρόνια στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Δυστυχώς εκτιμώ ότι θα δικαιωθεί ο πρώην Α/ΓΕΕΘΑ και Υπουργός Άμυνας, Ναύαρχος Αποστολάκης, όταν επί του ιδίου θέματος και αναφερόμενος σε ενδεχόμενη σύγκρουση με την Τουρκία δήλωσε ξεκάθαρα ότι θα πολεμήσουμε μόνοι μας.
Το 1940, στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, η Βρετανία, εδώ και ήδη ένα χρόνο σε πόλεμο με τις δυνάμεις του Άξονα, στάθηκε στο πλευρό μας. Περιορισμένη η στρατιωτική εμπλοκή της, ένεκα ανεπάρκειας δυνάμεων και της απελπιστικής θέσης αλλά και θέλοντας να αποφύγει να προκαλέσει τους Γερμανούς. Ορισμένοι θα συμπληρώσουν ότι θεωρούσε την Ελλάδα ως μια χαμένη υπόθεση καίτοι αυτό δεν τεκμηριώνεται πλήρως από τα αρχεία που είναι σήμερα διαθέσιμα.
Η καταιγίδα ήταν λοιπόν ορατή και επεκτείνονταν σε πολλαπλά σημεία της ελληνικής μεθορίου και από πολλαπλές κατευθύνσεις. Οι διπλωματικές προσπάθειες συγκρότησης συμμαχιών αρκετές και προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά με πενιχρά αποτελέσματα, καθώς ουδείς -την εποχή εκείνη της αβεβαιότητας- δεν ήθελε να λάβει ισχυρές δεσμεύσεις για κάποιο άλλο κράτος. Η εθνική επιβίωση εξαρτιόνταν από την αρχή της «αυτοβοήθειας» στο μέγιστο βαθμό. Έχουμε άραγε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αυτό δεν συμβαίνει και σήμερα?
Ήταν όμως δυνατή μια ελληνική προσέγγιση προς τον Άξονα? Πολλάκις ειπώθηκε ότι ο Ιωάννης Μεταξάς αναγκάστηκε από το φόβο της ανατροπής του από τον Βασιλιά και τους Βρετανούς να ακλουθήσει τη συγκεκριμένη πολιτική με αποκορύφωμα την απόρριψη του ιταλικού τελεσίγραφου. Όμως ο Μεταξάς, με τη σύμφωνη γνώμη του Βασιλιά και των ενόπλων δυνάμεων, είχε προ καιρού επιλέξει το δρόμο της συστράτευσης με τις δυτικές δημοκρατίες. Μπορεί η μιλιταριστική συγκρότηση των δυνάμεων του Άξονα και οι πολεμικές επιτυχίες των ενόπλων δυνάμεων τους να αποσπούσαν το θαυμασμό των επαγγελματιών στρατιωτικών, παγκοσμίως αλλά και στην Ελλάδα, η ανάγνωση όμως των γεωπολιτικών ισορροπιών και ιδιαιτεροτήτων της χώρας καθιστούσε μονόδρομο τη συστράτευση μας στο πλευρό των Βρετανογάλλων. Η παράκτιος και νησιωτική φύση της χώρας επέβαλαν τη συνεργασία με τις ναυτικές δυνάμεις που έλεγχαν τη Μεσόγειο, δηλαδή την Βρετανία. Επιπλέον, οι συμπράξεις και στόχοι Ιταλίας και Βουλγαρίας καθιστούσαν αδύνατη οποιαδήποτε άλλη επιλογή. Οι ελληνικές ελίτ του 1940 είχαν πικρά αποκομίσει τα σωστά συμπεράσματα μετά την αποτυχημένη προσπάθεια διατήρησης της ουδετερότητας στο Α’ παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά συνέπεια είχαν αντιληφθεί ότι δεν υπήρχε η επιλογή της ουδετερότητας την εποχή εκείνη.
Ίσως η παρουσία ενός αποφασιστικού και ικανού δικτάτορα τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο να συνετέλεσε στην άρτια αμυντική προετοιμασία της χώρας. Μια προετοιμασία που επεκτάθηκε σε κάθε τομέα και σε κάθε δραστηριότητα. Γνωστή η οχύρωση της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου με τα οχυρά της «Γραμμής Μεταξά». Προσεκτική και η οχυρωματική οργάνωση -με ημιμόνιμα έργα εκστρατείας -και η έγκαιρη προώθηση Μονάδων προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Λιγότερο γνωστή, η επιμελημένη διασπορά και αποθήκευση των αρχαιολογικών θησαυρών της χώρας όπως και δεκάδες άλλες ενέργειες που αφορούσαν την πολιτική προστασία.
Από τον Απρίλιο του 1939, όπως προαναφέραμε, υπήρξε έντονη η αμυντική προπαρασκευή της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Προωθήσεις Μονάδων, δοκιμές σχεδίων, μυστικές επιστρατεύσεις, παθητικά μέτρα ασφαλείας στα αστικά κέντρα, παραγγελίες πολεμικών υλικών, εντατικοποίηση των εργασιών της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας και όλα αυτά διατηρώντας την ειρηνική μορφή της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων.
Σίγουρα ο Μεταξάς δεν επέλεξε να δώσει το πρωτογενές πλεόνασμα της εποχής του υπό μορφή παροχών και επιδομάτων στα όντως ταλαιπωρημένα λαϊκά στρώματα. Ως υπεύθυνος κυβερνήτης το έστρεψε στην πολεμική προσπάθεια, βέβαια δεν είχε το άγχος της επικράτησης στις επόμενες εκλογές και μάλλον δεν έδινε και λογαριασμό στα ΜΜΕ και φυσικά ούτε και στους πολιτικούς του αντιπάλους. Ευτυχώς δεν είχε και το άγχος της ανάρτησης στο twitter. Είχε όμως και αυτός να συγκρουστεί με τους «θεσμούς» της εποχής του και τα σκληρά οικονομικά μέτρα που είχαν θεσπιστεί το 1932 σε βάρος της χώρας μας. Σίγουρα δεν υπήρξε «άγιος». Ήταν άνθρωπος με πολλές ικανότητες και αδυναμίες, φιλόδοξος και με εμμονές όπως και η πλειονότητα των πρωταγωνιστών εκείνης της εποχής. Μεταχειρίστηκε διαφόρους μεθόδους και εκμεταλλευόμενος επιδέξια μια σειρά θανάτων πολιτικών προσώπων πέτυχε να αποσπάσει τη ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής και να καταστεί Πρωθυπουργός παρά το χαμηλό εκλογικό ποσοστό του. Πιστός στις εξαγγελίες του, δεν καθυστέρησε να προχωρήσει στη διάλυση της Βουλής και στην ανάληψη της δικτατορικής διακυβέρνησης. Δεν αξιολογούμε όμως εδώ σήμερα το πολιτικό έργο του Ιωάννη Μεταξά. Απλά για λόγους ιστορικής δικαιοσύνης πρέπει να αναγνωρίσουμε τη συμβολή του στην πολεμική προετοιμασία του έθνους και τη σθεναρή του απάντηση την κρίσιμη ώρα. Βέβαια η ιστορία εκδικείται, η καταπίεση του καθεστώτος, μαζί φυσικά και με πολλούς άλλους παράγοντες, εξέθρεψαν την τρομερή αδελφοκτόνο σύγκρουση της δεκαετίας του 1940. Όμως η Ελλάδα βρέθηκε προετοιμασμένη, στο μέτρο του δυνατού, για την ιταλική επίθεση. Και όχι μόνο για να αντιμετωπίσει την μεμονωμένη ιταλική επίθεση αλλά και μια ταυτόχρονη βουλγαρική επίθεση, εξ ου και τα σχέδια αμύνης ΙΒ, ΙΒα και ΙΒβ που καταρτίστηκαν για όλα τα ενδεχόμενα.
Μεγάλη συζήτηση και για την επιλογή του Γενικού Επιτελείου Στρατού και του Αρχιστρατήγου Παπάγου για υποχώρηση σε μεγάλο βάθος από την ελληνοαλβανική μεθόριο και άμυνα στην τοποθεσία Αμβρακικού. Μάλλον άδικες οι κατηγορίες καθόσον το αρχικό σχέδιο, ΙΒ, συνταχθέν λίγες ημέρες μετά την ιταλική κατάληψη της Αλβανίας και με υπαρκτό το ενδεχόμενο της άμεσης ιταλικής (και βουλγαρικής) εισβολής έπρεπε να εξασφαλίσει την διεξαγωγή της ελληνικής επιστράτευσης πίσω από μια αμυντική τοποθεσία που θα ήταν δυνατόν να κρατηθεί. Καθώς ο κίνδυνος αυτός απομακρύνθηκε βλέπουμε ότι νέα σχέδια, ΙΒα και ΙΒβ, συντάσσονται και η άμυνα σταδιακά μετατοπίζεται προς τη μεθόριο. Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1940, βρίσκουμε στις Οδηγίες Επιχειρήσεων τις πρώτες κατευθύνσεις για επιθετικές ενέργειες, από τη Δυτική Μακεδονία εναντίον του αντιπάλου στην Αλβανία.
Κριτική δέχεται και η υπενθύμιση του Αρχιστρατήγου Παπάγου τις πρώτες ημέρες της ιταλικής επίθεσης, προς τον διοικητή της VIII Μεραρχίας Πεζικού, Κατσιμήτρο, υπεύθυνο για την άμυνα της Ηπείρου, της πρωταρχικής αποστολής του, δηλαδή της απαγόρευσης των κατευθύνσεων προς Θεσσαλονίκη (μέσω Πίνδου) και προς Αθήνας. Ορισμένοι διέκριναν ηττοπάθεια σε αυτή την επέμβαση του Αρχιστρατήγου, άλλοι πάλι σύνεση, καθώς ήταν ήδη σε εξέλιξη η προσπάθεια διάσπασης της ελληνικής μεθορίου μεταξύ VIII Μεραρχίας Πεζικού και Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας στη Πίνδο, από την Μεραρχία Αλπινιστών Τζούλια. Επιπρόσθετα, η ιταλική επίθεση στο τομέα της Θεσπρωτίας είχε σημειώσει επιτυχία στον παραλιακό τομέα που ευτυχώς δεν έτυχε της απαιτούμενης εκ μέρους των Ιταλών εκμετάλλευσης. Με τη σταθεροποίηση της κατάστασης και την αποφυγή του κινδύνου της υπερκέρασης της VIII Μεραρχίας, ο Παπάγος επανήλθε με αυστηρές διαταγές πλέον περί αμύνης μέχρι εσχάτων.
Αυτά όλα σε επίπεδα ηγεσίας, η ελληνική εποποιία γράφτηκε όμως από τους χιλιάδες γνωστούς και αγνώστους ήρωες, πεσόντες, τραυματίες, αγωνιστές, γυναίκες της Ηπείρου και κυρίως από τους άταφους νεκρούς μας. Οι άνθρωποι αυτοί, ελάχιστοι εκ των οποίων σήμερα ζουν, παρουσιάστηκαν στα κέντρα επιστρατεύσεως σε μια εορταστική ατμόσφαιρα. Προωθήθηκαν στα σύνορα, ακόμη και με σύντονες πορείες σε ελάχιστο χρόνο και ρίχθηκαν αμέσως στην μάχη σε άσχημες καιρικές συνθήκες και σε ένα δύσκολο ορεινό περιβάλλον. Αντιμετώπισαν έναν αντίπαλο υπέρτερα εξοπλισμένο και ο οποίος παρά τις φημολογίες -που διέδιδε και η ελληνική προπαγάνδα για ανύψωση του ηθικού- πολέμησε με πείσμα. Αδιάψευστος μάρτυρας οι μάχες σώμα με σώμα, οι συνεχείς ανακαταλήψεις και αντεπιθέσεις αμφοτέρων των πλευρών για τον έλεγχο της Γκραμπάλας, του υψώματος 731 και άλλων λιγότερο γνωστών σημείων. Αδυσώπητος αντίπαλος, Ελλήνων και Ιταλών, οι καιρικές συνθήκες, με αποτέλεσμα χιλιάδες θυμάτων από κρυοπαγήματα. Παρά τις δυσκολίες, οι ελληνικές δυνάμεις αφού απέκρουσαν την ιταλική επίθεση, προχώρησαν στην αντεπίθεση απελευθερώνοντας τα μαρτυρικά εδάφη της Βορείου Ηπείρου για τρίτη φορά στον 20ο αιώνα. Μια ελληνική προέλαση αργή και μέσα από δυσπρόσιτα εδάφη, κινούμενοι επί των υψηλών ορέων και αποφεύγοντας τις λιγοστές επίφοβες πεδινές διαβάσεις με το φόβο των τεθωρακισμένων του εχθρού. Το επίφοβο αυτό όπλο, δεν επέφερε τα αποτελέσματα που προσδοκούσαν οι Ιταλοί στρατηγοί και όποτε χρησιμοποιήθηκε, ακινητοποιήθηκε από τα εύστοχα πυρά του ελληνικού πυροβολικού και τα καλά συντονισμένα αντιαρματικά κωλύματα. Ακόμη και η πολυάριθμη ιταλική αεροπορία δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τα ποσοτικά και ποιοτικά (σε υλικό) πλεονεκτήματα της δίνοντας σκληρό αγώνα με τα ελληνικά αεροσκάφη και αποτυγχάνοντας να επιφέρει τον κεραυνοβόλο πόλεμο που ονειρεύονταν η ιταλική ηγεσία. Ούτε και το ισχυρότατο ιταλικό ναυτικό μπόρεσε να ανατρέψει τη δραματική κατάσταση στα πεδία των μαχών ούτε και αμφισβήτησε την ελληνική παρουσία στις θάλασσες. Υπό το φόβο και του αγγλικού ναυτικού περιορίστηκε στη συνοδεία των ιταλικών νηοπομπών προς την Αλβανία που συχνά δέχονταν τις παράτολμες επιθέσεις από τα παλαιάς τεχνολογίας ελληνικά υποβρύχια.
Αναμφίβολος συντελεστής των ελληνικών επιτυχιών, ο έλληνας στρατιώτης, ο ήρωας που έκανε τον Τσώρτσιλ να αναφέρει ότι από δω και πέρα δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνας. Ήταν πράγματι οι πρόγονοι μας ηρωικές φυσιογνωμίες που δημιουργήθηκαν και σμιλεύθηκαν σε κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες που όμοιες τους δεν θα συναντήσουμε ξανά?
Συνηθισμένη και η ανησυχία όλων ημών: «είναι οι σημερινές γενιές άξιες για ανάλογα κατορθώματα και σελίδες δόξης εάν και όταν απαιτηθεί?».
Ουδείς μπορεί να εγγυηθεί για τις μελλοντικές εξελίξεις και πολύ δε περισσότερο για τις αντιδράσεις των ανθρώπων σε αυτές. Ένα είναι βέβαιο, οι μπαρουτοκαπνισμένοι πατεράδες των μαχητών του 1940, αυτοί που είχαν εξορμήσει από τη Μελούνα σκαρφαλώνοντας στον Σαραντάπορο, πολεμώντας για 10 συνεχή χρόνια και φθάνοντας στο Σαγγάριο, ανησυχούσαν και αυτοί -με το δίκαιο τους- για το εάν οι απόγονοι τους θα έδειχνα το ίδιο σθένος σε τυχόν δυσκολίες. Και όμως το έδειξαν. Όπως το ίδιο απαράμιλλο σθένος έδειξαν και οι προδομένοι μαχητές στη Κύπρο το 1974. Ανυπόμονοι και με υψηλό ηθικό και οι επίστρατοι μας το 1987, δίδοντας τον καλύτερο εαυτό τους. Με το ίδιο χαμόγελο αποβιβάστηκαν και στο ελικόπτερο ΠΝ 21 οι Καραθανάσης, Βλαχάκος και Γιαλοψός στα Ίμια το 1996 έχοντας πλήρη συναίσθηση των κινδύνων.
Ξέρω ότι θα συνεχίσετε να έχετε αμφιβολίες για το σθένος και μαχητικότητα της νέας γενιάς. Πιθανόν να αναρωτηθείτε πως οι καλομαθημένοι κανακάρηδες μας θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν μακριά από τα σπίτια τους, χωρίς ίντερνετ, χωρίς κινητό, σε ένα σύγχρονο σφαγείο με πληθώρα φονικών οπλικών συστημάτων.
Μην ρωτάτε όμως τι θα κάνουν τα παιδιά μας σε ένα τέτοιο υποθετικό αλλά όχι απίθανο και όχι μακρινό σενάριο. Ας ρωτήσουμε καλύτερα εμείς τους εαυτούς μας τι έχουμε εμείς κάνει -και όχι η πολιτεία- για να σφυρηλατήσουμε τη νέα γενιά. Και σταματάω εδώ, επανερχόμενος στην ιστορική αναδρομή, για να μη γίνω περισσότερο δυσάρεστος.
Εύλογα θα ρωτήσετε αν όλα πήγαν τέλεια για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις στο πόλεμο του 1940? Η κάθε πολεμική επιχείρηση συνοδεύεται από αριθμό λαθών – ατυχιών σε κάθε επίπεδο. Είναι η λεγόμενη «τριβή» κατά τον Πρώσο στρατηγό και συγγραφέα Clausewitz. Ενίοτε ο αντίπαλος που διαπράττει τα λιγότερα ή μάλλον τα λιγότερο σημαντικά λάθη είναι και ο νικητής της αναμέτρησης. Άτυχα περιστατικά υπήρξαν, αδυναμίες πολλές, διοικήσεις που δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, αποτυχία εκμετάλλευσης ευκαιριών, παρατηρήθηκαν ακόμη και μεμονωμένα περιστατικά λιποψυχίας. Η διοίκηση όμως του Αρχιστρατήγου, που καίτοι κατηγορήθηκε για παραμονή στην Αθήνα, υπήρξε στιβαρή. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Άμεσες αντικαταστάσεις διοικήσεων σημειώθηκαν όταν υπήρξαν δυσλειτουργίες. Ακόμη υπήρξε και μια δραματική αντικατάσταση Διοικητών Μεγάλων Μονάδων -λίγο πριν τη γερμανική εισβολή- όταν διαπιστώθηκαν αμφιβολίες και διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τη βέλτιστη λύση που έπρεπε να υιοθετηθεί έναντι της επερχόμενης καταιγίδος.
Στους εορτασμούς αλλά και στην πλειονότητα των ιστορικών διδασκαλιών εκτενώς εξετάζουμε τα γεγονότα της έναρξης του ελληνοϊταλικού πολέμου. Η εξέταση περιορίζεται στην ελληνική αντίσταση επί της μεθορίου, στην εν συνεχεία προέλαση στη Βόρειο Ήπειρο και στην ηρωική αντίσταση των οχυρών κατά των Γερμανοβουλγάρων.
Η περίοδος όμως από τις αρχές του 1941 αποτελεί αντικείμενο που θα έπρεπε λεπτομερειακώς να διδάσκεται στις σχολές διπλωματών, στα τμήματα διεθνών σχέσεων και στα ανώτατα στρατιωτικά ιδρύματα. Ατέλειωτες συζητήσεις μεταξύ Ελλήνων και Βρετανών για την εξεύρεση τρόπου αντιμετώπισης της επικείμενης γερμανικής εισβολής. Τεράστια πολιτικά και στρατιωτικά διλήμματα. Οι ορθολογικές βρετανικές στρατιωτικές προτάσεις για την αμυντική γραμμή αντιμετώπισης των Γερμανών άφηναν στα χέρια των εισβολέων τη Θράκη και όλη σχεδόν τη Μακεδονία. Απόφαση πολιτικά -ίσως απαράδεκτη- και με τεράστιο ρίσκο καθώς κάθε προς τα πίσω κίνηση πιθανόν να οδηγούσε στην κατάρρευση του ηθικού του στρατεύματος. Παρόμοιο το δίλλημα και στην Βόρειο Ήπειρο. Ορθολογικά θα έπρεπε ο στρατός να αποσυρθεί έγκαιρα σε μια γραμμή αμύνης κοντά ή και πίσω από την ελληνοαλβανική μεθόριο.
Η διεξαγωγή αποτελεσματικής άμυνας εναντίον Ιταλών-Γερμανών και Βουλγάρων στη μεθόριο -υπό τις τότε συνθήκες- ήταν μη ρεαλιστικός στόχος. Όλο τον 20 αιώνα, από την επέκταση της Ελλάδος στους Βαλκανικούς πολέμους, το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι ελληνικές στρατιωτικές ηγεσίες ήταν η δυσκολία άμυνας των εκτεταμένων βορείων μας συνόρων με το έλλειπες βάθος τους και την ανυπαρξία ισχυρών εδαφών για αναχαίτιση εισβολής από τις όμορες βόρειες χώρες. Εδώ και 50 χρόνια, ο κίνδυνος έχει βέβαια μετατοπιστεί ανατολικά αλλά δυστυχώς η γεωγραφία εξακολουθεί να μας δημιουργεί αντικειμενικές δυσκολίες στην προάσπιση των εκατοντάδων νησιών, μικρονήσων ακόμη και βραχονησίδων στο Αιγαίο Πέλαγος, σε απόσταση αναπνοής από τον αντίπαλο που διαθέτει και το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
Γυρνώντας στα διλήμματα εκείνης της εποχής πρέπει να επισημάνουμε ότι επιπρόσθετα η γιουγκοσλαβική διστακτικότητα και η μη ξεκάθαρη τοποθέτηση της, υπέρ του Άξονα ή υπέρ των Βρετανών ή ουδέτερη, δημιουργούσαν αμφιβολίες για ένα ακόμη μέτωπο, αυτό των κοιλάδων Αξιού και Μοναστηρίου. Από αυτές τις δύο κατευθύνσεις ήταν εφικτή η πλευροκόπηση της ελληνικής άμυνας, όπερ και εγένετο. Στο πολιτικό επίπεδο, εξίσου τεράστια τα ερωτηματικά. Στρατιωτικά αναγκαία η έγκαιρη βρετανική ενίσχυση αλλά αυτή θα έδινε το πρόσχημα για επέμβαση των γερμανικών στρατευμάτων. Και από στρατιωτικής πλευράς θα ήταν αρκετά αυτά τα βρετανικά στρατεύματα για να αντιμετωπίσουν τις χιτλερικές δυνάμεις? Αν ήταν μια αμφιβόλου αξίας δύναμη μήπως καλύτερα η Ελλάδα θα έπρεπε να απορρίψει τη βρετανική προσφορά? Οι Βρετανοί από την μεριά τους είχαν και αυτοί περιορισμούς καθώς είχαν εμπλακεί παγκοσμίως εναντίον υπέρτερων δυνάμεων. Η προσφορά τους ήταν τελικά για 21/2 περίπου μεραρχίες και με την προϋπόθεση αμύνης στη γραμμή Ολύμπου-Πίνδου. Η ελληνική θέση, ήταν άμυνα μέχρι εσχάτων στη μεθόριο. Ατέλειωτες συζητήσεις και επισκέψεις Βρετανών επιτελών στην Αθήνα. Η κατάσταση έγινε πιο δύσκολη με το αιφνίδιο θάνατο του Μεταξά τον Ιανουάριο του 1941. Θεωρίες συνωμοσίας μέχρι και σήμερα. Αναπόφευκτο χαρακτηριστικό κάθε προσωποπαγούς δικτατορικού καθεστώτος, το κενό εξουσίας όταν αποδημήσει ο ηγέτης. Πολιτικό κενό που προσωρινά καλύφθηκε από τον Βασιλιά και τον Παπάγο που τοποθέτησαν Πρωθυπουργό έναν αξιοπρεπή άνθρωπο, τον τραπεζίτη Αλέξανδρου Κορυζή.
Ατέρμονες οι διαπραγματεύσεις με τους Βρετανούς, ενίοτε εκβιαστικές οι θέσεις τους. Ορατή η καταιγίδα που πλησίαζε. Η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία έκανε την εισβολή αναπόφευκτη. Παράλληλα ο Μουσολίνι εξαπέλυσε την «εαρινή αντεπίθεση» στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο. Με τεράστιες θυσίες και προσπάθειες συντρίφθηκε και αυτή από τα ελληνικά στρατεύματα. Είχαμε όμως ξεπεράσει τις δυνάμεις μας. Η στρατιωτική ηγεσία, έχοντας συμμετάσχει στη μικρασιατική εκστρατεία και με νωπές τις μνήμες της καταστροφής κατανοούσε τον κίνδυνο της εξάντλησης και υπερεξάπλωσης. Ορατός ο κίνδυνος από το Επιτελείο του Παπάγου όπως και ο κίνδυνος μιας αποσύνθεσης που ενδεχόμενα θα δημιουργούσε μια υποχωρητική κίνηση σε βάθος. Τεράστιο και το ερώτημα της αντίδρασης των καταγόμενων από τη Θράκη και Μακεδονία στρατιωτών μας σε περίπτωση που εγκαταλείπαμε αυτές τις περιοχές για να αμυνθούμε, σύμφωνα με τις προτροπές των Βρετανών, στην -φύση ισχυρά- τοποθεσία Ολύμπου. Η γιουγκοσλαβική συνεργασία με τον Άξονα έκανε επιτακτική την εγκατάλειψη της ελληνοβουλγαρικής και ελληνογιουγκοσλαβικής μεθορίου και την κίνηση προς τη γραμμή Ολύμπου. Η άμεση πραξικοπηματική ανατροπή του φιλοναζιστικού καθεστώτος στο Βελιγράδι ανέτρεψε την προηγούμενη απόφαση και σφράγισε -αναγκαστικά πλέον και ελλείψει χρόνου- την ελληνοβρετανική απόφαση για άμυνα στη μεθόριο.
Όταν η γερμανική επίθεση ξεκίνησε στις 6 Απριλίου, νέες λαμπρές σελίδες δόξης γράφτηκαν. Η γιουγκοσλαβική όμως κατάρρευση και η γερμανική προέλαση μέσα από τα γιουγκοσλαβικά εδάφη και δια της κοιλάδας του Αξιού οδήγησε στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης και υπερκέραση των ελληνικών δυνάμεων της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Ένα νέο δράμα άρχιζε σχετικά με την τύχη του νικηφόρου στρατού της Ηπείρου που έπρεπε να υποχωρήσει, διατηρώντας τις μαχητικές του ικανότητες, στην ελληνοαλβανική μεθόριο και να αναπροσανατολιστεί για άμυνα κατά των Ιταλών από βορρά αλλά και των Γερμανών από ανατολάς. Σύντομα αποδείχθηκε ότι η προσπάθεια αυτή ήταν πέραν των ανθρωπίνων δυνατοτήτων. Η προέλαση των Γερμανών ταχύτατη ενώ αριθμός ελληνικών Μονάδων στην Ήπειρο άρχιζε να αποσυντίθεται κατά την προς τα πίσω κίνηση. Τραγικό το ερώτημα της συνέχισης της αντίστασης ή μιας αξιοπρεπούς συνθηκολόγησης της Στρατιάς της Ηπείρου. Ρεαλιστικές οι σκέψεις των διοικητών των Μεγάλων Μονάδων που έβλεπαν την αδυναμία πρόταξης αποτελεσματικής άμυνας υπό τις παρούσες συνθήκες και πρότειναν τη συνθηκολόγηση-παράδοση στους Γερμανούς και όχι στους ηττημένους Ιταλούς. Αταλάντευτος στην μέχρι εσχάτων άμυνα ο Παπάγος, που μάλλον έβλεπε πιο μακριά στην μεταπολεμική τοποθέτηση της Ελλάδος στο πλευρό των νικητών. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ο ελληνικός στρατός (ή μέρος αυτού) θα συνθηκολογούσε ενώ τα βρετανικά στρατεύματα θα εξακολουθούσαν να βρίσκονται μαχόμενα κατά των Γερμανών στην Ελλάδα. Την έντιμη αυτή θέση θα την αντάμειβε το Λονδίνο 13 χρόνια μετά λοιδορώντας τον και στοχοποιώντας τον για τις πατριωτικές θέσεις του στο κυπριακό ζήτημα. Τελικά τα γεγονότα οδήγησαν στη συνθηκολόγηση της Στρατιάς της Ηπείρου, με πρωτοβουλία του Διοικητή της, αντιστρατήγου Τσολάκογλου και σε πλήρη αντίθεση με τις διαταγές περί αμύνης μέχρι εσχάτων του Ελληνικού Στρατηγείου. Ίσως η καλύτερη δυνατή λύση με τα δεδομένα της στιγμής εκείνης. Η κατάρρευση όμως ήταν αναπόφευκτη και δραματική. Κορυφώθηκε με την αυτοκτονία του πρωθυπουργού Κορυζή, την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης και μια τρομερή σύγχυση ως προς τον τρόπο αντίδρασης των ελληνικών δυνάμεων στην επικείμενη είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Στις 27 Απριλίου η σβάστικα υψώθηκε στην Ακρόπολη. Το έπος του Βορειοηπειρωτικού Πολέμου και των Οχυρών τελείωνε, όχι όμως και ο πόλεμος που θα συνεχίζονταν σε Κρήτη, Μέση Ανατολή και στα βουνά, χωριά και πόλεις της Ελλάδος.
Συνοψίζοντας, το έπος του 1940 υπήρξε αποτέλεσμα του συνδυασμού της ασυγκράτητης ελληνικής ορμής και ηρωισμού και μιας πολύπλευρης εθνικής προετοιμασίας για αντιμετώπιση της καταιγίδας που πλησίαζε. Η άρτια στρατιωτική προπαρασκευή αλλά και οι ψύχραιμοι χειρισμοί -σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο- πιστώνονται στη δικτατορική κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά. Η επιτυχία στον πόλεμο, σύμφωνα και πάλι με τον Πρώσο στρατηγιστή Clausewitz, εδράζεται στην αγαστή συνεργασία λαού, ενόπλων δυνάμεων και κυβέρνησης. Το 1940 η «τριάδα» αυτή συνεργάστηκε αρμονικά με αποτέλεσμα την εποποιία του ελληνοϊταλικού πολέμου. Συνεκτικός δεσμός των τριών συνιστωσών ήταν η κατανόηση, αποδοχή και πίστη στον πολιτικό σκοπό του πολέμου και συγκεκριμένα στην εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της Ελλάδος.
Σήμερα απαιτείται μια ανάλογη σύζευξη των τριών στοιχείων προς όφελος της εθνικής στρατηγικής δηλαδή του βασικού πολιτικού στόχου που δεν είναι άλλος από τη διαφύλαξη και πάλι της εθνικής ανεξαρτησίας και υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων του Ελληνισμού. Βασική προϋπόθεση είναι να γίνει κατανοητή η πολυεπίπεδη φύση της απειλής, δηλαδή της τουρκικής. Μια απειλή που δεν προέρχεται από πολιτικά παίγνια στην Άγκυρα, ούτε είναι επιλογή του «σουλτάνου» ή της πρώην πανίσχυρης στρατογραφειοκρατείας, ούτε και γονιδιακή ανωμαλία του τουρκικού DNA. Οι αντιδράσεις και επιδιώξεις της Τουρκίας είναι η νομοτελειακή εξέλιξη της οικοδόμησης του νεώτερου τουρκικού έθνους που ενισχύεται από μια σημαντική αύξηση όλων των συντελεστών ισχύος: δημογραφία, οικονομία, ένοπλες δυνάμεις, διπλωματική επιρροή. Αν μάλιστα προσθέσουμε και μια βαθειά ριζωμένη αίσθηση υπεροχής, ένεκα της ιστορικής παρακαταθήκης της οθωμανικής αυτοκρατορίας και μιας θρησκευτικής έξαρσης τότε κατανοούμε καλύτερα τη φύση και το μέγεθος της απειλής που εκδηλώνεται με έντονη επεκτατικότητα σε βάρος όλων των γειτόνων της. Ανάλογα βέβαια χαρακτηριστικά επέδειξε το 1940 και η ιταλική -φασιστική- αυτοκρατορία του Μουσολίνι και ηττήθηκε κατά κράτος από τους Έλληνες, σε αντίθεση με τις ρηχές προβλέψεις όλων των «οίκων αξιολόγησης» της εποχής εκείνης!
Ελπίζω με την ομιλία μου να σας απέδειξα ότι ο ελληνικός θρίαμβος δεν ήταν μια αναπάντεχη εξέλιξη αλλά το αποτέλεσμα της αρμονικής σύζευξης της πολεμικής «ιερής τριάδος», λαού, ενόπλων δυνάμεων και κυβέρνησης. Αυτούς όλους τους συντελεστές της νίκης του 1940 τιμούμε σήμερα και υποκλινόμαστε μπροστά τους. Διδασκόμαστε από τη γενναιότητα τους, την αυτοθυσία τους, την καρτερικότητα τους, αλλά και τα σφάλματα τους.
Βασικό εχέγγυο της εθνικής επιβίωσης μας δεν μπορεί παρά να είναι η γνώση της ιστορίας μας, όχι βέβαια μέσα από μια ξηρή αποστήθιση γεγονότων και χρονολογιών αλλά μέσω μιας αντικειμενικής και ψύχραιμης προσέγγισης γεγονότων και εξελίξεων, δημιουργιών και καταστροφών, προσωπικοτήτων και καθημερινών ανθρώπων, επιτυχιών και αποτυχιών και μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες.
Το τιτάνιο αυτό έργο της βίωσης της ελληνικής ιστορίας είναι αποστολή του κράτους, με βασικό του όργανο την εθνική Παιδεία. Χωρίς όμως τη συμβολή της οικογένειας είναι αμφίβολη η επιτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος. Η πρωταρχική ευθύνη της διαπαιδαγώγησης των παιδιών ανήκει σε εμάς, στην οικογένεια. Ας μιλήσουμε απόψε κιόλας στα παιδιά και εγγόνια μας για τους παππούδες και γιαγιάδες τους που έκαναν τους ήρωες να πολεμούν σαν Έλληνες. Αν μιλήσουμε ειλικρινά στις ψυχές τους και κυρίως αν οι δικές μας καθημερινές πράξεις συμβαδίζουν με τα λόγια μας τότε να είμαστε βέβαιοι ότι αυτά δεν θα υστερήσουν των μαχητών του 1940.
Με αυτή την προτροπή σας καλώ να αναφωνήσουμε:
Ζήτω το έπος του 1940 και οι αθάνατοι συντελεστές του.
Ζήτω η Ελλάδα.
Χρόνια μας πολλά και σας ευχαριστώ.
ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ- Αντιστράτηγος (εα)
• Πτυχιούχος τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου
• Μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
• Υποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
• Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
• Συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ)
• Διαλέκτης και συνεργάτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ)
• Τηλ: 0030-210-6543131, 0030-6983457318
• E-mail: rafaelmarippo@yahoo.gr