ΣΟΥΛΙ ΚΑΙ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ
«Το Έθνος δεν υποτάχτηκε ποτέ στον σουλτάνο, είχε το Βασιλιά του, τα κάστρα του και το στρατό του. Βασιλιάς του ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, κάστρα του η Μάνη και το Σούλι, στρατός του οι κλέφτες και οι αρματωλοί». Κατά τον Αρχιστράτηγο της Επανάστασης Θεόδωρο Κολοκοτρώνη το ελληνικό έθνος είχε πάντοτε τα σύμβολα του «ζωντανά». Και ήταν αυτά που έδωσαν την απαραίτητη ώθηση για τον Αγώνα. Ενός Αγώνα που γεννήθηκε από την καθάρια Ρωμιοσύνη, οι Γραικοί μονάχοι, ρακένδυτοι, χωρίς όπλα, αλλά με πύρινη ρομφαία τον πόθο της λευτεριάς!
Η περιοχή του Σουλίου βρίσκεται στα σύνορα τριών νομών της Ηπείρου: Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων και Πρεβέζης. Μία όμορφη, απότομη και κακοτράχαλη ορεινή περιοχή η οποία βρίσκεται μεταξύ των όρων Μούργκα, Ζαβρούχο και Τούρλια, όλα άνω των 1.000 μέτρων υψόμετρο. Κατά τον 17ο αιώνα μ.Χ Έλληνες από την περιοχή Άρβανο της Βορείου Ηπείρου κατήλθαν και κατοίκησαν στην περιοχή. Και πήραν το όνομα Σουλιώτες λόγω του τοπωνυμίου. Σχημάτισαν μία πολιτεία χωριών που ονομαζόταν Σουλιώτικη Συμπολιτεία ενώ ήταν οργανωμένοι σε φάρες, η καθεμία εκ των οποίων είχε τον δικό της αρχηγό. Κάπως έτσι αρχίζει η ένδοξη ιστορία τους: μιας ιστορίας γεμάτης ένοπλου αγώνα και άρνησης της σκλαβιάς από τα τούρκικα ασκέρια. Δεν έλαβαν τυχαία άλλωστε από πολλούς ιστορικούς τον εξαιρετικά τιμητικό χαρακτηρισμό «σύγχρονοι Σπαρτιάτες».
Οι Σουλιώτες από μικροί μυούσαν τα παιδιά τους στην τέχνη των αρμάτων. Έτσι δεν φαντάζει περίεργο που παλικάρια δεκαέξι ή δεκαεπτά ετών έπεσαν στο πεδίο της μάχης υπέρ της διατήρησης της ελευθερίας. Αριθμούσαν περίπου 2.500 τουφέκια. Το κράμα των Σουλιωτών ήταν φτιαγμένο από ατσάλι: Δεν παραδιδόταν, δεν τολμούσαν να κιοτέψουν, να το βάλουν στα πόδια. Και κοντά σε αυτούς και οι Σουλιώτισσες. Μετέφεραν στους άνδρες, γιους, αδερφούς, τροφές και μπαρουτόβολα. Και όταν εκείνοι κόπιαζαν από την αντάρα της μάχης τότε εκείνες έπιαναν το καρυοφύλλι, ξαπλώνοντας στο έδαφος πολλά τούρκικα κορμιά. Ξακουστές φάρες Σουλιωτών ήταν οι Μποτσαραίοι, Τζαβελαίοι, Ζερβαίοι, Δρακαίοι, Κουτσινικαίοι. Όλοι τους με σημαντικές υπηρεσίες και στον Αγώνα της Εθνικής Ανεξαρτησίας. Ειδικά ο θάνατος του στρατηγού Μάρκου Μπότσαρη το 1823 κατά τη μάχη του Κεφαλόβρυσου, βύθισε στο πένθος όλη την επαναστατημένη Ελλάδα.
Οι τούρκοι πασάδες δεν έβλεπαν με καλό μάτι την ανεξαρτησία των Σουλιωτών, ένα αγκάθι μέσα στο πασαλίκι τους. Και κίνησαν πολλούς πολέμους για να τους κάνουν σκλάβους. Σε όλους όμως απέτυχαν. Έβρισκαν απέναντι τους τα επίλεκτα και σκληραγωγημένα τμήματα των Σουλιωτών, οι οποίοι φορώντας πάντα την παραδοσιακή φουστανέλα, τους υποχρέωναν σε ταπεινωτικές ήττες. Το 1788 αναλαμβάνει το πασαλίκι των Ιωαννίνων ο Τουρκαλβανός Αλή Τεπενενλής πασάς. Και βάζει στόχο του να υποτάξει στο σπαθί του τους Σουλιώτες. Έτσι ξεκίνησε δύο εκστρατείες εναντίον τους: μία το 1789 και μία το 1792. Όμως οι Ηπειρώτες πολεμιστές με κεφαλή τον Λάμπρο Τζαβέλα καταφέρουν να τον κερδίσουν και τις δύο φορές. Τη δεύτερη μάλιστα κέρδισαν και κάποιες παραχωρήσεις από τον πασά, όπως να χρησιμοποιούν ως ανεφοδιαστικό τους όργανο την Πάργα. Επίσης οι Φράγκοι και οι Μόσκοβοι τους προμήθευαν με όπλα και πυρομαχικά. Όμως ο Αλή ένιωθε το Σούλι ως σάρακα που του τρώει τα σωθικά και έτσι στα 1800 ξεκινάει την τρίτη εκστρατεία του με μεγάλο ασκέρι. Ο αγώνας των Σουλιωτών ηρωικός αν και άνισος. Έτσι, ενώ είχαν κερδίσει πλήθος μαχών, υποχρεώθηκαν το 1803 να παραδοθούν μιας και οι προμήθειες τους είχαν πια εξαντληθεί. Με δάκρυα στα μάτια αναγκάστηκαν να αποχωριστούν την πολυαγαπημένη τους ιδιαίτερη πατρίδα.
Τρεις φάλαγγες έφυγαν από το Σούλι: Η πρώτη με επικεφαλή τον Φώτο Τζαβέλα έφτασε στην υπό ρωσική κατοχή Πάργα και από εκεί πέρασε στην Κέρκυρα. Η δεύτερη υπό τον Κουτσονίκα χτυπήθηκε στο Ζάλογγο από τουρκική δύναμη. Αρκετοί Σουλιώτες έπεσαν στο πεδίο ενώ οι περήφανες Σουλιώτισσες έπιασαν τον χορό και με τα παιδιά τους στην αγκαλιά έπεσαν μία – μία στο γκρεμό αφήνοντας στην ανθρωπότητα ολόκληρη ένα παράδειγμα θυσίας και άρνησης της σκλαβιάς «Στη στεριά δε ζει το ψάρι, ούτε ανθός στην αμμουδιά και οι Σουλιώτισσες δε ζούνε δίχως την ελευθεριά». Η τρίτη φάλαγγα υπό τους Μποτσαραίους κινήθηκε προς τα Άγραφα, όμως στη μονή Σέλτσου τούρκικο ασκέρι τους χτυπά. Η κατάληξη ήταν θανάσιμη για μεγάλο αριθμό Σουλιωτών ενώ η Δέσπω Μπότση «κόρες και νύφες κράζει» και ανατίναξε τον Πύργο του Δημουλά που βρήκαν καταφύγιο. Τέτοιες ηρωίδες και μαχήτριες ήταν οι γυναίκες του Σουλίου και ειδικά η Μόσχω Τζαβέλαινα, σύζυγος του πολέμαρχου Λάμπρου. Γι αυτό και σήμερα τις δυναμικές και σκληροτράχηλες γυναίκες πολλές φορές τις αποκαλούν «Τζαβέλαινες». Τέλος, ο καλόγηρος Σαμουήλ ταμπουρώθηκε με λιγοστούς άντρες στο Κούγκι και αμύνθηκε μέχρι να πλησιάσουν οι Τούρκοι. Τότε, άρπαξε μία δάδα και ανατίναξε την μπαρουταποθήκη, σκορπώντας το θάνατο σε Έλληνες και Τούρκους.
Σήμερα ο επισκέπτης του Σουλίου θα αντικρύσει ψηλά το επιβλητικό κάστρο της Κιάφας και το ανεγερθέν εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής στο Κούγκι. Στέκουν ακόμη εκεί αγέρωχα, παντοτινά, για να μας θυμίζουν πως στα μέρη αυτά έζησαν Έλληνες περήφανοι, ατρόμητοι, πολεμιστές, χωρίς πλούτη και υλικές απολαύσεις αλλά μονάχα με το μεγαλύτερο αγαθό του κόσμου, την ελευθερία. Χωρίς φόβο πολέμησαν υπέρτερες αριθμητικά δυνάμεις και τις κέρδισαν. Και άφησαν πίσω τους μια τεράστια κληρονομιά σε εμάς, την οποία οφείλουμε να σηκώσουμε στις πλάτες μας, δείχνοντας πως είμαστε άξιοι απόγονοι τους. Απόγονοι Ηρώων και Αγωνιστών.
Μιλτιάδης Β. Παρλάντζας
Υπλγός (ΕΜ), MSC