Blog

ΑΠO ΤΟ ΕΛΣΙΝΚΙ ΣΤΗ …..ΧΑΓΗ Πόσο Κοντά……Πόσο Μακριά…… Αντιστρατήγου ε.α. Χ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΑΠO ΤΟ ΕΛΣΙΝΚΙ ΣΤΗ …..ΧΑΓΗ

Πόσο Κοντά……Πόσο Μακριά……

Αντιστρατήγου ε.α. Χ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

 

Το Ελσίνκι σταθμός…….

 

Η πρόσφατη προσπάθεια της Τουρκίας να παρεμβαίνει στις διαδικασίες λήψεως αποφάσεων που αφορούν την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Αμύνης (ESDP) ή όπως πέρασε στην ελληνική Kοινή Γνώμη ως θέμα του «Ευρωστρατού», αναμφισβήτητα δημιούργησε την εντύπωση ότι τούτο αποτελεί το μείζον τρέχον πρόβλημα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας στα πλαίσια της Ε.Ε.

Χωρίς να παραγνωρίζεται η σοβαρότητα του προβλήματος δεν θα πρέπει να διαφεύγει ότι στην ουσία αποτελεί και αυτό μια προέκταση των ελληνοτουρκικών διαφορών που από μακρού χρόνου έχουν μεταφερθεί στο πλαίσιο της Ε.Ε. και συνδυάσθηκαν από ελληνικής πλευράς με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας.

Η ελληνοτουρκική αυτή αντιπαράθεση τελικά κατέληξε στην απόφαση της Συνόδου Κορυφής στο Ελσίνκι (ΔΕΚ. 99) που αποτελεί σημείο καμπής για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις των δύο χωρών τόσο στο πλαίσιο της Ε.Ε. όσο και σε καθαρά διμερές επίπεδο.

Ας θυμηθούμε λίγο το Ελσίνκι. Οι αποφάσεις των 15 στο Ελσίνκι σ΄ότι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στα πλαίσια της Ε.Ε. επικεντρώνονται στα παρακάτω κύρια σημεία:

Η Τουρκία υπό ένταξη χώρα.

Η Τουρκία αναγνωρίζεται πλέον ως «υπό ένταξη χώρα». Έτσι η χώρα μας μετά από μακροχρόνιο κύκλο ελληνοτουρκικών αντιπαραθέσεων εξαντλεί το τελευταίο της και πιο σημαντικό όπλο του πολιτικού της οπλοστασίου που ήταν η σύμφωνη γνώμη της για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας προς την πλήρη ένταξή της.

Τα Ελληνοτουρκικά.

Τονίζεται για τα υποψήφια κράτη – εν προκειμένω η Τουρκία – η αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών και επίλυσης κάθε εκκρεμούς «συνοριακής διαφοράς» – εν προκειμένω με την Ελλάδα – ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και μέχρι τα τέλη του 2004.

«Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει τότε την κατάσταση ιδίως σ΄ότι αφορά τις επιπτώσεις των ενταξιακών διαδικασιών για τα θέματα του Δικαστηρίου της Χάγης».

Οι παραπάνω θέσεις δεν διαφέρουν ουσιαστικά των αντιστοίχων αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής του Λουξεμβούργου τον Δεκέμβριο 1997, πλην του ότι θέτουν πλέον κάποιο χρονικό όριο (τέλος του 2004) για την επίλυση μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης κάθε «συνοριακής διαφοράς» αλλά ταυτόχρονα η προτεινομένη «επανεξέταση της κατάστασης» αφήνει πολλά περιθώρια ερμηνείας σ΄ότι αφορά το «τι μέλλει γενέσθαι» σε περίπτωση που η Τουρκία θα δεχθεί την προσφυγή στο Διεθνές αυτό Δικαστήριο.

Είναι φανερό ότι η Ε.Ε. αναγνωρίζει την ύπαρξη «συνοριακών διαφορών» που από μονομερή διεκδίκηση της Τουρκίας μεταβάλλεται σε υπαρκτό πλέον πρόβλημα.

Το Κυπριακό

Οι 15 τονίζουν ότι η πολιτική επίλυση του Κυπριακού προβλήματος θα διευκολύνει την προσχώρηση της Κύπρου στην Ε.Ε. χωρίς όμως να αποτελεί τούτο προϋπόθεση για την ένταξη της Κύπρου όταν ολοκληρωθούν οι ενταξιακές διαδικασίες και δεν έχει δοθεί πολιτική λύση. «Το Συμβούλιο θα αποφασίσει σε κάθε περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία».

Η απεμπλοκή του «Κυπριακού» από τις ενταξιακές διαδικασίες μπορεί να θεωρηθεί σαν μια ελληνική επιτυχία που αντισταθμίζει την «συμφωνία» της χώρας μας στην αναγνώριση της Τουρκίας ως υπό ένταξη χώρα. Η τελευταία όμως φράση της σχετικής παραγράφου δημιουργεί αρκετό σκεπτικισμό ως προς το κατά πόσον θα λειτουργήσει ευνοϊκά στο μέλλον όπως ελπίζει η ελληνική πλευρά.

 

Πόσο κοντά……πόσο μακριά…….

 

Σήμερα βρισκόμαστε χρονικά στο μέσον περίπου της διαδρομής Ελσίνκι….Χάγη. Θα περίμενε κανείς ότι το «πολιτικό έργο» θα έχει προχωρήσει αρκετά ώστε να διακρίνει ήδη το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ως μέσον επίλυσης των ελληνοτουρκικών συνοριακών (;) διαφορών.

Στην ουσία η απόφαση του Ελσίνκι, χωρίς να το αναφέρει άμεσα προϋποθέτει την αμοιβαία υποχρέωση των δύο ενδιαφερομένων μελών Ελλάδος και Τουρκίας για την πραγματοποίηση ενός «διαλόγου» για την επίλυση των εκκρεμών συνοριακών διαφορών και άλλων συναφών θεμάτων, η δε παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προβλέπεται για την περίπτωση που δεν θα βρεθεί κοινά αποδεκτή λύση («άλλως θα πρέπει να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του ΔΔΧ…..»).

Είναι φανερό ότι Ελλάς και Τουρκία απ΄αρχής αντιλαμβάνονται και τις προβλέψεις της αποφάσεως του Ελσίνκι αλλά και το περιεχόμενο του διαλόγου κατά διαφορετικό τρόπο.

Η Ελλάς επίσημα τουλάχιστον δεν φαίνεται να μεταβάλει την πολιτική της σ΄ότι αφορά τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Έτσι υποστηρίζει ότι :

Αποδέχεται την έκφραση «επίλυση των εκκρεμών συνοριακών διαφορών» της απόφασης του Ελσίνκι νοούμενη ως διευθέτηση του θέματος της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας την οποία και αναγνωρίζει την μόνη υπάρχουσα προς συζήτηση διαφορά.

Θεωρεί το θέμα αποκλειστικά και μόνο νομικό το οποίο και θα πρέπει να επιλυθεί με βάση τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου με παραπομπή στο ΔΔΧ στο οποίο «υποχρεούται» να προσφύγει η Τουρκία μέχρι το τέλος του 2004 σύμφωνα με τις αποφάσεις του Ελσίνκι.

Θεωρεί κατ΄επέκταση ότι ο διάλογος στην ουσία έχει σκοπό για τον καθορισμό των διαδικασιών που θα οδηγήσουν τις δύο χώρες στη Χάγη και μόνο για το θέμα της υφαλοκρηπίδας και όχι ως μέσον επίλυσης όλων των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο που προβάλλεται από την Τουρκία (χωρικά ύδατα, εναέριος χώρος, γκρίζες ζώνες, στρατιωτικοποίηση των νησιών κ.λ.π).

 

Από την άλλη πλευρά η Τουρκία επίσης δεν φαίνεται να έχει μεταβάλλει την επίσημη πολιτική της στα θέματα του Αιγαίου και σε γενικές γραμμές υποστηρίζει ότι :

Η παραπομπή μέχρι το τέλος του 2004 των διαφορών της με την Ελλάδα στο ΔΔΧ δεν αποτελεί «τελεσίδικο όρο» αλλά απλά αποτελεί μια ημερομηνία που το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει την κατάσταση (Συνέντευξη του Τούρκου ΥΠΕΞ Ισμαήλ Τζεμ στο Βήμα, στις 16 Ιανουαρίου 2000, ο οποίος επικαλέσθη επί του θέματος την επεξηγηματική επιστολή του τότε Προέδρου της Ε.Ε. Φιλανδού Πρωθυπουργού Πάαβο Λίτονεν προς τον Τούρκο Πρωθυπουργό).

Θεωρεί τον διάλογο ως μέσον για να συζητηθεί όλο το «πακέτο» των προβαλλομένων απαιτήσεών της στο Αιγαίο και θεωρεί το όλο θέμα «πολιτικό» και όχι νομικό. Κατά συνέπεια δεν φαίνεται ότι κινείται μέχρι τώρα με την προοπτική επίλυσης των όποιων διαφορών μέσω του ΔΔΧ.

 

Σήμερα …δύο και πλέον χρόνια μετά το Ελσίνκι

 

Η Ελλάς εφαρμόζοντας μια πολιτική χαμηλών τόνων (κατ΄άλλους πολιτική ανοικτής αγκάλης), «συζητά» ανεπίσημα σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών (κ.κ. Παπανδρέου-Τζεμ) κάποια σημεία επαφής με την Τουρκία αρχίζοντας από τα λεγόμενα θέματα «χαμηλής πολιτικής».

Μόλις τον Φεβρουάριο 2002 (συνάντηση Παπανδρέου-Τζεμ στη Νέα Υόρκη) ανακοινώθηκε επίσημα η έναρξη «διερευνητικών επαφών» μεταξύ των Υπουργών των δύο χωρών για θέματα «υψηλής πολιτικής» με σκοπό να βρεθούν τα «σημεία σύγκλισης» προκειμένου να προχωρήσει ο διάλογος με έναρξη τον Μάρτιο 2002.

Στο διάστημα των δύο αυτών ετών η Τουρκία κατά την πάγια τακτική της εμφανίζεται πάντα έναντι της Διεθνούς Κοινότητος να αποδέχεται τον σεβασμό του απαραβίαστου των συνόρων και της κυριαρχίας κάθε χώρας, το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες και κατά συνέπεια «τείνει πάντα χείρα συνεργασίας» με την Ελλάδα και αποδέχεται τον διάλογο. Παράλληλα όμως δεν χάνει ευκαιρία να εφαρμόζει την προσφιλή της πολιτική της «εμπράκτου» υποστηρίξεως των διεκδικήσεών της με ομαδικές παραβιάσεις στο Αιγαίο, καταγγελίες για παραβιάσεις του εναερίου χώρου της από μαχητικά αεροσκάφη της χώρας μας (ΝΟΤΑΜ για αεροδιάδρομους G-18 και R-19) κ.λ.π.

Η Ε.Ε. έχοντας ήδη μεταφέρει με την απόφαση του Ελσίνκι το πρόβλημα των ελληνοτουρκικών διαφορών στους δύο ενδιαφερόμενους δεν φαίνεται να επιθυμεί την άμεση εμπλοκή της στις εξελίξεις ούτε δείχνει να επείγεται για την επίλυσή του. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι η όλη στάση της για μια ακόμη φορά μάλλον υπέρ της Τουρκίας λειτουργεί αν κανείς κρίνει από τις μέχρι σήμερα εξελίξεις στο θέμα του Ευρωστρατού.

 

Συμπερασματικά

 

Ο εναπομένων χρόνος μέχρι το τέλος του 2004 φαίνεται τελείως ανεπαρκής για μία ουσιαστική εξέλιξη τουλάχιστον σύμφωνα με τις προσδοκίες της ελληνικής πλευράς.

Το πιθανότερο η εξέλιξη του διαλόγου θα έχει την τύχη και των προσπαθειών που έγιναν την περίοδο Καραμανλή – Ντεμιρέλ και Παπανδρέου – Οζάλ όπου ναυάγησαν με υπαιτιότητα της Τουρκίας αφού και στις πλέον ευνοϊκές περιπτώσεις απεδέχθη την παραπομπή του θέματος της υφαλοκρηπίδας στο ΔΔΧ με την προϋπόθεση ότι θα συνεξετασθούν και τα λοιπά θέματα των ελληνοτουρκικών διαφορών όπως των χωρικών υδάτων, του εναερίου χώρου και της αποστρατιωτικοποίησης των νήσων.

Η Τουρκία θα «ροκανίσει» τον χρόνο μέχρι το 2004 χωρίς αποτέλεσμα και το πιθανότερο θα ζητήσει περαιτέρω προσπάθεια επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών με άλλους τρόπους σύμφωνα με την Ατζέντα 2000 της Ε.Ε. και το άρθρο 3 του ΟΗΕ που προβλέπει τρόπο επίλυσης διαφορών κατά σειρά με άμεσο διάλογο, διαιτησία, έμμεσο διάλογο, μεσολάβηση και προσφυγή στο ΔΔΧ (δηλώσεις κ. Τζεμ στο CNN τον Φεβρουάριο 2002). Σε κάθε περίπτωση εκτιμάται ότι μέσα από την διαδικασία του διαλόγου θα επιδιώξει την «καταγραφή» όλων των διαφορών τις οποίες και επιχείρησε να συνδέσει μεταξύ τους (για παράδειγμα ο κ. Οζάλ είχε υποστηρίξει ότι για να εξετασθεί το θέμα της υφαλοκρηπίδας θα πρέπει να ξεκαθαρίσει και το θέμα των χωρικών υδάτων αφού άμεσα συνδέεται με την οριοθέτησή τους).

Μια «καταγραφή» των διαφορών θα αποτελέσει μια πολιτική επιτυχία της Τουρκίας αφού με την επισημοποίησή της θα αποτελούν τη βάση εκκίνησης για κάθε μελλοντική διαπραγμάτευση.

Από ελληνικής πλευράς θα ήταν πολύ αισιόδοξο να αναμένεται κάποιο αποτέλεσμα από τον διάλογο που ήδη έχει επίσημα αρχίσει. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάς δεν θα πρέπει να δεχθεί συζήτηση επί όλων των διμερών θεμάτων αλλά να εμμείνει μόνο στην παραπομπή της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας από το ΔΔΧ και μόνο αυτό.

Εάν η θέση αυτή αποτελεί πράγματι την επίσημη πολιτική της χώρας μας, όπως τουλάχιστον υποστηρίζει το ελληνικό ΥΠΕΞ και με δεδομένο ότι δεν θα πρέπει να αναμένεται ανταπόκριση από πλευράς Τουρκίας, οι πολιτικοί χειρισμοί θα πρέπει να αποβλέπουν στην «χρέωση» της αποτυχίας του διαλόγου στην Τουρκία αν και τούτο δεν φαίνεται να επηρεάζει ιδιαίτερα τις γενικότερες εξελίξεις των σχέσεων Τουρκίας και Ε.Ε.

 

Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι οι περισσότεροι εταίροι δεν επιθυμούν την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Παρ΄όλα αυτά δεν μπορούν να αγνοήσουν την γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας και ιδιαίτερα τις δυνατότητες που διαφαίνεται να παρουσιάζει με αναδυόμενη αγορά των 65 εκατ. κατοίκων ή 80 εκατ. αύριο.

Ανάλογη εξάλλου και για τους δικούς της λόγους είναι και η πολιτική των ΗΠΑ η οποία στα πλαίσια του γενικότερου ρυθμιστικού γεωπολιτικού της ρόλου στην περιοχή, παρεμβαίνει συχνά στις κοινοτικές διαδικασίες (Ευρωπαϊκή ασφάλεια κ.λ.π) και συνήθως υπέρ της Τουρκίας ((έγγραφο Κωνσταντινούπολης για Ευρωστρατό).

Δεν θα πρέπει κατά συνέπεια να αναμένονται σοβαρές και καταλυτικές εξελίξεις στις σχέσεις Τουρκίας-Ε.Ε. αν στο τέλος του 2004 δεν έχει επιτευχθεί καμιά ουσιαστική πρόοδος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το πιθανότερο η Ε.Ε έχοντας αφήσει «δικλείδες ασφαλείας» στην απόφαση του Ελσίνκι τόσο για τα θέματα των ελληνοτουρκικών διαφορών όσο και για το θέμα της ενταξιακής πορείας της Κύπρου,θα συνεχίσει την όποια πολιτική της σε σχέση με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας όπως αυτή υπαγορεύεται από τα συμφέροντα των εταίρων (και των ΗΠΑ) και όχι με βάση την αρχή της αλληλεγγύης όπως ελπίζει η χώρα μας.

Και δεν θα πρέπει να θεωρείται απίθανο μήπως αντί συμπαραστάσεως και υποστηρίξεως να δεχθεί η χώρα μας πιέσεις που να εκβιάζουν την όποια συμβιβαστική λύση.

Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ο δρόμος προς το Ελσίνκι οδηγεί στη Χάγη. Αντίθετα φαίνεται ότι αφήνοντας πίσω το Ελσίνκι, η Χάγη αντί να πλησιάζει απομακρύνεται. Και όσο το μέλλον παρουσιάζεται αβέβαιο τόσο πρέπει να πρυτανεύει η πρόβλεψη και η πρόνοια έναντι μιας Τουρκίας η οποία από την μία συμμετέχει σε ειρηνικό «διάλογο» από την άλλη όμως προκαλεί και απειλεί.

Οδεύοντας λοιπόν από το Ελσίνκι στη Χάγη ή και όπου αλλού βγάλει ο δρόμος, θα πρέπει να έχουμε την πρόνοια και την ετοιμότητα για να αντιμετωπίσουμε κάθε δυσμενή εξέλιξη χωρίς να αιφνιδιασθούμε.

Θα πρέπει κατά συνέπεια, παρακολουθώντας την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και ελπίζοντας έστω ότι η ευρωπαϊκή της προοπτική θα μεταβάλλει την πολιτική της έναντι της χώρας μας, να διατηρούμε πάντα «ένα ελάχιστο αποδεκτό ποσοστό αποτρεπτικής αμυντικής ισχύος» που θα εξασφαλίζεται με τις δικές μας και μόνο δυνάμεις αφού μάλιστα εταίροι (Ε.Ε.) και σύμμαχοι (ΝΑΤΟ) ξεκάθαρα δηλώνουν ότι δεν είναι πρόθυμοι να εγγυηθούν την ασφάλειά μας έναντι της τουρκικής απειλής.

Αποδυνάμωση της αμυντικής μας ισχύος έναντι μιας Τουρκίας που διατηρεί και ενισχύει τις επιθετικές της δυνατότητες (γιατί άραγε 😉 μπορεί να οδηγήσει σε εθνικές περιπέτειες με όλες τις ευθύνες που αυτό συνεπάγεται.

Αφήστε μια απάντηση