Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Του Παναγιώτη Ήφαιστου
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Του Παναγιώτη Ήφαιστου
Καθηγητού Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών και Έδρα Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση, Πάντειον Πανεπιστήμιο.
Εισαγωγή
Οι διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες στοχαστικές στρεβλώσεις της ελληνικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια των δύο αιώνων που διέρρευσαν μετά τον αγώνα ανεξαρτησίας του 1821, σε συνδυασμό με τις προβληματικές σχέσεις της πολιτικής εξουσίας με το στράτευμα τις τελευταίες δεκαετίες –και ιδιαίτερα την δεκαετία του 1960– εμπόδισαν τις ένοπλες δυνάμεις να καταλάβουν τον ρόλο που τους αξίζει στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα της Ελλάδας.
Στο σύντομο σημείωμα που ακολουθεί, θα προσπαθήσω να αναπτύξω μερικές σκέψεις που εντάσσουν τον προβληματισμό για τον ρόλο των ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας, σύμφωνα με τις δικές μου θεωρήσεις, στη ορθή βάση. Βασική υπόθεση είναι πως η ασφάλεια κάθε συλλογικής οντότητας ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι η πιο σημαντική υπόθεση στην βαθμίδα των συλλογικών ιεραρχήσεων. Αυτό ισχύει τόσο για την εσωτερική ασφάλεια που διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία των συμπεφωνημένων κανονιστικών δομών κάθε κοινωνικοπολιτικού συστήματος όσο και την εξωτερική ασφάλεια στο άναρχο διεθνές σύστημα.
Η αξία των Θουκυδίδειων θεωρήσεων
Την περασμένη δεκαετία, πολλές ευφάνταστες αναλύσεις πρόβλεπαν μια σταθερή και ευνομούμενη διεθνή τάξη όπου η εθνική αποτρεπτική στρατηγική ενός κράτους θα ήταν περίπου περιττή. Αρκεί να σημειωθεί πως αν υπάρχει κάτι αξιοσημείωτο που επιβεβαιώθηκε κατά τη διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής εποχής είναι η θουκυδίδεια θεώρηση για το ρόλο της κατανομής ισχύος ως διαμορφωτικού παράγοντα της κατανομής ρόλων και συμφερόντων του διακρατικού συστήματος όπως διαμορφώνεται την ύστερη εποχή. Θυμίζουμε πως μεταξύ πολλών άλλων ο Θουκυδίδης διαπίστωσε πως σ’ ένα (διεθνές) σύστημα που εξ ορισμού στερείται κοινωνικά νομιμοποιημένης ρυθμιστικής εξουσίας «το δίκαιο λογαριάζεται όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του» και πως όταν αυτό δεν ισχύει «οι δυνατοί κάνουν όσα τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν και αποδέχονται». Με διαφορετικά λόγια, λόγω της ετερότητας των κοινωνιών τα πολιτειακά συστήματα που τις εκφράζουν διαφέρουν, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει αντίστοιχος κατακερματισμός των συστημάτων διανεμητικής δικαιοσύνης. Έτσι, ενώ στο ενδοκρατικό επίπεδο το «κοινωνικό συμβόλαιο» και οι εν γένει δεσμοί μεταξύ των μελών της κοινωνίας συγκροτούν ένα βιώσιμο ηθικοκανονιστικό σύστημα προικισμένο με νομιμοποιημένες διανεμητικές ιδιότητες στο διακρατικό επίπεδο δεν υπάρχει δυνατότητα οροθέτησης του δικαίου-δικαιοσύνης ή της άσκησης βίας για την επιβολή του. Γι’ αυτό, εξ ορισμού, οι διεθνείς θεσμοί είναι έτσι όργανα τάξης και όχι δικαιοσύνης.
Η κρατική κυριαρχία και η σημασία της για τη συλλογική ελευθερία μιας κοινωνίας
Η εθνική-κρατική κυριαρχία με την οποία ιστορικά προικίστηκε κάθε κοινωνία που κατόρθωσε να κατακτήσει την συλλογική της ελευθερία είναι ουσιαστικά το μέσο που της προσφέρει την δυνατότητα να είναι συλλογικά ελεύθερη απέναντι σ’ αυτούς που κατά καιρούς αποσκοπούν να ασκήσουν ηγεμονία στις διεθνείς σχέσεις. Της προσφέρει επίσης τη δυνατότητα να διεκδικεί –όπως εξάλλου επιτάσσει το διεθνές δίκαιο των νεότερων χρόνων– ισοτιμία με τις υπόλοιπες πολιτικά κυρίαρχες συλλογικές οντότητες του παγκόσμιου χώρου. Τέλος, το καθεστώς της εθνικής-κρατικής κυριαρχίας προσφέρει τη δυνατότητα σ’ όλα τα κράτη να συναλλάσσονται, να συνεργάζονται και να διευθετούν τις διαφορές τους όταν συγκρούονται τα συμφέροντά τους ή όταν καταφεύγουν στην άσκηση πολεμικής βίας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η ασφάλεια κάθε κράτους βρίσκεται πάντοτε στην πιο υψηλή βαθμίδα των κοινωνικών προτεραιοτήτων και υπό αυτό το πρίσμα οι ένοπλες δυνάμεις ενός μη αναθεωρητικού κράτους είναι η υπέρτατη και ύστατη εγγύηση της συλλογικής ελευθερίας των μελών του. Βασικά, η συλλογική ελευθερία κάθε κοινωνίας, η ασφάλεια κάθε κράτους, τα μέσα που την διασφαλίζουν, δηλαδή οι ένοπλες δυνάμεις του και η διεθνής ειρήνη και σταθερότητα είναι κριτήρια ή παράγοντες άρρηκτα συνδεδεμένα.
Σημειώνεται πως μετά τον Θουκυδίδη, οι θεωρητικές, πολιτικές και ιδεολογικές συζητήσεις για την διεθνή ειρήνη και σταθερότητα δεν κατόρθωσαν έστω και κατ’ ελάχιστον να εξέλθουν από αυτά τα διλήμματα που ο κλασικός στοχαστής υπό το πρίσμα άψογης επιστημονικής ουδετερότητας εξέτασε στο μνημειώδες έργο του Πελοποννησιακός Πόλεμος. Βασικά, θα μπορούσαμε να σκιαγραφήσουμε την ιστορία των διεθνών σχέσεων ως εξής:
Α) Τα σχέδια σταθερότητας με αυτοκρατορία-ηγεμονία απότυχαν επιβεβαιώνοντας πως η επίτευξη ενός παγκόσμιου κράτους και ενός οικουμενικά ομοιόμορφου συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης προϋποθέτουν εξομοιωτική γενοκτονία πλανητικής κλίμακας.
Β) Όλες οι «πρόσφατες» διεθνιστικές και/ή κοσμοπολίτικες απόπειρες (ρωμαιοκαθολική μονοκρατορία, ναζισμός, γάλλοι επαναστάτες, αμερικανικός κοσμοπολιτισμός του 19ου αιώνα, μαρξισμός) απέτυχαν οδηγώντας στην σταδιακή προσαρμογή των πολιτειακών δομών του κόσμου στην κοινωνική ετερότητα του κόσμου. Ουσιαστικά, η κατάρρευση της ΕΣΣΔ συμβολίζει την συντριβή και του τελευταίου αξιοσημείωτου προπυργίου των διεθνιστικών-κοσμοπολίτικων ιδεών που επί χιλιετίες βρίσκονταν σε διαρκή διαπάλη με τη λογική που δημιουργούσε η ετερότητα μιας έκαστης κοινωνικής οντότητας στον κόσμο. Η συντριβή της Σοβιετικής Ένωσης αποτελεί, ουσιαστικά, ακόμη μια πανηγυρική επιβεβαίωση του γεγονότος πως το κράτος όπως αναπαράχθηκε τα νεότερα χρόνια καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των κλασικών Πόλεων είναι τόσο η βασική μονάδα οργάνωσης της εξουσίας στον παγκόσμιο χώρο όσο και ο χώρος εντός του οποίου κάθε κοινωνία διασφαλίζει το υπέρτατο ανθρώπινο αγαθό της συλλογικής ελευθερίας.
Γ) Η κατάκτηση πολιτισμού στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων που εκφράζεται με τον όρο «διεθνές δίκαιο» αποσκοπεί στην διασφάλιση της κυριαρχίας-ελευθερίας κάθε ανεξάρτητου κράτους. Το διεθνές δίκαιο, όμως, υπόκειται στους περιορισμούς που θέτει η ύπαρξη των αιτιών πολέμου (μεταξύ άλλων, αίτια πολέμου είναι ο ηγεμονισμός, η άνιση ανάπτυξη, οι παραμένουσες διακρατικές διενέξεις και οι επαναστατικές ιδεολογίες) Η εμβέλεια και αποτελεσματικότητα των κατά καιρούς συστημάτων συλλογικής ασφάλειας, επίσης, περιορίζεται για τους ίδιους λόγους.
Με συντομία: To μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα είναι άναρχο, τα αίτια πολέμου υπαρκτά όσο ποτέ άλλοτε, οι αρχές του διεθνούς δικαίου αποτελούν τη βάση του καθεστώτος ρύθμισης των διακρατικών σχέσεων αλλά η εφαρμογή τους δεν διασφαλίζεται και κατά συνέπεια η ασφάλεια κάθε κράτους αποτελεί υπόθεση της ενδιαφερόμενης κοινωνίας. Έτσι, λόγω αυτού του εγγενούς ελλείμματος διεθνούς ασφάλειας που θέτει σε κίνδυνο τα μέλη κάθε κοινωνίας οι κυβερνήσεις των κρατών αναπτύσσουν επαρκή εσωτερική ισχύ (ένοπλες δυνάμεις και άλλοι συντελεστές ισχύος) και ταυτόχρονα επιδιώκουν εξωτερική εξισορρόπηση των απειλών (τυπικές και άτυπες συμμαχίες).
Είναι σημαντικό να τονιστεί περαιτέρω πως όσον αφορά τη βασική κρατοκεντρική δομή, τη μορφή και τον χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος, οι σύγχρονες διεθνείς σχέσεις ουδόλως διαφέρουν από τα παρελθόντα:
1) Βασική μονάδα του καθεστώτος οργάνωσης των διεθνών σχέσεων είναι το κράτος και βασική αρχή του διεθνούς δικαίου η κρατική κυριαρχία (η τελευταία, στην κλασική εποχή των ελληνικών Πόλεων ήταν γνωστή ως «το ιδεώδες της ανεξαρτησίας»).
2) Οι διεθνείς θεσμοί είναι εξαιρετικά μεγάλης χρηστική σημασίας στη διαχείριση των διακρατικών υποθέσεων αλλά για τους λόγους που αναφέρθηκαν μόλις είναι εξαρτημένες και όχι ανεξάρτητες μεταβλητές.
3) Η αναζήτηση ισχύος και ασφάλειας παραμένει σταθερά κύριο μέλημα των κοινωνιών.
4) Η ελευθερία κάθε κοινωνίας, τονίζεται ξανά, στηρίζεται στο οικείο σύστημα εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας.
Υπό το πρίσμα της πιο πάνω θεώρησης των διεθνών σχέσεων, οι ένοπλες δυνάμεις μιας δημοκρατικά οργανωμένης χώρας, επειδή ακριβώς υπηρετούν τον υπέρτατο σκοπό της εθνικής ασφάλειας έναντι άλλων κρατών στο άναρχο διεθνές σύστημα συνιστούν την σημαντικότερη ίσως ομάδα αυτής της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, εκπλήρωση αυτού του ρόλου προϋποθέτει πως οι ένοπλες δυνάμεις κατέχουν την σωστή θέση στο πολιτειακό σύστημα.
Πιο συγκεκριμένα, «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα», δηλαδή, «ο πόλεμος δεν έχει τη δική του γραμματική» αλλά διέπεται από την λογική των πολιτικών σκοπών μιας κοινωνίας: Η λειτουργία των ενόπλων δυνάμεων, η δομή τους, η αποστολή τους, η άσκηση βίας και οποιοσδήποτε άλλος ρόλος εντάσσονται στην λογική των πολιτικό στόχων της κοινωνίας στην οποία ανήκουν και τους σκοπούς της οποίας υπηρετούν.
Συνάγεται πως στο βαθμό που η ασφάλεια κάθε οργανωμένου κοινωνικού συνόλου στο άναρχο διεθνές σύστημα βρισκόταν και συνεχίζει να βρίσκεται στη πιο υψηλή βαθμίδα των συλλογικών προτεραιοτήτων και στον βαθμό που κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια ενός άλλου κράτους, οι ένοπλες δυνάμεις κάθε χώρας είναι ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια και ευημερία της κοινωνίας ενός κράτους.
Το σύγχρονο διεθνές γίγνεσθαι, στρατιωτική διπλωματία και η θέση-ρόλος του κράτους και των ενόπλων δυνάμεων
Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να αναφερθεί, πέραν του γεγονότος πως αποτελούν ένα σταθερά άριστα οργανωμένο κομμάτι του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, οι ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας, είναι σημαντικές για ένα μεγάλο αριθμό λόγων που αφορούν την εξωτερική πολιτική και την θέση-ρόλο του κράτους στο διεθνές γίγνεσθαι. Ουσιαστικά, η μια όψη του νομίσματος της εξωτερικής πολιτικής είναι η καθαυτό διπλωματία και άλλη ο διεθνής ρόλος των ένοπλων δυνάμεων. Συνοπτικά, η στρατιωτική ικανότητα προσδιορίζει το ειδικό βάρος και τα διαπραγματευτικά ερείσματα ενός κράτους σε πλήθος διεθνών συναλλαγών και διεθνών συμμετοχών. Με συντομία:
1) Για τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο ρόλος ενός κράτους-μέλους στην υπό διαμόρφωση συλλογική άμυνα και ασφάλεια είναι συνάρτησης της ικανότητας συμμετοχής στη δομή άμυνας και ασφάλειας που οικοδομείται.
2) Οι πελατειακές σχέσεις μικρών και μεγάλων δυνάμεων συναρτώνται με την ικανότητα των λιγότερο ισχυρών κρατών αφενός να αμύνονται κατά των αναθεωρητικών κρατών που τα απειλούν και αφετέρου να είναι ενεργοί στρατηγικοί δρώντες των στρατηγικών εξελίξεων στην περιφέρεια που ανήκουν.
3) Οι ένοπλες δυνάμεις ενός σύγχρονου κράτους είναι κρίσιμο μέσο των διεθνών συμμετοχών μιας χώρας, πιο συγκεκριμένα, της «στρατιωτικής διπλωματίας». Μεταξύ άλλων: α) παροχή συμβουλών στην πολιτική ηγεσία για τους τρόπους πολιτικής αξιοποίησης της στρατιωτικής ισχύος υπό το πρίσμα των διεθνών εξελίξεων, β) συμμετοχή στελεχών των ενόπλων δυνάμεων στην επίσημη διπλωματική αντιπροσώπευση του κράτους σε άλλα κράτη ή διεθνείς θεσμούς, γ) μετά από εντολή της πολιτικής ηγεσίας, σύναψη στενών σχέσεων, μυστικού ή δημοσιοποιημένου χαρακτήρα, με τις ένοπλες δυνάμεις άλλων κρατών, δ) πάντοτε υπό το πρίσμα των πολιτικών εντολών, συμμετοχή και διαπραγματεύσεις στο ευρύ πλέγμα των διεθνών αμυντικών σχημάτων που αναπτύσσονται τα δέκα τελευταία χρόνια στον ευρωατλαντικό χώρο και στην Ευρώπη, ε) συμμετοχή σε διεθνείς αποστολές (ανθρωπιστικές, «ειρηνευτικές» κλπ), στ) βοήθεια προς άλλους στρατούς (εκπαίδευση, υποδομή, τεχνολογία, κτλ) και ζ) συνεργασία με άλλα κυβερνητικά τμήματα, μυστικές αποστολές που εξυπηρετούν την αποτρεπτική ικανότητα των εθνικών ενόπλων δυνάμεων. Επίσης, στο ίδιο πλαίσιο, παραγωγή αναλύσεων, πληροφοριών και εκτιμήσεων για την κατανομή ισχύος στο διεθνές σύστημα, εκτιμήσεις των απειλών και ιεράρχησή τους υπό το πρίσμα της δεδομένης κατανομής ισχύος και προτάσεις πολιτικής για πρακτικές προσεγγίσεις που μεγιστοποιούν την εθνική ασφάλεια. Αναφορικά με το τελευταίο σημείο, προστίθεται πως στις προσεγγίσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται οι συμμαχικές σχέσεις ή άλλου είδους συμφωνίες ή σχέσεις με τις ένοπλες δυνάμεις τρίτων κρατών που αντιμετωπίζουν τις ίδιες απειλές και προτάσεις για συγκεκριμένες επαφές, ενέργειες και άλλες στρατηγικές ή τακτικές κινήσεις που θα ενισχύσουν την θέση και τον ρόλο της χώρας στο πλαίσιο της δεδομένης κατανομής ισχύος. Επίσης, προτάσεις για επαφές, ενέργειες και αποστολές των ενόπλων δυνάμεων υπό το πρίσμα τόσο της δεδομένης κατανομής ισχύος όσο και υπό το πρίσμα του στρατηγικού περιβάλλοντος που δημιουργούν τα στρατηγικά και πολιτικά δόγματα των κρατών του διεθνούς υποσυστήματος στο οποίο ανήκει η χώρα.