ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΙ

ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΙ

 

Toυ Αντιναυάρχου Γ. Δεμέστιχα Π.Ν.

Επιτίμου Αρχηγού Στόλου

 

 

            Η ανάπτυξη αποτελεί βασικό στόχο της Κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής που θα πρέπει να προωθηθεί σε όλους τους δυνατούς τομείς και κυρίως σε αυτούς που η χώρα μας διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα όπως είναι ο Τουρισμός και η Ναυτιλία. Ειδικότερα η Ναυτιλία βασιζόμενη κυρίως στην ιδιωτική πρωτοβουλία έχει μεγαλουργήσει και κατατάσσεται στην πρώτη θέση παγκοσμίως. Παράλληλα από την Κυβέρνηση προωθείται η ανάπτυξη πολλαπλών υπηρεσιών, που εξυπηρετούν την Ναυτιλία στην Ελλάδα με κέντρο τον Πειραιά, δεδομένου ότι οι Έλληνες εφοπλιστές σήμερα χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες που προσφέρονται από άλλα ναυτιλιακά κέντρα και κυρίως το Λονδίνο. Το ασθενές σημείο της Ελλάδας στον τομέα της Ναυτιλίας, όπως και όλων των Ευρωπαϊκών χωρών, είναι και παραμένει η ναυπηγική βιομηχανία.

            Μετά από δεκαετίες θεμιτού ή και αθέμιτου ανταγωνισμού κυρίως από την Ασιατική Ήπειρο, τα περισσότερα Ευρωπαϊκά Ναυπηγεία που έλαμπαν στην δεκαετία του 1950, έχουν αναγκαστεί να κλείσουν ή συγχωνεύονται προκειμένου να επιτύχουν οικονομία κλίμακος. Τα ελάχιστα που κατόρθωσαν να επιζήσουν έχουν επικεντρωθεί στην κατασκευή πλοίων υψηλής τεχνολογίας, πολυτελών κρουαζιερόπλοιων, ταχέων οχηματαγωγών, πλοίων ειδικού φορτίου καθώς και πολεμικών σκαφών. Οι παραγγελίες πολεμικών πλοίων έχουν όμως και αυτές περιοριστεί μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και κατά συνέπεια τα λίγα εναπομείναντα Ευρωπαϊκά Ναυπηγεία ή θα πρέπει τώρα να συρρικνωθούν (που όπως φαίνεται γίνεται) και να προσαρμοσθούν ή θα πρέπει να κλείσουν. Η ανάγκη των Ευρωπαϊκών Ναυπηγείων για περαιτέρω εξειδίκευση, αυτοματοποίηση, αύξηση επενδύσεων για δυνατότητα ανάληψης παρεμφερών εργασιών και συγχωνεύσεις, φαίνεται επί του παρόντος να αποτελεί μονόδρομο.

            Η ναυπηγική βιομηχανία στην Ελλάδα αντιμετωπίζει ανάλογα προβλήματα με τα Ευρωπαϊκά Ναυπηγεία, ενώ η περίοδος της κρατικοποίησης των δύο μεγάλων Ναυπηγείων της χώρας (Σκαραμαγκά και Ελευσίνας) επέφερε περαιτέρω συρρίκνωση στην ναυπηγική μας βιομηχανία. Σήμερα τα ιδιωτικοποιημένα Ελληνικά Ναυπηγεία (Σκαραμαγκά) και ο όμιλος Ναυπηγείων Ελευσίνας – Νεώριον Σύρου αναζητούν λύσεις για την επιβίωσή των ενώ η ναυπηγοεπισκευαστική περιοχή του Περάματος στενάζει κάτω από αβεβαιότητα, με ευκαιριακές κυρίως επισκευές μικρής εκτάσεως.

            Τα δύο μεγάλα ιδιωτικά Ναυπηγεία (Σκαραμαγκάς – Ελευσίνα) προσπάθησαν και κατάφεραν εν πολλοίς να επιβιώσουν με τις παραγγελίες του Πολεμικού Ναυτικού των τελευταίων ετών. Δεν θα κρίνουμε ούτε τον τρόπο αναθέσεως και παραγγελιών, ούτε το κόστος, θέματα που είναι αρμοδιότητος του ΥΕΘΑ, αυτό όμως που μπορούμε να επισημάνουμε είναι ότι τα Ναυπηγεία μπορούν και λειτουργούν αξιόπιστα, αποκτούν τεχνογνωσία και η Ελληνική Προστιθέμενη Αξία είναι δυνατόν να αυξηθεί περαιτέρω. Τα δύο όμως μεγάλα Ναυπηγεία λειτουργούν σαφώς ανταγωνιστικά μεταξύ τους αφού το Πολεμικό Ναυτικό της Ελλάδος δεν είναι δυνατό, από μόνο του, να συντηρήσει με τις παραγγελίες του και άλλες ανατιθέμενες εργασίας δύο Ναυπηγεία αυτού του μεγέθους. Επ΄ωφελεία όλων των συμβαλλομένων απαιτείται προγραμματισμός σε μεγάλο βάθος χρόνου καθώς και εξειδίκευση κάθε Ναυπηγείου σε ορισμένες κατασκευές ώστε με την βελτιωμένη τεχνική γνώση να επιτυγχάνεται μείωση κόστους αλλά και εξαγωγικός προσανατολισμός κυρίως προς χώρες της Ασίας και της Αφρικής που φαίνεται ότι κατά τις επόμενες δεκαετίες θα επιδιώξουν την ανάπτυξη ναυτικών δυνάμεων κυρίως επιφανείας με μεσαίου και μικρού μεγέθους πλοία.

            Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω τα Ναυπηγεία της Ελλάδος για να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν πρέπει να αναζητήσουν σημαντικές εργασίες και στον εμπορικό τομέα και να αναγνωρίσουν ποίους τύπους πλοίων χρειάζονται οι εφοπλιστές που δεν μπορούν όμως τώρα να κατασκευάσουν στην Άπω Ανατολή ώστε να επικεντρώσουν τις δυνατότητές τους σε αυτά τα είδη των πλοίων αρχίζοντας από την σχεδίαση, ενώ η πρώτη παραγγελία θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα μικρό έστω αριθμό πλοίων για να καλυφθεί το σχεδιαστικό κόστος και η αρχική δαπάνη.

            Μέσα στις κυβερνητικές εξαγγελίες έχει αναφερθεί η μείωση των αμυντικών δαπανών προκειμένου να εξοικονομηθούν πόροι που θα χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη άλλων αναγκών υψηλής προτεραιότητος. Η μείωση των αμυντικών δαπανών όμως δεν σημαίνει αναγκαστικά και μείωση της μαχητικής ικανότητος των Ε.Δ. της χώρας διότι αυτό θα έπληττε ευθέως την προάσπιση εθνικών συμφερόντων. Η εξάλειψη της σπατάλης στους εξοπλισμούς, ο έγκαιρος και ορθός προγραμματισμός αυτών μπορούν να ικανοποιήσουν τους στόχους της κυβέρνησης σε ότι αφορά την μείωση των αμυντικών δαπανών και συγχρόνως να συμβάλλουν στην ανάπτυξη (εν προκειμένω στην ναυπηγική βιομηχανία) με παράλληλη βελτίωση των αμυντικών ναυτικών δυνατοτήτων της χώρας.

            Για μία μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, που αντιμετωπίζει απειλή από μία πολλαπλάσια σε πληθυσμό και στρατό χώρα η οποία και δαπανά τεράστια ποσά σε εξοπλισμούς (που απλώς εξαγγέλλει εικονικές μειώσεις για πολιτικούς λόγους) παρά τη δυσχερή οικονομική της θέση, το πρόβλημα της επιλογής στα εξοπλιστικά προγράμματα είναι σύνθετο. Για να βρεθούν οι πλέον συμφέρουσες,  τεχνοοικονομικά, λύσεις θα πρέπει οι εξοπλισμοί των Ελληνικών Ε.Δ. να υλοποιούνται εγκαίρως, να κατανέμονται ορθολογικά σε βάθος χρόνου, να εξασφαλίζεται η μεγίστη αποτελεσματικότητα, να ικανοποιούνται οι συμμαχικές μας υποχρεώσεις και να εξασφαλίζεται η ποιοτική υπεροχή του υλικού έναντι του ενδεχόμενου αντιπάλου ώστε σε συνδυασμό με την καλύτερη απόδοση του προσωπικού να επιτυγχάνεται η αντιμετώπιση της απειλής.

            Οι βασικές γραμμές που θα πρέπει να ακολουθήσει το ναυτικό πρόγραμμα εξοπλισμών είναι :

  • Ολιγοτυπία και ναυπήγηση/πρόσκτηση του ελαχίστου αριθμού μονάδων (πρακτικώς για τις μάχιμες μονάδες οι νέες ναυπηγήσεις πρέπει να είναι άνω των τεσσάρων ανά τύπο πλοίου) ώστε να μειώνεται το κόστος ανά μονάδα.
  • Συμμετοχή σε μεγάλα ναυτικά προγράμματα δυτικών χωρών που να είναι δυνατή η ικανοποίηση και των ειδικών ελληνικών επιχειρησιακών απαιτήσεων καθώς και η κατασκευή σε Ναυπηγεία της χώρας μας αποτελεί την πλέον συμφέρουσα οικονομικά λύση.
  • Εφαρμογή νέων τεχνολογιών στα οπλικά συστήματα ώστε πέραν της αντιμετώπισης των παραδοσιακών απειλών (αέρος, επιφανείας, υποβρυχίου) να είναι δυνατή η εις βάθος προσβολή εγκαταστάσεων του αντιπάλου καθώς και πρόβλεψη για την επιβιωσιμότητα των πλοίων με εφαρμογή της τεχνολογίας χαμηλής παρατηρησιμότητος των μαχίμων μονάδων για την ελάττωση της υπογραφής που αφορά στην ανακλαστική επιφάνεια (stealth) αλλά και κατά περίπτωση στην ακουστική, θερμική και μαγνητική ακτινοβολία.
  • Εκσυγχρονισμός του υλικού και ιδίως των ακριβών μονάδων να αποφασίζεται και να υλοποιείται έγκαιρα.
  • Πρόβλεψη για ουσιαστική αξιοποίηση των Αντισταθμιστικών Ωφελημάτων (ΑΩ) για εκμετάλλευση από το Π.Ν. και τις Ε.Δ. καθώς και από την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία.
  • Πολιτική πωλήσεως της μέσης ηλικίας μονάδων του Π.Ν. (ως ΤΠΚ, Φ/Γ, Υ/Β) σε ξένα ναυτικά ώστε το Π.Ν. να έχει τη δυνατότητα αρχικής χρηματοδοτήσεως νέων προγραμμάτων, ενώ θα είναι δυνατό να υπάρξει όφελος για την Ναυπηγική Βιομηχανία ή άλλες Βιομηχανίες της χώρας μέσω των εκσυγχρονισμών που θα αιτηθούν από την χώρα/πελάτη.
  • Eπιλογή δομής μονάδων ώστε το Π.Ν. πέραν της αποτροπής να εξασφαλίζει την αντιμετώπιση της απειλής και να δύναται να διατηρήσει ανοικτές τις θαλάσσιες γραμμές επικοινωνίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

 

Ο εις βάθος χρόνου προγραμματισμός και η εν συνεχεία υλοποίηση αυτού θα καλύπτει έγκαιρα τις ανάγκες του Π.Ν. ενώ συγχρόνως θα συνδράμει την αναπτυξιακή πολιτική της κυβέρνησης με τη διατήρηση ικανής ναυπηγικής βιομηχανίας καθώς και συναφών ελληνικών τεχνολογικών βιομηχανιών.

 

Αφήστε μια απάντηση