Blog

Περί Πολέμου Του Ταξιάρχου ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου

Περί Πολέμου

Του Ταξιάρχου ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου

 

Μία δαιδαλώδης προσέγγιση
Πριν επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε μερικές σκέψεις επί απαντήσεων θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τα περί του θέματος σχετικά. Δηλαδή να αποπειραθούμε να κατανοήσουμε την φύση του πολέμου και να αποτολμήσουμε να διατυπώσουμε κάποια θέση για τα αίτια, την διεξαγωγή, την πρόληψη και σύμφωνα με πρόσφατο έγγιστα της προλήψεως αποφαντικό, την αποτροπή. Αυτή η γενική περί πολέμου θεωρία διαμορφώνει τις ανθρώπινες προσδοκίες και προσδιορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Και η συμπεριφορά του ανθρώπου συμμορφώνεται μεν με τις ανάγκες και επιταγές των ευαγγελιζομένων την ειρήνη καιρών αλλ’ωστόσο διατηρεί σαν αποθεματικό μίαν δυναμική η οποία υποστηρίζεται με την δυσπροσπέλαστη και πολυσήμαντη ρήση του Ηρακλείτου, ο οποίος θεωρεί, ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος και, ότι “Πόλεμος πάντων μεν πατήρ έστι, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε, τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησεν, τους δε ελευθέρους”. Εν πάση περιπτώσει ο πόλεμος είναι ένα ιδιαίτατα περίπλοκο κοινωνικό φαινόμενο, που δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί σαν μεμονωμένη παραδοξότητα ή να αναλυθεί με μία μέθοδο, που συμμορφώνεται με συμβατούς κανόνες, διότι εκτός άλλων αναγκαιοί το συσπουδαστικόν των συνιστωσών, που είναι η φιλοσοφία, η οικονομία, η τεχνολογία, η νομοθεσία, η κοινωνιολογία, η ψυχολογία και άλλες σχετιζόμενες παράμετροι με ειδικότερες απαιτήσεις αναλύσεως.
Η κατανόηση του πολέμου είναι ανάγκη επιτακτική, διότι έχοντες την ικανοποιητική αντίληψη του θέματος, καθιστάμεθα κατά μίαν εξήγηση περισσότερο αντικειμενικοί και προπαιδευμένοι στην προσπάθειά μας στο να προσβαίνουμε εύκολα στην λογική της αποτροπής του. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγουμε  τις πιθανές και σαφώς ειδικότροπες εξαρτήσεις από ομάδες υποστηρικτών ή πολεμίων τού φαινομένου, όπως και των κάθε φανατικών του είδους.
Υπάρχουν αμέτρητες περί πολέμου θεωρίες. Προϊόντος του χρόνου προστίθενται και άλλες πιο περίπλοκες και πιο σύνθετες από εκείνες τις κλασσικές, οι οποίες ανεφέροντο σε αίτια πολιτικά, θρησκευτικά, οικονομικά, φυλετικά, δημογραφικά και εστηρίζοντο σε θεωρίες βιολογικές, κοινωνικές και σε αναλύσεις είτε φιλελεύθερες, είτε σοσιαλιστικές, όπως επίσης και στην ηθολογία, στην ψυχολογία αλλά και σε προθέσεις επί ενεργειών ομάδων ειδικών συμφερόντων.
Οι ομάδες ειδικών συμφερόντων, κατά βάσιν, ενεργούν κάτω από καθεστώς ιδιοτελείας και συνήθως ευρίσκονται σε αντίθεση με την θέληση της πλειονότητος, η οποία γενικώς θεωρείται φύσει ειρηνόφιλη. Για να αναγνωρίσουμε τις ομάδες ειδικών συμφερόντων θα πρέπει να κατευθυνθούμε προς τους κατασκευαστές πολεμικού υλικού, ως και προς εκείνους τους επιστήμονες και τεχνολόγους, που αποφασιστικά συμβάλλουν στην πρόοδο της στρατιωτικής τεχνολογίας, προς τους αιτιοκρατικά σχετιζομένους ερευνητές και φυσικά προς τους στρατιωτικούς.
Ως προς τους στρατιωτικούς υποστηρίζεται, ότι αυτοί διψούν για πόλεμο, διότι μέσω αυτού επιτυγχάνουν εξασφάλιση σημαντικών χρηματικών ποσών προς όφελος του στρατιωτικού κλάδου. Ακόμη λέγεται, ότι οι στρατιωτικοί μέσω αυτής της αναγνωρίσεως ικανοποιούν ατομικές -κυρίως- φιλοδοξίες. Ακόμη και ότι αποκτούν πολιτική δύναμη. Βέβαια υπάρχει και η άλλη άποψη, όπου υποστηρίζεται, ότι οι στρατιωτικοί, ως άμεσα υπεύθυνοι για την διεξαγωγή ενόπλων επιχειρήσεων αντιλαμβάνονται καίρια τους κινδύνους, τους οποίους ο πόλεμος συνεπάγεται για τους ιδίους αλλά και για την πολιτεία. Προς τούτο και μολονότι μεριμνούν για την διατήρηση της πολιτείας σε κατάσταση υψηλής ετοιμότητος (si vis pacem, para bellum), είναι ίσως πιο επιφυλακτικοί από τους πολιτικούς, προκειμένου να έχουν εμπλοκή σε απροσδιορίστου εκβάσεως πολεμικές επιχειρήσεις.
Εδώ ίσως απαιτείται μία διευκρίνιση για εκείνους, που αμφιταλαντεύονται στο να επιλέξουν την μία ή την άλλη εκδοχή, σχετικά με την θέση και στάση των εντοπίων (που μας αφορούν) στρατιωτικών. Για τους ημεδαπούς στρατιωτικούς λοιπόν θα πρέπει να αποκλεισθεί η εκδοχή της εφέσεώς των προς την δοκιμασία η οποία περιέχεται στο κεφάλαιον  “πόλεμος”. Σαν λόγοι που υποστηρίζουν αυτή την άποψη είναι ένιες θεωρίες, οι οποίες εδράζονται σε αρχές που έχουν επικρατήσει, όπως πχ είναι η αποβολή του φόβου και τα διακρατικά μέτρα οικοδομήσεως εμπιστοσύνης, τα οποία υποτίθεται χαλιναγωγούν εκείνες τις κινήσεις που προσβλέπουν σε πολιτικο-στρατιωτικές περιπέτειες και βασάνους. Επίσης ένας άλλος περιοριστικός λόγος είναι και οι εκάστοτε πεποιθήσεις, που κυοφορούνται ένεκα της ιδέας επεμβάσεως της μεγάλης δυνάμεως (ΗΠΑ), η οποία θα εγγυηθεί την αποφυγή του πολέμου, όπως ελέχθη για το 1974, για την διπλωματική αποστολή Σίσκο και το 1996 (Ίμια) με τις τηλεφωνικές συνεννοήσεις του τότε πρωθυπουργού.
Ωστόσο και κατά βεβαιότητα μάλλον, η ανωτέρω εξήγηση κρίνεται ανεπαρκής για να ικανοποιήσει το ερώτημά μας. Θα λέγαμε ότι καταγράφονται αντίδοξες θέσεις, χωρίς καθολική συμφωνία. Τουτέστιν, να  είμαστε σε θέση να συμφωνήσουμε όλοι, με την άποψη, η οποία δέχεται την μη υποστήριξη της όποιας εμπλοκής σε πόλεμο ένεκα της εκτιμωμένης αδυναμίας των ενόπλων δυνάμεων να ενεργήσουν επιχειρήσεις αποφασιστικά, αποτελεσματικά και εν άλλοις νικηφόρα. Και όπως οι πλείστοι το κατανοούμε, το “νικηφόρα” προϋποθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες θα υποστηρίζονται από ένα λαό, ο οποίος θα διατηρεί αμόλυντη την εθνική του συνείδηση και αδιάτρητες τις ηθικές του δυνάμεις. Αυτές οι ηθικές δυνάμεις θα πρέπει να υπεισαχθούν στην συνείδηση του λαού δια της παιδαγωγικής οδού, των μέσων μαζικής επικοινωνίας και δια της πολιτικής σαφηνείας, δια της οποίας θα δηλούται η αποφασιστικότητα της εξουσίας να διατηρεί αποκρυσταλλωμένη την εθνική της πίστη.
Εξετάζοντας τις ανωτέρω προϋποθέσεις καθώς και τον βαθμό της ορθής συναρμογής στα σημερινά επιχώρια δεδομένα, μετά λύπης θα διαπιστώσουμε, ότι κρατεί κατακαλυπτικώς η σύγχυση και μια γενικότερη υιοθετημένη πολιτική νεφελώδους διαπνοής. Ένα  μείζον ποσοστό διδασκάλων έχει μεταθέσει το κέντρο βάρους της παιδαγωγικής του πολυπραγμοσύνης στις έννοιες όλβος, ευμάρεια, ευπορία, οικονομική ευρωστία και απρόσκοπτος πρόσκτηση αγαθών. Οι υπηρετούντες την έννοια “ενημέρωση” δημοσιογράφοι σχολιάζουν την όποια εφηρμοσμένη εθνική ή στρατιωτική στρατηγική χωρίς να έχουν προηγουμένως παιδευτεί, επί του αντικειμένου, σε κάποιο ανάλογο φορέα ή σε σχετικό περιβάλλον. Τούτο έχει σαν αποτέλεσμα, ο λαός να προσλαμβάνει μία εικόνα καταστάσεως, μέσω των media, η οποία πόρω απέχει από την όποια πραγματικότητα. Πέραν δε τούτου υπάρχει και το σύνηθες της προβολής μιας εικόνας, που εξυπηρετεί χρηματοδότες και κόμματα και όχι την υπόθεση την εθνική.
Όσο για τους εκφραστές της εξουσίας, θα μπορούσαμε να το διαβεβαιώσουμε, ότι διακατεχόμενοι από το σύνδρομο του “πολιτικού κόστους” έχουν περιέλθει στην κατάσταση αιχμαλωσίας των ειρηνιστών, των οικουμενιστών και ευρωπαϊστών, οι οποίοι, ως φαίνεται έχουν ένα δικό τους τρόπο να παρακάμπτουν τις σκληρές πραγματικότητες και την ουσιώδη ανάλυση των διαμορφουμένων ή διαφαινομένων στρατηγικών καταστάσεων. Οι ίδιοι αυτοθεωρούνται, ότι είναι γνήσιοι ρεαλιστές, αφού έχουν ξεπεράσει τις “εθνικοφροσύνες” και άλλους συγγενείς “αταβισμούς” και συνοδοιπορούν με την νέα παγκόσμια ρότα, όπου δήθεν το εμπόριο, οι πολυεθνικές επενδυτικές δεσμεύσεις, οι ενεργειακές εξαρτήσεις και ο πολιτικός διάλογος θα αντικαταστήσουν τον πόλεμο. Και αυτή η συνταγή, ως αποδεικνύεται στην πράξη κερδίζει οπαδούς, διότι όπως έχει σήμερα διαχυθεί σαν φιλοσοφία, ο σκοπός της ζωής δεν είναι πια το καθήκον αλλά η ευδαιμονία και ως εκ τούτου η παραμικρή δυσαρέσκεια, όπως είναι η ιδέα ενός πολέμου, πλήττει σοβαρά τις ψυχικές μας ισορροπίες.
Έρχονται όμως μερικοί σκεπτόμενοι, οι οποίοι αποδεδειγμένα απολαμβάνουν την  μείζονα  παραδοχή και μας θυμίζουν, ότι δεν αποφεύγεται ο πόλεμος, διότι είναι “προϊόν των αθρωπίνων παθών” (Πλάτων), ή ότι ο πόλεμος “είναι βιολογική αναγκαιότητα, σε σχέση με την ειρήνη, που καλλιεργεί την νωθρότητα και τον εκφυλισμό” (Νίτσε), ή ότι είναι “δημιουργική αφετηρία” (Χέγκελ), ή ότι “είναι μοχλός τεχνολογικής προόδου” (Μακιαβέλι), ή ότι είναι “φυσικός νόμος” (Δαρβινιστές) κλπ.
Οι σημερινοί δημοσιογράφοι, όπως έχουμε προαναφέρει παραγνωρίζουν μερικές αδιαφιλονίκητες και αναπόφευκτες πραγματικότητες και εμφανίζονται στο τηλεόπληκτο κοινό σαν υπέρμαχοι της ειρήνης και σαν εκπρόσωποι υψηλών ιδεωδών και ταυτόχρονα υποθάλπουν σε μία μερίδα ανιστορήτων πολιτικών την ανακουφιστική για τους δευτέρους ψευδαίσθηση, ότι μπορούν να συστείλουν την απεραντωσύνη της πολιτικής σε απλή διαχείριση και ανώδυνο επιφανειακό και επιχριστικό διάλογο, αποτινάζοντας με τον τρόπο αυτό από τους ισχνούς τους πολιτικούς ώμους το βάρος των τελικών ιστορικών ευθυνών.
Αναφερόμενοι στην ελληνική πραγματικότητα -πάντοτε- πρέπει να σημειώσουμε μερικές ψευδαισθήσεις, οι οποίες οδηγούν σε λανθασμένες εκτιμήσεις και παρασύρουν σε ασύμβατες με το δέον αποφάσεις. Μία τέτοια ψευδαίσθηση είναι αυτή που θέλει τους υπευθύνους διαχειριστές της εξουσίας να ομιλούν και να πράττουν σαν να υπήρχε ήδη μία ενιαία και ομοούσιος Ευρώπη. Σαν να υπήρχε ήδη ένας ομόπατρις και  αδιαίρετος ευρωπαϊκός κόσμος και ομιλούν εξ ονόματος αυτού του εικονικού κόσμου, ο οποίος, όπως είναι λογικώς αναμενόμενο, ένεκα της ετεροδοξίας και του ετεροεθούς του, ουδεμίαν έχει συνάφειαν με τον ελληνικό κόσμο. Δεν συμπορεύεται σε ταυτόσημα εθνικά μονοπάτια. Δεν συνηχεί τα ίδια πιστεύω. Πολύ δε περισσότερο δεν σχεδιάζει τις επόμενες κινήσεις έχοντας κατά νού τα συλλογικά συμφέροντα, παρά μόνον, όταν αυτά είναι συμβατά με τα ίδια αυτού αποβλεπόμενα. Επί παραδείγματι, ποιό είναι το κοινό συμφέρον Ελλάδος και Η.Β. στο θέμα της Κύπρου; Τί το κοινό συμφέρον της Ελλάδος με όλους τους βορείους μας γείτονες, όταν εκείνοι διεκδικούν ολοφάνερα ή συγκεκαλυμμένα ολόκληρη την Ήπειρο, ολόκληρη την Μακεδονία και ολόκληρη την Θράκη; Ποιο είναι το κοινό συμφέρον Ελλήνων και Τούρκων, όταν οι τελευταίοι διεκδικούν όλες τις γεωγραφικές παραλλήλους και μεσημβρινούς, που ανήκουν στην Ελλάδα;
Οφείλουμε να δεχθούμε την υφισταμένη πραγματικότητα, ότι οι γεωπολιτικές παράμετροι και τα εθνικά συμφέροντα καθορίζουν την εξωτερική πολιτική. Όχι το ιστορικό παρελθόν. Ούτε οι παλιές συμμαχίες. Ούτε η λευκή φυλή. Ούτε ο δυτικός πολιτισμός. Ούτε οι συναισθηματισμοί των ασκούντων την εξωτερική πολιτική, αλλ’ούτε και οι όποιες δεσμεύσεις έναντι ξένων με αντίτιμο το “στρογγυλοκάθισμα” στα ύπατα έδρανα.
Ποίοι σφυρηλάτησαν την ισχύ τους πυρπολώντας και αιματοκυλώντας τον πλανήτη; Δεν είναι άραγε οι Άγγλοι, που αποδεκάτισαν τον πληθυσμό της Ιρλανδίας; Δεν είναι οι Γάλλοι και οι Αμερικανοί, που έκαναν εμπόριο νέγρων, τους πολέμους της Ινδοκίνας, της Αλγερίας, του Βιετνάμ κοκ; Δεν είναι οι Ισπανοί, που έκαναν γενοκτονίες λαών στην αμερικανική ήπειρο;  Γιατί τώρα παριστάνουν τις ευγενικές ψυχές, που έχοντας εγγίσει τα ύψη της αλαζονικής τους ευμάρειας, εκπλήσσονται σήμερα και αγανακτούν με το να παρατηρούν μικρά έθνη να αυτοδιαχειρίζονται τα εσωτερικά τους έστω και καταγινόμενα σε χρήση βίας, όπως στην πρώην Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, το Ιράν (μετά το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα) και αρκετά  κράτη εντός Αφρικής;
Ασφαλώς και δεν είναι η ηθική τάξη, που τους οδηγεί στην ένοπλο επέμβαση. Είναι η ψυχρά και λογιστική διερμήνευση της ισχύος. Κι αυτή εκδηλώνεται με την βιαία διείσδυση και ίσως παρεισαγωγή σε άλλο χώρο για την πρόσκτηση γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων. Αυτά, με άλλα λόγια, είναι πράξεις πολεμικές. Και σε πράξεις πολεμικές απολήγουν οι έχοντες την δυνατότητα της γεωπολιτικής εκμεταλλεύσεως.

Θα γίνει πόλεμος;
Πόλεμος γίνεται κάθε ημέρα. Ο ισχυρός επιβάλλει την θέλησή του ακόμη και αναίμακτα. Κάτι τέτοιο συμβαίνει σήμερα στον χώρο της Ελλάδος. Η γειτονική Τουρκία με την μέθοδο της αδιαλείπτου και επιμόνου προκλήσεως κρίσεων και με την από μέρους της διεκδίκηση του απολύτου, κερδίζει το σχετικό με προοπτική ολοκληρώσεως των αρχικών της στόχων. Έτσι λοιπόν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τις επόμενες πολλαπλών νυγμών και προορισμών διεκδικήσεις. Κατά συνέπειαν δεν πρέπει να μας εφησυχάζει η μη ύπαρξις επιδοτηρίου κηρύξεως πολέμου. Εξ άλλου οι πόλεμοι σήμερα δεν προκηρύσσονται ούτε κηρύσσονται. Απλά διεξάγονται, όπου τις πιο πολλές φορές ούτε καν έχουμε αντιληφθεί, ότι ευρισκόμεθα στο μέσον τέτοιων επιχειρήσεων.
Ίσως-ίσως ακόμη δεν θα πρέπει να περιμένουμε ένα “θερμό επεισόδιο”, το οποίον ουδαμού σε στρατιωτικά εγχειρίδια υπάρχει σαν έννοια. Πολλώ δε μάλλον σαν αντικείμενο εκπαιδεύσεως. Είναι καθαρά δημοσιογραφική εφεύρεση, η οποία έχει υιοθετηθεί από τον πολιτικο-διπλωματικό κόσμο, διότι εξυπηρετεί σαν φραστική διέξοδος, λόγω της αποδιδομένης ερμηνείας του, ως βραχείας διαρκείας επιτελούμενον συμβάν “και πέραν τούτου ού” (ήγουν: εμείς οι διπλωμάτες εγγυώμεθα την “διπλωματική διευθέτηση”). Ουδέν απατηλώτερον.
Λέει ο Edmund Burke “Το κακό θα νικήσει για όσο διάστημα οι καλοί θα αδρανούν”. Εάν λοιπόν εμείς οι Έλληνες θεωρούμε τους εαυτούς μας καλούς, τότε σαν καλοί και αδρανείς, που είμαστε θα πρέπει να καταγινόμαστε με το να συμπεριφερόμεθα, κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην προκαλούνται οι κακοί. Δηλαδή, να εξευμενίσουμε τον Μινώταυρο. Και τέτοιες κινήσεις ενδεικτικά είναι οι πιο κάτω:
1. Να μειώσουμε την στρατιωτική θητεία. Σαν καλοί, που είμαστε προσελκύουμε την αγάπη των γειτόνων και συνεπώς και την διαβεβαίωσή τους, ότι δεν θα εκμεταλλευθούν την καλοσύνη (αδυναμία) μας αυτή. Κι έτσι με αυτόν τον σμπάρο χτυπάμε δύο τρυγόνια. Ένα τους κακούς γείτονες με την δική μας επίθεση φιλίας και αγάπης και ένα τους κακόπιστους ιθαγενείς ψηφοφόρους, οι οποίοι εξυπηρετούνται με τέτοιου είδους εξαγγελίες και ξαναψηφίζουν το κόμμα μας, που το θεωρούμε σαν το καλύτερα διαχειριζόμενο τα συμφέροντά μας (τα συμφέροντά μας;).
2. Να δείξουμε στους γείτονες και στον κόσμο ολόκληρο, ότι τελείωσε η στρατοκρατία στην Ελλάδα. Δεν το βλέπετε; Κάθε χρόνο παραιτούνται εκατοντάδες αξιόμαχα στελέχη των Ε.Δ. Και τούτο είναι δικό μας, καταδικό μας επίτευγμα. Τους μειώνουμε το φρόνημα το ηθικό με τρόπο αριστοτεχνικό. Τους αφαιρούμε κάθε τάση για αγάπη, ακόμη και κάθε υπόνοια συμπαθείας προς έννοιες, όπως Έθνος Ελληνικόν, πατρίδα Ελλάδα, Χριστιανοσύνη. Υποστέλλουμε κάθε ύποπτη υποκίνηση για ανύψωση του ηθικού των, διότι υψηλό ηθικό σημαίνει καλή λειτουργία της στρατιωτικής μηχανής και συνεπώς εν δυνάμει κίνδυνο μειώσεως των δραστηριοτήτων, εκείνων των ιδιοτελώς δραστηριοποιουμένων συντελεστών ελέγχου, των γενικών πραγμάτων ή κάποιων λοιπών τρωκτικοφρόνων που καλοβλέπουν τις δημόσιες δεξαμενές, τις αγαθά περιέχουσες.
3. Συναινούμε στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, διότι δεν πρέπει να είμαστε εμείς εκείνοι, που θα πουν το όχι αλλά και διότι οι Αμερικανοί διακαώς τούτο επιθυμούν. Κι εμείς μεριμνούμε να μη τους εξαγριώσουμε. Και τους μεν και τους δε. Ουσιαστικά, διότι έχουμε την πολιτική επίγνωση της ατονίας της εθνικής μας ισχύος και συνεκδοχικά της στρατιωτικής μας αδυναμίας. Δεν δείχνουμε να μας συγκινεί η πρόβλεψη, ότι εισερχομένη η Τουρκία στην ΕΕ σημαίνει, ότι με τον όγκο της θα καταβροχθίσει την Ελλάδα (ενθυμού τον Οζάλ) σε περίοδο βραχύτερη από μία γενεά. Και αναίμακτα!

Θα γίνει πόλεμος αιματοκηλίδωτος;
Και βέβαια θα γίνει. Και όχι μόνον θα είναι αιματοκηλίδωτος και αιματόβρεκτος, αλλά και αιματοβαφής ή σαφέστερα αιματοκύλιστος ή αποδοτικότερα αιματόλουστος ή κυριολεκτικότερα αιματόπνιχτος, η δε ελληνική γη θα καταστεί αιματοπότιστη.
Και πότε θα γίνει αυτό;
Όταν συναρμοστούν ένιες συγκυρίες, κατά τις εκτιμήσεις των μεγάλων δυνάμεων (σκέψου USA, partner UK, κ.α.), που υπαγορεύουν τις επόμενες κινήσεις των περιφερειακών δυνάμεων, όπως η Τουρκία για τον έλεγχο Βαλκανικής και Μέσης Ανατολής, το Ισραήλ για βεβαιωμένες ή πιθανολογούμενες ισλαμικές εστίες κυοφορήσεως καινοσυστάτων απειλών, η Αίγυπτος για την Βόρειο Αφρική, το Πακιστάν (τελευταίως αποσταθεροποιούμενον) για τον Ασιατικό χώρο κλπ.                      Όταν απειληθούν οι αμερικανικών συμφερόντων  στρατηγικές επενδυτικές προβλέψεις στην ΝΑ Ευρώπη ή ακόμη και οι αγωγοί καυσίμων που σχεδιάζεται να διέλθουν από Ελλάδα.
Όταν ωριμάσει ο Τουρκισμός στους υπό τουρκικήν εκπαίδευση μουσουλμάνους τους εν Θράκη ενδιαιτωμένους.
Όταν η Τουρκία αποφασίσει, ότι ο ζωτικός της χώρος δεν της επαρκεί, ως νυν έχει και ότι πρέπει να εκταθεί στο Αιγαίο, την Κύπρο, την Θράκη και ακόμη βαθύτερα στον Ελλαδικό χώρο. Θυμηθείτε το ανάλογο lebensraum του Γ’ Ράϊχ. Με την διαφορά, ότι οι Τούρκοι δεν θα έλθουν για να διαπραγματευθούν μία στρατιωτική τους επιτυχία. Θα έλθουν για να μείνουν. Και ας μη υποκείμεθα σε παραμυθίες περί προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και όλα τα συναφή. Αυτά δεν ενδιαφέρουν τις γεωπολιτικές εκτιμήσεις των ισχυροτέρων ως και των “στρατηγικών εταίρων”.
Πόλεμος επίσης θα γίνει, όταν η Ελλάδα θα ευρεθεί σε αδυναμία να ελέγξει και αντιμετωπίσει τον υπερδιογκωμένο αριθμό λαθρομεταναστών, οι οποίοι θα απαιτούν δικαιώματα εκ των μη υπαρχόντων (ουδείς τους προσεκάλεσε να έλθουν στην Ελλάδα), αλλ’ αυτεπαγγέλτως αποκτηθέντων εντός ενός μορφώματος κράτους, το οποίον αδυνατεί να εξασφαλίσει τον πάλαι ποτέ ομογνησίου συστάσεως, ομοεθνή, ομόγλωσσο και ομόθρησκο πληθυσμό του.
Θα γίνουν ταραχές! Θα εξεγερθούν οι σφριγηλοί νεαράς ηλικίας και υπέρμετροι κατ’ απολύτους αριθμούς των ημεδαπών παραγωγικών ηλικιών, μάχιμοι ξένοι άνδρες (Αφγανοί, Πακιστανοί, Μπαγκλαντεσιανοί,  Αλβανοί, Αφρικανοί, κ.α.) κατά μάζας στα αστικά κέντρα. Θα κινηθούν εναντίον των δημογραφικά συρρικνουμένων γηγενών, οι οποίοι τελευταίως και με τις κατισχύουσες τηλεοπτικές συνταγές, συστάσεις και προτροπές αθλούνται στην μαλθακότητα και τον εκθηλυσμόν και με κυρίαρχο εφόδιο την καφετεριακή κουλτούρα. Αυτός ο όγκος των δυστύχων και προσδοκόντων τον εκ θεού άρτον αλλοδαπών θα διεκδικήσει “το άπαν”, σύμφωνα με την αρχή τής τών πραγμάτων φυσικής ισορροπίας.
Την εντολή (ευκαιρία) της επιβολής της περιφερειακής τάξεως, και με ευλογοπρόβλητο πρόσχημα την ασφάλειά της, (και μετά από πράξη provocatio, που θα προέρχεται από την ίδια) μπορεί να αναλάβει η Τουρκία. Έχουμε λοιπόν ανεξέλεγκτες ταραχές στο εσωτερικό. Ανεξέλεγκτα σύνορα από βορρά. Επακόλουθο εκτιμώμενο , ως φυσικόν θα είναι η ζωπύρηση με ταχυκαή σφοδρότητα του “τσαμισμού” των Αλβανών και με αποβησόμενο την διεκδίκηση της Δυτικής Ελλάδος. Επίσης διεκδίκηση της Μακεδονίας από τους υπό εκπαίδευση στον “Μακεδονισμό” Σλάβους. Διεκδίκηση των εδαφών της Μεγάλης Βουλγαρίας (συνθήκη Αγίου Στεφάνου, 3-5-1878).
Μπορείτε να φανταστείτε το αποτέλεσμα; Όχι; Εν αναμονή και θα το ζήσουμε.
Εκτός;
Εκτός εάν από αύριο κιόλας ανασκουμπωθούν οι όποιες ελληνικές κυβερνήσεις και:
α. Μας απαλλάξουν από την παρουσία των λαθρομεταναστών (και όχι οικονομικών μεταναστών, όπως τους θέλουν οι αριστεριστές, επειδή, ας το επαναλάβουμε, ουδείς τους έχει προσκαλέσει στην Ελλάδα), διότι οι μόνοι που κερδίζουν από αυτούς είναι οι μη ελληνικά σκεπτόμενοι, έστω και nolens volens λόγω παροχής φθηνών υπηρεσιών -και οι οποίοι προφανώς αλλά και εκ της εκτιμήσεως της επικρεμαμένης  συμφοράς “ουκ οίδασι τι ποιούσιν”.
β. Οργανώσουν τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας με το αποτελεσματικώς απαιτούμενο προσωπικό, με πειθαρχία, εκπαίδευση και ηθικό. Όχι με απλές και αδάπανες διακηρύξεις, αλλά με αποδεδειγμένη την αποτρεπτική τους ισχύ, την οποία κατόπιν μπορεί να εκμεταλλευθεί το διπλωματικό σώμα και συνεπώς να παρουσιάζεται στο όποιο δήποτε διεθνές forum με αξιώσεις, αποφασιστικές στάσεις και  ανάλογες θέσεις όρων.

Σ.Σ. Το αντικείμενο είναι αδύνατο να εξαντληθεί μέσα σε ελάχιστες εξοικονομηθείσες γραμμές. Παρά ταύτα, οφείλω να ευχαριστήσω την ΕΛ.Ε.Σ.ΜΕ. για την διάθεση αυτού του περιορισμένου χώρου ώστε να εκθέσω τις προσωπικές μου απόψεις, τις οποίες πιθανώς να μη συμμερίζονται οι συνεργαζόμενες με το ινστιτούτο δεξαμενές σκέψεως. Απλά τολμώ να κοινολογήσω τις ανησυχίες μου.

Αφήστε μια απάντηση