Blog

Ιπποκράτης Δασκαλάκης*: Η αμερικανική απόσυρση από την JCPOA και οι συνέπειές της

Ιπποκράτης Δασκαλάκης*: Η αμερικανική απόσυρση από την JCPOA και οι συνέπειές της

Είναι γεγονός ότι η πλειονότητα των δυτικών αλλά και αμερικανικών αναλύσεων τοποθετείται επικριτικά για την πρόσφατη απόφαση του Προέδρου Τραμπ (09 Μαΐου) να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμφωνία Joint Comprehensive Plan of Action (JCPOA).


Η αμερικανική απόσυρση από την JCPOA και οι συνέπειές της

Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η απόφαση απόσυρσης αποτελεί μέρος μιας σειράς τολμηρών επιλογών της αμερικανικής προεδρίας, η τελική έκβαση των οποίων θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη των γεγονότων και τις αλληλοεπηρεαζόμενες αντιδράσεις και θέσεις όλων των εμπλεκομένων. Ίσως η ρευστότητα της καταστάσεως και η αδυναμία προβλέψεων να αποδίδεται εύστοχα με το διαρρεύσαν υποτιθέμενο «talking points» του Λευκού Οίκου όπου στο ερώτημα αν οι ΗΠΑ θα είναι ασφαλέστερες μετά την αποχώρηση από τη συμφωνία δίδεται η αφοπλιστική απάντηση «ειλικρινά δεν ξέρουμε»! Θα πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι ο Τραμπ προχωράει με συνέπεια στην υλοποίηση σε αρκετές από τις αμφιλεγόμενες προεκλογικές δεσμεύσεις του.

Τελικά η JCPOA ήταν μια πετυχημένη συμφωνία που ικανοποιούσε όλες τις πλευρές και απομάκρυνε τον κίνδυνο της απόκτησης πυρηνικών όπλων από την Τεχεράνη? Έχει αποδειχθεί ότι οι επίπονες προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας να περιορίσει την εμφάνιση νέων πυρηνικών δυνάμεων ως επί το πλείστον δεν είναι επιτυχείς. Σίγουρα αυξάνουν δραματικά το χρόνο και το συνολικό κόστος απόκτησης πυρηνικών όπλων αλλά δεν μπορούν να αποτρέψουν την εκπλήρωση αυτού του στόχου από ένα αποφασισμένο κράτος. Υπό αυτό το πρίσμα η JCPOA έθετε συγκεκριμένους περιορισμούς στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και μηχανισμούς ασφαλείας για την παρεμπόδιση ανάπτυξης πυρηνικών όπλων την επόμενη δεκαετία.

Ενδεχομένως, δεν μπορούμε να κρίνουμε την αξιοπιστία των στοιχείων που πρόσφατα παρέθεσε ο ισραηλινός πρωθυπουργός, η Τεχεράνη διατηρεί όχι μόνο τη βούληση να καταστεί πυρηνική δύναμη αλλά και τη σχετική τεχνογνωσία που αποκόμισε από τις μακροχρόνιες προσπάθειες της. Ουδείς εχέφρων μπορεί να φανταστεί ότι μια παρόμοια με τη JCPOA συμφωνία, διαγράφει τους μακροχρόνιους στόχους επαύξησης της ισχύος, κρατών με εθνικά και θρησκευτικά κίνητρα απόκτησης ηγεμονικού ρόλου όταν μάλιστα θεωρούν, δίκαια ή όχι, ότι ευρίσκονται σε σφικτό εγκλωβισμό από τους αντιπάλους τους. Άρα ο στόχος της συμφωνίας είναι απλά το κέρδος χρόνου ώστε η Τεχεράνη να μην αποκτήσει επί του παρόντος πυρηνικά όπλα, εξέλιξη που σίγουρα θα οδηγήσει τις απρόβλεπτες και αλληλοϋπονομευόμενες χώρες της περιοχής σε έναν επικίνδυνο πυρηνικό ανταγωνισμό.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η συμφωνία δεν έθετε περιορισμούς στη συνέχιση του πυραυλικού προγράμματος της Τεχεράνης, ούτε και όρια στην εμπλοκή της στα διάφορα θέατρα επιχειρήσεων της περιοχής. Το πρόγραμμα ανάπτυξης πυραυλικών φορέων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προσπάθειας ενός κράτους να καταστεί πυρηνική δύναμη διότι με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η εγγυημένη χρήση των πυρηνικών όπλων. Ως εκ τούτου πράγματι αποτελεί σημαντικό κενό της συμφωνίας.

Επιπλέον, η μερική άρση των κυρώσεων, που ακολούθησε την επαλήθευση της τήρησης της συμφωνίας από τη Τεχεράνη, επέτρεψε την πρόσκτηση εσόδων από την τελευταία που ισχυροποίησαν τη χώρα διευκολύνοντας και τη χρηματοδότηση του πυραυλικού προγράμματος και των στρατιωτικών εμπλοκών της. Αριθμός κυρώσεων, ειδικά σε τομείς διάχυσης υψηλής τεχνολογίας παρόμοιας με αυτή που χρησιμοποιείται σε πυραυλικά προγράμματα, παραμένουν σε ισχύ.
Η κυβέρνηση Obama σίγουρα ήταν ενήμερη των προβλημάτων που αντιμετώπιζε η JCPOA. Η σύναψη της συμφωνίας όμως εκτιμήθηκε ότι πλέον του κέρδους χρόνου, επέτρεπε τη συνέχιση της αμερικανικής απόσυρσης από την περιοχή την ίδια εποχή που η αντιμετώπιση της ισλαμιστικής σουνιτικής τρομοκρατίας επανέφερε το αμερικανικό ενδιαφέρον αλλά και στρατιωτικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή. Ίσως να πιθανολογήθηκε και ότι η αναμενόμενη βελτίωση της ιρανικής οικονομίας θα επέτρεπε την ενδυνάμωση των μετριοπαθών φωνών που έχουν κουραστεί από την πολύχρονη απομόνωση της χώρας τους. Επίσης λήφθηκε υπόψη ότι η απομόνωση της Τεχεράνης, έδινε πρόσφορο έδαφος επέκτασης της επιρροής της Μόσχας και του Πεκίνου.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αμερικανική πολιτική την πρώτη δεκαετία μετά την κατάρρευση του σοβιετικού συνασπισμού στράφηκε στην παγκόσμια εγκαθίδρυση καθεστώτων προσανατολισμένων στα δυτικά ιδεώδη και αξίες. Η δεύτερη δεκαετία σηματοδοτήθηκε με την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας για να επανέλθουν σταδιακά σήμερα, την τρίτη δεκαετία, οι κλασσικές αντιλήψεις που επανατοποθετούν τα κράτη-δρώντες (ιδίως Ρωσία και Κίνα) στο επίκεντρο του αμερικανικού ενδιαφέροντος. Το Ιράν, από την εποχή της ανατροπής του Σάχη (1979) σταθερά αποτελεί αντίπαλο κάθε αμερικανικής εμπλοκής στην περιοχή ενώ έχει ταυτιστεί και με την υποστήριξη τρομοκρατικών οργανώσεων υπεύθυνων για αιματηρά πλήγματα κατά αμερικανικών και όχι μόνο, στόχων. Η σταθερή αυτή αντιπαλότητα σε συνδυασμό και με τις συχνά επαναλαμβανόμενες ιαχές προθέσεων ολικής καταστροφής του πλέον στενού συμμάχου της Ουάσιγκτον, επιτείνουν την καχυποψία και καθιστούν το ενδεχόμενο απόκτησης πυρηνικών όπλων, ως τη μέγιστη απειλή για την επιβίωση του Ισραήλ.

Έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία και η αναμενόμενη επαναφορά των κυρώσεων (τουλάχιστον από την Ουάσιγκτον) αποβλέπει στην οικονομική αποδυνάμωση της Τεχεράνης κυρίως μέσω της μείωσης των εξαγωγών υδρογονανθράκων. Αρκετοί αμφιβάλουν αν η επαναφορά των κυρώσεων θα πλήξει καίρια τις ιρανικές εξαγωγές ενέργειας -όπως συνέβει μετά το 2012- αναγκάζοντας την Τεχεράνη να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Επίσης μια παρόμοια κίνηση θα είναι ριψοκίνδυνη καθώς ενδέχεται να οδηγήσει σε μη ελεγχόμενη αύξηση των τιμών των καυσίμων (ήδη το πετρέλαιο έχει αγγίξει την υψηλότερη τιμή από το 2014). Παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ αποτελούν πλέον χώρα εξαγωγής υδρογονανθράκων (σχιστολιθικά πετρώματα), η αύξηση της τιμής των καυσίμων ενισχύει τη ρωσική οικονομία ενώ η αναμενόμενη ύφεση στη διεθνή οικονομία έχει αρνητικές επιπτώσεις στις παγκοσμιοποιημένες αμερικανικές εταιρείες. Ελλοχεύει επίσης ο κίνδυνος του ριζικού προσανατολισμού των ιρανικών εξαγωγών στις χώρες του Ειρηνικού χωρίς να επιτευχθεί ο στόχος της αποδυνάμωσης της οικονομίας του. Εξάλλου η επιτυχία της επανάληψης των κυρώσεων κατά της Τεχεράνης θα εξαρτηθεί και από τη συμμετοχή των υπολοίπων κρατών.

Με δεδομένο μάλιστα ότι η Διεθνής Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) έχει δηλώσει ότι μέχρι σήμερα η Τεχεράνη σέβεται τις προβλέψεις της συμφωνίας, η θέση των λοιπών δυτικών κρατών είναι αμφίβολη. Ρωσία και Κίνα εκτιμάται ότι δεν θα συμμετάσχουν σε οποιοδήποτε είδους κυρώσεις ενώ η Ευρώπη, ανησυχώντας για την απώλεια των σε εξέλιξη επενδύσεων και οικονομικών επαφών με την Τεχεράνη, δηλώνει μέχρι στιγμής την πρόθεση παραμονής στη συμφωνία. Το ερωτηματικό είναι κατά πόσο οι μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες θα επιλέξουν τη συνέχιση των επαφών με την Τεχεράνη διακινδυνεύοντας αμερικανικά αντίμετρα, εξέλιξη που θα επιδεινώσει το ήδη τεταμένο περιβάλλον των οικονομικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αμφιβολία επίσης εκφράζεται για το χρόνο και την πολυπλοκότητα των ρυθμίσεων που θα απαιτηθούν από την πλευρά της Ουάσιγκτον για την επαναφορά των κυρώσεων κατά της Τεχεράνης.

Σε κάθε περίπτωση η αμερικανική κίνηση απόσυρσης φέρνει σε δύσκολη θέση την Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως τη Γαλλία και Γερμανία. Η JCPOA έτυχε της μακροχρόνιας στήριξης της Ευρώπης και η αμερικανική απόσυρση, μετά από αποτυχημένες προσπάθειες του Τραμπ να εφελκύσει την Ένωση στην απόφαση του, αυξάνει τις τριβές μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, επιμένοντας στην υποστήριξη της JCPOA, θα βρεθεί σύντομα στη δύσκολη θέση να δημιουργήσει το αναγκαίο υπόβαθρο για να προστατεύσει τις ευρωπαϊκές εταιρείες που θα συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται στο Ιράν, από τις αμερικανικές κυρώσεις. Η πιθανολογούμενη αδυναμία δημιουργίας αυτής της ομπρέλας θα επιβαρύνει την ήδη ασθενική εικόνα της αυτόνομης ευρωπαϊκής οντότητας. Τυχόν απρόσμενη επιτυχία της, η οποία θα κριθεί στην πράξη από την ανταπόκριση των εταιρειών, θα αποτελέσει ένα περαιτέρω βήμα στην όξυνση του αδιέξοδου εμπορικού ανταγωνισμού Ευρώπης με ΗΠΑ.

Σημαντική επιρροή στην απόφαση του αμερικανού προέδρου δίδεται και στην προσωπική του εμμονή κατά των επιλογών της πολιτικής του προκατόχου του που χαρακτηρίζει ως εθνικά επιζήμιες. Μάλιστα η πρόσφατη υλοποίηση της δέσμευσης του για μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ καταδεικνύει ότι είναι πρόθυμος να αναλάβει το ρίσκο μιας κλιμάκωσης «ταράσσοντας τα νερά» στα χρόνια αδιέξοδα προβλήματα της περιοχής. Η μετακίνηση της πρεσβείας φαίνεται να λαμβάνει χώρα με τις ελάχιστες αντιδράσεις των αραβικών κρατών ενώ υφίσταται μια ανίερη συμμαχία μεταξύ Τελ-Αβίβ και Ριάντ κατά της Τεχεράνης.

Η στρατηγική του Τραμπ δεν μπορεί να καταδικαστεί εκ προοιμίου αλλά και αυτή φαίνεται να ισορροπεί μεταξύ της επιθυμητής και διακηρυχθείσας απόσυρσης από την περιοχή με τη διατήρηση της δεσπόζουσας θέσης με το ελάχιστο κόστος. Κόστος για το οποίο αναζητούνται πρόθυμοι σύμμαχοι να το αναλάβουν ενώ θα επισείετε η απειλή της ισλαμιστικής σουνιτικής τρομοκρατίας και της επέκτασης του σιιτικού άξονα. Ο τελευταίος έχει κατορθώσει να διατηρήσει, με πολύ αίμα και χρήμα, τα ερείσματα του σε Συρία, Λίβανο, Ιράκ και Υεμένη χωρίς, για διαφόρους ανά περίπτωση λόγους, να έχει εξασφαλίσει την επιζητούμενη σταθερότητα του. Η Τεχεράνη θα μπορούσε να επικαλεστεί, με αρκετή αληθοφάνεια, ότι σε όλα αυτά τα μέτωπα ενεργεί αμυνόμενη στις αποσταθεροποιητικές ενέργειες ή επεμβάσεις σουνιτικών κύκλων. Η Ουάσιγκτον ισχυρίζεται ότι οι «μουλάδες» εκμεταλλεύονται την αναταραχή που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή και χρησιμοποιώντας ευέλικτες και σχετικά χαμηλού κόστους τακτικές και ενέργειες, επεκτείνουν τη ζώνη επιρροής τους. Πραγματικά η Τεχεράνη έχει κατορθώσει να ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, ακόμη και τμήματα της Μέσης Ανατολής όπου το σιιτικό στοιχείο αποτελεί μειοψηφία. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι το αραβικό σιιτικό Ιράκ, ανατρέχει στη βοήθεια της Ιρανών ομοθρήσκων αλλά παράλληλα προσπαθεί να απαλλαγεί από το σφικτό εναγκαλισμό τους.

Αποφασιστικός παράγοντας στις εξελίξεις και η στάση της Ρωσίας. Η Μόσχα σε αγαστή συνεργασία με την Τεχεράνη εξασφάλισε την επιβίωση του καθεστώτος Assad αλλά φαίνεται ότι δεν επιθυμεί να εμπλακεί στο ισραηλινό-ιρανικό ανταγωνισμό, πρόθεση που είναι γνωστή και στους δύο αντιπάλους. Πλέον όχι μόνο η Hezbollah αλλά και ιρανικά παραστρατιωτικά τμήματα (ίσως και τακτικά) βρίσκονται εγγύς των συνόρων του Ισραήλ. Ο ιρανικός βομβαρδισμός θέσεων του ισραηλινού στρατού στα κατεχόμενα υψώματα του Γκολάν προκάλεσε την άμεση βίαιη αντίδραση του Τελ-Αβίβ. Η Τεχεράνη εκτιμάται ότι δεν επιθυμεί την πολεμική αναμέτρηση, σε οποιαδήποτε κλίμακα, με το Ισραήλ απλά αναλαμβάνοντας το αναμενόμενο κόστος ήθελε να στείλει μήνυμα της παρουσίας και δυνατοτήτων της. Εξάλλου στα σύνορα Λιβάνου-Ισραήλ επικρατεί από το 2006 μια πρωτόγνωρη ηρεμία με τη Hezbollah να αποφεύγει οποιαδήποτε πρόκληση. Οι ιρανικές παραστρατιωτικές δυνάμεις και οι σύμμαχοι τους, σε Συρία και Λίβανο, αποτελούν ένα στρατηγικό όπλο πίεσης σε βάρος του Τελ-Αβίβ και την ύπαρξη αυτού του πολύτιμου εργαλείου δεν θέλει να διακινδυνεύσει η Τεχεράνη. Η Μόσχα, έχοντας επιτύχει τους στρατηγικούς της στόχους στη Συρία, διατηρεί διαύλους επικοινωνίας με το Τελ-Αβίβ και δεν επιθυμεί μια ανεξέλεγκτη ιρανική εμπλοκή στη χώρα αυτή και μάλλον δρα αποτρεπτικά σε οποιαδήποτε απερίσκεπτη κίνηση του Ιράν.

Κάτω υπό αυτές τις συνθήκες καλείται η αμερικανική κυβέρνηση να χαράξει τα επόμενα βήματα της. Επί του παρόντος έχει αρκεστεί στην ανακοίνωση της απόσυρσης της από τη JCPOA χωρίς να βιάζεται να εξαγγείλει μαζικές κυρώσεις κατά του Ιράν. Σίγουρα η επαναφορά των κυρώσεων, την αποτελεσματικότητα των οποίων πολύ αμφισβητούν, είναι θέμα χρόνου. Μάλιστα ενδεχομένως να συνδυαστούν και με σκληρές προεδρικές δηλώσεις ανάσχεσης της ιρανικής επεκτατικότητας με το ενδεχόμενο της ισραηλινής αεροπορικής προσβολής να επικρέμεται. Εξάλλου και ο Τραμπ είναι οπαδός της σκληρής πολιτικής Reagan έχοντας υιοθετήσει ακόμη και την ίδια με τον τελευταίο ρητορική αναφορά στην ενδεχόμενη αβίαστη πίεση του κομβίο εξαπόλυσης του πυρηνικού Αρμαγεδδώνα.

Το επιχειρησιακό ζητούμενο για την Ουάσιγκτον είναι να εξασφαλίσει τη μη επέκταση της ιρανικής επιρροής στο έδαφος με την ελαχίστη παρουσία-εμπλοκή αμερικανικών δυνάμεων, δηλαδή με τη χρήση «αντιπροσώπων». Για το στόχο αυτό θα απαιτηθεί η συγκρότηση ενός αρραγούς μετώπου των σουνιτικών -και όχι μόνο- κρατών της περιοχής που χωρίς ρεβανσιστικές ακρότητες θα αναδείξουν την αναποτελεσματικότητα και το υψηλό κόστος οποιαδήποτε ιρανικής προσπάθειας επέκτασης. Υπόψη ότι η Τεχεράνη από έλλειψη σύγχρονων στρατιωτικών δυνατοτήτων καταφεύγει σε ανορθόδοξες και χαμηλού κόστους τακτικές όχι αποκλειστικά βασιζόμενες στην ένοπλη άμεση σύγκρουση. Η συγκρότηση όμως αυτού του συνασπισμού προσκρούει στις αντικρουόμενες επιδιώξεις και ανταγωνισμούς μεταξύ των σουνιτικών κρατών και δυναστειών. Ο πειρασμός της υποκινούμενης προσπάθειας εκ των έσω ανατροπής του θεοκρατικού καθεστώτος εμπεριέχει κινδύνους συσπείρωσης του λαού πέριξ της ηγεσίας και δεν έχει αποδώσει μέχρι τώρα στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Ακόμη όμως και μια καθεστωτική αλλαγή δεν εγγυάται την αδρανοποίηση των ισχυρών εθνικών (ιρανικών-περσικών) και θρησκευτικών (σιιτικών) αισθημάτων του λαού.

Η στρατηγική όμως στόχευση πρέπει να αποβλέπει στην παρεμπόδιση μόνιμης μετακίνησης της Τεχεράνης στο στρατόπεδο των αναδυομένων γεωστρατηγικών αντιπάλων της Ουάσιγκτον (Ρωσίας, Κίνας). Άρα η πολιτική της Ουάσιγκτον πρέπει να οδηγεί την ηγεσία της Τεχεράνης να αντιληφθεί τις συνέπειες της αμερικανικής αποχώρησης από τη συνθήκη και συγχρόνως να της δίδεται κατάλληλη ευκαιρία για μια επαναδιαπραγμάτευση που θα επιτρέπει την πανηγυρική αποδοχή της από όλες τις πλευρές. Το ζητούμενο αυτό -επαναδιαπραγμάτευση- όμως φαίνεται ότι απομακρύνθηκε με τη θεαματική αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία και την επιλογή της επαναφοράς των κυρώσεων. Το ότι μια πολιτική όξυνσης και εν συνεχεία μυστικής προσέγγισης φαίνεται ότι δούλεψε -υπέρ αμφοτέρων των πλευρών- με τον «rocket man» της Βορείου Κορέας, δεν διασφαλίζει ότι θα λειτουργήσει και με τους «Μουλάδες» της Τεχεράνης καθώς αρκετοί παράγοντες διαφοροποιούν τα δύο καθεστώτα.

*Ο κ. Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Υποστράτηγος (εα). Πτυχιούχος τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου. Μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ).Συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ).Διαλέκτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ).

Αφήστε μια απάντηση