Μιλτιάδης Παρλάντζας* : ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Η ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ
«Σαράντα εννιά χρόνους κρατάω το τουφέκι στο χέρι και πολεμώ υπέρ πατρίδος». Αυτό απάντησε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στον Αναστάσιο Πολυζωίδη, όταν ρωτήθηκε τι επαγγέλλεται, κατά την ακροαματική διαδικασία του στο Ναύπλιο το 1834. Όμως τα 49 αυτά χρόνια ανεκτίμητης προσφοράς στον Εθνικό Αγώνα δεν ήταν ικανά για να τον κρατήσουν μακριά από τη δικαστική δίωξη. Μια στιγμή εθνικής παραφροσύνης…
Γεννηθείς το 1770, έτος που ακόμα ο Μοριάς μετρούσε τις πληγές του από την εξέγερση των Ορλωφικών και γιος σπουδαίας κλέφτικης οικογένειας, δε θα μπορούσε παρά να πάρει το δρόμο της ένοπλης δράσης και να πολεμήσει τον κατακτητή έως την ανάκτηση της ελευθερίας. Πηγαίνοντας το χαρμόσυνο μαντάτο της γέννησης του στον παππού του, ο γέρος κλέφτης απάντησε «ακόμα ένας ραγιάς…». Που να ήξερε πως το νεογέννητο αυτό βρέφος θα γίνει αργότερα ο ελευθερωτής των ραγιάδων!
«Το Έθνος δεν υποτάχθηκε ποτέ στο σουλτάνο, είχε το βασιλιά του, τα κάστρα του και το στρατό του. Βασιλιάς του ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, κάστρα το Σούλι και η Μάνη, στρατός οι κλέφτες στα βουνά». Η ζωή του Γέρου του Μοριά είναι γεμάτη μάχες, δόξα, τιμές, πίκρα, διώξεις αλλά και αποφθέγματα, δείχνοντας ότι η σοφία δεν αποκτάται με γνώσεις και πτυχία αλλά είναι ένα χάρισμα που ο Θεός απλόχερα προσφέρει σε κάποιους ανθρώπους. Και ο Κολοκοτρώνης ήταν ένας από αυτούς.
«Βλέπω το πέλαγο μακρύ και το Μοριά αλάργα, με πήρε το παράπονο και το μεγάλο ντέρτι», έλεγε στον γιό του Κολίνο, όταν τον έπαιρνε και πήγαιναν στα βουνά της Ζακύνθου για να αντικρύσουν τη γη των προγόνων τους. Διωγμένος από την Πελοπόννησο λόγω των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Τούρκων κατά της κλεφτουριάς, έστελνε τα παιδιά του να παρακολουθήσουν τον διάσημο δάσκαλο της εποχής και υποστηρικτή της γαλλικής επανάστασης, Αντώνιο Μαρτελάο, θεωρώντας πως η μόρφωση και τα ιδανικά της γαλλικής επανάστασης μπορεί να φέρουν τη λευτεριά, καθώς «ο Ναπολέων έκανε να ανοίξει τα μάτια του κόσμου».
Άμα τη επιστροφή του στη Μάνη, τα φίδια έζωσαν τους Τούρκους και προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν, μέχρι και τον μπέη της Μάνης, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη διέταξαν να τον φυλακίσει. Όμως η φλόγα της λευτεριάς άναψε, ο Παπαφλέσσας έβαλε το φυτίλι και ο Γέρος ήρθε αντιμέτωπος με αυτό που τον προόριζε η μοίρα και η Ιστορία «ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για τη λευτεριά της Πατρίδας, και δεν την παίρνει πίσω». Και κάπως έτσι το Σεπτέμβριο του 1821 μπαίνει καβάλα στ` άλογο στην έδρα του Μόρα βαλεσή, την Τριπολιτσά, και διατάζει «να κόψουν τον πλάτανο που τόσους και τόσους πατριώτες κρέμασαν εκεί οι Τούρκοι».
Δε συλλογίστηκε ποτέ την αριθμητική υπεροχή και τον εξοπλισμό του εχθρού. Έχοντας πίστη στο Θεό και στις ψυχικές δυνάμεις των συμπατριωτών του ανέφερε πως « ο κόσμος μας έλεγε τρελούς, δεν εσυλλογιστήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε πως οι Τούρκοι κρατάνε τις πόλεις». Άλλωστε πως αλλιώς να επαναστατήσει ένα Έθνος μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς; Έχοντας μονάχα μία ελπίδα, την ελευθερία του!
Κατατρόπωσε τους Τούρκους στο Βαλτέτσι, στα Δερβενάκια, στην Τρίπολη, ενώ επιχείρησε με ανταρτοπόλεμο έναντι του Ιμπραήμ πασά. «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» διέταξε, προκειμένω να κρατήσει ψηλά το φρόνιμα των Ελλήνων που είχε τσακιστεί από τις απανωτές επιτυχίες του Αιγύπτιου. Μέχρι και μονομαχία πρότεινε στον Ιμπραήμ για να σώσει την Επανάσταση από τη δυσμενή θέση που υπέπεσε, «μόνο ένας Έλληνας να ζήσει, πάντα θα πολεμούμε και μη νομίζεις πως τη γη μας θα την κάνεις δική σου». Τήρηση του όρκου της μέχρις εσχάτων μάχης.
Στις εμφύλιες συγκρούσεις, αποτέλεσμα της αθάνατης ελληνικής διχόνοιας, έχασε το γιο του, αλλά αντί να ζητήσει εκδίκηση παραδόθηκε στις κυβερνητικές δυνάμεις, «δυο χρόνια να κρατούσε ακόμα η ομόνοια που είχαμε στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, θα φτάναμε μέχρι την Πόλη».
Το ευχαριστώ της Πατρίδας, η φυλακή του Παλαμηδίου. Γιατί τον φυλάκισαν και τον δίκασαν; Ο ίδιος δίνει την απάντηση, «ερχόμενος κατά δω, είδα κάτι παιδιά που βάραγαν με πέτρες μια καρυδιά που ήταν γεμάτη καρπούς, την άλλη την άκαρπη, κανένα δεν την πείραζε». Ο βασιλιάς Όθων έδωσε χάρη στον Γέρο, και έτσι δεν διαπράχθηκε ένα από τα μεγαλύτερα εθνικά εγκλήματα. Ο λόγος του στην Πνύκα προς του μικρούς μαθητές θα έπρεπε να διδάσκεται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, «διά τους παλαιούς Έλληνες σας λέω πως ήσαν σοφοί και από εδώ πήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη τη σοφία των… Ήλθαν οι μουσουλμάνοι και έκαμαν ότι εμπορούσαν διά να αλλάξει ο λαός την πίστη του, αλλά εστάθη αδύνατο να το καταφέρουν… Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γίνουν μπαρμπέρηδες στου κασίδη το κεφάλι. Από τότε άρχισε η διχόνοια και έπεσε η τουρκιά καταπάνω μας να μας φάει… Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να τη στερεώσετε, διότι όταν πιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και μετά υπέρ πατρίδος… Πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοιαν, τη θρησκεία και τη φρόνιμη ελευθερία».
Ο ήλιος της Εθνικής μας Παλιγεννεσίας – όπως αποκάλεσαν τον Γέρο- φέγγει. Θα αφήσουμε να μας φωτίσει και να αποτελέσει τον πλοηγό μας, ή μας αρκεί το κέρδος, το συμφέρον, οι εφήμερες σχέσεις, η κοινοτική ταυτότητα, η πολυπολιτισμικότητα, η θρησκευτική ουδετερότητα, η ιδεολογία του πληκτρολογίου και τα πρότυπα των ΜΜΕ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης;
«Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης,
και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά στα χέρια».
Μιλτιάδης Β. Παρλάντζας
Υπλγός (ΕΜ), MSc