Μιλτιάδης Β. Παρλάντζας*: ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ: ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

«Ποτέ δεν υπάκουσα παρά μονάχα εις μία ιδέα: να φανώ χρήσιμος στον πλησίον μου και στην Πατρίδα». Αυτές οι αρετές, τα ιδανικά, φαντάζουν μακρινά και ξεπερασμένα, λες και έχουν κλειστεί για πάντα στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Όμως τα ιδανικά αυτά ήταν που δημιούργησαν το ελληνικό κράτος. Που απελευθέρωσαν από το 1821 την χώρα που σήμερα εμείς πατάμε ελεύθερα και αμέριμνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε το αίμα που έχει ποτίσει την γη των προγόνων μας.


Ο Παύλος Μελάς ανήκει στο πάνθεον των Ηρώων της Ελλάδας. Διότι με το παράδειγμα του και τη θυσία του αφύπνισε το πατριωτικό αίσθημα των Ελλήνων, ώστε να τρέξουν να ελευθερώσουν τη Μακεδονία. Γεννημένος στη Μασσαλία της Γαλλίας στα 1870 και μεγαλωμένος στην Αθήνα, εισήλθε στο αρχαιότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας, τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1886 και εξήλθε το 1891, ονομασθείς Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού. Ο πατέρας του υπήρξε επιφανής επιχειρηματίας με μεγάλες δωρεές στο Κρητικό και Μακεδονικό μέτωπο, ενώ τα δύο από τα τέσσερα αδέρφια του ακολούθησαν επίσης στρατιωτική καριέρα. Μεγάλη η προσφορά της οικογένειας Μελά στον Εθνικό Αγώνα. Το 1892 παντρεύτηκε την κόρη του μετέπειτα Πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη, Ναταλία και δέθηκε με μεγάλη φιλία με τον γυναικαδερφό του Ίωνα. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Μιχαήλ (Μίκη) και τη Ζωή (Ζέζα) .
Ο Παύλος πήρε μέρος στον ατυχή Πόλεμο του 1897, ενώ υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας και του Μακεδονικού Κομιτάτου, το οποίο ανέλαβε δράση για την αντιμετώπιση των βουλγαρικών επιδρομών και των επιχειρήσεων αυτών για εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. Την περίοδο εκείνη, από την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) έως και την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα (1904), οι Βούλγαροι επιχείρησαν τον πλήρη εκβουλγαρισμό του πληθυσμού της Μακεδονίας, ο οποίος αποτελούταν από Έλληνες, Τούρκους, Βούλγαρους, Σέρβους, Αλβανούς. Και στους Έλληνες ανήκαν και οι σλαβόφωνοι και οι βλαχόφωνοι κάτοικοι της Μακεδονίας με συνείδηση αμιγώς ελληνική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες μορφές του αγώνα, ο καπετάν Κώττας (Κωνσταντίνος) Χρήστου ο οποίος ήταν σλαβόφωνος μεν, Έλλην μέχρι το κόκκαλο δε.
Οι επιδρομές των Βουλγάρων έγιναν γνωστές στο ελληνικό κράτος, η κυβέρνηση απούσα, όλο το βάρος έπεσε στους Μακεδόνες, στους πρόξενους και στην τεράστια προσφορά του κλήρου. Άλλωστε οι εκ βορρά γείτονες «χτυπούσαν» την παιδεία και την θρησκεία, θέτοντας το δίλλημα : Πατριαρχικοί ή Εξαρχικοί. Δάσκαλοι θανατώθηκαν, γυναίκες αρπάχτηκαν, κληρικοί εξευτελίστηκαν. Κι όλα αυτά υπό το βλέμμα των Τούρκων, οι οποίοι άλλοτε επέτρεπαν τις βουλγαρικές ενέργειες για να αφανίσουν το ελληνικό στοιχείο, άλλοτε φοβόντουσαν τη ρωσική δύναμη που κρυβόταν πίσω από τη Βουλγαρία (ας μη λησμονούμε πως οι Ρώσοι ήσαν οι εμπνευστές της «Μεγάλης Βουλγαρίας» με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία χάριζε στη Βουλγαρία σχεδόν όλη τη Μακεδονία). Την κατάσταση αυτή δε μπορούσαν να ανεχτούν πολλοί Έλληνες του ελληνικού βασιλείου, ανάμεσα τους και ο Μελάς.
Οι αποστολές του στη Μακεδονία διακρίνονται σε τρεις: Η πρώτη τον Φεβρουάριο του 1904 υπό τη συνοδεία των Α. Κοντούλη, Α. Παπούλα και Γ. Κολοκοτρώνη για εκτίμηση της υφιστάμενης κατάστασης. Με την βοήθεια των οπλαρχηγών Κώττα, Πύρζα και Κύρου, απεκόμισαν πολλά για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο ελληνισμός. Επέστρεψε στην Αθήνα τον Μάρτιο, μιας και οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν την παρουσία του. Η δεύτερη τον Ιούλιο του ίδιου έτους, όπου κατά τις αναγνωρίσεις του στην ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης, προέτρεψε τους κατοίκους να οργανωθούν σε ένοπλα σώματα ενώ και ο ίδιος πήρε την απόφαση να δράσει ως αντάρτης κατά των Βουλγάρων. Επέστρεψε στην Αθήνα για να οριστεί αρχηγός των αντάρτικων ομάδων της Δυτικής Μακεδονίας και τον Αύγουστο επέστρεψε ξανά για ύστατη φορά. Με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, αντιμετώπισε Βούλγαρους κομιτατζήδες και εξύψωνε το ηθικό των Μακεδόνων, πάντα υπό την συντροφιά του Πύρζα. Τον Οκτώβριο όμως του 1904, την νύχτα της 13ης, θα βρει τον θάνατο κατά την σύγκρουση με οθωμανικό ένοπλο σώμα, στο χωριό Στάτιστα της Καστοριάς. Το σώμα του θα ταφεί στο χωριό, αργότερα με τον κίνδυνο να πέσει η σορός στους Τούρκους, το κεφάλι του θάφτηκε στο Πισοδέρι, ενώ το σώμα του το παρέλαβε ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης και το έθαψε στην Καστοριά. Τελικά παραλήφθηκε και το κεφάλι του και θάφτηκε μαζί με το σώμα.
Ο Παύλος Μελάς δεν πήρε μέρος σε πολλές μάχες του Αγώνα, δεν επέδειξε εντυπωσιακές νίκες, δεν εξελίχθηκε στους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας. Όμως έγινε σύμβολο, το σύμβολο ενός Αγώνα ενός υπόδουλου λαού για την διατήρηση της ταυτότητας του, την απελευθέρωση και τελικά την ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό. Ο θάνατος του ενέπνευσε, χιλιάδες αγωνιστές έτρεξαν να ελευθερώσουν την ιδιαίτερη πατρίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και να θέσουν τα θεμέλια για την εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας. Ο πλούσιος αυτός, μεγαλωμένος στα σαλόνια της αθηναϊκής κοινωνίας Αξιωματικός, πατέρας δύο παιδιών, με καταγωγή από την Ήπειρο, έτρεξε στην σκλαβωμένη Μακεδονία. Δείχνοντας με το παράδειγμα του, πως η λευτεριά της πατρίδας είναι υπόθεση όλων των Ελλήνων. Από την Ορεστιάδα μέχρι το Καστελόριζο, και από την Καστοριά μέχρι τα Χανιά, τούτη η πατρίδα ανήκει σε όλους τους Έλληνες και η προάσπιση της είναι ευθύνη όλων.
«Σε κλαίει λαός. Πάντα χλωρό να σείεται το χορτάρι
Στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλληκάρι!»
Μιλτιάδης B. Παρλάντζας
Υπλγός (ΕΜ), MSc 

Αφήστε μια απάντηση