Ο θεσμός των Ενόπλων Δυνάμεων στον αραβικό κόσμο
Ο θεσμός των Ενόπλων Δυνάμεων στον αραβικό κόσμο
Της Δρ Άννας Κωνσταντινίδου , Ιστορικού- Διεθνολόγου *
Ας μιλήσουμε για το Θεσμό των ΕΔ στην πολιτική ζωή των αραβικών, πολιτειακών μορφωμάτων (στην έκταση και τον βαθμό που μπορεί να γίνει σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης). Προτού, όμως, πράξουμε αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι η παρέμβαση των ΕΔ και κυρίως των Αξιωματικών του Στρατού έγινε αισθητή και γίνεται ακόμα αισθητή μέχρι σήμερα στα αραβικά κράτη που είτε ο κοινωνισμός τους είναι βαθειά φυλετικός είτε είχαν έντονα βιώσει το κοινωνιολογικό φαινόμενο της αποικιοκρατίας είτε είναι μία συμπλεκτική κατάσταση των δύο παραπάνω. Συγχρόνως δε, οφείλουμε να πούμε κι αυτό ακόμα και στα αραβικά κράτη που φέρουν την πολιτειακή διακυβέρνηση της Βασιλείας, ακόμα και σήμερα, οι Ένοπλες Δυνάμεις τής χώρας είναι πολύ υψηλά ως Θεσμός στη συνείδηση του λαού,
Γιατί το Στράτευμα ΑΚΟΜΑ και σήμερα για αυτούς είναι ο θεματοφύλακας που δεν θα αφήσει τα ξένα συμφέροντα να εισχωρήσουν στο Κράτος τους.
Στο εισαγωγικό σημείωμα που έχει γραφτεί από το μεταφραστή της αυτοβιογραφίας του Αμπντελ Γκαμάλ Νάσερ, τέως Καθηγητή Νομικής ΑΠΘ, κ. Λεωνίδα Παπαδόπουλο διαβάζουμε χαρακτηριστικά :
“Το έτος 1942 υπήρξε αποφασιστικό για την πολιτική και επαναστατική τοποθέτηση του Νάσερ και των φίλων του νεαρών Αξιωματικών. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1942, τα βρετανικά τεθωρακισμένα περικύκλωσαν τα ανάκτορα του Φαρουκ στην Αυλή του οποίου επικρατούσαν φιλογερμανικά στοιχεία και απαίτησαν το διορισμό αγγλόφιλου πρωθυπουργού. Ο Φαρουκ υπέκυψε και ενέδωσε στις τελεσιγραφικές απαιτήσεις των Άγγλων. Ο Νάσερ και οι φίλοι του αξιωματικοί αισθάνθηκαν οργή και ταπείνωση από τη συμπεριφορά των Άγγλων παρ’ότι δεν ήταν γερμανόφιλοι κι άρχισαν να συνειδητοποιούν την ανάγκη της αλλαγής και της αξιοπρέπειας της Αιγύπτου “.
Είναι αναγκαίο να αναφέρουμε για άλλη μία φορά αυτό, ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συγκρίνουμε και να ερμηνεύουμε τις συμπεριφορές των αραβικών, πολιτειακών κοινωνιών στη/και με βάση τις δυτικές κοινωνίες. Οπότε και με μόνο αυτό το στοιχείο, η έννοια του μιλιταρισμού, έτσι όπως (πολλές φορές λανθασμένα) χρησιμοποιείται από τις δυτικές κοινωνίες (και πολύ περισσότερο από την ελληνική) στα αντίστοιχα κοινωνικά περιβάλλοντα δεν βρίσκει εννοιολογικό αντίκρισμα, γιατί εκτός του γεγονότος ότι το Στράτευμα αποτελεί για τις Αραβικές Πολιτείες τον θεματοφύλακα διασφάλισης της αυθυπαρξίας τους από τον ιμπεριαλισμό των Ισχυρών, συγχρόνως δε, δεν πρέπει να ξεχνάμε το Κοράνι, το οποίο εκτός από το θρησκευτικό, ιερό Βιβλίο των συγκεκριμένων λαών, είναι και ένα “εγχειρίδιο” πολιτειακής διακυβέρνησης των μουσουλμανικών, κρατικών μορφωμάτων, καθώς ας μην ξεχνάμε ότι οι Άραβες στα ώριμα χρόνια της γεωγραφικής επέκτασής τους ήταν ένας “ιμπεριαλιστικός στρατός”. Και μπορεί ο Μωάμεθ να είχε τυποποιήσει σε ένα κείμενο ως επί το πλείστον τις δικές του αρχές, ωστόσο όμως άφησε στοιχεία ώστε να “εμπεδωθούν και να ερμηνευτούν” στη βάση της εξέλιξης τής Αραβικής Κοινωνίας.
Οπότε, στη βάση των παραπάνω η έννοια της στρατοκρατίας δεν υφίσταται στα περιβάλλοντα αυτά με την κωδικοποιημένη σημασία των δυτικών κοινωνιών.
Συγχρόνως δε, και αυτό το βλέπουμε κυρίως στα χρόνια της αποικιοκρατίας, καθώς οι ηγεμόνες των αραβικών χωρών (και εννοώ στη βάση της πολιτειακής συγκρότησης που προέκυψαν μετά το Σύστημα των Εντολών του 1920) είχαν ανέλθει στην Εξουσία με τη βοήθεια των πρώην αποικιοκρατών (αν και η αποικιοκρατία συνέχιζε να υφίσταται στο εσωτερικό περιβάλλον ωστόσο με άλλη θεσμική μορφή, με την έννοια του συμπαραστάτη), όλο αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο λαός να έχει πολύ ψηλά τον Θεσμό του Στρατεύματος που αν και ο ρόλος του στα περιβάλλοντα αυτά προσομοίαζε την τότε εποχή με τη σημερινή διάσταση της Αστυνομίας, ωστόσο είχε κοινωνιολογικά σχηματοποιηθεί και εισχωρήσει συνειδησιακά στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα ως την πολιτική συνιστώσα που τα μέλη της προέρχονταν εθνολογικά /θρησκευτικά /κοινωνικά από τα ίδια, καθώς κυριότατα (και αυτό δεν συνέβαινε μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και σε άλλες αραβικές κοινωνίες) ο δοτός ηγεμόνας δεν είχε χαρακτηριστικά από το λαό του (αυτό το βλέπουμε ακόμα και σήμερα στη Συρία, αλλά και στο Ιράκ και στη Λιβύη που ο ανώτατος πολιτειακός άρχοντας είτε δεν έχει φυλετική είτε κοινό θρησκευτικό δόγμα με το λαό του).
Εκτός των άλλων, οι Αραβικές Κοινωνίες ακόμα και σήμερα, καθώς όπως λέμε μονίμως η Παράδοση και η Ιστορική Συνείδηση έχει πολύ μεγάλη σημασία για αυτές και τις θεωρούν κεφαλαιώδους σημασίας για την επιβίωση και την πολιτισμική τους συνέχεια, επειδή οι Επαναστάσεις για την αποαποικιοποίηση έγιναν από τους Αξιωματικούς (όχι μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και στο Ιράκ και σε όλο τον Αραβικό Κόσμο), πάντοτε το Στράτευμα για αυτούς και οι εκπρόσωποί του που αναλαμβάνουν την Εξουσία θα είναι ο θεματοφύλακας των συμφερόντων τους. Αντίθετα, τα πολιτικά πρόσωπα που (και εννοώ τους πολίτες), κοινωνιολογικά προέρχονται από μία ελίτ, οι οποίοι είτε η κοινωνική τους υπόσταση είχε μία συγκεκριμένη συνειδησιακή υπόσταση για το λαό είτε έχοντας επηρεαστεί από το Δυτισμό (και λόγω σπουδών) δεν γίνονται αγαπητοί από το λαό.
Στο σημείο αυτό να κάνουμε μία παρένθεση και να πούμε, ότι παρόλο που αρκετοί Αξιωματικοί του Αραβικού Κόσμου μαθήτευσαν σε Σχολεία της Δύσης ή εκπαιδεύτηκαν σε Δυτικούς Στρατούς, όπως προείπαμε η Ιστορική Συνείδηση είναι πολύ ισχυρό έρεισμα για το λαό, καθώς πλέον θεωρεί ότι ο Στρατιωτικός Κόσμος που εκπαιδεύτηκε στη Δύση, έχει αποκωδικοποιήσει τη δεύτερη, η οποία δεν θα είναι ικανή να καθυποταξει για μία ακόμη φορά τα περιβάλλοντά του (τον εχθρό τον μαθαίνεις καλύτερα ερχόμενος σε άμεση επαφή με την κουλτούρα του), επιπλέον δε, οι αραβικοί λαοί ακόμα και στους Αξιωματικούς αυτούς που εκπαιδεύτηκαν σε ξένους Στρατούς τους διαχωρίζουν. Έτσι αυτοί οι Στρατιωτικοί που εκπαιδεύτηκαν σε χώρες που συνειδησιακά για το λαό έχουν τη βαρειά διάσταση της αποικιοκρατίας, τους βλέπει με ιδιαίτερο σκεπτικισμό.
Εν κατακλείδι, οι πολιτικοί άνδρες των αραβικών μορφωμάτων που προέρχονται από το Στράτευμα, όχι μόνο δεν υποδηλώνουν την εγκαθίδρυση ενός μιλιταριστικού καθεστώτος στις Κοινωνίες τους, αλλά αντίθετα για αυτά είναι η παγίωση των εθνικών και μόνο συμφερόντων τους από τη διασάλευση του ξένου παράγοντα.
*Η Δρ Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, ερευνήτρια της ίδιας Σχολής, Εξωτερική Συνεργάτιδα της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου και μέλος και ερευνήτρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.).