Περί της Ευρωπαϊκής Δυνάμεως Ταχείας Αντιδράσεως και της σχέσεώς της με την εθνική μας ασφάλεια του Ιωάννου Παρίση
Περί της Ευρωπαϊκής Δυνάμεως Ταχείας Αντιδράσεως
και της σχέσεώς της με την εθνική μας ασφάλεια
του Ιωάννου Παρίση
Η συμμετοχή της Ελλάδος στους ευρωπαϊκούς θεσμούς αποτελεί, χωρίς αμφιβολία τη μεγαλύτερη πολιτική επιτυχία της χώρας μας κατά τη μεταπολεμική εποχή, η οποία της παρέχει σημαντικά πλεονεκτήματα. Το γεγονός αυτό αντιλαμβάνεται απολύτως η Τουρκία, η οποία επιδιώκει με κάθε τρόπο να μειώσει τα πλεονεκτήματα που αποκομίζει η Ελλάδα, από την ιδιότητά της ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ).
Στο πλαίσιο αυτό η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη τη συμμετοχή της στην Ατλαντική Συμμαχία, απαίτησε να συμμετέχει και στις αποφάσεις της ΕΕ για επέμβαση σε περιοχές κρίσεων και για χρησιμοποίηση της υπό συγκρότηση Ευρωπαϊκής Δυνάμεως Ταχείας Αντιδράσεως (ΕΔΤΑ) – European Rapid Reaction Force (ERRF). Το τελευταίο προκάλεσε πολλές συζητήσεις και αρθρογραφία που όμως σε αρκετές περιπτώσεις βρίσκονται μακράν της πραγματικής διαστάσεως του θέματος.
Θα επιδιώξουμε στη συνέχεια να προβούμε στη διευκρίνιση της λεγόμενης «ευρωπαϊκής άμυνας» και των προβλέψεων για τις «τρίτες» χώρες, καθώς και σε σχολιασμό των τουρκικών αξιώσεων, σύμφωνα με τα προβλεφθέντα από τις αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων.
Ευρωστρατός ή «ευρωδύναμη;
Θα πρέπει καταρχήν να ξεδιαλύνουμε την παρεξήγηση που υφίσταται από αυτή καθ’ αυτή τη χρήση της λέξεως «ευρωστρατός». Η συγκρότηση Ευρωπαϊκής Δυνάμεως Ταχείας Αντιδράσεως – σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συνόδου του Ελσίνκι – δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στη δημιουργία «Ευρωπαϊκού Στρατού». Αυτό αναφέρεται και στο κείμενο της απόφασης του Συμβουλίου: «…Με τη διαδικασία αυτή αποφεύγονται οι περιττές επικαλύψεις (σ.σ. με το ΝΑΤΟ) και δεν απαιτείται η δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού».
Επί του θέματος το Ευρωπαϊκό Συμβούλίο στη Νίκαια σημείωσε ότι «…Τα προαναφερθέντα δεν συνεπάγονται τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού. Η διάθεση εθνικών μέσων από τα κράτη μέλη σε τέτοιες επιχειρήσεις θα θεμελιώνονται σε αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων». Επίσης, σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι «…τα κράτη μέλη αποφάσισαν να αναπτύξουν αποτελεσματικότερες στρατιωτικές ικανότητες. Η διεργασία αυτή, διεξαγόμενη χωρίς περιττές επικαλύψεις, δεν συνεπάγεται τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού».
Κατά συνέπεια ο όρος «ευρωστρατός», ο οποίος κατ’ οικονομία μάλλον χρησιμοποιείται, δεν ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα. Το ορθό είναι να αναφερόμαστε σε «Ευρωπαϊκή Δύναμη Ταχείας Αντιδράσεως» ή έστω σε «ευρωδύναμη». Επισημαίνεται ότι η λέξη «ευρωστρατός» είναι ελληνικής εμπνεύσεως και δεν απαντάται σε κανένα κείμενο – επίσημο ή ανεπίσημο – σε όλη την Ευρώπη.
Η ασφάλεια των συνόρων
Πολλοί ανέμεναν ίσως ότι η δημιουργία «Ευρωστρατού» θα παρείχε εγγυήσεις για την ασφάλεια των κρατών μελών από επίθεση εκ μέρους τρίτων χωρών.
Καταρχήν θα ήταν μάλλον υπερβολή, η διαδικασία για την υλοποίηση της αποφάσεως σχετικά με τη δυνατότητα αναλήψεως αυτόνομης στρατιωτικής δράσεως εκ μέρους της ΕΕ, να οδηγήσει στην εντύπωση ότι πρόκειται περί πραγματικής ευρωπαϊκής άμυνας. Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι στο προοίμιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ αναφερόταν ότι «…αποφασισμένοι να εφαρμόσουν μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, που συμπεριλαμβάνει την εν καιρώ διαμόρφωση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία μπορεί, σε δεδομένη στιγμή να οδηγήσει σε κοινή άμυνα, ενισχύοντας έτσι την ευρωπαϊκή ταυτότητα και ανεξαρτησία…»
Επίσης, στο άρθρο 17 (παρ.1) της Συνθήκης της Νίκαιας (που αντικατέστησε το αντίστοιχο του Άμστερνταμ) σημειώνεται: «Η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας περιλαμβάνει το σύνολο των θεμάτων που αφορούν την ασφάλεια της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της προοδευτικής διαμόρφωσης κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε κοινή άμυνα, εφόσον το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το αποφασίσει». Επίσης στην παρ.2 του ίδιου άρθρου αναφέρεται: «Τα θέματα τα οποία μνημονεύει το παρόν άρθρο περιλαμβάνουν τις ανθρωπιστικές αποστολές και τις αποστολές διάσωσης, τις αποστολές διατήρησης της ειρήνης, της επέμβασης μαχίμων δυνάμεων στη διαχείριση των κρίσεων, καθώς και την αποκατάσταση της ειρήνης».
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η κοινή (συλλογική) άμυνα δεν αποτελεί επί του παρόντος αντικείμενο της ΚΕΠΠΑ. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι, μετά τη διάλυση της ΔΕΕ και μεταφοράς των αρμοδιοτήτων στην ΕΕ, δεν θα ήταν ρεαλιστικό να αναμένεται η επαναδιατύπωση του άρθρου V της ΔΕΕ, περί αυτομάτου αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των εταίρων σε περίπτωση επιθέσεως εναντίον ενός εξ αυτών. Η προδικαζόμενη, στο σημείο αυτό, αντίθεση των ουδετέρων χωρών μελών της ΕΕ (Αυστρία, Ιρλανδία, Σουηδία, Φιλανδία) αλλά και η απροθυμία ορισμένων εταίρων για παροχή παρόμοιων εγγυήσεων σε κράτη μέλη υψηλότερου κινδύνου (βλέπε Ελλάδα), καθιστά μάλλον απίθανη τη συνομολόγηση ρήτρας αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής μεταξύ των κοινοτικών εταίρων.
Εν προκειμένω υπάρχει η ανάλογη αντιμετώπιση του θέματος, το 1992, από τα κράτη μέλη της ΔΕΕ, που στην περίπτωση της Ελλάδος προέβησαν σε ειδική ερμηνεία του άρθρου V. Σύμφωνα με αυτή, εφόσον οι παρεχόμενες εγγυήσεις ασφαλείας από το ΝΑΤΟ και τη ΔΕΕ είναι αμοιβαίως ενισχυτικές, δεν είναι δυνατή η επίκλησή τους μεταξύ των μελών εκατέρων των Οργανισμών.
Συμπέρασμα: Η ΕΕ δεν έχει, επί του παρόντος ούτε την πρόθεση ούτε τη δυνατότητα παροχής εγγυήσεων ασφαλείας σε περίπτωση επιθέσεως κατά ενός κράτους μέλους.
Οι «τρίτες» χώρες
Στο Ελσίνκι στην έκθεση της φινλανδικής Προεδρίας με τίτλο «Ενίσχυση της Κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής για την Ασφάλεια και την Άμυνα» γίνεται αναφορά στην αυτόνομη ικανότητα της ΕΕ για λήψη αποφάσεων και διεξαγωγή επιχειρήσεων και καθορίζονται τα εξής:
Να υιοθετηθεί ένας κοινός ευρωπαϊκός πρωταρχικός στόχος για στρατιωτικό δυναμικό ταχείας αντίδρασης.
Να δημιουργηθούν νέα πολιτικά και στρατιωτικά όργανα, στο πλαίσιο του Συμβουλίου.
Να καθιερωθούν αρχές συνεργασίας με τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της ΕΕ καθώς και με άλλα ευρωπαϊκά κράτη που έχουν συμφωνίες σύνδεσης με την Ένωση.
Να βελτιωθεί το εθνικό και πολυεθνικό στρατιωτικό δυναμικό των κρατών μελών, προκειμένου να είναι ικανά να ανταποκριθούν σε επιχειρήσεις τύπου Πέτερσμπεργκ.
Στις 19 και 20 Ιούνιο του 2000 έλαβε χώρα η σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Santa Maria da Feira (Πορτογαλία) κατά την οποία καθορίσθηκαν διάφορες αρχές και μέθοδοι συμφωνιών ώστε τα μη ευρωπαϊκά μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας καθώς και τα υποψήφια μέλη, να μπορούν να συμμετέχουν στη στρατιωτική διαχείριση των κρίσεων. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προσκάλεσε όλες τις τρίτες χώρες να συνεισφέρουν στη βελτίωση των ευρωπαϊκών δυνατοτήτων, διευκολύνοντας κυρίως τις προσφορές της Τουρκίας, της Νορβηγίας, της Πολωνίας και της Δημοκρατίας της Τσεχίας.
Στο κείμενο των Συμπερασμάτων της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Νίκαια, και ειδικότερα στο Παράρτημα VI, με τίτλο «ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΥΝΑΣ», καθορίζονται πολλές λεπτομέρειες για την οργάνωση και συγκρότηση των μονίμων πολιτικο-στρατιωτικών οργάνων της ΕΕ, τα καθήκοντά τους, τις σχέσεις με το ΝΑΤΟ, καθώς επίσης και τις σχέσεις με τις τρίτες χώρες. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται οι έξι χώρες που είναι μέλη του ΝΑΤΟ αλλά όχι και της ΕΕ (Ισλανδία, Νορβηγία, Ουγγαρία, Πολωνία, Τουρκία και Τσεχία) και οι εννέα υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ (Βουλγαρία, Εσθονία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα, Ρουμανία, Σλοβενία, Σλοβακία). Δηλαδή συνολικά 15 χώρες. Έτσι μιλάμε για ΕΕ+6 και για ΕΕ+15.
Ειδικότερα αναφέρονται τα εξής:
«Το σχέδιο της ΕΕ είναι ανοικτό. Για μια αποτελεσματική διαχείριση των κρίσεων, η ΕΕ επιθυμεί να επωφεληθεί από τις συμβολές των ευρωπαϊκών κρατών μελών του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της ΕΕ, καθώς και των κρατών που είναι υποψήφια για την ένταξη στην ΕΕ, ειδικότερα δε εκείνων που έχουν τη βούληση και τη δυνατότητα να διαθέτουν σημαντικά μέσα για συμμετοχή στις αποστολές Πέτερσμπεργκ». Ωστόσο, σημειώνεται ότι «Αυτή η ανοικτή προσέγγιση θα πρέπει, βεβαίως, να σέβεται την αρχή της αυτονομίας αποφάσεων της ΕΕ».
Σε περίπτωση που προκύψει κρίση, ο διάλογος και η διαβούλευση θα ενισχυθούν σε όλα τα επίπεδα, κατά το χρονικό διάστημα προ της λήψεως αποφάσεως του Συμβουλίου.
Όταν εξετάζεται το ενδεχόμενο στρατιωτικής επιχείρησης υπό την ηγεσία της ΕΕ αυτές οι διαβουλεύσεις θα έχουν ως στόχο να εξασφαλίσουν ότι οι χώρες που ενδέχεται να συμβάλουν σε επιχείρηση υπό την ηγεσία της ΕΕ για το χειρισμό της κρίσεως, ενημερώνονται ως προς τις προθέσεις της ΕΕ, ιδίως όσον αφορά τις προβλεπόμενες στρατιωτικές επιλογές.
Μόλις η Ένωση αρχίσει τη διεξοδική εξέταση μιας επιλογής που προσφεύγει στα μέσα και το δυναμικό του ΝΑΤΟ, θα δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη διαβούλευση με τα 6 ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της ΕΕ.
Μόλις το Συμβούλιο επιλέξει τη στρατιωτική δράση, οι εργασίες επιχειρησιακής σχεδιάσεως εκτίθενται στα 6+9 κράτη που έχουν εκφράσει καταρχήν πρόθεση συμμετοχής στην επιχείρηση, ώστε να μπορέσουν να καθορίσουν τη φύση και το μέγεθος της ενδεχόμενης συνεισφοράς τους σε επιχείρηση υπό την ηγεσία της ΕΕ.
Μόλις το Συμβούλιο εγκρίνει τη φύση της επιχειρήσεως, οι τρίτες χώρες καλούνται επισήμως να συμμετάσχουν στην επιχείρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Ελσίνκι , οι οποίες προβλέπουν ότι:
– Τα ευρωπαϊκά κράτη μέλη του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της ΕΕ (6), συμμετέχουν στην επιχείρηση, εφόσον το επιθυμούν, εάν πρόκειται για επιχείρηση που προσφεύγει στα μέσα και το δυναμικό του ΝΑΤΟ.
– Σε περίπτωση που η ΕΕ δεν προσφεύγει στα μέσα του ΝΑΤΟ, καλούνται να συμμετάσχουν με βάση απόφαση του Συμβουλίου.
Εξετάζοντας ειδικότερα τη θέση της Τουρκίας, ως «τρίτης» χώρας, διαπιστώνουμε τα εξής:
Η Τουρκία ως συνδεδεμένο μέλος της ΔΕΕ είχε δικαίωμα συμμετοχής σε όλα τα όργανα, καθώς και στις διαδικασίες λειτουργίας, λήψεως αποφάσεων, σχεδιάσεως και συμμετοχής σε επιχειρήσεις, όπως ακριβώς και τα πλήρη μέλη. Η μόνη δυνατότητα που δεν είχε ήταν το βέτο στις αποφάσεις των 10 πλήρων μελών. Μετά τη διάλυση της ΔΕΕ και την ανάληψη των αρμοδιοτήτων της από την ΕΕ, η Τουρκία έχασε σχεδόν τα πάντα. Δεν μπορεί ούτε να συμμετέχει στις αποφάσεις των 15, ούτε να έχει λόγο στα αφορώντα στην οργάνωση και χρησιμοποίηση της ΕΔΤΑ.
Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι εκ μέρους των Ελλήνων υπευθύνων δεν έγινε ορθή εκτίμηση των δεδομένων, με αποτέλεσμα να μην υποστηριχθούν οι θέσεις που θα μας συνέφεραν εξαρχής. Κάποιοι μάλιστα δεν ερμήνευσαν ορθά τον όρο επιχειρησιακή σχεδίαση θεωρώντας ότι θα έδινε στην Τουρκία τη δυνατότητα συμμετοχής στις αποφάσεις, ενώ ο όρος αφορά στη σχεδίαση της στρατιωτικής επιχειρήσεως, δηλαδή στις τελευταίες φάσεις της όλης διαδικασίας και όταν οι αποφάσεις της ΕΕ θα είχαν ληφθεί από το Συμβούλιο, ήτοι τους 15.
Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι στο επίσημο ελληνικό κείμενο ο όρος operational planning έχει μεταφρασθεί ως επιχειρησιακός προγραμματισμός και όχι ως επιχειρησιακή σχεδίαση όπως είναι το ορθό. Εκείνοι λοιπόν που χειρίσθηκαν το θέμα, θεώρησαν, προφανώς, ότι σημαίνει την εμπλοκή της Τουρκίας στην διαδικασία προγραμματισμού μια επεμβάσεως της ΕΕ. Έτσι, η ελληνική κυβέρνηση μάλλον δεν υποστήριξε εξαρχής σθεναρά την εφαρμογή των όσων καθορίσθηκαν από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Διαφορετικά δεν εξηγείται η επί ένα σχεδόν έτος αδράνεια, καίτοι ήταν γνωστές οι μεθοδεύσεις των Βρετανών.
Συμπεράσματα
Από τα όσα εξετέθησαν παραπάνω γίνεται σαφές ότι οι τρίτες χώρες, άρα και η Τουρκία, δεν μετέχουν στη λήψη αποφάσεων επί της αναλήψεως δράσεως εκ μέρους της ΕΕ σε δεδομένη κρίση, του χώρου, της μορφής και της φύσεως των δράσεων, του ενδεχομένου στρατιωτικής επιχειρήσεως και του είδος αυτής. Απλώς, ενημερώνονται μέσω διαβουλεύσεων και συμμετέχουν στην επιχειρησιακή σχεδίαση, δηλαδή στις τελευταίες φάσεις της όλης διαδικασίας της ΕΕ. Αυτόν τον αποκλεισμό από την διαδικασία λήψεως αποφάσεων δεν δέχθηκε η Τουρκία και ξεκίνησε τη δημιουργία προβλημάτων.
Η Τουρκία, εμποδίζει την αυτόματη πρόσβαση της ΕΕ στις υποδομές του ΝΑΤΟ, ζητώντας ουσιαστικά την εξίσωσή της με τους «15» στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι δυνατόν η εξωτερική και αμυντική πολιτική της ΕΕ να εξαρτώνται από τρίτα κράτη μη μέλη της Ενώσεως. Θα πρέπει να διασφαλισθεί η αυτονομία των αποφάσεων της ΕΕ έναντι των χωρών που δεν είναι μέλη της, , αλλά ταυτόχρονα και η ισότιμη μεταχείριση όλων των ευρωπαϊκών χωρών που είναι μέλη του ΝΑΤΟ, χωρίς να μετέχουν στην ΕΕ (Νορβηγία, Ισλανδία, Τουρκία), σύμφωνα πάντοτε με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Κορυφής της Νίκαιας
Η Ελλάδα, λοιπόν, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση αφού ουσιαστικά υποστηρίζει τις θέσεις των Ευρωπαίων εταίρων, υπεραμυνόμενη της αυτονομίας της ΕΕ. Στο σημείο αυτό η χώρα μας έχει ουσιαστικά τη στήριξη της αποφάσεως της Νίκαιας. Αυτό είναι κάτι που στην πραγματικότητα το κατανοούν οι λοιπές χώρες, ασχέτως αν για πολιτικούς λόγους δεν θέλουν να το εκφράζουν εμφανώς.
Η υπό συγκρότηση ΕΔΤΑ σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να αμυνθεί των συνόρων της ΕΕ και κατά συνέπεια δεν θα πρέπει να αναμένουμε ότι θα μας προσφέρει πρακτική βοήθεια σε ενδεχόμενη απειλή εκ μέρους της Τουρκίας. Το μέγιστο που μπορούμε να αναμένουμε ως μέλος της ΕΕ, είναι η πολιτική συνδρομή της Ενώσεως για την αποσόβηση των απειλών ή μιας κρίσεως. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάς αφενός θα πρέπει να είναι αξιόπιστος σύμμαχος και εταίρος, εγκαταλείποντας οριστικά τις τριτοκοσμικού τύπου συμπεριφορές, αφετέρου να αξιώνει την αλληλεγγύη των λοιπών εταίρων στα θέματα που αφορούν στην ασφάλειά της.