Blog

Περί ανορθολογισμένων ορθολογισμών

Κατά το λεξικό, «ορθολογισμός» είναι η σκέψη ή η κρίση σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής. Ανορθολογισμός είναι η παραβίαση του ορθολογισμού. Είναι ο παραλογισμός. Είναι ο ανορθόδοξος τρόπος προσλήψεως και αποδόσεως βεβαιωμένων εννοιών.

Ακολουθώντας τις παραπάνω ερμηνείες πιστεύω, ότι θα συμφωνούσαμε, ότι ο ανορθολογισμός είναι η ανορθόδοξος οδός, μέσω της οποίας προσβαίνουμε στις μη επιδεχόμενες αμφισβητήσεως σημασίες πραγμάτων, γεγονότων και καταστάσεων. Κάτω λοιπόν από αυτή την προϋπόθεση, πρέπει να επιχειρηθεί η κατάδειξη του φαινομένου της εποχής μας, όπου όλες οι γνώσεις μας και οι εμπειρίες μας επί του τι είναι λογικό, έχουν οσημέραι μετατεθεί σε ένα άλλο σύστημα αναφοράς σκέψεως, όπου έχει παραμερισθεί εκείνη, που μας έχει διδαχθεί. Ήγουν αυτή, η από την φύση, το σχολείο και την οικογένεια, μέθοδος του «αντιλαμβάνεσθαι» την πραγματικότητα.
Στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε το πώς αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα, ας ακολουθήσουμε μία σειρά συλλογισμών. Επί παραδείγματι, στον Μεσαίωνα, η πολιτική εξουσία ήταν διεσπαρμένη και χαοτική. Οι τότε άνθρωποι ήσαν βιο-οικονομικο-κοινωνικά εξαρτώμενοι από διαφορετικά συστήματα εξουσίας, (είτε αυτή ήταν πολιτική είτε ήταν θρησκευτική), τα οποία συστήματα ήσαν πεπροικισμένα με τους ποικίλους αυτών βαθμούς ισχύος και επιρροής. Δηλαδή οι άνθρωποι διατελούσαν υπό κάποιον τοπικό αφέντη ή μακρινό βασιλιά ή κάποιον επίσκοπο ή τον πάπα της Ρώμης κ.ο.κ.  Ήταν ένας ορθολογισμός της εποχής, ο οποίος για τους σημερινούς φαντάζει σαν ένα ανορθολογικό και όπως δήποτε αμφισβητούμενο σύστημα διακυβερνήσεως.
Στα σύγχρονα κράτη, η εξουσία είναι στην δικαιοδοσία μιας κυβερνήσεως και οι πολίτες ζουν κάτω από νομοθετημένους κανόνες, κατά βάση και σύμφωνα με τις αρχές της δημοκρατίας. Η εξέλιξη του κράτους έφθασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να επιτρέψει την οργάνωση της πολιτικής εξουσίας επί τη βάσει ορθολογισμένων κανόνων και καθορισμένων εθνικών συνόρων. Ωστόσο, σήμερα σημειώνεται μία μεταβατικότητα σε ένα παγκοσμιοποιούμενο διακρατικό σύστημα. Τα εθνικά κράτη εισέρχονται σ’ αυτό με κανόνες ορθολογισμένους μεν από πλευράς παγκοσμίου εμπορίου και ελευθέρας αγοράς αλλά ανορθολογισμένους από πλευράς συστάσεως της νέας ποικιλόμορφης οντότητας, η οποία κατ’ ουδένα τρόπον σχετίζεται με την προστασία των καθ’ έκαστον κράτος εθνικών παραμέτρων.
Και ενώ οι πολίτες προσδοκούν από τα κράτη τους την προάσπιση συγκεκριμένων αξιών, όπως είναι η ασφάλεια, η ελευθερία, η τάξη, η δικαιοσύνη, η ευημερία κλπ, εν τούτοις, ουδείς από τους παράγοντες, που συνιστούν την νέα παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα δύναται να εγγυηθεί αυτές τις προσδοκώμενες αξίες.
Εγώ π.χ. ο Έλληνας, ενώ πιστεύω -και πρέπει να πιστεύω- στην εφαρμογή των διεθνών κανόνων δικαίου, όπου μέσω αυτών έχω το δικαίωμα να κηρύξω είτε την ΑΟΖ είτε τα 12 ναυτικά μίλια, καθ’ ά προβλέπεται από το Δίκαιο της Θαλάσσης, την ίδια στιγμή απειλούμαι από την Τουρκία, η οποία προβάλλει casus belli, διότι έχει διαφορετική προσέγγιση επί της ερμηνείας των διεθνών σχέσεων και σε συνάρτηση βεβαίως με την αυτο-υπερεκτιμωμένη εθνική της ισχύ. Συνεπώς ένας ανορθολογισμός είναι η αδικαιολόγητη αφαίρεση του αισθήματος ασφαλείας μου, την ίδια στιγμή, που η ορθολογισμένα ενεργούσα εταιρεία εξορύξεως υδρογονανθράκων θα κερδίσει από την υπόθεση ούτως ή άλλως, ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της πηγής αυτού του πλούτου. Και εγώ πλέον καλούμαι να κατανοήσω τον ορθολογισμό του παγκοσμιοποιημένου παράγοντος με δικό μου κόστος.
Ένα άλλο παράδειγμα ανορθολογισμού είναι η κατ’ αυτήν ορθολογισμένη θέση της Ελληνικής κυβερνήσεως, ότι ο Ελληνικός λαός πρέπει με επιβαλλόμενες θυσίες να σώσει την χώρα από την χρεωκοπία και έτσι να απαλλαγεί από το καθεστώς διώξεων εκ μέρους των δανειστών της. Την ιδέα του ανορθολογισμού για την προκειμένη περίπτωση την δανείζομαι από άρθρο του κυρίου Σωτηρίου Πετράκη στην εφημερίδα «Εθνοτραπεζική» (Δεκ 2012, αριθ. Φύλλου 13), όπου ο αρθρογράφος διερωτάται: «Αφού θυσία σημαίνει την εκούσια στέρηση υλικών και ηθικών αξιών για χάρη άλλου ή για ορισμένο σκοπό, γιατί εγώ καλούμαι να θυσιασθώ για χάρη εκείνων, οι οποίοι δεν μου το ζήτησαν προεκλογικά και στη συνέχεια, χωρίς την δική μου συναίνεση, μου αφαιρούν κεκτημένα, τα οποία εγώ επί δεκαετίες οικοδομούσα με τον προσωπικό μου κάματο». Και εγώ θα συμπλήρωνα, ότι το χρέος δεν το δημιούργησα εγώ, αλλά αυτός, ο οποίος τώρα με θυσιάζει, με δική του ετυμηγορία και ύστερα από δική του οικονομική κακοδιαχείριση και μετά από πλείστες καταμαρτυρούμενες εναντίον αυτού και των περί αυτόν, παραβατικές πράξεις.
Όπως τείνουν να διαμορφωθούν τα πράγματα, το να πιστεύω, ότι ανήκω σε μία κοινωνία, που να διέπεται από δικαιοσύνη και ηθική είναι ένας ανορθολογισμός, διότι καθημερινώς προσλαμβάνω τέτοιες διαμορφώσεις, οι οποίες μου μηνύουν, ότι δεν υπάρχει κοινωνία. Υπάρχουν μόνον άτομα και «οικογένειες» σε ένα συγκεχυμένο από πλευράς νόμων και θεσμών περιβάλλον. Και ου μόνον ουδόλως ανήκω σε ένα κοινωνικό σύνολο αλλά επί πλέον νιώθω, ότι απειλούμαι από ένα πανοπτικό έλεγχο, που ασκεί εις βάρος μου ένα νέο είδος κράτους, όπου και αυτό το κράτος ελέγχεται από συγκεκριμένα άτομα και συγκεκριμένες οικογένειες.
Και εγώ αιθεροβατώ, νομίζοντας, ότι βρίσκω καταφύγιο στην κοινωνική δικτύωση του διαδικτύου, όπου συναντώ και άλλους αποξενωμένους ανθρώπους με κάποια κοινά ενδιαφέροντα. Ωστόσο, ουδόλως αποδεικνύεται, ότι θα συμφωνούσα σε σύμπραξη με αυτούς τους κοινών ενδιαφερόντων αγνώστους ανταποκριτές, για να συγκροτήσω μία ομόθυμη κοινότητα.
Αυτή άλλωστε, θα μπορούσε κάποιος να επιχειρηματολογήσει, κατά πάσα πιθανότητα και κατά ένα βαθμό βεβαιότητας, ότι είναι και η παραπλανητική πλευρά της κοινωνικο-πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης. Δηλαδή, υπάρχουν άπειρες και  χασματώδεις διαφορές, οι οποίες ουδέποτε θα συνιστούσαν γέφυρα εκφράσεως κοινών επιδιώξεων και συμφερόντων. Επί πλέον θα λέγαμε, μία «ορθολογισμένη» ιδέα, διαχεομένη στο διαδίκτυο είναι πολύ πιθανόν να προέρχεται από άγνωστη πηγή και για την οποία είμαι υποψιασμένος, ότι όχι μόνον είναι απέναντί μου αλλά και ότι αδυνατώ να διακριβώσω τις προθέσεις της.
Αλλά και αυτή η εντύπωση μπορεί να είναι εκτός εμβελείας του πτωχού μου διερευνητικού νου. Και τότε με μεγάλη ευκολία μπορεί να καταφύγω σε μία μεταπλαστή διατύπωση, ότι δηλαδή φταίει «το σύστημα». Αυτό το αόρατο σύστημα, το οποίο κινείται κάτω από μυστηριώδεις μεθοδεύσεις και μάλιστα πίσω από κάθε πολιτικό ολίσθημα. Ωστόσο και πάλιν έρχεται ο «άλλος» και πατρικά με νουθετεί. Μου λέει, ότι δεν διδάσκομαι έτσι με τον τρόπο που σκέπτομαι. Δεν διαλευκαίνω υποθέσεις με τον τρόπο που αναλύω, τα όποια στοιχεία αντιλαμβάνομαι για να δικαιολογήσω την δυστυχία μου. Ναι, ίσως να είναι μία ανορθολογισμένη προσέγγιση. Ίσως το «σύστημα» να είναι μία επινόηση στην διαλεκτική των μη προνομιούχων. Ίσως η ουσία να κείται στην κακή διαχείριση των πολιτικών για την κάθε επισημαινομένη αποτυχία των μηχανισμών του κράτους. Ίσως να είναι λάθος μου, όταν αποδέχομαι μία δημοκρατία διαρκούς συναινέσεως, διότι αυτού του είδους η δημοκρατία δεν θα παραμείνει για καιρό δημοκρατία.
Και μετά από αυτά αναζητώ κάποιον, που να εκφράσει για λογαριασμό μου αυτά, που εγώ αδυνατώ, λόγω της υποστάσεώς μου, ως ενός ανήμπορου φυσικού προσώπου, διήκοντος εντός ενός συνόλου σιωπούντων, κατά γενική παραδοχή, αμνών.
Από τις εμπειρίες του παρελθόντος αιώνος γνωρίζω, ότι υπήρξε μία αντιρρητικότητα εκ μέρους του μείζονος των διανοουμένων της τότε εποχής, οι οποίοι στηλίτευαν την κατάχρηση κρατικής εξουσίας. Σήμερα, οι τότε ορθολογιστές, προβάλλουν τον μεταλλαγμένο τους ορθολογισμό κόντρα στην πάσχουσα από τα πλείστα όσα δεινά κοινή γνώμη. Μη υπαρχούσης αντιρρητικότητας εκ μέρους των διανοουμένων, παρατηρούμε μία μεταβίβαση του διαλόγου διανοουμένων-κυβερνώντων στην μερίδα των νεοπαρουσιασθεισών «δεξαμενών σκέψης», όπου η σκέψη είναι συμβατική και «πολιτικώς ορθή» (politically correct) και όπου η κοινή γνώμη είναι αποκλεισμένη και από την οποία ζητούνται «απλά» η κατανόηση και η θυσία.
Αναρωτιέμαι αν η κοινή γνώμη έχει αντίληψη του πώς λειτουργεί και πώς βαίνει η κυβερνητική οικονομική πολιτική. Επίσης αναρωτιέμαι αν βασικά στελέχη της κυβερνήσεως αντιλαμβάνονται όλα τα σχετικά με την οικονομική πολιτική την οποία συνυπογράφουν.
Ως προς εμάς τους πολίτες και ως φαίνεται, δεν είμαι σίγουρος, ότι δεν έχουμε αποκοιμηθεί, από αυτή την συναινετική δημοκρατία και από αυτή την υπνωτιστική πρακτική, που διαχέεται μέσω των media και που μας καθιστά υπερβολικά καταφατικούς, υπομονετικούς, άβουλους, ρομποτοποιημένους, δεδομένους και κατά μίαν έκδοση θεήλατους. Δηλαδή κι αυτά ακούγονται: «έχει ο Θεός» ή «ο Θεός είναι μεγάλος».
Όμως, αρκεί μόνον η πίστη; Μήπως χρειάζεται ή μήπως απαιτείται να αρχίσουμε να ελέγχουμε αυτούς, που εμείς ψηφίσαμε για να μας κυβερνούν; Μήπως το χρήμα που συντηρεί στη ζωή τους καταχρηστικούς μηχανισμούς των κομμάτων αντί να κατευθύνεται στα ταμεία των από χίλιες εμφανείς και αφανείς πηγές και κατευθύνσεις θα πρέπει να αναπροσανατολισθεί και χρησιμοποιηθεί ορθολογισμένα σε ορθολογισμένους σκοπούς;
Αφού οι θεσμοί της πολιτείας, κατά διαπίστωση είναι ευτελισμένοι από το χρήμα. Αφού η ίδια η γλώσσα της πολιτικής έχει χάσει κάθε ουσία και κάθε νόημα. Αφού απαξάπαντες αντιλαμβανόμαστε τον ανορθολογικό τρόπο με τον οποίο μας επιβάλλονται τα ειδικά συμφέροντα. Αφού οι πολιτικοί μας στην εποχή που μας έλαχε αποδεικνύονται πυγμαίου ύψους. Αφού η ηθική παρόρμηση των πολιτών υπερνικά κάθε κομματικό προσηλυτισμό. Τότε ας αρχίσουμε να σκεπτόμαστε με τον παραδοσιακό και ορθολογιστικό τρόπο.
Οι δημοκρατίες υπάρχουν, συντηρούνται και προοδεύουν, όταν οι πολίτες συμμετέχουν ενεργά στα δημόσια πράγματα και δεν είναι οπτικο-ακουστικοί και ετερόφωτοι υποστηρικτές του ανορθολογισμού των πολιτικών συμβούλων και των αργυρωνήτων δημοσίων υπαλλήλων, που μερικοί εξ αυτών έχουν την ικανότητα να αναρριχώνται μέχρις υπουργικών θώκων σε μία κρατική οντότητα, η οποία καθ’ υπόνοιαν είναι προγεγραμμένη από τους ρυθμιστές μιας καθ’ όλα αναξιόπιστης παγκοσμιοποίησης.
Ο Ελληνικός λαός, τουλάχιστον, δεν θα έπρεπε να νοιάζεται στο να επιδοκιμάζει τις πράξεις των κομμάτων. Τα κόμματα, το γνωρίζει (ο λαός) κατευθύνουν την τύχη του εκεί που έμμεσα αυτός (ο λαός) μέσω αυτών (των κομμάτων) προσδιορίζει την δυστυχία του. Η μη επανεκλογή των όσων έχουν διαδραματίσει αρνητικό ρόλο στα πράγματα της χώρας είναι ένας ορθολογισμένος τρόπος να μετατραπεί η κοινή γνώμη σε συλλογική δράση στα πλαίσια του νόμου.

Αφήστε μια απάντηση