Blog

Ομιλία Υποστρατήγου ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου προς Κυπρίους Φοιτητές την 14 Νοε 2012

Ομιλία Υποστρατήγου ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου προς Κυπρίους Φοιτητές την 14 Νοε 2012

Ας αναγάγουμε την σημερινή εκδήλωση, η οποία αναφέρεται στην μονομερή κήρυξη τουρκοκυπριακού κράτους, σε μία απότιση φόρου τιμής σε εκείνους τους Έλληνες, τους Κυπρίους και τους Ελλαδίτες, οι οποίοι εμπράκτως απεσαφήνισαν την διερμηνεία τού προς την πατρίδα καθήκοντος, ως και το ποία ακριβώς είναι η επεξή­γη­ση του ποιητικού «φυλάττειν Θερμοπύλες».

Τα συναισθήματα ημών των παρόντων και των άλλων Ελλήνων που τιμούν τους νεκρούς και αγνοουμένους και των όσων συμπα­σχόντων με τον πόνο των οικείων των ανωτέρω ας γίνει να ιστορούνται για τις καλές μας προθέσεις.

Ξεκινούμε πάντοτε με το συγκινησιακό στοιχείο απέναντι στην πανθομολο­γουμένη θυσία των αγωνισθέντων για την ελευθερία και την ακεραιότητα της Μεγαλονήσου μας. Στην συνέχεια προσεγγίζουμε μυχίως την Ιστορία της Κύπρου και την περί της ιδέας χρήσεως μιας πατρίδας με τα όρια, που οι αρχαιότεροι αξιολογικοί συντελεστές και οι εθνικοί προσανατολισμοί την τοποθετούν. Ύστερα, έρχεται η παγερή πραγματικότητα η οποία μας ταξιθετεί σε τόπο, όπου αντιλαμβανόμεθα ότι αδιαλείπτως πληττόμεθα στην πορεία αυτού του κόσμου. Από την σπουδή της ιστορίας διαπιστώνουμε, ότι ο παραδοσιακός πολιτισμός και η γεωπολιτική θέση της Κύπρου επηρεάζουν και την τύχη της.

Στην εποχή που ζούμε, σ’ αυτή την εποχή της λογικής(;) και των εξορθολο­γισμών εμπεριέχεται η αλαζονεία εκείνων, που έχουν την δύναμη και την οξυδέρκεια να εφαρμόζουν ρεαλιστικούς τρόπους δράσεως για την επιδίωξη των όποιων εθνικών τους ή άλλων αδιευκρινίστου ταυτότητος οντοτήτων όπως π.χ. εμφανίζονται σήμερα διαμορφω­μένες οι μο­νάδες χρηματο-οικονομικών συμφερόντων. Γι αυτούς η Κύπρος συνιστά μίαν ενδιαφέρουσα περιμάχητο και πολυηχή υβριδική συναρμογή.

Σαν αποκλειστικοί χειριστές αυτού του πειρά­ματος ας το παραδεχτούμε είναι οι ΗΠΑ, το ΗΒ και η Τουρκία.

Μας καταλαμβάνει μία θλίψη. Και η θλίψη μας αυτή προέρχεται από ένα συλλογισμό. Ότι σε όλα αυτά, που μας αφορούν σαν ευρύτερο έθνος, εμείς παραμένουμε θεατές λόγω των πολυαμαρτήτων μας χαρακτηριστικών και των συνεπαγομένων αδυναμιών. Ανάμεσά μας επικρατεί μία πεπλανημένα διογκούμενη επίγνωση, ότι η μικρή μας χώρα είναι ευάλωτη και αδύναμη στο να αντιστρέψει την εκπεμπόμενη αρνητική εικόνα της προς τα έξω. Δηλαδή, να δείξουμε ότι δεν είμαστε ασθενούσα οντότητα αλλά εύρωστη και ακατάβλητη επικράτεια. Και η σκέψη περί της αδυναμίας μας μάς αδρανοποιεί. Αιμωδιά το εθνικό μας θυμικό. Και αντιδιαστέλ­λεται στο λογικό, που υποδεικνύει εργώδη συλλογική προσπάθεια και πίστη στην ιδέα της διατηρήσεως μιας πατρίδας ακεραίας.

Οι εκφραστές των θεσμών, κατά πως φαίνεται απρακτούν.

Οι εκπροσωπούντες τον ελληνικό κόσμο και νομοθετούντες εξουσιαστές αντιπαρέρχονται τα βασανιστικά εθνικά θέματα με παραπεμπτικές «εις τον καιρόν» ειση­γή­σεις, πράγμα, το οποίον προσανατολίζει σε ανασταλτικές ενέργειες.

Των περισσο­τέρων κοινοβουλευτικών ανδρών η μέριμνα καθώς και το ενδιαφέρον εστιάζονται στις εκάστοτε επόμενες εκλογές και όχι στις επόμενες «ελληνικές» γενιές. Εκ του μέχρι τούδε αποτελέσματος καταδεικνύεται, ότι το μέλλον της Ελλάδος και της Κύπρου είναι γι αυτούς αδιάφορον.

Η δευτέρα εξουσία, η δικαστική, έχει αποδείξει με ένα αυξανόμενο αριθμό αλγεινών παραδειγμάτων, ότι διέπεται από παρόμοιες ιδέες και ανάλογες αξιόμεμπτες τρωτότητες, με εκείνες που παρατηρούνται σ’ εκείνους εκ των Ελλήνων που αυτο βαυκαλίζονται σαν «πεπαιδευ­μένοι».

Τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας διατηρούν τον χαρακτήρα του εκφράζοντος «το δημόσιον το ράθυμον». Εάν είναι έτσι, τότε πότε λειτουργεί η εκτε­λεστική εξουσία; Η εκτελεστική εξουσία λειτουργεί, όταν και εφόσον η ηγεσία καθοδηγεί με γνώμονα την επαγγελματική συνείδηση και το υπέρ της χώρας συμ­φέρον. Αλλά και τότε μάλλον όταν η ηγεσία τηρεί τους νόμους. Και μάλιστα συμ­πιεστικά.

Η τετάρτη εξουσία, ήγουν τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, έχει προβιβασθεί στην πρώτη θέση του βαθμολογικού πίνακος εξουσίας.

Πριν κάποια χρόνια, ο προσβλέπων ή -και επιδιώκων την εξουσία, σε μία χώρα, επιχειρούσε να αποκτήσει τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Σήμερα, στην εποχή της επικοινωνίας, όπου η ενημέρωση επέχει θέσιν βαριάς βιομηχανίας και όπου η οικονομική δύναμη έχει μετατοπισθεί από εκείνον που ήλεγχε τα μέσα παραγωγής σ’ αυτόν που χειρίζεται τα μέσα ενημερώσεως, δεν χρειάζεται πλέον η ένοπλος ισχύς. Σήμερα θριαμβεύουν τα μέσα ενημερώσεως. Αλλά, όσο μεγαλύτερος είναι αυτός ο θρίαμβος των media τόσο πτωχότερα εκτιμώνται ότι είναι τα πνευματικά εφόδια του ανθρώπου.

Ο δέκτης άνθρωπος παραδίδει τον ίδιο του τον εαυτό σε ένα άλλο άνθρωπο, που κατοικεί στο ίδιο του το σώμα, αλλά ο οποίος άλλος άνθρωπος «νιώθει» τον κόσμο με τον τρόπο, που υποσυνείδητα του υπαγορεύεται από το σύστημα ενη­μερώσεως.

Η αντικειμενικότητα είναι ένας μύθος. Τα media υποστηρίζουν, ότι το ευμετάβλητο των ερμηνειών στην αναφορά των διαδραματιζομένων είναι και η έκφραση της ευαγγελιζομένης ελευθέρας διακινήσεως ιδεών στα πλαίσια της δημοκρατίας. Ο άνθρωπος έχει ενσωματωθεί σε ένα κόσμο, πέραν των δυνατοτήτων του για την αφομοίωση των εκπεμπομένων σημείων και την επαγομένη στάση του έναντι των προτρεπτικών μηνυμάτων.

Τα media μας κανοναρχούν για σύνεση, για επιφυλακτικότητα, για περί­σκεψη, για ψυχραιμία. «Δεν είναι (λένε) απαραίτητος ένα πόλεμος για την Κύπρο». Ιδού ένα μήνυμα, που προικοδοτεί το κεφάλαιον φόβος. Είναι μία αναγκαία ανηθικότητα των media για να διατηρούν τον μη εμβαθύνοντα νού στο δυναμικό του περιθωρίου, όπου η όποιας φύσεως αντίθεσή του θα εκλαμβάνεται σαν γραφική εναντίωση.

Και οι διανοούμενοι του μείζονος ελληνισμού; Πού βρίσκονται; Πώς βλέπουν τα εθνικά μας θέματα; Ποια είναι η θέση τους για την προαλειφομένη «μεγάλη» Αλβανία, η οποία -καθώς ακούγεται- φθάνει στο Αμβρακικό κόλπο; Πώς βλέπουν ένα μωσαϊκό εθνοτήτων που ψάχνει για ταυτότητα και οικειοποιείται την απεμπολούμενη από τους εξ ημών ανιστόρητους και «χαλαρούς» Μακεδονία; Πώς βλέπουν μία Βουλγαρία να οραματίζεται τα περίπου όρια της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου; Πώς βλέπουν το μισό Αιγαίο και την Θράκη ενσωματωμένα στην Τουρκία; Πώς βλέπουν μία Κύπρο Τουρκική;

Όσοι νομίζουν, ότι τα εκτιθέμενα είναι γραφικότητες και φαντασίες και, ότι η φυσιολογική αντίδραση πρέπει να είναι ο διανοουμενίστικος καγχασμός, ας κάνουν λίγη υπομονή και θα πάρουν την απάντηση, που απαξάπαντες οι μη Έλληνες με κάθε επιμέλεια προπαρασκευάζουν.

Αρκετοί διανοούμενοι αδιαφορούν για τα προκείμενα και αναγκαία ή και καταγγέλλουν την πατρίδα τους με την πρακτική της παρακάμπτουσας διανοήσεως προσβλέποντες στην παγκόσμια ελίτ του πνεύματος, η οποία αναζητεί ιδιοφυείς τρόπους για την ανάπτυξη μιας ανθρωπότητας απηλλαγμένης από φθονερές ιδεολογίες. Δεν νοιάζονται για μια πνευματική συνδρομή, που θα οδηγούσε σε λύση των προβλημάτων που, ως φαίνεται, μοιραία θα καταλήξουν σε στραγγαλισμό των Ελληνικών και των Κυπριακών δεδομένων.

Πολλοί διανοούμενοι ενδίδουν στους πειρασμούς της εξουσίας. Συνο­δοιπορούν μ’ αυτή. Εναποθέτουν τις πνευματικές τους φαρέτρες στο άρμα των πολιτικών κομμάτων. Οι φιλοδοξίες τους εκφράζονται κατά τρόπον προπετή, ώστε να επιτύχουν μία συμπόρευση με εκείνους τους φορείς, οι οποίοι κατά την δική τους πρόγνωση θα αναδείξουν το ιστορικό δίκαιο των πνευματικών τους αποφάνσεων.

Η θέση ενίων αισιοδόξων, ότι οι Έλληνες συσπειρώνονται προ των κινδύνων, μάλλον θα πρέπει να επανεξετασθεί. Σήμερα το αμύνεσθαι περί πάτρης έχει ασθενήσει σε βαθμό ανήκεστο. Δεν διακρίνεται πλέον κάποιο μέγεθος προθυμίας προς υπέρ πατρίδος θυσία. Και τούτο ασφαλώς δεν φαίνεται λογικά να είναι κατακριτέον, την στιγμή, που οι ίδιοι οι ηγούμενοι των εθνικά ακαθοδηγήτων Ελλήνων και Ελλήνων Κυπρίων, με το παράδειγμά τους διακελεύουν και παρωθούν σε φυγή. Το σχέδιο Αναν και τα παράγωγά του είναι στην ουσία η υπογεγραμμένη συναίνεση για την αποκόλληση από τις ελληνικές ρίζες. Το λεχθέν από πρώην πρωθυπουργό, ότι …η Τουρκία έχει ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο, σημαίνει, ότι οι Έλληνες συμφωνούν για γενναίες προς την Τουρκία παραχωρήσεις και για την δημιουργία «προηγουμένων» εις βάρος της Ελλάδος. Η ρήση μιας προέδρου της βουλής, ότι τα σύνορα της Ελλάδος θα περιορισθούν είναι μία παραδοχή επερχομένης ήττας. Τα ευήκοα ώτα στην ανωτέρω ρήση επιβεβαιώνουν την αβασάνιστο αποδοχή της κυοφορίας μιας καινοφανούς κουλτούρας. Μιας κουλτούρας, που δέχεται την ανοχή σε ό,τι δήποτε δεν περιέχει ασκητική ηθική και δεν παρεμποδίζει τις προεκτάσεις του ηδονισμού της συγχρόνου αποτυχημένης ένεκα του υιοθετηθέντος καταναλωτισμού μαζικής δημοκρατίας.

Παρατηρώ τον Πενταδάκτυλο. Υπάρχει εκεί μία τεράστια τουρκική σημαία ζωγραφισμένη στην νότια πλαγιά. Από κάτω διαβάζω «Είμαι υπερήφανος, που είμαι Τούρκος». Ακούω, ότι ο τουρκοκύπριος επιδιώκει να αφαιρέσει το πρωτείο της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας. Θέλει να θεωρείται εξισωμένος με το οποιοδήποτε παράγωγο σχεδίου Αναν, σε ένα μόρφωμα συνιστώντων κρατών. Το ελκυστικό «πλειοψηφούσα και μειοψηφούσα κοινότητα» γι αυτόν είναι το κίνητρο μέσω του οποίου προσβλέπει και προσδοκά στο μέλλον να ανατρέψει την πληθυσμιακή υπεροχή των ελληνοκυπρίων. Η συλλογική συνείδηση των Τούρκων, δείχνει να είναι περισσότερο συνεκτική από ό,τι εκείνη της Ελληνικής πλευράς. Και ο Τούρκος έχει υπομονή. Όπως συμπεριφέρονται τα ενεδρεύοντα θηρία στον ανελέητο κόσμο της ζούγκλας.

Οι απέναντί του Ελληνοκύπριοι έχουν κουραστεί από την αναμονή μιας απροσδιορίστου αναβιώσεως της ιδέας ενός μείζονος ελληνισμού. Σ’ αυτό συντελεί και η αμφιλεγόμενη συμπεριφορά της Ελλάδος. Η Ελλάς, δεν διακρίνεται από κάποιες υποσχετικές τάσεις για κάποια προσφορά ουσίας ή μη το διακηρυκτικό «συντασσόμεθα».

Και το ενιαίον του αμυντικού δόγματος διατελεί εν υπνώσει. Οι επιβεβλη­μένες παράμετροι στην σύγχρονη Ελλάδα και την εθνική της προέκταση, την Κύπρο, είναι μία παρελκυστική ορθολογικότητα και μία τυπικά προβεβλημένη αλλά τελείως παρερμηνευμένη επικούρηση. Πράγμα το οποίον στην πραγματικότητα είναι μία υπόσχεση προστασίας χωρίς νόημα και χωρίς δυνατότητα εφαρμογής.

Κάθομαι και σκέπτομαι, ότι η Κύπρος κλείνει μέσα της όλα τα στοιχεία της ποιητικής ουσίας. Είναι ο τόπος, όπου ο άνθρωπος μεθοδεύει τρόπους για να εκπέμψει τα σήματα της αναδημιουργίας, διότι κάθε φορά κοντοζυγώνει στο στάδιο της ψυχικής συντριβής. Είναι το μέρος, όπου άπειρες φορές οι εξαίσιοι λογισμοί και ο εκπεφρασμένος πολιτισμός έχουν εκμηδενιστεί εξ αιτίας μιας πάλης για κάθε ελάχιστο κομμάτι της γης της. Είναι το μέρος, το δύσμοιρο, που έχει κατακτηθεί και ανακατακτηχθεί. Και έχει πουληθεί. Και έχει ανταλλαχθεί. Και έχει υποθηκευθεί. Και έχει βγει, ακόμη και στο σφυρί. Είναι το μέρος, που έχει ισοπεδωθεί. Φωτιά και σίδερο. Και λεηλασία. Και σφαγές. Και ολοκαύτωμα. Και ο πικρός αναστεναγμός, μετά την αλλαξοπίστηση από ζηλωτές. Από φανατικούς. Από εκούσιες και ακούσιες προδοσίες. Από εξαγορές. Από συκοφαντίες. Από των μεγάλων τα συμφέροντα. Από τον ρημαγμό, που οι ορδές των βαρβάρων και των «πολιτισμένων» προκάλεσαν.

Κι ύστερα διαφεντεύτηκε από δαίμονες και τυράννους και «πολιτικώς ορθούς». Κι από όλους αυτούς βεβηλώθηκε. Και παγιδεύτηκε στα σχέδια των φορέων του δυτικού πολιτισμού. Των φορέων, που «άνοιξαν» τα μάτια του ανατολίτη και τον ορμήνεψαν, ότι κι αυτός δικαιούται να αρπάξει από τον καταδικασμένο σε αέναο τρόμο -και γιατί όχι- αποχαύνωση, ελληνισμό, που ζει σ’ εκείνο το πεταμένο από την μητέρα πατρίδα κομμάτι αυτής της παράμερης γης. Είναι τούτο το μέρος, που κοντεύει να ξεψυχήσει μέσα στους άνυδρους δαιδάλους της «βελτιωμένης» προτάσεως του Ανάν.

Ας κάνουμε λοιπόν ένα πατριωτικό τρισάγιο σε τούτη την αίθουσα. Ας την φανταστούμε σαν ένα μνημείο όπου είναι σκαλισμένα όλα ανεξαιρέτως τα ονόματα των ηρωϊκώς πεσόντων Κυπρίων και Ελλαδιτών υπέρ της ιδέας μιας παντοτινής ζωής του Ελληνικού Έθνους.

Σε αντίθεση με το δικό μας μνημείο υπάρχει ένα άλλο υποκατάστατο, ένα εικονικό κατασκεύασμα. Είναι η μητροπολιτική επικρατούσα αντίληψη, όπου δεν μνημονεύονται οι αδικαίωτοι, γιατί στην Κύπρο ηττήθηκαν. Είπαν ότι δεν πρέπει να μνημονεύονται, μήπως και ανατραπούν οι πολιτικές ισορροπίες. Εξ άλλου έχουμε πλέον εθιστεί στο να αποδεχόμαστε εκείνους -τους συμφέρον έχοντες- που αποφεύγουν κάθε έκφραση, που υπονοεί τις όποιες υπέρ πατρίδος θυσίες. Βέβαια, οι ουδέτεροι, αυτοί οι σκληροί της ιστορίας διφήτορες θα μιλήσουν για τους ηττημένους -εκείνους, που απέτυχαν- σαν εκφραστές άλλων πολιτικών εμπνεύσεων. Θα δείξουν τάχα κατανόηση για τους αγνώστους αυτούς στρατιώτες, που έπεσαν από κάποιο βόλι εχθρικό σ’ ένα μέτωπο ρευστό. Σ’ ένα χρόνο αόριστο. Με μια πολιτεία και ένα πιστεύω χωρίς συνοχή. Δεν θα σωθούν σελίδες με γράμματα χρυσά. Ούτε εικόνες. Ούτε παιάνες. Ούτε πρόσωπα αφοσιωμένα στην πρακτική του ορθοπρεπισμού. Χωρίς αναγνώριση. Θα είναι ένα κατασκεύασμα απλό που θα το έχουν βαπτίσει σκοτεινό αναμνηστικό με κάποιες δάφνες ξεραμένες και αόρατο στο μάτι των εθνικά σκε­πτομένων. Και θα αναγράφει σκέτα «σ’ εκείνους, που έπεσαν πρόωρα κυριευμένοι από ένα παράξενο πνεύμα αδιάφανο, κρυψίνοο κι εξαπατητικό». Ιδού, θα λένε, ιδού οι όσοι ηττημένοι από ένα πρόωρο θάνατο.

Εμείς, εκεί, τότε το ζήσαμε αλλιώς. Και σκίρτησε το θυμικό μας. Και είδαμε τα ονόματα των δικών μας στρατιωτών. Χαραγμένα στο μάρμαρο των αιώνων. Και καλέσαμε την καρδιά μας να ψάλλει. Εμπρός παιδιά Ελληνόπουλα! Απαιτήστε τον έπαινό σας από τους μετερχομένους. Και από εκείνους, που άθελά τους είναι ανιστόρητοι. Και από τους άλλους, τους ανεπιεικείς. Θέσατε τον εαυτό σας στο Πάνθεον των τελείων Ελλήνων. Η δική σας επιδίωξη δεν είναι τα ευτελή και πρόσκαιρα και αδιαφανή πολιτικά και οικονομικά συστήματα. Ούτε και οι τάσεις και οι ροπές, που δήθεν τα δίκαια και ορθά προβάλλουν. Το πνεύμα και η αρετή σας ουδέποτε έχουν ηττηθεί. Στις καρδιές των αγνών Ελλήνων εσείς συστήνετε το φως το ουράνιο. Αυτό το φως που δεν πληγώνει τα μάτια. Διότι είναι το φως το ευφρόσυνο.

Ένα στεφάνι δάφνινο. Μία υπόκλιση σεβασμού στους νεκρούς της Εθνικής Φρουράς και τους λοιπούς Έλληνες πεσόντες κάτω από τον ίδιο ουρανό της μιας πατρίδος. Ένα ρίγος στη σκέψη και ένας μακαρισμός γι’ αυτούς που κείτονται στης Κύπρου τα αιματόβρεκτα χώματα. Την γη την ιερά. Αυτοί πράγματι έφθασαν στην πηγή την θεϊκή και το νερό τ’ αθάνατο θα πίνουν στους αιώνες.

Προσκυνητές εμείς, κλίνομεν ευλαβικά την κεφαλή προς εκείνους, που έκαναν τον άνεμο να παραμερίσει μπροστά στο σύντομο πέρασμά τους ανάμεσα από τους κίονες που υποβαστάζουν το ογκώδες οικοδόμημα της Ελληνικής Ιστορίας. Είναι αυτοί που νίκησαν. Νίκησαν τον θάνατο. Ακόμη και η σημερινή κοινωνία της ανοχής και των συμβατισμών παραδέχεται την μεγαλοσύνη των. Όπως και εκείνη η μεγαλοσύνη κάποιων που έφυγαν λίγα χρόνια νωρίτερα από τα πυρά και τις αγχόνες των δήθεν φίλων και συμμάχων Άγγλων.

Καραολής. Δημητρίου. Ζάχος. Πατάτσος. Μιχαήλ. Κουτσόφτας. Μαυρομά­της. Παναγίδης. Παλληκαρίδης. Τόσοι και τόσοι Έλληνες!

Τί κι αν η αγχόνη διέκοψε την φυσική τους επί της Γης παρουσία; Αυτοί θα υπάρχουν. Οι ήρωες συμπεριέχονται στην οικογένεια των γιγάντων. Οι γίγαντες είναι σύμβολα παντοτινά.

Γράφει ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης: «…τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ‘ρθει το καλοκαίρι, τη λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά. Θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια, θα βρώ τα σκαλοπάτια, που παν στη Λευτεριά…».

Οι επερχόμενες γενεές κάποια στιγμή θα καταλάβουν το μέγεθος της ελληνοσύνης αυτών των παλληκαριών. Όσοι έχουν περάσει ανάμεσα από δοκιμασίες ξέρουν να εκτιμούν την εθνική αρετή. Κι όσοι Έλληνες ταπεινοί αναγνωρίζουν και μετρούν την μεγαλοσύνη σκουπίζουν δια βίου ένα δάκρυ, που ακόμη κι αυτό πειθαρχημένα κυλά στην παρειά.

Είπεν ο Μιλήσιος ελεγειακός ποιητής Φωκυλίδης: «Ποτέ μην αφήσεις αμαθείς ανθρώπους να κρίνουν». Γι αυτό λοιπόν κι εμείς ας επικαλεσθούμε τους επιστήμονες ιστορικούς, με την ευχή να τοποθετήσουν στη θέση που ταιριάζει στους διάσπαρτους Έλληνες οι οποίοι βρέθηκαν μέσα στον διαδραμόντα κύκλο των γεγονότων, τα οποία έλαβαν χώρα κάτω από τον Κυπριακό ουρανό.

Τα συναισθήματα συγκεχυμένα. Αισθάνομαι, ότι στο νησί έχει επιβληθεί μια βίαιη διεθνικότητα. Σ’ αυτό το σημείο συγκλίσεως τριών ηπείρων αποκαλύπτεται μία άμβλυνση κάποιας προτέρας πίστεως, που τοποθετούσε την Ελλάδα σε ένα βάθρο ιδεατό. Σήμερα προεξάρχουν νέα στοιχεία ενδιαφέροντος αλλά και τριβής. Είναι η προσαρμογή σε νέες ιδιαιτερότητες. Είναι μία νέα ηθική αντιμετώπιση παλαιών δοξασιών. Δεν υπάρχει, όπως θα νομίζαμε κάποιος ιδεολογικός αναθεωρητισμός. Είναι απλά μία συμμόρφωση στις παρεισαγόμενες νέες ιστορικές ανάγκες.

Εκείνο, που εγώ -ο πτωχός στην τέχνη της αναλυτικής θεωρήσεως των πραγμάτων- κατανοώ, είναι, ότι εάν η μητέρα πατρίδα αισθάνονταν ισχυρή απέναντι στους απειλούντες γείτονες, τότε και η θυγάτηρ Κύπρος θα πορεύονταν τον δρόμο τον καλό.

Και ακολουθεί αμείλικτο το ερώτημα. «Και τότε; Τί πρέπει να κάνουμε δη­λαδή»; Η απάντηση λογικά είναι: «Να γίνουμε ισχυροί, ώστε να υπαγορεύουμε εμείς τους όποιους όρους μελλοντικών διευθετήσεων». Η απάντηση είναι τόσο απλή, όσο περίπλοκη είναι η ιδέα υιοθετήσεώς της και ακόμη δυσκολότερη η πορεία πραγματο­ποιήσεώς της.

Και διερωτώμεθα. Γιατί η Τουρκία κατά την εισβολή στην Κύπρο δεν συνε­μορ­φώθη με την εντολή του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ) για την τήρηση των συμ­φω­νηθεισών εκεχειριών; Γιατί η Τουρκία δεν υπήκουσε στις επανειλημμένες αποφά­σεις του ΣΑ για αποχώρηση των στρατευμάτων από την Κύπρο; Γιατί η Τουρκία επί καθημερινής βάσεως και για 38 χρόνια τώρα προκαλεί στο Αιγαίο; Γιατί η Τουρκία έχει μονομερώς καθορίσει γκρίζες ζώνες στον χώρο του Αιγαίου (αμφισβητούνται 131 νησιά και νησίδες); Γιατί η Τουρκία μας προειδοποιεί απειλητικά, όταν ομιλούμε για καθορισμό της ελληνικής ΑΟΖ; Γιατί οι Τούρκοι πολιτικοί, ευρι­σκό­μενοι εντός της ελληνικής επικρατείας και συγκεκριμένα στην Δυτική Θράκη, προσ­φωνούν τον εκεί ελληνικό πληθυσμό «Τουρκική μειονότητα»; Γιατί οι τουρκόπαιδες στα σχολεία της Τουρκίας κατηχούνται στο να μισούν τους Έλληνες;

Διότι η Τουρκία δεν λογαριάζει τους αδυνάτους. Μόνο τους ισχυρούς. Ισχυ­ρός, κατά την κοινή λογική, είναι εκείνος, ο οποίος διαθέτει ισχυρές ένοπλες δυνά­μεις. Οι ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, συνοπτικά πηγάζουν από την συνεπή εθνική και στρατιωτική στρατηγική, την εύρωστη οικονομία και την ακλόνητη πίστη στο δίκαιο της συνεχίσεως της ζωής του Έθνους.

Σήμερα, σε τούτη την αίθουσα πιστεύω ακράδαντα, ότι βρίσκονται παιδιά με ισχυρά την πίστη στην πατρίδα και για τον λόγο αυτό αισθάνομαι άφατη την συγκίνηση, που αυτά τα παιδιά με προσκάλεσαν. Απόλυτη την τιμή να μου δοθεί το βήμα για να μιλήσω.

Το μέλλον της Ελλάδας, ως και της ευρύτερης Ελλάδας δεν είμαι σε θέση να το προβλέψω, διότι αυτό εναπόκειται στην κρίση του Θεού. Εκείνο ωστόσο, που μπορώ να εκτιμήσω είναι, ότι -όπως λένε- αν έστω και ένας Έλληνας μείνει επάνω στη Γη, τότε αυτός ο μοναδικός Έλληνας θα την ξαναζωντανέψει την Ελλάδα. Μπροστά μου βλέπω, ότι υπάρχουν ακόμη πολλοί Έλληνες. Έλληνες με αδιαπραγμάτευτη την ελληνική τους ψυχή και όπλο την ευρεία επιστημονική γνώση, που σημαίνει, ότι η πίστη στην πατρίδα είναι θωρακισμένη. Κι αυτό με κάνει να ελπίζω, ότι τα κόκαλα των πεσόντων υπέρ πατρίδος, ως και των αγέννητων, που θα λάβουν την εθνική σκυτάλη θα αναπαύονται ήρεμα και ικανοποιημένα στα αιματοπότιστα χώματα της ευγνωμονούσης πατρίδος.

Αφήστε μια απάντηση