Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η γεωπολιτική αφύπνιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η γεωπολιτική αφύπνιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Δρ. Εβίτα Διονυσίου*
Εισαγωγή
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που χαρακτηρίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως «οικονομικό και εμπορικό γίγαντα», αλλά, συγχρόνως, και ως «γεωπολιτικό νάνο». Αν και ο ως άνω χαρακτηρισμός ενέχει κάποια στοιχεία υπερβολής, πράγματι, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εξαιρετικά ασθενής σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, αδυνατώντας συχνά να χαράξει μία κοινή γραμμή επί κρίσιμων ζητημάτων (όπως, για παράδειγμα, οι ευρω-τουρκικές, οι ευρω-ρωσικές και οι ευρω-κινεζικές σχέσεις).
Η αιτία της αδυναμίας αυτής δεν είναι άλλη από το διακυβερνητικό χαρακτήρα της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος επιβάλλει τη λήψη αποφάσεων με ομοφωνία. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι κάθε ένα από τα 27 κράτη μέλη της Ένωσης μπορεί να ασκήσει βέτο, μπλοκάροντας τη λήψη κοινής απόφασης επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας[1]. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, ακόμα και στην περιοχή της άμεσης γειτονίας της.
Εν προκειμένω, παρατηρείται το εξής οξύμωρο: κατηγορείται η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση για την αδυναμία και τον ασθενή της ρόλο επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η ευθύνη ανήκει στις κυβερνήσεις των κρατών μελών, οι οποίες πεισματικά αρνούνται να εκχωρήσουν περισσότερη αρμοδιότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, περιορίζοντας τη δυνατότητά της να ασκεί παρεμβατικό ρόλο στο κρίσιμα διεθνή ζητήματα.
Με βάση τα ανωτέρω, θα περίμενε κανείς άλλη μία αμήχανη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στην τρέχουσα ιστορική συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία, με μεσοβέζικες και «χλιαρές» λύσεις και αδυναμία διατύπωσης μιας κοινής δυναμικής θέσης. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, τα αντανακλαστικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται ότι λειτούργησαν ταχύτατα και αποτελεσματικά, οδηγώντας σε μία άνευ προηγουμένου συσπείρωση και σε έναν πρωτοφανή συντονισμό των 27 κρατών μελών. Μήπως, λοιπόν, ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν το σοκ που χρειαζόταν για τη γεωπολιτική αφύπνιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Ιστορικές στιγμές ενότητας και τεκτονικών αλλαγών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ενώ, λοιπόν, πολλοί είχαν προεξοφλήσει την αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αντιδράσει και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, οι Κασσάνδρες διαψεύστηκαν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως απάντηση στην «απρόκλητη και αδικαιολόγητη στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας»[2], επέβαλε δέσμες κυρώσεων κατά της Ρωσίας, οι οποίες δεν έχουν προηγούμενο[3].
Οι επιβληθείσες οικονομικές κυρώσεις είναι βαρύτατες (ιδίως αυτές που αφορούν στην κεντρική τράπεζα της Ρωσίας) και έχουν τη δυνατότητα να πιέσουν ασφυκτικά τη ρωσική οικονομία. Ήδη, στις 28 Φεβρουαρίου 2022, το ρωσικό ρούβλι υποχώρησε σχεδόν 30%.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι ορισμένα κράτη μέλη (μεταξύ των οποίων η Γερμανία), θα πληγούν άμεσα από τις ευρωπαϊκές κυρώσεις, λόγω των στενών οικονομικών και εμπορικών δεσμών τους με τη Ρωσία[4]. Εντούτοις, αυτό δεν τα εμπόδισε να εγκρίνουν την κοινή ευρωπαϊκή απόφαση για την επιβολή των κυρώσεων.
Πέραν, όμως, του γεγονότος ότι οι ευρωπαϊκές κυρώσεις είναι εξαιρετικά σκληρές από τη σκοπιά των επιπτώσεων στη ρωσική οικονομία, προσλαμβάνουν συγχρόνως και ιστορικό χαρακτήρα, καθόσον ενσωματώνουν μέτρα που δεν είχαν επιβληθεί ποτέ στο παρελθόν. Ειδικότερα, για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα διαθέσει 450 εκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την αγορά και την παράδοση όπλων σε μία τρίτη χώρα που δέχεται επίθεση (την Ουκρανία). Περαιτέρω, θα αποδεσμεύσει 50 εκατομμύρια ευρώ για άλλες προμήθειες στην Ουκρανία (καύσιμα κ.λπ.). Πρόκειται για μία απόφαση ιστορικής σημασίας, καθώς είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιείται ο ενωσιακός προϋπολογισμός για την στρατιωτική ενίσχυση μιας τρίτης χώρας. Η σπουδαιότητα της απόφασης αυτής ενισχύεται ακόμα περισσότερο, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι για την υιοθέτησή της χρειάστηκε ομοφωνία των 27 κρατών μελών.
Στα ανωτέρω θα πρέπει να προστεθεί και η λήψη δραστικών μέτρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να απεξαρτηθεί ενεργειακά από τη Ρωσία. Υπό αυτή την οπτική, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δείχνει να αφύπνισε την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πέραν των ανωτέρω καινοφανών αποφάσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, συντελέστηκε και μία ιστορική στροφή στην πολιτική ασφάλειας και άμυνας της Γερμανίας (και, ως εκ τούτου, και της ίδιας της Ένωσης). Ειδικότερα, ο Γερμανός Καγκελάριος Olaf Scholz ανακοίνωσε σε ομιλία του στην Bundestag ένα ειδικό ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, ανατρέποντας πλήρως τον μέχρι τότε εθνικό προϋπολογισμό για τις αμυντικές δαπάνες. Εκτιμάται ότι στα επόμενα χρόνια, ο αμυντικός προϋπολογισμός της Γερμανίας θα υπερβαίνει το 2% του ΑΕΠ. Πρόκειται αναμφίβολα για μία ιστορική στιγμή, που σηματοδοτεί την εγκατάλειψη του «δόγματος» ότι η γερμανική εξωτερική πολιτική εστιάζει αποκλειστικά στη διπλωματία.
Αίτηση της Ουκρανίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Στα ανωτέρω, θα πρέπει να προστεθεί και η αίτηση της Ουκρανίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μία κίνηση με ισχυρό συμβολισμό, που καταδεικνύει το σαφή προσανατολισμό της χώρας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση (και, γενικότερα, προς τη Δύση).
Αν και η αίτηση έχει τύχει θερμής αποδοχής από ηγετικά στελέχη της Ένωσης και αρκετά κράτη μέλη, εκτιμάται ότι η πιθανότητα προσχώρησης της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα είναι εξαιρετικά χαμηλή. Αυτό συμβαίνει λόγω του ότι η ένταξη μιας χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση περιλαμβάνει μακροχρόνιες διαδικασίες, τις οποίες πολύ δύσκολα η Ένωση θα δεχτεί να παρακάμψει. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί τον ισχυρό συμβολισμό της ουκρανικής αίτησης.
Συμπεράσματα
Αποδίδεται στον Lenin η φράση «Υπάρχουν δεκαετίες στις οποίες τίποτα δε συμβαίνει και υπάρχουν εβδομάδες στις οποίες συμβαίνουν δεκαετίες». Πράγματι, ο πόλεμος στην Ουκρανία επιτάχυνε δραματικά τις εξελίξεις, οδηγώντας σε τεκτονικές αλλαγές στη γηραιά ήπειρο και αλλάζοντας τους συσχετισμούς ισχύος σε ολόκληρο το διεθνές σύστημα[5]. Η εισβολή της Ρωσίας ξύπνησε το -κατά τον Emmanuel Macron- «εγκεφαλικά νεκρό» ΝΑΤΟ, επανέφερε στο προσκήνιο το γεωπολιτικό παράγοντα «Δύση» και αφύπνισε την Ευρωπαϊκή Ένωση, ωθώντας την προς την κατεύθυνση της περαιτέρω ενοποίησης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπόρεσε μέσα σε ελάχιστο χρόνο να γεφυρώσει εσωτερικές διαφωνίες δεκαετιών[6] και να χαράξει μία κοινή, δυναμική γραμμή απέναντι στη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία. Πρόκειται για ένα ιστορικό άλμα ενοποίησης, το οποίο καταδεικνύει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν αντιμετωπίζει σοβαρή κρίση, είναι σε θέση να συσπειρώνεται και να αντιδρά με ενότητα.
Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Jean Monnet, ενός από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, «η Ευρώπη θα σφυρηλατηθεί μέσα από κρίσεις και θα είναι το άθροισμα των λύσεων που θα υιοθετηθούν για τις κρίσεις αυτές». Η τρέχουσα κρίση μπορεί, πράγματι, να σφυρηλατήσει μία Ευρωπαϊκή Ένωση πιο δυναμική και πιο αποφασιστική, ανάγοντάς την σε ισχυρό γεωπολιτικό παίκτη, που θα είναι σε θέση να καθορίζει τις διεθνείς εξελίξεις και όχι απλώς να τις παρακολουθεί.
* Η Δρ. Εβίτα Διονυσίου είναι Καθηγήτρια Ευρωπαϊκού Δικαίου στη Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας. Διδάσκει, επίσης, σειρά μαθημάτων σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο στο Μητροπολιτικό Κολλέγιο, σε συνεργασία με βρετανικά Πανεπιστήμια.
[1] Ενώ θα ήταν προς όφελος όλων των κρατών μελών να μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να δρα ως ένας ισχυρός γεωπολιτικός παίκτης, πολλά κράτη μέλη διστάζουν να θυσιάσουν το βέτο, υπό το φόβο ότι κάποια στιγμή ενδεχομένως να βρεθούν στην πλευρά της μειοψηφίας.
[2] Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (2022). Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την απρόκλητη και αδικαιολόγητη στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, 24 Φεβρουαρίου.
[3] Οι κυρώσεις αυτές προστίθενται στις ήδη ισχύουσες ευρωπαϊκές κυρώσεις, οι οποίες επιβλήθηκαν σε βάρος της Ρωσίας για την προσάρτηση της Κριμαίας, το 2014.
[4] Χαρακτηριστική είναι η ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από το φυσικό αέριο της Ρωσίας.
[5] Η ανάλυση των επιπτώσεων της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία σε επίπεδο διεθνούς συστήματος είναι εκτός του πεδίου ανάλυσης του παρόντος άρθρου, το οποίο εστιάζει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
[6] Παραδοσιακά, υπήρχε ένας διαχωρισμός μεταξύ των βόρειων και ανατολικών κρατών μελών της Ένωσης από τη μία πλευρά και των λοιπών κρατών μελών (Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία κ.λπ.) από την άλλη, με τη δεύτερη ομάδα να υιοθετεί μία λιγότερο εχθρική στάση απέναντι στη Ρωσία. Ο εν λόγω διαχωρισμός παραμερίστηκε μέσα σε ελάχιστες ημέρες, χάριν της ευρωπαϊκής ενότητας.