«Κόσοβο, 12 χρόνια μετά…: Ο κίνδυνος της αναγνώρισης»- Από Militaire News
«Κόσοβο, 12 χρόνια μετά…: Ο κίνδυνος της αναγνώρισης»-
Από Militaire News
23/08/202 | 13:50
Γράφει ο Ι.Θ. Μάζης
Γενικές εισαγωγικές σκέψεις: Η Γεωπολιτική της Βαλκανικής
Ότι η περιοχή της Βαλκανικής, με την περιρρέουσα αυτής θαλάσσια περιοχή που στην ουσία συνιστά τμήμα του ευρύτερου συμπλόκου – Ευξείνου Πόντου – Βαλκανικής – Ανατολικής Μεσογείου – Μικράς Ασίας – Μέσης Ανατολής/Ανατολικής Βορείου Αφρικής (κεντρικής και ανατολικής ΜΕΝΑ), έχει «φιλοξενήσει» τις σημαντικότερες γεωπολιτικές εξελίξεις της καταγεγραμμένης ιστορίας της Ανθρωπότητας, είναι αδιαμφισβήτητο πλέον ιστορικό δεδομένο. Ότι θα συνεχίσει να παραμένει το παγκόσμιο βαρύκεντρο, καθόσον, όπως έχω εδώ και δεκαετίες μελετήσει και προβλέψει, όλοι οι βασικοί οδοί ροής συνιστωσών ισχύος, θα διέρχονται και μάλιστα τεμνόμενες(!) στο πλαίσιο του ανωτέρω Συμπλόκου, είναι κάτι που δημιουργεί εύλογο προβληματισμό, δεδομένου ότι αυτό το ιστορικο-γεωπολιτικό προνόμιο παρατηρείται από επιστημονικά ερευνητικά Κέντρα, αλλά και από την διεθνή πολιτική ηγεσία. Εξού και το ενδιαφέρον τους, αλλά και οι στρατηγικοί σχεδιασμοί των περί προβολής της ισχύος των εις το ανωτέρω Σύμπλοκον. Στην σύγχρονη εποχή, ο γερµανός καγκελάριος και στην ουσία εθνάρχης του σύγχρονου γερμανικού imperium, Όττο Φον Μπίσµαρκ είχε επισημάνει ότι «Αν ποτέ συµβεί τυχόν κάποιος άλλος πόλεµος στην Ευρώπη, θα προκύψει από κάποια ανοησία στα Βαλκάνια». Μια πρόβλεψη που –δυστυχώς- έμελε να επιβεβαιωθεί, και μάλιστα, δις, κατά τον 20ο αιώνα, με πρωτεργάτες μάλιστα τους διαδόχους του. Ο δε εκπρόσωπος του αντιπάλου γεωπολιτικού δέους, ο Statesman της πάλαι ποτέ θαλάσσιας αυτοκρατορίας της Γηραιάς Αλβιόνος, ο βρετανός Πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ φέρεται να διεκδικεί την πατρότητα της γεωπολιτικώς, αλλά και ιστορικώς εξαιρετικά ακριβούς εκτιμήσεως ότι «Τα Βαλκάνια έχουν την τάση να παράγουν περισσότερη ιστορία από αυτήν που µπορούν να καταναλώσουν».
Οι πρόσφατες εξελίξεις κρίσεως μεταξύ Πρίστινα και Βελιγραδίου ωθήσασες εις την έκδοση διοικητικής οδηγίας (για την επισήμανση στις πινακίδες των αυτοκινήτων) από την πλευρά του Κοσόβου και προειδοποιητικό διάγγελμα από τον Σέρβο Πρόεδρο Αλεξάντερ Βούσιτς, μας θύμισαν το ότι η περιοχή διατηρείται σε σημείο γεωστρατηγικού βρασμού εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες (κατά τη σύγχρονη περίοδο).
Η πρόσφατη κρίση Βελιγραδίου – Πρίστινα (Ιούλ.–Αύγ. 2022)
Συνοπτικά, το ζήτημα της πρόσφατης κρίσης Βελιγραδίου – Πρίστινα είχε ως εξής:
Η μονομερής ανεξαρτητοποίηση της Πρίστινα το 2008, είχε ως αποτέλεσμα το Κοσσυφοπέδιο, ως μεγάλο τμήμα της νότιας Σερβικής επικράτειας, το οποίο βεβαίως τελούσε υπό καθεστώς διοικητικής αυτονομίας, να τεθεί de facto εκτός Σερβικής (εθνικής) κυριαρχίας. Σε αυτό κατοικούσε μεγάλος πληθυσμός σερβικής καταγωγής και συνείδησης, που αυτόματα, κατέστη de facto μειονοτικός, ένα δεδομένο που δεν έπαψε να δημιουργεί εντάσεις τόσο στους ντόπιους πληθυσμούς της περιοχής, όσο και μεταξύ Βελιγραδίου – Πρίστινα.
Από τον Απρίλιο του 2013, το Κόσσοβο και η Σερβία εξομάλυναν τις σχέσεις τους με τη σύναψη της Συμφωνίας των Βρυξελλών, δια της οποίας το Βελιγράδι αναγνώριζε την Πρίστινα ως νόμιμη κυβερνητική αρχή ασκούσα διοικητική εξουσία στο Κοσσυφοπέδιο, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισε το αναγνωρισμένο καθεστώς μειονοτικής προστασίας των γηγενών Σερβικών πληθυσμών στην περιοχή. Με αυτή την εξέλιξη, κατέστη δυνατό και οι δύο πλευρές να εκκινήσουν την ανεξάρτητη ενταξιακή τους διαδικασία για την ΕΕ, ενώ τον Ιούνιο του 2013 ακολούθησε η ανταλλαγή αξιωματικών συνδέσμων μεταξύ των δύο εθνών. Ωστόσο, τον Νοέμβριο του 2018, οι σχέσεις μεταξύ Σερβίας και Κοσσυφοπεδίου πέρασαν μια ακόμη έντονη κρίση, όταν η Πρίστινα επέβαλε 100% φόρο εισαγωγής σε όλα τα σερβικά προϊόντα. Η ρύθμιση απεσύρθη τελικά την 1η Απριλίου 2020.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 2021 στις Βρυξέλλες, τα δύο μέρη (Βελιγράδι και Πρίστινα) σύναψαν νέα Συμφωνία διαπραγματευθείσα μέσω αμέσου συνδρομής της ΕΕ, δια της οποίας τόσο τα δύο μέρη, όσο και τρίτοι δρώντες, όπως η ΕΕ, οι ΗΠΑ κλπ., ανέμεναν να λειτουργήσει αμέσως και κατευναστικώς σε ένα επιμέρους ζήτημα τριβής, αλλά και ευρυτέρως καταλυτικώς σε μια αντιπαράθεση δεκαετιών μεταξύ Σερβίας και Κοσσόβου, διευκολύνοντας έτσι και τη πορεία εντάξεώς τους στην ΕΕ. Συγκεκριμένα, το Κόσσοβο συμφώνησε να αποσύρει αστυνομικές μονάδες από διασυνοριακά φυλάκια στα βόρεια σύνορά του με τη Σερβία (Jarinje/Jarinjë και Brnjak/Bërnjakë Common Crossing Points – CCPs), από κοινού και ταυτόχρονα με την αντίστοιχη διάνοιξη Σερβικών οδοφραγμάτων στην περιοχή, προκειμένου να τερματιστεί μια αυξανόμενη αντιπαράθεση για τις πινακίδες κυκλοφορίας οχημάτων, η οποία μάλιστα -για λίγο- κλιμακώθηκε σημαντικά. Ώθησε μάλιστα τις αρχές της ΝΑΤΟϊκής πολυεθνικής Δύναμης KFOR που εδρεύει στο Κοσσυφοπέδιο να ενισχύσει για δύο εβδομάδες τις περιπολίες στην περιοχή. Τελικά, τα δύο μέρη συνεφώνησαν να εφαρμόσουν προσωρινώς (για αρχική περίοδο 6 μηνών μέχρι να υιοθετηθεί μια μονιμότερη, κοινώς αποδεκτή, ρύθμιση) ένα σύστημα αυτοκόλλητων επισημάνσεων απαιτούμενων για κάθε πλευρά, στις πινακίδες των οχημάτων («Following the measures to de-escalate the situation on the ground, the parties will apply the sticker regime as agreed in the framework of the EU-facilitated Dialogue as a temporary solution until a permanent solution is agreed.»).
Από τον Οκτώβριο του 2021, ξεκίνησε η αρχική περίοδος 6 μηνών, δηλαδή έως τον Απρίλιο του 2022, εφαρμογής των συμπεφωνηθέντων μέτρων, όπου τα οχήματα με πινακίδες εκδόσεως εκάστης πλευράς θα μπορούσαν να κινηθούν εκατέρωθεν με τις υφιστάμενες πινακίδες αφού ετοποθέτουν σχετικά ειδικά αυτοκόλλητα που να καλύπτουν τις κρίσιμες επισημάνσεις επ’ αυτών, δηλαδή το σύμβολο της σημαίας και το διγράμματο ακρωνύμιο της χώρας. Στην πορεία όμως, η εφαρμογή των όρων δεν ήταν πιστή (δημοσιογραφικές πηγές που εδώ παραπέμπονται με τη δέουσα επιφύλαξη αναφέρουν ως πρώτη αποκλείνουσα τη Σερβική πλευρά), με αποτέλεσμα να προκληθεί η αντίστοιχη αντίδραση και από την Πρίστινα. Στην πορεία, ο Κοσοβάρος πρωθυπουργός Abin Kurti προχωρεί και σε δεύτερη κλιμάκωση, ως αντίμετρο στη Σερβική μη συμμόρφωση στους όρους της συμφωνίας, και τον Ιούνιο του 2022, ανακοίνωσε ότι, με προθεσμία την 1η Αυγούστου 2022, οι Σέρβοι πολίτες που ταξιδεύουν στο Κόσοβο θα απαιτείται να αντικαταστήσουν το Διαβατήριό τους με ένα προσωρινό έγγραφο Ταυτότητας (temporary ID) έκδοσης των αρχών του Κοσόβου, με ισχύ κατά τη διάρκεια της παραμονής τους και έως 90 ημέρες, στο έδαφος του Κοσόβου. Αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Βελιγραδίου, με τον πρόεδρο Αλεξάνταρ Βούτσιτς σε διάγγελμά του να καταγγέλλει ότι ο Κούρτι προετοίμαζε επίθεση κατά των Σέρβων στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο, (χωρίς όμως να παρέχει σχετικά τεκμήρια). Μετά τις αντιδράσεις η Πρίστινα ανακοίνωσε την αναβολή της προθεσμίας για το μέτρο μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου. Το θέμα παραμένει σε εξέλιξη….
Πάντως, οι εξαιρετικά σημαντικές πολιτικο-διπλωματικές εξελίξεις υψηλού επιπέδου που προηγήθηκαν των γεγονότων, πρέπει να σημειωθούν ως εξόχως σημαντικές. Στις 27 Ιουλίου 2022 σημειώθηκε συνάντηση της Προέδρου και του Πρωθυπουργού του Κοσόβου, Δρ. Vjosa Osmani-Sadriou και Albin Kurti, αντίστοιχα, με τον ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Antony Blinken στην Ουάσιγκτον. Πέντε ημέρες προ της ανωτέρω συναντήσεως, προηγήθη συνάντηση μετά κοινής συνεντεύξεως τύπου της Προέδρου του Κοσόβου με τον αντίστοιχό της της Αλβανίας, Ilir Meta, στις 22 Ιουλίου 2022. Στις 1 Αυγούστου 2022, πραγματοποιήθη συνάντηση της Προέδρου της Βουλής της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αν. Δημητρίου, καθώς και συνάντηση με τον κύπριο Υπουργό Εξωτερικών, Ιωάννη Κασουλίδη, με τον Σέρβο υπ. Εξωτερικών Ν. Σελάκοβιτς
Σχέσεις της Πρίστινα με την ΕΕ
Η Ευρωπαϊκή διάσταση των εξωτερικών σχέσεων συνεργασίας του Κοσόβου με κρίσιμους διεθνείς δρώντες επισημαίνεται ειδικά στην περίπτωση της ΕΕ, με την πρόσφατη (28 Ιουλίου 2022) κύρωση από την κοινοβουλευτική Συνέλευση του Κοσόβου του 3ου πακέτου της 7ετούς προενταξιακής Συμφωνίας για το οικονομικό πλαίσιο Συνεργασίας με την ΕΕ (2021-2027). Σε αυτήν, μόνον για το πρώτο έτος (δηλ. για το 2021) η συνδρομή ανέρχεται στο όχι ευκαταφρόνητο ποσό των 63.9 εκατ. €. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι από το 2007 που ξεκίνησε η συνδρομή της ΕΕ προς το Κόσοβο, υπολογίζεται ότι μέχρι και το έτος 2022, μέσω των προηγούμενων 2 πακέτων IPA, αυτή θα ανέλθει συνολικά στο εντυπωσιακό ποσό των 1,21 δις €, καθιστώντας έτσι την ΕΕ ως τη μεγαλύτερο διεθνή πηγή οικονομικής συνδρομής για τη χώρα, αλλά και τον μεγαλύτερο εμπορικό της εταίρο.
Στο ανωτέρω πλαίσιο, δεν θα πρέπει να παροράται επίσης, η δράση της Αποστολή της EULEX KOSSOVO (ή σε συντομία EULEX) της ΕΕ η οποία αναπτύχθηκε το 2008 στο Κοσσυφοπέδιο με σκοπό την υποστήριξη της ανασυγκρότησης της λειτουργίας δομών για την ενίσχυση και εμπέδωση του κράτους δικαίου, και μάλιστα είναι και η μεγαλύτερη μη στρατιωτική αποστολή που αναπτύχθηκε σε τρίτη χώρα στο πλαίσιο της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΠΑΑ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ανεξαρτητοποίηση και η διεθνής αναγνώριση του Κοσόβου, από τη σκοπιά του Διεθνούς Δικαίου
Δώδεκα χρόνια συμπληρώθηκαν πριν λίγες ημέρες, στις 22 Ιουλίου, όταν το Διεθνές Δικαστήριο (international Court of Justice – ICJ) που εδρεύει στη Χάγη, εξέδωσε το 2010 την ιστορική πλέον Απόφασή του, ως Γνωμοδότηση μάλιστα σε αίτημα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, για το ζήτημα του Κοσόβου. Συγκεκριμένα, με την Απόφαση 63/3, της 8ης Οκτωβρίου 2008, η ΓΣ του ΟΗΕ απέτεινε ερώτημα στο Δικαστήριο περί του αν η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας από τις προσωρινές Αυτοδιοικητικές Αρχές του Κοσόβου (Provisional Institutions of Self-Government of Kosovo) που έλαβε χώρα στις 17 Φεβρουαρίου 2008, συνάδει με το Διεθνές Δίκαιο. Μια αποφασιστική κρίση του Υπάτου δικαιοδοτικού οργάνου του μεταπολεμικού διεθνούς συστήματος που εντυπωσίασε για το πόσο δίχασε όσο λίγες τόσο τη διεθνή κοινότητα, αλλά και τη διεθνή κοινή γνώμη, όσο και την παγκόσμια academia. Διεθνή και εγχώρια. Οι μεν υποστηρικτές της ανέδειξαν τη συμβολή της στη διευκόλυνση της αποκατάστασης της θεσμικής λειτουργίας των συλλογικών και κοινωνικών δομών της περιοχής, προς μια κατεύθυνση που ανεδείκνυε τη διεθνή αναγνώριση και άρα «αποδοχή» του προκύπτοντος κρατικού υποκειμένου από τη διεθνή έννομη τάξη. Μια εξέλιξη που απελευθερώνει στην ουσία τη διαδικασία αναγνωρίσεως και από τη διεθνή κοινότητα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από τη σκοπιά της αποκαταστάσεως της καθημερινής λειτουργίας της τοπικής κοινωνίας, αλλά και των σχέσεων συνεργασίας και συνδρομής με το υπόλοιπο διεθνές σύστημα. Ενώ, αφετέρου οι επικριτές της αναδεικνύουν το επικίνδυνο της αποφάνσεως, δια της οποίας θίγεται ο πυρήνας του κεκτημένου της μεταπολεμικής Αρχιτεκτονικής Ασφαλείας του διεθνούς συστήματος, που δεν είναι άλλο από την απαγόρευση «χρήσεως βίας» σε συνδυασμό με το «απαραβίαστο των εθνικών συνόρων» και του «σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας των κρατών». Ειδικά των πολυεθνικών, όπου η βιώσιμη επιβίωσή τους στηρίζεται στο σεβασμό «της αρχής της αυτοδιαθέσεως (self determination)», αλλά στην ερμηνευτική της εκδοχή όπου το προστατευόμενο λαϊκό υποκείμενο είναι ολόκληρος ο «λαός» του κράτους, και τα επιμέρους υποκείμενα (μειονότητες – ενότητες κλπ.) δικαιούνται να βιώνουν το σεβασμό στο εν λόγω δικαίωμα, όχι διεκδικώντας την εξωστρεφή του πραγμάτωση (external self-determination), μέσω διεκδικήσεων που αποβλέπουν στην τυχόν απόσχιση ή ανεξαρτητοποίηση από το «μηρικόν κράτος/mother state», αλλά με την εσωτερική της εκδοχή (internal self-determination), αυτή δηλαδή που τους διασφαλίζει προστασία των ατομικών και τυχόν μειονοτικών δικαιωμάτων (αν και όπου αυτά υφίστανται), της ευλόγου και απροσκόπτου συμμετοχής και εκπροσωπήσεώς τους στα κοινά και στο σύστημα διακυβερνήσεώς της χώρας τους, χωρίς αυτή να διακυβεύει το ενιαίο και αδιαίρετο της εθνικής τους κυριαρχίας και το απρόσβλητο της εδαφικής τους ακεραιότητος. Πρόκειται για θεώρηση της αρχής της αυτοδιαθέσεως (αυτοπροσδιορισμού) των λαών (self determination), που αν ερμηνευτεί με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, θα υπονόμευε τα θεμέλια της διεθνούς τάξεως, όπως έχει προβλεφθεί στο προοίμιο του Χάρτη των ΗΕ, το «καταστατικό κείμενο του διεθνούς Συστήματος που συμφωνήθηκε οικουμενικά το 1945 και ισχύει ουσιαστικά αναλλοίωτο έως τις ημέρες μας. Από πλευράς νομικής(/διεθνοδικαιϊκής) θεωρίας, αλλά και γεωπολιτικής θεώρησης, η οριακή αυτή απόφανση κατέστη δυνατόν να τεκμηριωθεί στοιχειωδώς και κυρίως να γίνει πολιτικά αποδεκτή και να αναγνωρισθεί (από σημαντικό μέρος της διεθνούς κοινότητας) η πρακτική εφαρμογή της (βλέπε αναγνωρίσεις του νέου «κράτους» του Κοσόβου), καθώς συνοδεύτηκε από την συγκεκριμένη προϋπόθεση (που συμπεριελήφθη και με έναν αρκετά ρητό τρόπο στο λεκτικό της Γνωμοδότησης), ότι το σύννομο της εξέλιξης που αφορούσε στην Ανεξαρτητοποίηση της πρώην αυτόνομης επαρχίας του Σερβικού κράτους, του Κοσόβου, διαπιστώνεται αυθεντικά αλλά και μοναδικά αποκλειστικά για την περίπτωση του Κοσόβου. Έτσι, δεν προορίζεται ώστε να αποτελέσει γενικό νομολογιακό προηγούμενο, που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη επηρεάζοντας καταλυτικά παρόμοιες νομικές αξιολογήσεις επί αντίστοιχων μειονοτικών διεκδικήσεων απόσχισης ή και ανεξαρτητοποίησης που ενδέχεται να εγερθούν σε άλλες περιοχές, διεθνώς, μετά από την εν λόγω Γνωμοδότηση.
Γενικότερα, η μονομερής απόσχιση εδαφικών περιοχών από βεστφαλιανά κράτη είναι μια εξέλιξη που σαφώς, πέραν του αφορώντος κράτους, προκαλεί μεγάλη ανησυχία ευρύτερα στη διεθνή κοινότητα, και γενικώς δεν αντιμετωπίζεται ευμενώς από πλευράς διεθνούς Δικαίου. Όταν δε οδηγεί και σε ανεξαρτητοποίηση, η οποία μεταβάλει μόνιμα τα σύνορα ενός κράτους, και μάλιστα χωρίς τη συναίνεσή του, εκλαμβάνεται γενικώς ότι πρόκειται για μια επιδίωξη που αντίκειται ευθέως στην καθιερωθείσα διεθνή τάξη, όπως αυτή έχει θεσμιστεί από το 1945 και εξής. Η κρατική κυριαρχία, ο σεβασμός στην εδαφική ακεραιότητα και η αποφυγή της χρήσης βίας ως μέσου επίλυσης των διεθνών διαφορών αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους του Διεθνούς Συστήματος. Η νόμιμη αναγνώριση του Κοσσόβου, ως ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας είναι εξαιρετικά δύσκολη προοπτική αν η Σερβία και αρκετές άλλες χώρες δεν δεχτούν να συναινέσουν.
Το ζήτημα της αναγνώρισης του Κοσόβου
Το Κοσσυφοπέδιο, ως νομική-πολιτική οντότητα είναι αναγνωρισμένη χώρα, σχεδόν από το ήμισυ του διεθνούς συστήματος, συγκεκριμένα από 119 χώρες (στοιχεία έως τον Ιούλιο, 2022). Ευρωπαϊκές όμως χώρες, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Κύπρος και η Ρουμανία, όλες οι χώρες BRICS με ελάχιστες εξαιρέσεις (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική), Λατινική Αμερική (συμπεριλαμβανομένου του Μεξικό), οι περισσότερες χώρες της Ανατολικής Ασίας και σημαντικές μουσουλμανικές χώρες όπως η Αλγερία, η Τυνησία, η Ιορδανία, το Ιράν, το Ιράκ, το Ομάν και η Ινδονησία δεν αναγνωρίζουν το Κόσσοβο ως κράτος δηλαδή σαν ανεξάρτητη και κυρίαρχη διεθνή πολιτική οντότητα. Επιπλέον, δε, ας έχουμε υπόψη ότι έως σήμερα, περισσότερες από 20 χώρες απέσυραν την προηγούμενη αναγνώριση τους.
Η ΕΕ θεωρεί την αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία ως προϋπόθεση για την ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Ωστόσο, το Βελιγράδι εξακολουθεί να επιμένει ότι δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσει την πρώην επαρχία του, την οποία μάλιστα αποκαλεί «Κοσσυφοπέδιο και Μετόχια».
Το ζήτημα της διεθνούς αναγνώρισης νεοσύστατων κρατικών υποκειμένων κατ’ εξοχήν συνδέεται με το ζήτημα των μειονοτικών διεκδικήσεων σε ένα κράτος (εν προκειμένω του Κοσόβου) και υπό αυτή την έννοια ακολουθεί σε βαθμό δυσκολίας το κορυφαίο και άκρως επαμφοτερίζων θέμα των μειονοτήτων στο διεθνές σύστημα. Χωρίς αμφιβολία, η νομική, κοινωνική και πολιτισμική και άρα η ευρύτερη συνθετική γεωπολιτική, διαχείριση των μειονοτικών ζητημάτων κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι, τόσο για τις εμπλεκόμενες αρχές των δυο κρατών, όσο και για τους τρίτους. Μάλιστα, απαντώντας πρόσφατα σε ερώτηση ευρωβουλευτή σχετικά με το τι θα γίνει όσον αφορά την άρνηση του Κοσσυφοπεδίου να δημιουργήσει μια κοινότητα σερβικών δήμων ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, Josep Borrell, υπογράμμισε ότι η ΕΕ επιμένει να ενθαρρύνει την Πρίστινα δημιουργήσει μια κοινότητα σερβικών δήμων, σύμφωνα με τη συμφωνία των Βρυξελλών του 2013, αλλά ότι δεν μπορεί να “αναγκάσει” το Κοσσυφοπέδιο να το πράξει.
Από Διεθνοδικαιϊκής και ευρύτερης Γεωπολιτικής οπτικής, το ζήτημα της αναγνώρισης ή μη, το Κοσόβου ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες που αξίζει να σημειωθούν. Πολλώ δε μάλλον να αξιολογηθούν και να σταθμιστούν ανάλογα, σε μια ευρύτερη προβληματική στο πλαίσιο της αναγκαίας Γεωστρατηγικής σύνθεσης που απαιτείται προκειμένου ένα κράτος όπως η Ελληνική Δημοκρατία (και δευτερευόντως και η Κυπριακή Δημοκρατία) να διαμορφώσει τη στρατηγική της θεώρηση έναντι του αν θα πρέπει να προβεί στην αναγνώριση του Κοσόβου, ή να παραμείνει στην ομάδα των χωρών που έχουν δηλώσει ότι για λόγους που αφορούν τα εθνικά τους συμφέροντα δεν προτίθενται να το αναγνωρίσουν. Συγκεκριμένα:
(α) Η αυτονόμηση έγινε αρχικά αντικείμενο προσωρινής ρύθμισης από το ύπατο όργανο της διεθνούς έννομης τάξης, το ΣΑ του ΟΗΕ, μέσω της περίφημης Απόφασης 1244/1999. Μάλιστα, μέχρι και σήμερα, σε όλες τις επίσημες αναφορές της χώρες με το όνομα αυτής (Κόσοβο) στα διεθνή όργανα ή θεσμούς, αυτό γίνεται με τη χρήση του αστερίσκου (δηλαδή νομικής επιφύλαξης), με την επεξηγηματική υποσημείωση ότι «Η ονομασία αυτή τελεί υπό την επιφύλαξη των θέσεων ως προς το καθεστώς και είναι σύμφωνη με την Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (ΣΑ ΗΕ) 1244/1999 και τη Γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου (ΔΔΧ) σχετικά με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου.»
(β) Η επακόλουθη ανεξαρτητοποίηση κατά το έτος 2008 δίχασε τη διεθνή κοινότητα και προεκάλεσε τον έντονο προβληματισμό στο πλαίσιο της ΓΣ του ΟΗΕ. Αποτέλεσμα ήταν η ΓΣ να απευθύνει το γνωστό σχετικό αίτημα προς το Διεθνές Δικαστήριο, σε σχέση με τη νομιμότητα των συνεπειών της σχετικής μονομερούς πρωτοβουλίας από πλευράς αρχών Κοσόβου.
(γ) το Διεθνές Δικαστήριο με τη σειρά του, σε μια Απόφασή του που δίχασε ακόμη περισσότερο τη διεθνή κοινότητα (πρωτίστως όμως από πλευράς θεωρίας Διεθνούς Δικαίου), Γνωμοδότησε ότι η εν λόγω μονομερής πράξη δεν αντίκειται του διεθνούς Δικαίου, ανατρέποντας κατά πολύ της έως τότε συμβατική ερμηνεία της θεμελιώδους αρχής του Διεθνούς Δικαίου περί του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας των κρατών και του συναρτώμενου απαραβίαστου (μη βίαιης μεταβολής των συνόρων ενός κράτους χωρίς τη συναίνεσή του), καθώς και κυρίως της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών, η οποία δεν νομιμοποιείται να ασκείται παρά μόνον εσωτερικά εάν δεν συντρέχουν οι απαιτούμενοι γνωστοί όροι), χωρίς δηλαδή να προκαλεί κατάτμηση και ακρωτηριασμό της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών.
(δ) Για να διασκεδάσει τις αναμενόμενες αντιδράσεις, το Δικαστήριο φρόντισε να τονίσει ότι παρά το καινοτόμο της εν λόγω Γνωμάτευσης, τα στοιχεία της δεν θα πρέπει να αποτελέσουν καθοριστικά δεσμευτικό νομολογιακό πλαίσιο για την περαιτέρω διαχείριση παρόμοιων υποθέσεων, αφού ούτως ή άλλως κάθε υπόθεση διατηρεί την αυτοτέλειά της, αλλά και διότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της υπόθεσης του Κοσόβου παρουσιάζουν σημαντικές ιδιαιτερότητες από άλλες παρόμοιες περιπτώσεις μειονοτικών διεκδικήσεων παγκοσμίως. Μια ερμηνευτική καθοδήγηση που από τη μια διασώζει, έναντι της τυφλής νομολογιακής αναπαραγωγής των ευρημάτων της γνωμοδότησης, από την άλλη λειτουργεί και ως κατ’ εξοχήν υπονομευτής της διεθνούς νομικής τάξης, αφού προτρέπει στην αυτό-υποβάθμιση της αξίας της νομολογίας των διεθνών Δικαστηρίων, ως σημείο αναφοράς για τη διαμόρφωση της μελλοντικής κρίσης του, και κατά τεκμήριο ανεξάρτητου και αμερόληπτου διεθνούς Δικαστή.
(ε) Παρά το ότι τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο, η διεθνής κοινότητα είναι σχεδόν μοιρασμένη σε σχέση με τις διεθνείς αναγνωρίσεις, άξιο προσοχής είναι ότι έχουν σημειωθεί 20(!) αποσύρσεις αναγνωρίσεων, αριθμός εντυπωσιακός και πάντως άκρως ασυνήθιστος. Η απόσυρση μιας διεθνούς αναγνώρισης που έχει ήδη ανακοινωθεί επίσημα από ένα κράτος, δεν παύει να περιλαμβάνεται στα κυρίαρχα δικαιώματα του κράτους, και καίτοι δεν απαγορεύεται ρητά από το διεθνές Δίκαιο, παραμένει μια κρατική συμπεριφορά που δεν απαντάται συχνά στη διεθνή πρακτική . Αυτό άλλωστε προκαλεί και την έλλειψη ενδιαφέροντος από πλευράς διεθνούς θεωρίας να εξεταστεί ένα τέτοιο ζήτημα εκτενώς ως προς τις διεθνοδικαιϊκές πτυχές του. Γεωπολιτικά όμως, αξιολογείται ως ιδιαίτερα σημαντικό δεδομένο της διαδικασίας αναγνώρισης του Κοσόβου, αλλά και άλλων εν δυνάμει περιπτώσεων παρόμοιου μειονοτικού προφίλ, καθόσον είναι ενδεικτικό του ότι η μονομερής πρωτοβουλία για ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου από τη Σερβία διαμορφώνει μια δυναμική που, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, κάθε άλλο παρά συναντά τη πάνδημη συναίνεση της διεθνούς κοινότητας. Ακόμη και κράτη που είχαν αρχικά συναινέσει σε αυτό, φαίνεται ότι δεν διστάζουν να αναθεωρήσουν την απόφασή τους, συνεκτιμώντας προφανώς τη στάση μεγαλύτερων διεθνών δυνάμεων από τις οποίες εξαρτώνται ή επηρεάζονται γεωπολιτικά (και γεωοικονομικά) και φυσικά την παγκόσμια κατανομή ισχύος που δημιουργεί νέα δεδομένα και προοπτική διεθνών γεωπολιτικών συσχετισμών που απαιτούν διαρκή επαναπροσδιορισμό και συνεχή επανεκτίμηση.
Κυπριακό – Κόσοβο – ελληνικές θέσεις
Εξετάζοντας την περίπτωση του Κοσόβου, μοιραία έρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα των θέσεων της Ελλάδος και τη στάση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ως προς αυτό. Ειδικά σε σχέση με την αντίστοιχη στάση των ΗΠΑ, οι οποίες από την εποχή της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, και της στρατιωτικής επιχείρησης στο Κόσοβο κατά των Σερβικών Δυνάμεων (άνοιξη 1999), δεν μείωσαν το ενδιαφέρον τους για την κρισιμότατη αυτή ψηφίδα του βαλκανικού ψηφιδωτού. Θα λέγαμε μάλιστα ότι υπό μια έννοια, το Κόσοβο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η …«χερσαία Κύπρος των Βαλκανίων», υπό την έννοια ότι εξ αυτού διέρχονται οι σημαντικότεροι δίοδοι επικοινωνίας που συνδέουν χερσαία το Αιγαίο, δηλαδή την Ανατολική Μεσόγειο με την κεντρική και βόρεια Βαλκανική και στη συνέχεια με την ηπειρωτική Ευρώπη. Αντιστοίχως όπως η Κύπρος είναι ο διαμετακομιστικός κόμβος που συνδέει μέσω θαλάσσιας ζεύξης τη διέξοδο του Σουέζ με την Ανατολική Μεσόγειο. Με τη δε χερσαία ανάγνωση, είναι το σημείο τομής των τριών ηπείρων, της Αφρικανικής, της Μικρασιατικής-Μεσανατολικής απόληξης της Ασιατικής, και της Βαλκανικής απόληξης της Ευρωπαϊκής.
Ως εκ τούτου, από γεωπολιτικής σκοπιάς, οι περιπτώσεις Κοσόβου και Κύπρου, πέραν της στενής συνάφειας με τους πλειονοτικούς και μειονοτικούς πληθυσμούς στους οποίους κατατμείται η κοινωνία των, έχουν και προφανείς γεωπολιτικές ομοιότητες, στοιχεία που τις κατατάσσουν σε επάλληλους κύκλους πολλαπλού ενδιαφέροντος για πολλούς άλλους κρατικούς δρώντες, πέραν των άμεσων (δηλ. Σερβία – Κόσοβο-Αλβανία, και Ελλάδα – Τουρκία).
Σε ό,τι αφορά το ενδιαφέρον και τις θέσεις ΗΠΑ και Ελλάδος ως προς το μέλλον του Κοσόβου, σημειώνονται ότι σε συνάντηση επιπέδου ΥΠΕΞ (την τρίτη κατά σειρά) για τον διμερή Στρατηγικό Διάλογο Ελλάδος – ΗΠΑ που έλαβε χώρα στην Ουάσιγκτον στις 14 Οκτωβρίου 21, οι Νίκος Δένδιας και Άντονι Μπλίνκεν, είχαν την ευκαιρία -μεταξύ άλλων- να συμφωνήσουν, επιβεβαιώνοντας την σταθερή προσήλωση των κρατών τους σε μια κοινή περιφερειακή αντίληψη για την Ευρωατλαντική ενταξιακή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων, του Κοσόβου φυσικά συμπεριλαμβανομένου, ως εξής: «The United States and Greece both continue to strongly support the Euro-Atlantic integration of the Western Balkans, including Kosovo, and stress the importance of urgently commencing accession negotiations between EU and both Albania and North Macedonia according to the set conditionalities.». Οι εν λόγω επιβεβαιώσεις, οι οποίες όμως συνδέονται και με την εξίσου σταθερή –τουλάχιστον μέχρι στιγμής- στάση της Αθήνας στο θέμα της «μη αναγνώρισης» της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, απηχούνται και στις καθιερωμένες πλέον θέσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως αποτυπώνονται στον ιστότοπο του ΥΠΕΞ, ή όπως επανεκφράσθησαν με ευκαιρία της συνάντηση του περασμένου Φεβρουαρίου μεταξύ έλληνα πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη με τον Σέρβο Πρόεδρο Αλεξάντερ Βούσιτς, παρά τις έντονες φήμες αλλαγής της στάσης της Αθήνας. Αξίζει να σημειωθεί ότι πέραν της Ελλάδας, άλλες τέσσερεις χώρες μέλη της ΕΕ (Σλοβακία, Ισπανία, Ρουμανία και Κύπρος) τηρούν την ίδια στάση μη αναγνώρισης της ανεξαρτησίας του Κοσσόβου, και μάλιστα όλες τους, εκτός της Κύπρου, τυγχάνουν κ-μ της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Σε ό,τι αφορά την περίπτωση της Κύπρου, ενδεικτικό του ότι το μειονοτικό (εν προκειμένω, υπό την έννοια της πληθυσμιακά μειονοτικής κοινότητας) συνεχίζει να καταλαμβάνει τον πυρήνα του όλου ζητήματος, αν όχι στο θαλάσσιο πεδίο (όπου παραμένει πεδίο διεκδικήσεων κυρίως για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών οικονομικής εκμετάλλευσης), αλλά σε ό,τι αφορά το εδαφικό. Χαρακτηριστική ήταν η άμεση αντίδραση της τουρκικής Κυβέρνησης (τουρκικό ΥΠΕΞ) σε πρόσφατη καθόλα θεμιτή και αξιέπαινη ανάρτηση tweet του έλληνα ΥΠΕΞ, Νίκου Δένδια, με αφορμή τη μαύρη 48η επέτειο της β’ φάσης της εισβολής της επιχείρησης «Αττίλα» στην Κύπρο. Στο μήνυμα του επίσημου λογαριασμού του τουρκικού ΥΠΕΞ επαναλαμβάνεται το κατά τ’ άλλα γνωστό νομικά καθόλα αβάσιμο επιχείρημα ότι η Τουρκία όφειλε(!) να επέμβει στην Κύπρο για να σταματήσει την αιματοχυσία και τη βία κατά των τουρκοκύπριων.
Η έως τούδε σθεναρά αμετάβλητη στάση της Ελλάδας (και φυσικά και της Κύπρου) ως προς τη μη αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, συνδέεται προφανώς με την ευαισθησία που έχουν και άλλες χώρες με την ίδια αρνητική στάση με στοιχεία προβληματισμού που ευλόγως έχουν απορρέοντα από μειονοτικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν με μειονοτικές περιπτώσεις στο εσωτερικό τους. Βλέπε η Ισπανία, η Γαλλία κλπ.). Για την Ελλάδα, το ζήτημα που αφορά στα μειονοτικά ζητήματα στη Θράκη, αλλά και στην περίπτωση της Κύπρο, συνιστούν τους κυριότερους λόγους, Συγκεκριμένα, η παράνομη εισβολή τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974 και εν συνεχεία η επακόλουθη παρατεταμένη εξίσου παράνομη κατοχή του βορείου τμήματος της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, από την Τουρκία, η οποία από το 1984 έχει μάλιστα δρομολογήσει την μονομερή ανεξαρτητοποίηση του κατεχόμενου τμήματος υπό τη μορφή ψευδοκράτους, με το όνομα «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου», την αναγνώριση του οποίου δεν έχει καταφέρει να κάνει αποδεκτή από κανένα άλλο κράτος. Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω εκτέθησαν ως προς την Γνωμοδότηση του Δικαστηρίου στη Χάγη για το θέμα της ανεξαρτητοποίησης του Κοσόβου, θα λέγαμε ότι η εν λόγω απόφανση χωρίς αμφιβολία επέβαλε μια νομική ερμηνεία που μέχρι τώρα σαφώς δεν ήταν η κρατούσα από πλευράς θεωρίας του Διεθνούς Δικαίου για τη νομική αποδοχή μεμονωμένων μονομερών πράξεων ανεξαρτητοποίησης χωρίς τη συναίνεση του κράτους. Υπό αυτή την οπτική, η απόφαση κάθε άλλο παρά προσδίδει εδραία αυτοπεποίθηση στην ελληνική πλευρά σε σχέση με το κατά πόσο η μονομερής απόπειρα ανεξαρτητοποίησης κείται σαφώς εκτός πεδίου Διεθνούς Δικαίου, και άρα θα αναμένεται με σιγουριά να συγκεντρώνει την αποδοκιμασία της πλειοψηφίας της διεθνούς κοινότητας. Από τη Γνωμοδότηση του ICJ και μετά, το Διεθνές ¨Δίκαιο δεν μπορεί να αποτελέσει στοιχείο ασφάλειας σε μια προοπτική σχεδιασμού των πιθανών ενδεχομένων για την εξέλιξη του ζητήματος της συνέχεια της αναγνώρισης του Ψευδοκράτους. Παρόμοιες αμφιβολίες ανακύπτουν και για ενδεχόμενες δυσμενείς εξελίξεις σε ό,τι αφορά το ζήτημα των μειονοτικών διεκδικήσεων στη Θράκη, αν αυτές τυχόν ενθαρρυνθούν αθέμιτα να κατευθυνθούν εγείροντας αιτήματα τυχόν εξωτερικής αυτοδιάθεσης. δηλαδή ουσιαστικά αυτονόμησης. Πολύ δε περισσότερο, αν αυτά εξελιχθούν και σε ακόμη δυσμενή σενάρια ανεξαρτητοποίησης. Είναι σαφές ότι το προηγούμενο του Κοσόβου, αν τελικά η προοπτική της αναγνώρισης τελικά ευδοκιμήσει, θα αποτελέσει ένα αδιαμφισβήτητα αρνητικό προηγούμενο για ενδεχόμενες μειονοτικές επιδιώξεις που θα έχουν βάλουν κατά της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας κάθε κρατικού υποκειμένου στο εσωτερικό του οποίου ευδοκιμούν μειονοτικές καταστάσεις παρόμοιες με αυτές του Κοσόβου εντός της ευρύτερης Σερβίας.
Οι ανωτέρω παρατηρήσεις αποτυπώνουν με αδρές αλλά ουσιαστικές γραμμές τη γεωπολιτική κατάσταση γύρω από το Κόσοβο, σήμερα. Ειδικά γύρω από το ζήτημα της νομιμοποίησης της ανεξαρτησίας του, ως αποδεκτή ή μη, από τη διεθνή κοινότητα. Μια παράμετρο που μας φέρνει στη άμεση διασύνδεση του ζητήματος του Κοσόβου με άλλα αντίστοιχα, παγκοσμίως, και δη της γειτονιάς μας, με έμφαση στο Κυπριακό. Αλλά όχι μόνον. Οι πρόσφατες εξελίξεις στη Θράκη, με επίκεντρο τα όσα αφορούν την εκεί θρησκευτική μειονότητα (όπως ρητώς καθορίζεται στη Συνθήκη της Λωζάνης (Ιούλιος 1923), όπου η εκεί μουσουλμανική μειονότητα γίνεται αντικείμενο απόπειρας επανειλημμένων χειραγωγήσεων εκ μέρους της Τουρκίας, είναι ενδεικτική του ότι τα μειονοτικά δεν έχουν πάψει να καθιστούν τη μειονοτικά έμπλεη ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων ως ιστορική «πυριτιδαποθήκη» όλης της περιοχής. Η μειονοτική διαχείριση καθίσταται μείζον ζήτημα για όλα τα κράτη (αλλά και τις κοινωνίες) της περιοχής, είτε ως φιλοξενούντα θρησκευτικές, ή εθνικές ή γλωσσικές μειονότητες, είτε ως «μητρικά» κράτη, λίκνα μειονοτικής ταυτότητας πληθυσμών σε γειτονικά κράτη της περιοχής. Υπό αυτή την έννοια, είναι απαραίτητη τόσο η ευαισθησία με τους μειονοτικούς πληθυσμούς και την προστασία των δικαιωμάτων τους, χωρίς όμως αυτό να αποβαίνει σε βάρος αντίστοιχων ταυτοτικών δικαιωμάτων πλειοψηφιών που συνυπάρχουν στην ίδια περιοχή, όσο και η άλλη όψη του ιδίου ζητήματος, που είναι η νομιμοποίηση ή μη, και κατά τεκμήριο η μη νομιμοποίηση μονομερών αποσχιστικών διεκδικήσεων και περαιτέρω ανεξαρτητοποιήσεως, που αγγίζει τον πυρήνα των συλλογικών και ατομικών ευαισθησιών, λαών και κρατών, παγκοσμίως.
Υπό τη θεώρηση όλων των ανωτέρω, κάθε ενδεχόμενη μετακίνηση από ή μεταβολή της καθιερωθείσας θέσης της Ελλάδας σε σχέση με τη μη αναγνώριση του Κοσόβου δεν θα πρέπει να εξετάζεται παρά ως γεωπολιτική αυτοχειρία. Μια επιλογή που στην παρούσα ιστορική γεωπολιτική συγκυρία, ο Ελληνισμός δεν έχει την πολυτέλεια να αποδεχθεί.