«ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ» Υπό Στρατηγού ε.α. Δ. Σκαρβέλη
«ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ»
Υπό Στρατηγού ε.α. Δ. Σκαρβέλη
Επιτίμου Α/ΓΕΕΘΑ –Ακαδημαϊκού
Κάθε έτος, την 30ήν Ιανουαρίου, η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη των Τριών Ιεραρχών, του Μεγάλου Βασιλείου (330-370 μ.Χ.), του Γρηγορίου του Θεολόγου (327-390 μ.Χ.) και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου (345-407 μ.Χ.).
Όντως και οι τρεις τους υπήρξαν Ιεράρχες (Επίσκοποι) και μάλιστα οι δύο εξ αυτών, ο Γρηγόριος και ο Ιωάννης ανήλθον και εις τον Πατριαρχικό Θρόνο, έγιναν δηλ. Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως.
Και οι τρεις τους συγκαταλέγονται μεταξύ των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, διότι με τα έργα τους, το λόγο τους και τις συγγραφικές εργασίες τους, εστήριξαν την Ορθοδοξία κατά τους πρώτους δύσκολους αιώνες μετά την Ενσάρκωση του Υιού του Θεού και τη Θεία Διδασκαλία του.
Ο Μ. Βασίλειος και ο Γρηγόριος ήσαν από την περιοχή της Καππαδοκίας, όπου και ανέπτυξαν τη φιλοχριστιανική και φιλανθρωπική δράση τους, ενώ ο Ιωάννης ήτο από την Αντιόχεια.
Ιδιαιτέρως πρέπει να τονισθεί το κοινωνικό έργο του Μ. Βασιλείου, ο οποίος συνέτρεξε και εβοήθησε τον πληθυσμό της ευρύτερης περιοχής του. Εβοήθησε τους πεινόντες και πάσχοντες και εδημιούργησε την περίφημη «Βασιλειάδα», που έφθασε να καλύπτει τις ανάγκες πτωχών και ασθενών, σε αριθμό περί τις 30 χιλιάδες. Εντεύθεν και η σημερινή συνήθεια, να προσφέρονται δώρα την Πρωτοχρονιά, την ημέρα που εορτάζεται ο Άγιος Βασίλειος.
Ο Γρηγόριος ήτο κατ΄εξοχήν στοχαστής και αναλυτής του Ορθοδόξου Δόγματος και γι΄αυτό ονομάζεται Θεολόγος, χωρίς τότε η Θεολογία να αποτελεί Κλάδον Επιστημονικό, όπως συμβαίνει σήμερα. Σώζονται 45 λόγοι του, πανηγυρικοί, δογματικοί, ηθικοί, αλλά και πολλά άλλα έργα του. Θεωρείται μεγάλος Διδάσκαλος της Εκκλησίας. Ο Ιωάννης είχε το χάρισμα του λόγου και γι΄αυτό ονομάζεται Χρυσόστομος. Είναι από τους κορυφαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και μας άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο, σε ομιλίες, επιστολές, ερμηνείες της Αγίας Γραφής και ηθικές και παιδαγωγικές πραγματείες.
Σε γενικές γραμμές, οι ανωτέρω Ιεράρχες, αγωνίστηκαν στην εποχή τους κατά των αντιπάλων του χριστιανισμού, με όπλα την πίστη τους, τη σκέψη τους και το λόγο τους. Αγωνίστηκαν κατά των εθνικών (ειδωλολατρών), κατά των Αιρετικών (κυρίως κατά του Αρειανισμού) και άλλων και επέτυχαν, αφ΄ενός να ενισχύσουν τις τάξεις των χριστιανών και αφ΄ετέρου να αφήσουν πλούσια παρακαταθήκη γραπτών κειμένων πάνω σε δογματικά και θρησκειολογικά ζητήματα, έτσι ώστε εμείς σήμερα να διαθέτουμε αλάνθαστες πηγές σε θεολογικά θέματα.
Όμως, η Εορτή των Τριών Ιεραρχών δεν είναι μόνο Θρησκευτική Εορτή, είναι και Σχολική. Είναι η Εορτή της Παιδείας και των Μαθητών. Επελέγησαν δε οι Τρεις Ιεράρχες ως Προστάτες Άγιοι της Παιδείας, διότι όντως ήσαν άνθρωποι των γραμμάτων και εξαίρετοι διδάσκαλοι. Αυτό όσο είναι αληθές, άλλο τόσο αληθές είναι και το γεγονός ότι, επελέγησαν διότι είχαν και μεγάλη σχέση με την ελληνική παιδεία. Οι δύο εξ αυτών, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος εσπούδασαν στην Αθήνα, η οποία και στην εποχή τους (τον 4ο αιώνα μ.Χ.) ήτο σπουδαίο Κέντρο για σπουδές στη φιλοσοφία και στις επιστήμες. Αλλά και ο τρίτος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχε τύχει ελληνικής παιδείας.
Να μη μας διαφεύγει ότι, στην εποχή που αναφερόμεθα, σε ένα πολύ μεγάλο γεωγραφικό χώρο, που περιελάμβανε την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και την Εγγύς Ανατολή, δηλαδή, στον ευρύ αυτό χώρο των Διαδόχων του Μεγ. Αλεξάνδρου, ήτο εξηπλωμένη η ελληνική παιδεία ανεξαρτήτως εθνικότητος και μαζί με αυτήν φυσικά και η ελληνική γλώσσα. Οι εγγράμματοι της εποχής είχαν ελληνική παιδεία και εγνώριζαν ελληνικά. Οι Φαρισαίοι στα χρόνια του Ιησού ομιλούσαν ελληνικά. Δεν είναι τυχαίο που τα Ιερά Ευαγγέλια και η Αποκάλυψη του Ιωάννου, βασικά κείμενα της Καινής Διαθήκης, εγράφησαν στην ελληνική γλώσσα.
Αλλά ας επανέλθουμε στους Τρεις Ιεράρχες, για να επισημάνουμε ότι, μέσα από την ελληνική τους παιδεία και τη μελέτη των μεγάλων Ελλήνων στοχαστών και φιλοσόφων (του Ηρακλείτου, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και άλλων) αντελήφθησαν ότι υπήρχε ένα είδος συγγένειας μεταξύ Χριστιανών και Ελλήνων και είναι οι πρώτοι που ομαλοποίησαν το δρόμο για να έλθουν οι Έλληνες (οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες) προς τον χριστιανισμό. Είναι οι πρώτοι που έβαλαν την ελληνική φιλοσοφική σκέψη στην Χριστιανική Εκκλησία. Κανένας δεν αμφισβητεί σήμερα, ότι υπάρχουν ελληνικές φιλοσοφικές καταβολές στη Θεολογική σκέψη των Πατέρων της Εκκλησίας, όχι μόνο των Τριών Ιεραρχών, αλλά και αυτών που ακολούθησαν, στρατιά ολόκληρη σύγχρονων με τους Τρεις Ιεράρχες, αλλά και άλλων που έδρασαν κατά τους κατοπινούς αιώνες. Ο Μ. Βασίλειος προέτρεπε τους νέους να μελετούν την αρχαία ελληνική γραμματεία (τα έργα δηλαδή των μεγάλων αρχαίων Ελλήνων στοχαστών και φιλοσόφων).
Όπως γράφει ο καθηγητής της Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κων/νος Φούσκας…. «αν στην πορεία της ιστορίας βρέθηκε Αυτοκράτορας να κλείσει την Ακαδημία Πλάτωνος και άλλες Σχολές στην Αθήνα, για το λόγο ότι ήσαν ειδωλολατρικά ιδρύματα και αν βρέθηκαν και μερικοί χριστιανοί από τα ανώνυμα πλήθη να κάψουν αρχαία μνημεία και να διαπράξουν βιαιότητες κατά ειδωλολατρών, αυτά αποτελούν εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα της ζεύξεως Ελληνισμού και Χριστιανισμού».
Να γιατί και η Εκκλησία μας έχει τον επίσημο τίτλο της «Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας». Διότι αποδέχεται τον Εκχριστιανισμό του Ελληνσιμού, ως αντίδωρον για ένα εξελληνισμό, σε κάποιο βαθμό, της Θεολογικής Σκέψης του Χριστιανισμού. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, με πρώτους τους Τρεις Ιεράρχες και τον αδελφό του Μ. Βασιλείου, τον Γρηγόριο Νύσσης, διεχώρησαν την αρχαία ελληνική θρησκεία από την αρχαία ελληνική παιδεία. Απέβαλαν την πρώτη και εχρησιμοποίησαν τη δεύτερη για να εισδύσουν εις τις βαθύτερες έννοιες του Λόγου του Θεού, να αναπτύξουν το Θεολογικό Στοχασμό.
Παραδέχονται σήμερα όλοι, ότι, δεν μπορεί να είναι κανείς καλός Θεολόγος, αν δεν γνωρίζει, όχι μόνο την ελληνική γλώσσα, αλλά και την αρχαία ελληνική παιδεία και σκέψη.
Όταν είπαν στον Ιησού οι μαθητές του, εκεί που εδίδασκε, ότι πλησιάζουν προς το μέρος του άνδρες Έλληνες…..ανεφώνησε ότι…. «νυν ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθεί ο Υιός του Θεού». Ασφαλώς και εγνώριζε ο Ιησούς ότι η ελληνική παιδεία θα βοηθούσε πολύ στην κατανόηση και αποδοχή της δικής του διδασκαλίας.
Το πρόβλημα των σχέσεων Ελληνισμού και Χριστιανισμού λύθηκε οριστικά με τη συμβολή των Τριών Ιεραρχών, έτσι ώστε στη συνέχεια να πορευθούν μαζί, γι΄αυτό και είναι αδιανόητο να χωρίσουν ποτέ ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία. Κάθε προσπάθεια διαχωρισμού αυτής της ενότητος ισοδυναμεί με ιστορικό έγκλημα και αν προέρχεται από Έλληνες είναι πολιτιστική αυτοκτονία.
Η Θεία Πρόνοια επρογραμμάτισε την Ενσάρκωση του Κυρίου, την Έλευση του Υιού του Θεού εις τον κόσμο, σε τόπο και χρόνο, όπου επικρατούσε η ελληνιστική παιδεία, με τη βοήθεια της οποία θα μπορούσε ο σπόρος της νέας διδασκαλίας να καρποφορήσει, όπως και εγένετο.
Ο Πόντιος Πιλάτος, διοικητής – εκπρόσωπος της ρωμαϊκής εξουσίας, έδωσε εντολή να τοποθετηθεί επιγραφή στο Σταυρό του Μαρτυρίου του Ιησού, που να λέγει ότι ο Χριστός είναι ο Βασιλεύς των Ιουδαίων, τόσο στα εβραϊκά, όσο και στα ελληνικά. Τούτο μαρτυρεί, όχι μόνο την απήχηση που είχε η ελληνική γλώσσα και γενικά η παιδεία στην περιοχή τότε, αλλά και ότι πολλοί εθνικοί (Έλληνες) είχαν ακολουθήσει τη διδασκαλία του Κυρίου και είχαν εκχριστιανισθεί.
Με όλα αυτά που προαναφέρθηκαν, γίνεται ξεκάθαρο, το γιατί τα ελληνικά γράμματα, η ελληνική παιδεία, τα Σχολεία, επέλεξαν ως Προστάτες Αγίους τους Τρεις Ιεράρχες και ως ημέρα εορτασμού την 30ήν Ιανουαρίου, την ημέρα της Θρησκευτικής Εορτής αυτών των Αγίων.