Blog

Ο Συμβολισμός της 25ης Μαρτίου 1821

Ο Συμβολισμός της 25ης Μαρτίου 1821

25η Μαρτίου. Ημέρα του συμβολισμού των δύο «Χαίρε».
«Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία» και «Χαίρε ώ χαίρε λευτεριά»!
Το πρώτο «Χαίρε» εκφράζει την χαρμόσυνη αγγελία του Αρχαγγέλου Γαβριήλ περί της συλλήψεως από την Παρθένο Μαρία του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού.
Το δεύτερο «Χαίρε» είναι ο συμβολισμός της παλιγγενεσίας ενός πολύπαθου γένους. Του γένους των Ελλήνων. Του γένους, το οποίον αενάως αγωνίζεται στο να διατηρεί μία συνείδηση της διαδρομής του επί των γηίνων χρόνων, επί των πολιτισμικών πεπραγμένων και επί των ιστορικών καταγραφών. Του γένους που θέλει και πρέπει να ερευνά το παρελθόν του, με όση δυνατή αντικειμενικότητα επιτρέπουν οι γνώσεις του και οι καταβολές του, ώστε να εντοπίζει τα όποια σφάλματα και τις όποιες αδυναμίες έχουν σημειωθεί σ’ αυτή την διαδρομή. Δηλαδή, σαν σκοπός απώτερος θα λέγαμε, ότι είναι η επανόρθωση, η ανάβλεψη και η πλέον σώφρων πορεία για ένα μέλλον με λόγο αξιακό.

Κυρίες, Κύριοι
Όπως είμαστε εδώ συγκεντρωμένοι, ας προσπαθήσουμε να κατευθύνουμε την γνωσιακή μας συνείδηση πίσω στα χρόνια εκείνα, τα οποία για τους σημερινούς ανθρώπους έχουν σηματοδοτηθεί σαν χρόνια μαρτυρίου, αληγούς πίστεως και αδιάλειπτης ελπίδας.

Ας ενδοσκοπήσουμε λοιπόν εαυτόν. Εμείς, οι οποίοι είμαστε συνεπαρμένοι από την καθημερινότητα. Εμείς που νομίζουμε, ότι ελέγχουμε την πορεία μας -αλλά με τρόπο τελείως εσφαλμένο, διότι δεν συνειδητοποιούμε, ότι είμαστε μισοβυθισμένοι μέσα σε ένα τέναγος λασπώδες, όπου τα πόδια μας αδυνατούν να κινηθούν, όπως η φύση ορίζει για την προς τα εμπρός βάδισή μας. Είμαστε, από ρωθώνων και κάτω, μισοβυθισμένοι, ψυχολογικά ημιθανείς συντηρούμενοι και εισπνέοντες τα ρυπαρά στοιχεία ενός οσμώδους περιβάλλοντος. Και έχουμε άγνοια των ενδεχομένων συμφορών. Εμείς, οι οποίοι δεχόμεθα καταιγισμούς αχρήστων καινοπρεπειών, απαραβλήτων εξυπνακισμών, αντιδεοντολογικών προσανατολισμών, ήσσονος αξίας συμβουλών και αντεθνικών παροτρύνσεων.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ας αγνοήσουμε τις ανόσιες επιδράσεις και ας εστιάσουμε το πνευματικό μας βλέμμα στο παρελθόν του γένους μας για να ασκηθούμε στην συνέχεια στον απολογισμό των πεπραγμένων, ώστε να καταστούμε ικανοί να προβαίνουμε σε εκτιμήσεις για τα μελλούμενα.

Το να γνωρίζουμε οριστικά τι σημαίνει 1821 δεν είναι η γνώση αυτών τούτων των γεγονότων εκείνων των ημερών, αλλά είναι η αυτοσυνείδηση ημών αυτών των Ελλήνων δια μέσου εκείνων των γεγονότων. Διότι ουδείς πραγματικός Έλλην παραδέχεται, ότι το μέλλον της Ελλάδος έχει ήδη προδιαγραφεί. Ο Ελληνικός πολιτισμός για τους γνησίους Έλληνες δεν έχει πεθάνει. Ούτε πρόκειται να πεθάνει. Εκτός εάν εμείς αυτοεγκαταλειφθούμε. Λόγω αγνοίας. Λόγω αδιαφορίας. Λόγω μικρονοημοσύνης. Λόγω τυφλότητος!

Ας διερωτηθούμε. Αυτή η αχαλίνωτη ελευθερία, που εμείς οι σημερινοί Έλληνες, όχι απλά απολαμβάνουμε αλλά την εκμεταλλευόμεθα κατά τον κάκιστα ερμηνευόμενο τρόπο, είναι άραγε ικανή συνθήκη κάτω από την οποία εμείς μπορούμε να ρυθμίζουμε τις πράξεις μας και την ικανότητά μας να ελέγχουμε τις παρουσιαζόμενες καταστάσεις, ώστε να εγγυηθούμε το αύριον των επερχομένων γενεών; Ιδού το ερώτημα. Ιδού η ευθύνη μας.

Ας πάμε τώρα να σπουδάσουμε για λίγο την Ιστορία. Λένε οι ιστορικοί, ότι κάθε πολιτισμός πεθαίνει και γεννά έναν άλλο. Είναι τούτο μία συνεχής πρόοδος ή είναι μία μάταια αιώνια επιστροφή; Έχει νόημα η Ιστορία; Δειλά μπορούμε να οδηγηθούμε σε μία υπόθεση, ότι κάτω από την επίφαση μιας κυκλικής κινήσεως της ιστορίας χωρίς σκοπιμότητα, συντελείται μία μυστηριώδης πρόοδος. Αυτή την πρόοδο οφείλουμε να διακρίνουμε και να κινηθούμε επάνω στην τροχιά της. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε την έννοια της λέξεως «πρόκληση».

Η πρόκληση δημιουργεί κινητικότητα, ανάπτυξη, ενίσχυση και τόνωση των ανθρωπίνων δυνατοτήτων. Παρακινεί σε ενέργεια. Εξαναγκάζει σε ανάληψη αγώνος. Οδηγεί σε καθίδρυση ή σε ανάκτηση και εδραίωση πολιτισμών. Η πρόκληση ωστόσο, διεγείρει και ελκύει λαούς βαρβαρικούς στο να ενεργούν προς διάσπαση των κατεστημένων συνόρων εκείνων των κοινωνιών, που έχουν πολιτισμόν ανώτερον, πλην όμως κοινωνιών, που θεωρούν εαυτάς ασφαλείς και ατρώτους.

Όχι. Η ιστορία διδάσκει, ότι η καθυστερημένη κοινωνία θα είναι ο νικητής εφ’ όσον η «πολιτισμένη» και αυτοθεωρούμενη «ανώτερη» κοινωνία υποεκτιμά την απειλή. Η πρόκληση οδήγησε τους πολιτισμικά κατώτερους αλλά βιοενεργητικά σφριγηλότερους νομάδες Τούρκους υπό τον Διζάβουλον τον VI αιώνα να προσεγγίσουν τις ανατολικές εσχατιές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με προθέσεις επιθετικές. Ακόμη και να στείλουν αναγνωριστικά πρεσβείες στην Κωνσταντινούπολη και να προτείνουν σύσταση μετώπου εναντίον του Πέρση Χοσρόη, ώστε -όπως εξετίμησαν- να ελαχιστοποιηθεί ή και μηδενισθεί ο έλεγχος των Περσών επάνω στον δρόμο του μεταξιού.

Πέραν των προσδοκιών των όμως διεπίστωσαν, ότι υπάρχει στρατός. Ένας στρατός, που γνωρίζει τις «αλήθειες», που διέπουν θέσεις και προθέσεις στις διεθνείς σχέσεις. Είδαν οι Τούρκοι ένα στρατό, που γνωρίζει την θεμελιώδη αξία της ουσιαστικής πειθαρχίας και τον ασφαλέστερο δρόμο προς την νίκη, προς τον θρίαμβο και την ασφάλεια της Βυζαντινής επικρατείας. Είδαν, ότι κατεβάλλετο διαρκής μέριμνα και κατά τον πόλεμο και κατά την ειρήνη για την άμυνα της αυτοκρατορίας. Μάλιστα κατέγραψαν και τα μέσα, που εχρησιμοποιούντο για τον σκοπό αυτό. Ποιά ήταν αυτά; Ιδού:

  1. το θρησκευτικό αίσθημα. Το αίσθημα που προικοδοτεί τον άνθρωπο με δυνάμεις ηθικές. Ο μη έχων πίστη δεν αναμένεται να διαθέσει εαυτόν σε οιασδήποτε αποστολής πρόσκληση.
  2. το παράδειγμα. Όταν ο ηγήτωρ διοικεί δια του παραδείγματος, τότε στις κοινωνίες παρουσιάζεται καθολικότητα συμμετοχής στην υπηρέτηση της ανάγκης.
  3. οι κουραστικές ασκήσεις. Όταν ο στρατιώτης ιδρώνει και ματώνει στις ασκήσεις, τότε μειώνει θεαματικά τις πιθανότητες να φονευθεί στο πεδίον της μάχης. Αυτό ας το κατανοήσουν οι σημερινές μητέρες, που ανησυχούν μήπως πάθει κάτι το «παιδί» στο πεδίο των ασκήσεων.
  4. η μέριμνα από την αυτοκρατορία για τις οικογένειες των στρατιωτικών. Οικονομική, καταλύματα, γαίες, διευκολύνσεις κττ.
  5. δώρα, προβιβασμοί, τιμές. Είναι οι αμοιβές, τις οποίες έχει ανάγκη ο κάθε άνθρωπος κάτω από οιοδήποτε επαγγελματικό καθεστώς.
  6. διαλέξεις προς το στράτευμα. Είναι η εξήγηση του τι οφείλει ο στρατιώτης προς την Πατρίδα. Τι αναμένει η Πατρίδα. Τι είναι ασφάλεια. Τι δύναμη. Τι επίδειξη ισχύος. Ποιος είναι ο λόγος υπάρξεως ενόπλων δυνάμεων, όταν οι διπλωμάτες δεν είναι πειστικοί. Ή πως οι διπλωμάτες χειρίζονται με άνεση τα θέματα αμύνης, όταν γνωρίζουν, ότι υποστηρίζονται από ισχυρές ένοπλες δυνάμεις.
  7. η περίθαλψη των τραυματιών και οι τιμές στους νεκρούς. Όταν ο στρατιώτης γνωρίζει, ότι η πατρίδα θα μεριμνήσει γι αυτόν, τότε διακρίνεται για την προθυμία του στο να εκθέσει εαυτόν σε οιοδήποτε κίνδυνο, υπό την προϋπόθεση λειτουργίας της λογικής δράσεως, που συνεπικουρείται από την αρτία εκπαίδευση. Οι πεσόντες κατά την μάχη κηρύσσονται σύμβολα της πατρίδος.

Στην σημερινή μας πατρίδα κάτι μας διαφεύγει. Δεν είδαμε αναγνώριση της προς την πατρίδα προσφοράς αριθμού στρατιωτικών το 1974. Εκτός εάν η Κύπρος οριστικά πλέον δεν θεωρείται πατρίδα.
Μήπως οι πολιτικές σκοπιμότητες κατατρώγουν την πολεμική αρετή των Ελλήνων;

Εκείνον τον στρατό είδαν τότε οι Τούρκοι και καθυστέρησαν πέντε αιώνες την εξάπλωσή των προς την Δύση.

Και ήρθαν χρόνια και χρόνια πέρασαν και η παρακμή χτύπησε την πόρτα της αυτοκρατορίας. Και τούτη την παρακμή την διέγνωσαν πρώτοι οι δυτικοί. Και δήλωσαν παρόντες με τον μανδύα του σταυροφόρου. Την 12η Απριλίου του 1204 συνετελέσθη το μεγαλύτερο έγκλημα κατά του δυτικού πολιτισμού. Στο μολυσμένο σώμα της ασθενούσης αυτοκρατορίας επέπεσαν οι δυτικοί, των οποίων οι ωμότητες, οι σφαγές, οι ατιμίες, οι βεβηλώσεις, που διέπραξαν κάνουν να ωχριούν τα όσα διέπραξαν οι Τούρκοι την ημέρα της οριστικής πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως την 29η Μαΐου 1453.

Ποιες άραγε να ήσαν οι αξίες για τις οποίες οι Σταυροφόροι ξεκίνησαν για την Ανατολή; Όμως η Ιστορία δεν είναι υπάκουη ούτε πειθαρχημένη. Ούτε και αμίαντος, όπως την ονειρεύονται οι ιδεολόγοι. Η πραγματικότητα είναι σκληρή. Είναι άτεγκτη εναντίον των ανισχύρων. Εναντίον των όποιων ασθενουσών πολιτειακών οντοτήτων. Και όσοι αυτοαναγορεύονταν εκπρόσωποι της πατριωτικής ισχύος και μιλούσαν στο όνομα του λαού φρόντισαν να απομακρυνθούν εγκαίρως από την επικίνδυνη ζώνη.

Ο Νικήτας Ακομηνάτος γράφει για τις ημέρες εκείνες, όπως τις έζησε με τα μάτια του.
Μόλις κατέλαβαν (οι Σταυροφόροι) την Πόλη άρχισε η χωρίς οίκτο λεηλασία και απογύμνωση της Κωνσταντινουπόλεως. Ιδίως τους προσήλκυσε ο μυθικός πλούτος της Αγίας Σοφίας. Μπήκαν στον ιερό ναό με άλογα και μουλάρια που λέρωναν με τις κοπριές τους το μαρμάρινο δάπεδο και άρχισαν να ξηλώνουν και να παίρνουν τα πάντα. Ούτε οι τάφοι των αυτοκρατόρων γλίτωσαν. Συλήθηκαν όλοι, ενώ τα λείψανα πετάχτηκαν εδώ κι εκεί. Ήταν τέτοια η έκταση της καταστροφής, ώστε η άλλοτε βασιλίδα των πόλεων κατάντησε ένα κουφάρι… Το πιο τραγικό από όλα ήταν ότι ολόκληρος ο γυναικείος πληθυσμός της Πόλης βιάστηκε. Οι περισσότεροι από τους άρρενες κατοίκους εσφάγησαν, διότι στην προσπάθειά τους οι πατεράδες και οι σύζυγοι να διαφυλάξουν την τιμή των θυγατέρων και των συζύγων έπεσαν θύματα των αποχαλινωμένων δυτικών σταυροφόρων που πήγαιναν να «ελευθερώσουν» τους Αγίους Τόπους από αλλοθρήσκους… Στους δρόμους στα σπίτια και στις εκκλησίες ακούγονταν μονάχα ουρλιαχτά και θρήνοι. Εδώ γινόταν μάχες και τσακωμοί για τη λεία, εκεί οδηγούσαν μακριά αιχμαλώτους και παντού ανάμεσα στις βιασμένες και τους τραυματίες κείτονταν νεκροί…

Οι Σταυροφόροι! Αλήθεια, ποιος δεν μέμφεται την Δύση για την τάση της να μεταλλάσσει την ηθική της συνείδηση σε όργανο κυριαρχίας;

Αλήθεια, διακρίνουμε άραγε κάποιον συσχετισμό σήμερα;
Σήμερα ακούγεται από κάποιους «πολιτισμένους» του ευρωπαϊκού βορρά, ότι η Ελλάδα δεν είναι χώρα ευρωπαϊκή. Έτσι είναι; Αλήθεια, εμείς έχουμε δείξει ή αποδείξει σε αυτούς τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι πρέπει να μας αντιμετωπίζουν σαν ίσους και όχι σαν ιθαγενείς;
Και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατατέμνεται. Γίνεται πριγκιπάτα, δουκάτα, κομητείες, βαρονίες, δεσποτάτα. Η γη μας καθίσταται προίκα αλλοτρίων ηγεμόνων. Γίνεται θέμα, γίνεται φέουδο. Δηλαδή κατ’ όνομα αυτοκρατορία.

Ο Ιωσήφ Βρυέννιος διακεκριμένος διδάσκαλος της εποχής την Μ. Παρασκευή (14 Απριλίου) του έτους 1419, τριανταπέντε περίπου χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εξεφώνησε ένα λόγο στο Παλάτι «επί παρουσία βασιλέων, και των εν τέλει, και συνελεύσει των εξαιρέτων του γένους ημών, και της βασιλίδος ταύτης των πόλεων», όπως χαρακτηριστικά γράφεται στην επικεφαλίδα.

Μάλιστα ο ίδιος έκανε έκκληση στους Κωνσταντινουπολίτες, χωρίς να υπάρχει ανταπόκριση, να συντελέσουν στην ανοικοδόμηση των τειχών της, εν όψει του μεγάλου κινδύνου. Όμως οι κάτοικοι, ιδιαιτέρως οι πλούσιοι, ασχολούμενοι με την αύξηση των ατομικών τους εσόδων, αδιαφορούσαν, με αποτέλεσμα η πόλη να ομοιάζει, όπως λέγει, με «σεσαθρωμένον» πλοίον, έτοιμο να βυθισθεί.

Στην αρχή του λόγου του ο Ιωσήφ Βρυέννιος εκφράζει την οδύνη του, αφού το γένος περιστοιχίζεται από δεινά, τα οποία, όπως λέγει, «δάκνει μου την καρδίαν, συγχεί τον νουν και οδυνά την ψυχήν». Κάνει λόγο για την «ολόσωμον πληγήν» και την «νόσον καθολικήν». Το γένος έχει περιπέσει σε ποικίλα πάθη και αμαρτίες. Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν «υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι». Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι έγιναν άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι γηράσαντες μεθυσμένοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι, «και οι πάντες αχρείοι». Συγχρόνως με την γενική κατάπτωση των ανθρώπων χάθηκε «ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία.

Μετά από τα ελάχιστα αυτά στοιχεία που αναφέρθηκαν πιο πάνω σχετικά με την εικόνα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την Φραγκοκρατία στον χώρο αυτό, δεν χρειάζονται μαντικές ικανότητες για να καταλάβει κανείς ποια είναι τα αίτια της πτώσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1453.

Η Κωνσταντινούπολη δεν αλώθηκε από την στρατιωτική μηχανή του Μωάμεθ του Β΄ του Πορθητή, ούτε από την Κερκόπορτα  ούτε από τους ανθενωτικούς ιερωμένους ούτε από την απροθυμία των Δυτικών να ενισχύσουν τον Αυτοκράτορα. Η άλωση της Πόλης έχει την αιτία της στην κοινωνική αναρχία, στην αποσάθρωση, στην διαφθορά και στην ανισότητα. Ο δημόσιος βίος εξαθλιωμένος. Φαύλοι και άτομα υπόπτου συστάσεως ανέρχονται σε δημόσια αξιώματα. Οι αξιωματούχοι διεφθαρμένοι. Οι άρχοντες ηττοπαθείς.

Αλήθεια, όλα τούτα τα παρακμιακά μήπως μας οδηγούν σε παράλληλες θλιπτικές σκέψεις;

Από το μισό εκατομμύριο των ενδημούντων στην Πόλη, μόνον τρεις χιλιάδες μαχητές σπεύδουν στην έκκληση του βασιλέως. Οι ευγενείς τον μισούν. Ο φθόνος, η δειλία, οι μικροψυχίες, οι έριδες έχουν κατακαλύψει τον ελληνοχριστιανικόν άνθρωπο με ένα αδιαπέραστο σκότος μιας πνευματικής ανυπαρξίας. Λαός και ευγενείς βλέπουν την παράδοση και την υποταγή σαν την μοναδική λύση, ασχέτως εάν αυτό θα σήμαινε και τον οριστικό θάνατο του ελληνοχριστιανισμού. Ο μόνος, που βλέπει μακρύτερα είναι ο βασιλεύς. Έχει την δύναμη της ενοράσεως του μέλλοντος. Υψώνει το ανάστημά του εναντίον εχθρών, εναντίον «φίλων», εναντίον της αδυσώπητης μοίρας. Μόνος εναντίον των πάντων. Μέγας μεταξύ των μεγάλων στην καθοριστική αυτή καμπή της παγκοσμίου ιστορίας. Ενσαρκώνει την Μεγάλη Ιδέα της επιβιώσεως του οικουμενικού πολιτισμού. Στην κρίσιμη στιγμή της μάχης, μπροστά εκεί στην πύλη του Ρωμανού ορμά, μόνος αυτός, εναντίον του στίφους των εισρεόντων στην πόλη βαρβάρων. Κτυπά. Κτυπιέται. Κτυπιέται! Ποιός ξέρει άραγε από ποιο χέρι ελληνογενούς γενιτσάρου.

Με την ηρωική θυσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, αυτή η πτώση του υπερχιλιετούς πρωταγωνιστούντος στον παγκόσμιο πολιτισμό κόσμου, επιτελείται ωσάν να είναι μία έκφραση τραγική. Όπως αποδίδεται με μία Αισχύλειο μεγαλοπρέπεια.

Ο σπόρος έχει ριφθεί. Η λαϊκή φαντασία θα εύρη το υπόβαθρο επάνω στο οποίο θα κτισθεί ο θρύλος, που θα μεταβληθεί σε θρησκευτική πίστη. Με τους χρόνους, οι γενεές που θα ακολουθήσουν θα αρχίσουν μέσα από το σκοτάδι της δουλείας να διακρίνουν μία φλόγα κάπου στο μέλλον. Θα είναι το καταυγάζον φως της Αναστάσεως του Γένους, που θα φωτίσει μετά τέσσαρες αιώνες.
Ως τότε η Πόλις είναι εαωλκυία!

Και εγεννήθη το σκότος!
Σφραγισμένη η οριστική κατάλυση της Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Η ρωμιοσύνη, αποκεφαλισμένη και αποπροσανατολισμένη εισέρχεται σε μία μακρά περίοδο δοκιμασίας και μαρτυρίου. Απογυμνώνονται τα εδάφη από τον χριστιανικό πληθυσμό. Στην αρχή τούτοι οι χριστιανοί θεωρούνταν σαν αρπακτικά και μοχθηρά όντα, τα οποία οι Οθωμανοί έπρεπε να χαλιναγωγήσουν. Η ισλαμική θρησκεία προσέδιδε ιερό χαρακτήρα στις σφαγές, στις λεηλασίες, στις δηώσεις και στις κάθε είδους επιδρομές εναντίον αλλοθρήσκων πληθυσμών και των περιουσιακών τους στοιχείων. Αυτές τις επιδρομές τις ανεγνώριζαν σαν ιερό πόλεμο (τζιχάντ).

Βέβαια και σύμφωνα με τα υπαγορευθέντα από τον Μωάμεθ τον Β’, υπήρξε κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας.
Δεν ετηρείτο.

Ναοί μετετράπησαν σε τζαμιά ή σε στάβλους. Ο τρόπος επιβολής της οθωμανικής εξουσίας διέφερε από τόπο σε τόπο, ανάλογα με την καλή ή κακή διάθεση του κάθε πασά και τις εκάστοτε οδηγίες του σουλτάνου ή του βεζίρη. Και ενώ θεωρητικά επιστεύετο, ότι η εκπαίδευση ήταν επιτρεπτή στα χριστιανόπαιδα, πολύ συχνά ήρετο η άδεια με αποτέλεσμα να λειτουργούν με μέριμνα του κλήρου κρυφά σχολεία για τα λίγα κολλυβογράμματα.

Το γεγονός, ότι δεν εξισλαμίσθησαν με την βία όλοι οι χριστιανοί έχει την εξήγησή του. Έπρεπε να υπάρχουν δούλοι, ραγιάδες, για να εργάζονται αντί των μωαμεθανών και να πληρώνουν φόρους για την συντήρηση του στρατού και των δημοσίων υπηρεσιών της απέραντης πλέον οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τα τακτοποιηθέντα οι μωαμεθανοί ήσαν απηλλαγμένοι φόρων. Ιδού γιατί διεσώθη ένα μεγάλο μέρος του χριστιανικού πληθυσμού και δεν ισχύουν οι παραμυθίες, που αφειδώς διασπείρονται από ενίους «καθηγητές», ότι η διάσωση του χριστιανισμού είναι προϊόν της χρηστής οθωμανικής διοικήσεως. Αντίθετα, θα λέγαμε, οι Οσμανλήδες ήταν μία βάρβαρη φυλή η οποία στηρίχθηκε στην υποταγή των κατεκτημένων λαών δια μέσου της υποτιμήσεώς των, του τρόμου, των βασανιστηρίων, της δουλοπρέπειας, της συμπιεστικής δράσεως των χαφιέδων, των ολιγοψύχων και των λοιπών καιροσκόπων και εκμεταλλευτών της καταστάσεως.

Για το παιδομάζωμα; Τι έχουμε να πούμε γι αυτό; Έχουν τόσα ειπωθεί για τους γενιτσάρους. Τόσα ιστορηθεί για τούτον τον αρνητικό συμβολισμό. Ας κλάψουμε για ένα λίγο σεγοντάροντας το ηπειρώτικο τραγούδι:

Κλαιν’ οι γοναίοι τα παιδιά, κι οι αδελφές τ’ αδέλφια
Κλαίω κι εγώ και καίγομαι και όσο ζω θα κλαίγω.
Πέρσι πήραν το γιόκα μου, φέτο τον αδελφό μου.

Για τους εποικισμούς; Τι λέμε για τους εποικισμούς; Η επεκτατική πολιτική του Οθωμανικού κράτους εφαρμόστηκε με τις μαζικές μετακινήσεις τουρκικών πληθυσμών στα κατακτηθέντα εδάφη. Μας λέει κάτι αυτό; Στην Κύπρο μετά το 1974, ο μωαμεθανικός πληθυσμός έχει τριπλασιασθεί. Έχει εποικισθεί το κατακτηθέν βόρειο τμήμα της νήσου από Τούρκους της Ανατολίας. Στην Δυτική Θράκη, αφού η τουρκική πολιτική καταπείθει τους μουσουλμάνους της περιοχής, ότι είναι τουρκόψυχοι, τους επιδοτεί, τους τονώνει ηθικά με την εικόνα μιας μεγάλης μητέρας πατρίδας, που μεριμνά για τα παιδιά της και τους ετοιμάζει για κάτι το μεγάλο, το σπουδαίο και το θεϊκό.

Κι εμείς εμπρός στο φαινόμενο παραμένουμε άφωνοι. Κάποιοι ανήσυχοι ερωτούν. Πού είναι ο Δημόκριτος ο Θράξ; Πού είναι οι Θράκες; Πού είναι ο Αλέξανδρος; Πού είναι οι Μακεδόνες; Πού είναι η Θράκη; Πού η Μακεδονία;

Έλεγε σε μια ομήγυρη συναδέλφων του ένας έφεδρος οπλίτης σε κάποια επιστράτευση λίγο καιρό πριν. «Και τι με νοιάζει εμένα αν πάρουν οι Τούρκοι την Θράκη, οι Σκοπιανοί την Μακεδονία, οι Τσάμηδες την Ήπειρο;
Εγώ είμαι από την Πάτρα. Δεν με εγγίζει το θέμα.

Όχι μικρέ και ασήμαντε κατά το πνεύμα εληνόφωνε! Αν έλθουν οι ξένοι στα εδάφη τα ελληνικά θα έλθουν με τα όπλα. Και θα σκουπίσουν τους Έλληνες από τις εστίες τους. Και οι Έλληνες αυτοί θα γίνουν πρόσφυγες και θα έλθουν στην Πάτρα και σε όλη την Νότια Ελλάδα. Και αυτοί θα είναι τρία εκατομμύρια ψυχές.

Οι παλαιότεροι θυμούνται το ενάμισυ εκατομμύριο πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Ήταν εκεί νοικοκυραίοι με ένα βιος που θα ζήλευαν οι πλέον ευκατάστατοι του κυρίως ελληνικού κορμού. Με υπερέχουσα κουλτούρα. Ήλθαν ρακένδυτοι. Με την απόγνωση χαραγμένη σε πρόσωπα βασανισμένα. Και η Ελλάδα δεν μπορούσε να ορθοποδήσει για μισό αιώνα. Καταλαβαίνεις επιπόλαιε και άσκεπτε ελληνόφωνε το τι θα συμβεί με τα τρία εκατομμύρια πεινασμένων και καταφρονεμένων προσφύγων; Αλήθεια σκεπτόμαστε οι νότιοι τους βορείους; Μήπως αρχίσαμε να ομοιάζουμε με τους βυζαντινούς προ μιας μελλοντικής αποφράδας;
Ας διδαχθούμε από την Ιστορία. Ας μη την επαναλάβουμε. Ας παραδειγματισθούμε. Ας θυμηθούμε τον Ρήγα τον Βελεστινλή. Ο Ρήγας ορκίζεται: «Όσοι οι κόκκοι του σιταριού, που έχυσα στη γη, τόσους όφεις θα σκορπίσω εις τα στήθη του θηρίου, που με νύχια σουβλερά επί τρεις μακρούς αιώνας μας σπαράσσει τα πλευρά».

Ο υπόδουλος ραγιάς δεν αντέχει άλλο την σκλαβιά. Αλλ’ η ανάσταση αργεί. Διότι η διοίκηση των βαρβάρων αποδεικνύεται αποτελεσματική. Οι Οσμανλήδες είναι πλέον κατεστημένοι με οριστική προοπτική κυριαρχίας, αφού πλέον η ελληνική κοινωνία απέθανε από τις πληγές, που η ίδια προκάλεσε στον εαυτό της πολύ πριν την εμφάνιση των βαρβάρων.

Ο μηχανισμός της οθωμανικής διοικήσεως αποδεικνύεται πολύ πιο μελετημένος από μηχανισμούς άλλων κατακτητών. Αυτό, που οι σημερινοί μας «επιστήμονες» ερμηνεύουν σαν «συνετή οθωμανική διοίκηση» δεν είναι άλλο από την εκπαίδευση δούλων ως ανθρωπίνων βοηθών για να συντρέξουν στην τήρηση της τάξεως στην ανθρώπινη αγέλη εντός της επικράτειας. Δημιούργησαν στρατιώτες και διοικητικούς υπαλλήλους για να ελέγχουν τις μάζες των ομοίων.

Το οθωμανικό σύστημα εσκεμμένως ελάμβανε δούλους και τους έκαμε υπουργούς. Ελάμβανε παιδιά ποιμένων και γεωργών και τα έκαμε αυλικούς και συζύγους πριγκιπισσών. Ελάμβανε νέους, των οποίων οι πρόγονοι έφερον χριστιανικά ονόματα και τους έκαμε κυβερνήτες και στρατιώτες και στρατηγούς σε στρατούς αηττήτους, των οποίων η μεγαλύτερη χαρά ήταν να κρημνίζουν τον σταυρό και να υψώνουν την ημισέληνο. Ωστόσο υπήρχε πάντοτε η επίγνωση του ξίφους το οποίον ήταν υπερυψωμένο πάνω από τα κεφάλια τους και το οποίο θα μπορούσε να θέσει τέρμα ανά πάσα στιγμή μία λαμπρά σταδιοδρομία σε μία απαράμιλλη διαδρομή ανθρωπίνης δόξης.

Μία στράτευση, μία επιλογή, μία εκπαίδευση, μία ειδίκευση. Μία αυστηρά πειθαρχία με εξοντωτικές ποινές αλλά και μία αδιάκοπος προτροπή και έκκληση προς την φιλοδοξία. Και ιδού η ενίσχυση της ασφάλειας του πατισάχ. Ιδού η ισχυρά Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η διαφορά της θεωρήσεως των πραγμάτων στο θέμα της λειτουργίας του μηχανισμού διοικήσεως μπορεί να σημανθεί και από τον εξής συλλογισμό. Εμείς οι Δυτικοί στην περίπτωση του ανθρώπου θεωρούμε, ότι η μόρφωσή του είναι αποκλειστικά δική του υπόθεση. Μας αφήνει αδιάφορους ο άνθρωπος με εξαιρετικά χαρίσματα. Οι Δυτικοί τότε απελάμβανον με πολλή ευχαρίστηση και εξυπηρέτηση από ένα καλώς γυμνασμένο σκύλο, ένα άλογο, ένα γεράκι. Αντίθετα οι Τούρκοι απελάμβανον από έναν άνθρωπο, του οποίου ο χαρακτήρας έχει καλλιεργηθεί με την εκπαίδευση και ανταποδίδει τα μέγιστα λόγω της ανωτερότητάς του μέσα στο ζωϊκό βασίλειο.

Στο τέλος βέβαια το οθωμανικό σύστημα κατέπεσε, διότι ο καθένας έσπευδε να επωφεληθεί από τα πλεονεκτήματά του. Όταν πλέον και στο σώμα των γενιτσάρων και στον υπόλοιπο μηχανισμό διοικήσεως επετράπη η είσοδος των ελευθέρων μουσουλμάνων. Επετελέσθη λοιπόν η κατάρρευση του ιδιοτύπου αυτού μηχανισμού. Η κατάρρευση του μικτού αυτού πολιτισμού.

Μπορούμε να απορρίψουμε την θεωρία, ότι καταρρεύσεις συμβαίνουν, όταν ένας πολιτισμός πλησιάζει προς το τέρμα της χρονικής του εκτάσεως, διότι πολιτισμοί είναι οντότητες ενός είδους, που δεν υπόκεινται στους νόμους της βιολογίας. Υπάρχει όμως και η αντίθετη θέση η οποία υποστηρίζει, ότι η βιολογική ποιότητα των ατόμων, των οποίων οι αμοιβαίες σχέσεις αποτελούν ένα πολιτισμό, παρακμάζει μετά από ένα ακαθόριστο αριθμό γενεών. Δηλαδή, ότι η εμπειρία του πολιτισμού είναι σε τελική ανάλυση ουσιωδώς και αναποτρέπτως δυσγονική.

Στην περίπτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν υπάρχει πολιτισμός, που συντίθεται από άτομα, που θα μπορούσαν να συναποτελέσουν πολιτισμό. Το σύστημα όμως της διοικήσεως, όπως αυτό ιστορικά έχει καταγραφεί ήταν επιτυχές προς όφελος του κατακτητού. Ίσως γι αυτό αποτελεί και ελκυστική σκέψη του Αχμέτ Νταβούτογλου περί αναβιώσεως του συστήματος αυτού. 

Σ’ αυτή την παρακμιακή πορεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Φαναριώτες πίστευαν, ότι είναι σε θέση, με κάποιους προσεκτικούς χειρισμούς, να μεταφέρουν στην δική τους μερίδα την κλείδα της διοικήσεως και να μεταλλάξουν έτσι την υφή της αυτοκρατορίας σε ελληνική. Ο απλός ελληνικός σκλαβωμένος κόσμος δεν πίστευε σε κάποια τέτοια προοπτική. Ίσως έβλεπε πιο πολύ με το ένστικτο. Έβλεπε, ότι τόσα χρόνια συμβιώσεως του ελληνοχριστιανικού κόσμου με τους οσμανλήδες και δεν σημειώθηκε η ελαχίστη πολιτιστική επίδραση επί του κατακτητού, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε με προηγούμενους κατακτητές.

Ο ραγιάς είχε την δική του δυναμική. Έκανε εξεγέρσεις. Πολλές εξεγέρσεις. Το ανοργάνωτο, το ανεξόπλιστο και το ασυντόνιστο ήταν στοιχεία και παράγοντες αποτυχίας των εγχειρημάτων εκείνων.
Έπρεπε να περάσουν χρόνια. Πολλά χρόνια. Να μιλήσει ο Κοσμάς ο Αιτωλός: «Να σπουδάζετε κι εσείς αδελφοί μου, να μανθάνετε γράμματα, όσο μπορείτε. Κι αν δεν εμάθετε πατέρες, να σπουδάσετε τα παιδιά σας, να μανθάνουν τα ελληνικά». Έπρεπε να μιλήσει ο Αδαμάντιος Κοραής, «ότι κύριον μέλημα είναι η πνευματική ανάπτυξη του γένους, διότι αυτή είναι η προϋπόθεση για την ελευθερία και την ανεξαρτησία».

Ο Άνθιμος Γαζής, ο Πλήθων Γεμιστός, ο Γεώργιος Γεννάδιος, ο Νεόφυτος Δούκας και δεκάδες αξιολόγων Δασκάλων του Γένους, με την επιμονή τους κατόρθωσαν να δώσουν μία κατεύθυνση σκέψεως στον δοκιμαζόμενο ραγιά. Να του δώσουν να καταλάβει, ότι είναι ο φορέας ενός υπερτάτου πολιτισμού, που πρέπει να αναστηθεί, διότι τούτο είναι θεία ανάγκη, που επιτάσσεται από την καταγεγραμμένη ιστορία.
Έρχεται ο Ρήγας και προτρέπει:

Ελάτε με ένα ζήλον, σε τούτον τον καιρόν
Να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομένους, με πατριωτισμόν
Να βάλουμε εις όλα να δίδουν ορισμόν.

Έρχεται και η Φιλική Εταιρεία και δημιουργεί τα θεμέλια της προς επανάστασιν οργανώσεως.
Ορκίζονται οι σκλαβωμένοι: «Ορκίζομαι, ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους θέλω ενεργεί κατά τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρό των, όταν η περίστασις το συγχωρήσει».

Και ας μη με ρωτήσουν κάποιοι σύγχρονοι «ευρέων αντιλήψεων», προς τι η συντήρηση σήμερα ενός τέτοιου μίσους;
Όταν η παγκόσμια κοινότητα διαρθρωθεί σε κοινωνία αγγέλων θα σταματήσει και το μίσος του σκλαβωμένου Έλληνα. Όταν αφοπλιστεί το υπό τα όπλα μισό εκατομμύριο του σημερινού τουρκικού στρατού, τότε πρώτος εγώ θα τείνω χείρα αγάπης προς τους γείτονες.

Και ο διεθνιστής θα επιμείνει και θα μου πει, ότι ο σημερινός Τούρκος δεν είναι εκείνος, που η ιστορία καταγράφει με μελανά χρώματα. Κι εγώ θα απαντήσω, ότι ο σημερινός Τούρκος είναι ολόϊδιος με εκείνον, που γνωρίζω από την ιστορία.

Οι παλαιοί θυμάστε, πως παρήλαυναν οι αφιονισμένοι πολίτες με τις στολές των οθωμανικών ασκεριών, τις παραμονές της εισβολής των στην Κύπρο το ’74. Θυμάστε τους «απλούς» Τούρκους να εξολοθρεύουν στην Πόλη και την Σμύρνη κάθε τι το ελληνικό το ’55, το ’57, το ’67. Δείτε πως γιορτάζουν κάθε χρόνο την άλωση.

Μπορείτε να δείτε πως εκπαιδεύουν τα παιδιά τους στα σχολεία. Και τι λένε για τους Έλληνες.
Έχετε συναντήσει κανένα Τούρκο, που να μην είναι υπερήφανος που είναι Τούρκος; Που να μην είναι εθνικιστής; Έχετε συναντήσει κανένα Γερμανό, που να μην είναι εθνικιστής; Έναν Ολλανδό; Έναν Άραβα; Ο Αμερικανός μιλάει με υπερηφάνεια για το “our American nation”. Εθνικιστής, κατά το λεξικό Μπαμπινιώτη σημαίνει το πρόσωπο, που πιστεύει στα εθνικά ιδεώδη. Συχνά -λέει πιο κάτω ο Μπαμπινιώτης- όσοι τρέφουν πατριωτικά αισθήματα χαρακτηρίζονται από τους διεθνιστές ως εθνικιστές.

Και εγώ ερωτώ. Γιατί η λέξη εθνικιστής, μόνον εδώ στην Ελλάδα είναι λέξη που ερμηνεύεται σαν βλασφημία; Γιατί την αποφεύγουμε την λέξη αυτή; Γιατί λοιπόν εγώ να αποπροσανατολίζομαι από την θολή κουλτούρα όσων απεργάζονται την εξουδετέρωση του ελληνισμού. Γιατί να ντρέπομαι να λέω ότι είμαι εθνικιστής; Όχι, δεν ντρέπομαι να λέω, ότι είμαι εθνικιστής μέχρι την στιγμή, που θα συμφωνήσουν όλες οι φυλές του πλανήτη, ότι είναι αδέλφια. Τέτοιο πράγμα βεβαίως θα γίνει, όταν θα μας επιτεθούν οι εξωγήινοι. Ως τότε ας έχουμε τον νου μας στις διαθέσεις, τις προθέσεις και τις διεκδικήσεις των γειτόνων μας. Ας έχουμε ισχυρό στρατό, που να είναι έτσι σχεδιασμένος και δομημένος, όχι μόνον για ρόλο αποτρεπτικό αλλά να έχει την ευκαμψία και την δυνατότητα αναλήψεως επιχειρήσεων απαντητικού χαρακτήρα, ώστε να προσδώσει την ευχέρεια στην πολιτική ηγεσία της χώρας να διαπραγματεύεται μετά από οποιαδήποτε εξέλιξη έχει προς όφελός μας διαμορφωθεί στον εγγύς γεωστρατηγικό χώρο.

Σε αντίθετη περίπτωση, οι πολιτικοί προϊστάμενοι, οι διπλωμάτες και οι ειδικοί σύμβουλοι αυτών, θα διακατέχονται από φοβικά σύνδρομα και δεν θα επιμένουν να κηρύξουν ή να διεκδικήσουν ούτε και τα εκ του διεθνούς δικαίου προβλεπόμενα δικαιώματά μας, όπως παραδείγματος χάριν ο καθορισμός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στις θάλασσές μας.

Ούτε θα μας ένοιαζε το μειδίαμα ή η επίπληξη της κυρίας Μέρκελ και του υπολοίπου φραγκικού κόσμου, στον οποίο εμείς πιστεύουμε χωρίς ανταπόκριση.

Όπως και τώρα, έτσι και τότε, οι ελπίδες μας διαψεύδονταν, ότι κάποια μεγάλη δύναμη θα βοηθήσει στην απελευθέρωση. Τα πιο δυναμικά ηγετικά πρόσωπα εκείνης της εποχής, όπως ο Κολοκοτρώνης, δεν πίστευαν στην έξωθεν υποστήριξη. Έλεγε, ο Γέρος του Μωρηά. «Ό,τι είναι να κάνουν οι Έλληνες, θα το κάνουν μοναχοί τους και δεν έχουν ελπίδα καμμιά από τους ξένους».

Και εκείνο τον Μάρτιο του 1821 δεν κηρύχθηκε αλλά γενικεύθηκε ο αγώνας του Έθνους για να αποκτηθεί η ανεξαρτησία του. «Επανάσταση» υπό την έννοια της εξεγέρσεως εναντίων νομίμως υφισταμένης τάξεως πραγμάτων δεν εκηρύχθη και ούτε ήταν δυνατόν να κηρυχθεί, δεδομένου, ότι το Οσμανικό κράτος ουδέποτε απετέλεσε νόμιμον εξουσία επί του Ελληνικού Έθνους. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ομιλών προς τον ναύαρχον του βρεταννικού στόλου της Μεσογείου έλεγε τα εξής: «Ποτέ ο Σουλτάνος υπήρξε αφέντης μας. Ο βασιληάς μας δεν έκλεισε ποτέ ειρήνη μαζί του και τριακόσια πενήντα χρόνια τώρα ο στρατός του βασιληά μας πολεμάει τον Σουλτάνο. Άλλωστε σ’ όλο αυτό το διάστημα ο βασιληάς μας κράτησε δυο κάστρα απόρθητα». Και όταν ο Άγγλος τον ερώτησε: «Ποιός είναι ο βασιλεύς σας; Ποιός ο στρατός του; Ποιά τα κάστρα του;» απήντησε: «Βασιληάς μας είναι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, στρατός του οι Αρματολοί και Κλέφτες και κάστρα του το Σούλι και η Μάνη».

Τελικά, αυτός ο αγώνας που έκαναν οι χριστιανοί, αυτός ο αγώνας, που έκαναν οι Έλληνες στον ίδιο χώρο των ημιθέων αρχαίων Ελλήνων για την ελευθερία, με τις νίκες και τα μαρτύρια και το αίμα συνεκλόνισαν την κοινή γνώμη της Ευρώπης. Υπογραμμίζω. Την κοινή γνώμη και όχι τις κυβερνήσεις, οι οποίες κυβερνήσεις, σε κάθε περίπτωση και διαχρονικά εκτιμούν καταστάσεις χωρίς συναίσθημα αλλά με την συμφεροντολογική σπέκουλα του εθνικού των θησαυρισμού.

Το φιλελληνικό κίνημα είναι απλά πρωτοβουλία ρωμαντικής αντιλήψεως ατόμων και φυσικά ενίων πιστών του διδύμου δράσις – μισθοφορισμός.
Το όραμα του ξυπνήματος του Μαρμαρωμένου Βασιληά και της κλειστής πύλης της Αγίας Σοφίας, που θα ανοίξει ο Άγγελος Κυρίου δια να συνεχισθεί η διακοπείσα -από το βάρβαρον ξίφος του πορθητού- λειτουργία, γεμίζουν έξω από κάθε επιβολή της λογικής, το πνεύμα και την καρδιά του ελληνισμού.

Οι Έλληνες κατά την ψυχή και όχι κατά το όνομα γνωρίζουν, ότι καμμία δύναμη λογικής δεν είναι δυνατόν να τους επαναφέρει στην πραγματικότητα των αναγκών και των απαιτήσεων της ζωής, όπως έχει σήμερα διαμορφωθεί. Ζουν, αναπολούν και ασμένως θα εθυσιάζοντο κάτω από ένα υπερκόσμιο φως που θα έριχνε επάνω τους το όνειρο του ελληνισμού στην παγκόσμια εξελικτική πορεία και όχι στην μεμψιμοιρία του επαίτου, του ταπεινωμένου στα αλαζονευόμενα μάτια του φραγκικού κόσμου. Του κατ’ επίφασιν πολιτισμένου. Του ουσιαστικού εκμεταλλευτή τοκογλύφου, που όμως γνωρίζει, ότι και από την εδώ πλευρά δεν έχει να κάνει με αγγελούδια την στιγμή που γνωρίζει πολύ καλά το ποιόν των ομολόγων του.

Κι όμως, υπάρχουν ακόμη Έλληνες. Κλαίνε σιωπηλά. Περιμένουν αυτό το υπερκόσμιο φως, που θα έλθει σαν μια αποστολική επιφοίτηση πνεύματος εθνικού. Ίσως παρακινηθούν από έναν άλλο Ρήγα. Τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που απαγχονίστηκε από τους Άγγλους σε ηλικία 18 χρονών. Ακούνε το τραγούδι του και υπόσχονται:

Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
θα πάρω μονοπάτια,
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στην λευτεριά.
Μπορεί σε κάποια μάχη
γραμμένο η μοίρα να ‘χει
να μη γυρίσουμε.
Να πάμε με καμάρι
και λέμε, όποιον πάρει
και θα νικήσουμε

Μα τί θέλει η πατρίδα από τον καθένα από μας;

Να ερμηνεύουμε τη λέξη «καθήκον» σαν μία δική μας – καταδική μας υποχρέωση προς την πατρίδα και όχι να απαιτούμε την υποχρέωση αυτή από τους άλλους.
Θέλει τον καθένα μας να αισθάνεται, ότι είναι ο μοναδικός υπεύθυνος για την ύπαρξή της. Για την συνέχιση της ελληνικής της πνοής.
Θέλει να μην ανεχόμαστε την διαφθορά. Να μην είμαστε συνεργοί στην διαφθορά. Να στηλιτεύουμε το κάθε τι, που είναι εθνικά επιζήμιον. Να γίνουμε ανεμοστρόβιλοι και να αποξηλώσουμε κάθε στέγη, που στεγάζει την ανομία. Να γίνουμε πελέκεις επάνω από κάθε κοιμισμένη συνείδηση των βολεμένων Ελλήνων. Οι φωνές μας να διαχυθούν στην παγκόσμια ατμόσφαιρα και να ταρακουνήσουν τις ακουστικές χορδές της οικουμένης, δίνοντας το μήνυμα, ότι η φωνή των Ελλήνων είναι ουράνια μουσική, που ανυψώνει την παγκόσμια ψυχή.
Και πραγματιστικά σκεπτόμενοι, ουδέποτε ξεχνούμε, ότι πειστικός είναι ο διαπραγματευτής εκείνος, που στο ένα χέρι κρατά κλάδον ελαίας και στο άλλο το όπλο.
Ευλαβείς προσκυνητές σήμερα, κλίνουμε το γόνυ εμπρός στους τάφους των αθανάτων ηρώων του Έθνους μας.
Εκείνοι μας παρακολουθούν και μας παρακαλούν να υποσχεθούμε, ότι είμαστε έτοιμοι να υποστούμε κάθε θυσία για να υπερασπισθούμε την κάθε σπιθαμή του ελληνικού χώρου και την κάθε πάλλουσα ελληνική ψυχή.

Υποσχόμεθα;

 

Έργον ζωγραφικής Κωνσταντίνου Αργυροπούλου με τίτλο

«Εσείς οι τωρινοί;»

Αφήστε μια απάντηση