Blog

Στρατηγικά Παίγνια και Ανταγωνισμοί Ισχύος Ναυτικών – Ηπειρωτικών Δυνάμεων στο διεθνές σύστημα.

5ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ. ΟΜΙΛΙΑ

 

Θέμα:

Στρατηγικά Παίγνια και Ανταγωνισμοί Ισχύος Ναυτικών – Ηπειρωτικών Δυνάμεων στο διεθνές σύστημα.

 

 

Η μετα-διπολική περίοδος, την οποία διανύουμε μετά την κατάρρευση της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ, χαρακτηρίζεται από την παρουσία στο διεθνές σύστημα μιας και μόνης Παγκοσμίου Δυνάμεως: των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Οι ΗΠΑ είναι, πρώτον, η μόνη Δύναμη η οποία διαθέτει ίδιον Φυσικό Γεωγραφικό Χώρο (Raum), του οποίου μάλιστα έχει επιτύχει την πολιτική και οικονομική ολοκλήρωση, καθιστώντας τον Ομοιογενή , και τον οποίο είναι σε θέση να υπερασπίζεται αποτελεσματικώς έναντι έξωθεν επιβουλών – αναδεικνύοντάς τον έτσι, από γεωστρατηγικής και γεωοικονομικής απόψεως, σε Μείζονα Χώρο (Grossraum).  Υπ’ αυτήν την έννοια, οι ΗΠΑ είναι σαφώς Ηπειρωτική Δύναμις (Continental Power / Kontinentalmacht).

 

Πέραν αυτού, όμως, οι ΗΠΑ, ως διάδοχος της πάλαι ποτέ θαλασσοκράτειρας Μεγάλης Βρεταννίας, είναι και Ναυτική Δύναμις  –  υπό την έννοια, βεβαίως, της «Naval Power» / «maritime Macht» και όχι της «See Power» / «Seemacht»   –   και ως Ναυτική Δύναμη διαθέτουν δυνατότητες αναπτύξεως δράσεως επί παγκοσμίου επιπέδου, τις οποίες και δεν επιθυμούν σε καμμία περίπτωση να δουν να συρρικνούνται ή να παρεμποδίζονται από άλλες Δυνάμεις.

 

     Ωστόσο, οι εγκυρότεροι στρατηγικοί αναλυτές των υπερατλαντικών δεξαμενών σκέψεως συμφωνούν στην διαπίστωση ότι οι ΗΠΑ είναι μεν η μόνη Παγκόσμιος Δύναμη (World Power/Weltmacht), πλην όχι και η μόνη Μεγάλη Δύναμη (Great Power/Grossmacht), και εκ του λόγου αυτού χαρακτηρίζουν το επί του παρόντος υφιστάμενο διεθνές σύστημα ως «μονο-πολυπολικό» (uni-multipolar system). Συμπίπτουν στην εκτίμηση ότι πρόκειται για μεταβατικό φαινόμενο περιορισμένης χρονικής διάρκειας μερικών δεκαετιών, μέχρι την ολοκληρωτική διαμόρφωση του νέου πολυπολικού (multipolar) συστήματος του 21ου αιώνος. Κατά την ανάλυσή τους, το αυριανό διεθνές σύστημα θα σύγκειται απόπέντε ή έξι ισχυρούς Πόλους Ισχύος, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ θα κατέχουν (στην πλέον ευνοϊκή περίπτωση) την θέση του primus inter pares, ενώ στην χειρότερη για τις ίδιες περίπτωση θα υπερκερασθούν από μία Ηπειρωτική – Ευρασιατική – Δύναμη.

 

            Επί μακρό χρονικό διάστημα, μέχρι της λήξεως του Ψυχρού Πολέμου, φαινόταν ότι η νέα Δύναμη η οποία, ως συγκροτημένος και ολοκληρωμένος από πάσης απόψεως Πόλος Συγκεντρώσεως Διεθνούς Ισχύος θα διεκδικούσε μελλοντικώς την στρατηγική πρωτοκαθεδρία έναντι των ΗΠΑ, θα ήταν η Ηπειρωτική Δύναμη που θα προέκυπτε από την ένωση των ΔυτικοευρωπαϊκώνΔυνάμεων – κυρίως εξ αιτίας της οικονομικής της ισχύος. Εν τούτοις, η ψυχρή και απηλλαγμένη ιδεοληψιών παρατήρηση οδηγεί αβιάστως στην διαπίστωση ότι οντότητα κάποιου υπερεθνικού ευρωπαϊκού συνόλου δεν υφίσταται.

 

Τρεις ισχυροί λόγοι παρεμπόδισαν μία εξέλιξη προς την κατεύθυνση αυτή:

      

α) Η παραμένουσα – πίσω από τους υπέρ της Ευρώπης πανηγυρικούς – ισχυρή αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ των σημαντικών Δυτικοευρωπαϊκών Δυνάμεων (Μ. Βρεταννία, Γαλλία, Ο.Δ. Γερμανίας), λαμβανομένης μάλιστα υπ’ όψιν της αντικειμενικής συγκρούσεως συμφερόντων μεταξύ της Ναυτικής Δυνάμεως (Μ. Βρεταννία) και των δύο Ηπειρωτικών Δυνάμεων (Γαλλία, Ο.Δ. Γερμανίας).

 

β) Η αντιφατική στάση τους έναντι της Παγκοσμίου Δυνάμεως (ΗΠΑ): Υπό την προστασία της οικοδομούν, επί δεκαετίες, ένα δικό τους Οικονομικό Χώρο, του οποίου όμως η ενδεχόμενη πολιτική και αμυντικοπολιτική αυτονόμηση θα οδηγούσε νομοτελειακώς σε σύγκρουση ακριβώς με αυτήν την Προστάτιδα Παγκόσμιο Δύναμη.

 

γ) Οι εκτεταμένες δυνατότητες ασκήσεως επιρροής, εκ μέρους των ΗΠΑ, σε κάθε μια από τις δευτερεύουσες Δυτικοευρωπαϊκές Δυνάμεις. Η Παγκόσμιος Δύναμη έχει την άνεση, επί παραδείγματι, πότε να αποδίδει στην παραδοσιακή γεωπολιτική σύμμαχο Μ. Βρεταννία το προνομιακό status της «Ειδικής Σχέσεως» (όρα την Αγγλο-Αμερικανική special relationship καθ’ όλην την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου), πότε πάλι να κολακεύει την επανενωθείσα Γερμανία, αναγορεύοντάς την, άμα τη αποκτήσει της εθνικής κυριαρχίας της, σε «εταίρο εν ηγεμονία» –  partner in leadership, κατά την περίφημη διακήρυξη του Προέδρου George Bush (του πρεσβυτέρου), την οποία επανέλαβε αργότερα και ο Πρόεδρος Bill Clinton).     

 

            Η πραγματικότης έμελλε να διαψεύσει τους ευσεβείς πόθους περί της δήθεν επικειμένης εκλείψεως του εδαφικού/πατριωτικού συναισθήματος και της εθνικής συνειδήσεως αλλά και αυτού τούτου του Έθνους-Κράτους. Αντιθέτως, η κατάρρευση του σοσιαλιστικού συστήματος σήμανε μία άνευ προηγουμένη «επάνοδο» των εθνοπολιτισμικών ταυτοτήτων και ιδιαιτεροτήτων στο πολιτικό και πολιτισμικό προσκήνιο, και δη όχι μόνον στην πάλαι ποτέ Σοβιετική σφαίρα επιρροής αλλά, εξ ίσου εντυπωσιακώς, και σε ολόκληρη την επικράτεια της Δυτικής Ευρώπης, από τα ορεινά της Σκωτίας έως τις ακτές της Καταλωνίας. Έτσι, κατά ιστορική ειρωνεία, από την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992) και εξής, έμελλε να καταδειχθεί στην πράξη ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ένωση στάδια απείχε μιας όντως «Ενωμένης Ευρώπης». Ή, για να μιλήσουμε με επιστημονικούς όρους, αυτός ο υπό διαμόρφωσιν Νέος Πόλος Συγκεντρώσεως Διεθνούς Ισχύος δεν αποτελεί (ακόμη, τουλάχιστον) ενιαία Δύναμη, αλλά Χώρο Πεδίου Δυνάμεων.

 

Η περιγραφείσα εξέλιξη οφείλεται στην μεταβολή του γεωπολιτικού τοπίου μετά το 1990. Η ενοποιητική διαδικασία της Δυτικής Ευρώπης, την οποία είχαν ακολουθήσει επί τέσσερεις συναπτές δεκαετίες, διαρκούντος του Ψυχρού Πολέμου, οι δύο Ηπειρωτικές Δυνάμεις – Γαλλία και Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας – (με την ενεργό υποστήριξη των ΗΠΑ) εξυπηρετούσε συγκεκριμένες στρατηγικές στοχεύσεις για κάθε δρώντα. Στοχεύσεις, εν μέρει μεν συγκλίνουσες (αντιμετώπιση της Σοβιετικής Απειλής, σταθεροποίηση και ενδυνάμωση του υφισταμένου κοινωνικο-οικονομικού και πολιτειακού καθεστώτος), εν μέρει, όμως, όλως διάφορες μεταξύ τους.

 

Η μεν Γαλλία εκτιμούσε ότι δι’ αυτού του τρόπου θα απαντούσε επιτέλους στο κρίσιμο για την ίδια Γερμανικό Ζήτημα, ούτως ώστε να μην αντιμετωπίσει, για τέταρτη φορά από το 1871, άμεση και ορατή απειλή κατά της Εθνικής της Ασφάλειας. Η δε Γερμανία θεωρούσε ότι ο ευρωπαϊκός δρόμος ήταν γι’ αυτήν, υπό τις τότε επικρατούσες συνθήκες, ο καταλληλότερος δρόμος προκειμένου να υπερβεί την δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει μετά την στρατιωτική ήττα της και να ανακτήσει ευχέρεια διπλωματικών χειρισμών, Οικονομικό Χώρο (ΕΟΚ), στρατιωτική ισχύ («Wiederbewaffnung»  / Επανεξοπλισμός, επανίδρυση Ενόπλων Δυνάμεων / Βundeswehr), πλήρη Εθνική Κυριαρχία («Vier-plus-Zwei-Vertrag» / «Συνθήκη Τεσσάρων συν Δύο» του 1990) και, εν τέλει, αποκατάσταση της πληγείσης εδαφικής ακεραιότητος («Wiedervereinigung» / Επανένωση των δύο Γερμανιών).

 

Την ουσία της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας συνιστούσε η «σιωπηρά συμφωνία» (Kissinger) μεταξύ των δύο αρχιτεκτόνων: «Η ΟΔΓ απεδέχετο τον ηγετικό ρόλο της Γαλλίας επί πολιτικών ζητημάτων εντός της ΕΟΚ, λαμβάνοντας εις αντάλλαγμα το δικαίωμα βαρύνοντος λόγου επί οικονομικών υποθέσεων.» Αυτό το δόγμα ετέθη εν αμφιβόλω από την Επανένωση και εξής, εξ αιτίας της άρδην μεταβολής του στρατηγικού τοπίου.

 

            Συνεπεία των ανωτέρω παρατηρήθηκε στην πρώτη μεταψυχροπολεμική δεκαετία η ακόλουθη ενδιαφέρουσα εξέλιξη στο ευρωπαϊκό στρατηγικό τοπίο: Αντί της προσδοκωμένης (μέχρι της δεκαετίας του ’80) εμφανίσεως μιας ισχυρής και ενιαίας Ηπειρωτικής Μέσης Δυνάμεως «Ευρώπη» εμφανίσθηκαν, εκ νέου, οι παραδοσιακές (Βεστφαλιανές) επιμέρους Μεσαίες Δυνάμεις, σε ανταγωνισμό ισχύος μεταξύ τους, ο οποίος εκδηλώθηκε πλέον αφ’ ης στιγμής εξέλιπε το αντίπαλον δέος. Οι επιμέρους Δυνάμεις, αξιοποιώντας τους υφισταμένους Κοινοτικούς θεσμούς ή δημιουργώντας νέους – προκειμένου να περιβάλουν με νομιμοποιητικό ένδυμα τις ιδιαίτερες στρατηγικές στοχεύσεις τους – αλλά και φανερά ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους για την εύνοια της υπερατλαντικής Δυνάμεως, φαίνονταν, καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας, να διεκδικούν, εκάστη για λογαριασμό της, την περιφερειακή ηγεμονία στον Χώρο της γηραιάς ηπείρου.

 

            Η ιστορική μελέτη μας δείχνει ότι αυτές οι δυνητικά Περιφερειακές Δυνάμεις (Regional Powers / Regionalmächte) επιχειρούν πάντοτε να καλύψουν το περιφερειακό κενό ισχύος, το οποίο προκύπτει ειδικά σε περιόδους διασαλεύσεως της ισορροπίας δυνάμεων και, συνακόλουθα, διαταράξεως της σταθερότητας του διεθνούς συστήματος. Συνήθως δε επιχειρούν να το πράξουν υπό το αδιάφορο βλέμμα της εκάστοτε Παγκοσμίου Δυνάμεως, η οποία έχει εκείνη την ώρα άλλες πολιτικές προτεραιότητες. Ρεαλιστικές δυνατότητες πραγματοποιήσεως των επιδιώξεών της αποκτά μία Μέση Δύναμη όταν και εφ’ όσον η ηγεμονεύουσα Δύναμη αποφασίσει να την χρίσει Περιφερειακή Δύναμη, αφ’ ενός επειδή κρίνει ότι τούτο ανταποκρίνεται στα συμφέροντά της και αφ’ ετέρου επειδή η ίδια η Παγκόσμιος Δύναμη, για ποικίλους λόγους (εσωπολιτικούς, οικονομικούς κ.λ.π.) δεν μπορεί ή δεν θέλει, στην συγκεκριμένη συγκυρία, να επωμίζεται αυτό το βάρος.  

 

Εν τούτοις, η διαταραχθείσα διεθνής σταθερότητα κάθε άλλο παρά αποκαθίσταται με την – κατά κανόνα ορμητική – εμφάνιση του φιλόδοξου «αναπληρωτού» (της ανερχόμενης δηλαδή Περιφερειακής Δυνάμεως). Απ’ εναντίας, το ούτως ή άλλως ασταθές στρατηγικό τοπίο επιδεινούται, ακριβώς επειδή πρόκειται για μία μεταβατική φάση, κατά την διάρκεια της οποίας λαμβάνει χώρα αναδιανομή ισχύος (power redistribution / Machtumverteilung), με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι κίνδυνοι για την περιφερειακή και διεθνή ασφάλεια. Η εξέλιξη αυτή, όμως, υποχρεώνει τώρα την Παγκόσμιο Δύναμη να επέμβει πλέον, παρά τις αρχικές της προθέσεις, αφ’ ενός μεν για να σταθεροποιήσει το φίλιο στρατόπεδο (Konsolidierung des eigenen Lagers) και να επαναβεβαιώσει την συμφωνία όλων των στρατηγικών δρώντων της θιγομένης περιφέρειας στον κοινό ρόλο, όπως αυτός φυσικά καθορίζεται από την ίδια, αφ’ ετέρου δε για να διαδηλώσει προς τα έξω, προς τους τρίτους, το αδιαμφισβήτητο του ρόλου αυτού (Power projection / Machtprojektion).

 

            Το τυπικώτερο παράδειγμα του ανωτέρω εκτεθέντος στρατηγικού συσχετισμού είναι, στην μετα-διπολική περίοδο, ο εκδηλωθείς καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 ανταγωνισμός ισχύος μεταξύ της Ναυτικής / Παγκοσμίου Δυνάμεως ΗΠΑ και της Ηπειρωτικής / δυνητικά Περιφερειακής Δυνάμεως Ο.Δ.Γ. (και, εν τινι μέτρω, Ε.Ε.) στην ΝΑ. Ευρώπη, με επίκεντρο τον χώρο της παλαιάς Γιουγκοσλαβίας. Διότι για τον στρατηγικό αναλυτή είναι αυτονόητο ότι τα συμβάντα στον χώρο αυτό μόνον κατ’ επίφασιν είχαν να κάνουν με την μοίρα των Αλβανών ή των Σέρβων, των Κροατών ή των Μουσουλμάνων (όπως νομίζουν οι αφελείς), ενώ πολλαπλώς σχετίζονταν με την περαιτέρω εξέλιξη του υπό διαμόρφωσιν Ευρωπαϊκού Πόλου Διεθνούς Ισχύος και την μελλοντική θέση του στο διεθνές σύστημα.

 

            Από της Επανενώσεως και εξής, η Γερμανία, αξιοποιώντας στο έπακρον τους κοινοτικούς θεσμούς και μηχανισμούς, διεκδίκησε τον ρόλο της ηγετικής Ηπειρωτικής Περιφερειακής Δυνάμεως στην Ευρώπη και  επεδίωξε να καλύψει το κενό ισχύος που προέκυψε εκ της αποχωρήσεως της πάλαι ποτέ Ηπειρωτικής Περιφερειακής (και Παγκοσμίου) Δυνάμεως – της ΕΣΣΔ – από την Μεσευρώπη (Mitteleuropa) και την ΝΑ. Ευρώπη (Südosteuropa). Σημειωτέον εν προκειμένω ότι η Σοβιετική Ρωσσία υπήρξε κατ’ εξοχήν υπόδειγμα Ηπειρωτικής Δυνάμεως, όπως ακριβώς είχε προϋπάρξει και η Αγία Ρωσσία των Ρωμανώφ – παρ’ όλες τις (εν μέρει επιτυχείς) προσπάθειες τόσο των ορθοδόξων όσο και των ερυθρών Τσάρων όπως καταστεί και Ναυτική Δύναμη (υπό την έννοια της Naval Power). Γεωστρατηγικό ρόλο αναχώματος αυτών των προσπαθειών επετέλεσε (και εξακολουθεί να επιτελεί), επί τρεις αιώνες η (Οθωμανική / Κεμαλική / ΜετακεμαλικήΤουρκία – και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το Κράτος – Φύλαξ των Στενών (The State – Guardian of The Straits) έτυχε πάντοτε, στο διάβα των αιώνων, ασχέτως καθεστώτων και ιδεολογικής νομιμοποιήσεως, της αμέριστης υποστηρίξεως των Αγγλοσαξονικών Ναυτικών Δυνάμεων (Μ. Βρεταννία και, εν συνεχεία, ΗΠΑ).

 

Μετά το 1990, λοιπόν, η επανενωθείσα Ηπειρωτική «Δύναμη στο μέσον της Ευρώπης» δεν αρκέσθηκε στην οικονομική ισχύ της, αλλά κατέφυγε και στην παραδοσιακή στρατηγική υποβοηθήσεως του εθνοφυλετικού κατακερματισμού της Ευρώπης δια της χρησιμοποιήσεως των μειονοτήτων και εθνοτικών ομάδων (σημειωτέον: η στρατηγική αυτής ουδόλως περιορίζεται στην περίοδο 1933-45, όπως συχνά, εσφαλμένα, νομίζεται, αλλά ανάγεται στην εποχή της δημοκρατικής Γερμανίας του Μεσοπολέμου, όπως κατέδειξε ο Norbert Krekeler). Στην προκειμένη περίπτωση, από τότε που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έλαβε μόνη της την ιστορική απόφαση να προβεί στην διπλωματική αναγνώριση της αποσχίσεως των επί μέρους Δημοκρατιών της Ο.Σ.Δ. της Γιουγκοσλαβίας, επιβάλλοντας εν συνεχεία την επιλογή της αυτή στους κοινοτικούς εταίρους της (ενέργεια που στην διεθνή βιβλιογραφία θεωρείται ο καταλύτης της Γιουγκοσλαβικής τραγωδίας), από τον Δεκέμβριο του 1991, λοιπόν, δεν απουσίασαν οι ενδείξεις ότι ευνοεί την εμφάνιση πολλών, σχετικής μόνον βιωσιμότητος, κρατικών μορφωμάτων στην Βαλκανική, ενώ απ’ εναντίας αντιμετωπίζει αρνητικώς την ανάδειξη μεσαίου μεγέθους Περιφερειακών Δυνάμεων στην περιοχή ή την ενδυνάμωση των δυνητικών Περιφερειακών Δυνάμεων που συνιστούν τα ιστορικά Έθνη-Κράτη της περιοχής.

 

            Η Παγκόσμιος Ναυτική Δύναμη (ΗΠΑ), από την πλευρά της, σαφώς ενεθάρρυνε, από της Επανενώσεως και εξής, την Ηπειρωτική Δύναμη (ΟΔΓ) στην ανάληψη «μεγαλύτερης διεθνοπολιτικής ευθύνης», κατά την τρέχουσα γερμανική ορολογία, και την ανεκήρυξε  μάλιστα «εταίρο εν ηγεμονία». Από των αρχών ήδη της δεκαετίας του ’90 διεφάνη η επιθυμία της να αναλάβει η επανενωθείσα Γερμανία τον ρόλο της Περιφερειακής Δυνάμεως στην γηραιά ήπειρο. Στην περίπτωση αυτή, πρώτον, θα ήσαν οι Γερμανοί, όχι οι Αμερικανοί, εκείνοι που θα επωμίζονταν τα οικονομικά βάρη της ανορθώσεως των κατεστραμμένων από τον Κομμουνισμό οικονομιών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, και δεύτερον, δεν θα επιβαρύνονταν πλέον οι Αμερικανοί με την ανάληψη καθηκόντων τάξεως και ασφαλείας στην περιοχή, αφού ο ρόλος αυτός επεφυλάσσετο στους Γερμανούς. Όπως το έθεσε και ο διαπρεπής Αμερικανός αναλυτήςSamuel Huntington, «δεν υπάρχει κανείς λόγος, γιατί θα έπρεπε να αναλάβουν οι Αμερικανοί την ευθύνη για την διατήρηση της τάξεως, εάν τούτο μπορεί να συμβεί τοπικώς

 

            Συνεπώς, ο  καλύτερος τρόπος «να συμβεί αυτό τοπικώς» – σε αυτό συμπίπτουν οι σπουδαιότεροι στρατηγικοί εγκέφαλοι των ΗΠΑ από τον Kissinger ως τον Brzezinski – ήταν να επωμισθεί την αποστολή μία Γερμανία, η οποία θα διαθέτει μεν ευχέρεια τακτικών χειρισμών, της οποίας όμως τον στρατηγικό έλεγχο θα εγγυάται η  θεσμοθετημένη, και εξασφαλιζόμενη μέσω ΝΑΤΟ, Πρόσδεσή της στο άρμα της Δύσεως, δηλαδή των ΗΠΑ (Westbindung).

 

Η ανάθεση του νέου αυτού διεθνούς ρόλου στην ΟΔΓ καθίστατο ακόμη ελκυστικώτερη επιλογή για την Ηγεμονική Δύναμη εάν συνυπολογισθεί ότι ο άλλοτε προνομιακός στρατηγικός εταίρος της, η Μ. Βρεταννία, φαινόταν να μη μπορεί πλέον να φέρει εις πέρας τον ρόλο αυτό (ο Brzezinski δεν την συγκατέλεξε καν στους πέντε κρίσιμους για την Αμερικανική Πλανητική Ηγεμονία «γεωστρατηγικούς δρώντες» της «Eυρασιατικής σκακιέρας», κατά την ορολογία του). Εξ άλλου, για την έτερη Δύναμη που διεκδικούσε και διεκδικεί πεισμόνως ρόλο Περιφερειακής Δυνάμεως στην Ευρώπη, την Γαλλία, δεν τίθεται ζήτημα ούτως ή άλλως, αφού – πέραν του ότι επίσης δεν μπορεί («postimperial Δύναμη μέσου βεληνεκούς» την χαρακτηρίζει ο Brzezinski)  –  και αν ακόμη μπορούσε, θα επιθυμούσε μία Ευρώπη ανεξάρτητη των ΗΠΑ. .  Όθεν η Ουάσιγκτων κατέληγε στην γερμανική λύση, ως την καταλληλότερη: μία υπό Γερμανική, λίγο-πολύ, ηγεμονία Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

            Η ανάγνωση του στρατηγικού τοπίου δεν παύει όμως εδώ, όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά συνεχίζεται, παρουσιάζοντα ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο, που οφείλουμε να λάβουμε σοβαρώς υπ’ όψιv μας, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τα διεθνή δρώμενα – ένα στοιχείο εκ πρώτης όψεως οξύμωροΠαραλλήλως προς την ενθάρρυνση των Γερμανών να επιδείξουν ισχυρότερη διεθνή αυτοπεποίθηση, η Παγκόσμιος Ναυτική Δύναμη εφαρμόζει, το αργότερο από των μέσων της δεκαετίας του ’90, μία ευκρινή Στρατηγική Προληπτικής Ανασχέσεως.

 

Ορμώμενη από την επιτυχία της Containment Policy που είχε ακολουθήσει την εποχή του Διπολισμού έναντι του τότε στρατηγικού αντιπάλου (ΕΣΣΔ), προέκρινε και εφήρμοσε μία Στρατηγική με διττό σκοπό:

 

α) Την προληπτική ανάσχεση της Μετα-Σοβιετικής Ρωσσίας. Ή, όπως το έθεσε ο Kissinger: «Να κρατηθεί η Ρωσσία σε θέση σαχ-ματ!» Αυτό οφείλει να καταστεί το στρατηγικό δόγμα των ΗΠΑ έναντι της Μετα-Σοβιετικής Ρωσσίας, συμβούλευε προ ετών τους Αμερικανούς διπλωμάτες και πολιτικούς ο Μέντωρ της αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής (στο ογκώδες σύγγραμμά του “Διπλωματία”) για την περίπτωση που η βαρύτατα ασθενούσα Ηπειρωτική Δύναμη ήθελε αναρρώσει και επανέλθει ακμαία στο διεθνές σύστημα, πράγμα για το οποίο ο ίδιος έμοιαζε απολύτως βέβαιος ότι θα συμβεί, θάττον ή βράδιον (και ήδη έχει αρχίσει να συμβαίνει επί Προεδρίας Βλαδιμήρου Πούτιν).     

 

       β) την προληπτική ανάσχεση της Ηπειρωτικής Δυνάμεως «Ευρώπη» (διάβαζε: «Πυρήνα» της ΕΕ υπό την διεύθυνση του Γαλλο-Γερμανικού Άξονος), για την περίπτωση καθ’ ην η τελευταία επετύγχανε κάποιαν ημέρα να χειραφετηθεί στρατηγικώς, αναδεικνυόμενη τοιουτοτρόπως σε ολοκληρωμένο Ηπειρωτικό Πόλο Συγκεντρώσεως Διεθνούς Ισχύος και, επομένως, αξιόπιστο ανταγωνιστή της Παγκοσμίου Ναυτικής Δυνάμεως.

 

            Την πληρέστερη και συνάμα αφοπλιστικώς ελικρινέστερη κατάθεση της Στρατηγικής Προληπτικής Ανασχέσεως την οφείλουμε στον πρώην Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Zbigniew Brzezinski, ο οποίος διετύπωνε, στο παγκοίνως γνωστό πλέον βιβλίο του «Η Μεγάλη Σκακιέρα», ως δόγμα στο μεταψυχροπολεμικό διεθνές περιβάλλον το εξής: Ως εναπομείνασα Παγκόσμιος Δύναμη, οι ΗΠΑ οφείλουν να επαγρυπνούν, ώστε να μην υπάρξει έμπρακτη και επιτυχής αμφισβήτηση της ηγεμονίας τους από καμμία Περιφερειακή Δύναμη. Οι πιθανοί στρατηγικοί ανταγωνιστές εντοπίζονται στον Ευρασιατικό Χώρο. Οπότε τα τρία ζητούμενα για την Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας είναι, κατά τον αναλυτή (χρησιμοποιεί ορολογία παραπέμπουσα στο Imperium Romanum και στον Φεουδαλικό Μεσαίωνα): 

«Να παρεμποδισθούν συμφωνίες μεταξύ των vasalles και να διατηρηθεί η εξάρτησή τους από την Αυτοκρατορία σε ζητήματα ασφαλείας, να κρατηθούν υποταγμένα τα φόρου υποτελή κράτη και να ληφθεί μέριμνα ότι οι βαρβαρικοί λαοί δεν θα συμπήξουν μέτωπο».

 

Ακολουθώντας τo φεουδαλικό σύστημα, ονομάζει “vasalles” τις μεγαλύτερες σχετικά Δυτικοευρωπαϊκές Δυνάμεις, που, όπως οι μεσαιωνικοί Ιππότες, χαίρουν ελευθεριών και προνομίων, πλην όμως, είναι αφοσιωμένες στον Ηγεμόνα διά των δεσμών της fidelité. «Φόρου υποτελή» κράτη είναι, κατά τα συμφραζόμενα, οι μικρότερης σημασίας σύμμαχοι. Τέλος, «Βαρβαρικοί λαοί», που δεν επιτρέπεται να συνασπισθούν εναντίον της Αυτοκρατορίας, είναι οι Ρώσσοι, οι Κινέζοι, οι Ινδοί κ.λ.π. Εν προκειμένω, ο Brzezinski επαναδιατύπωσε ουσιαστικά, για την μεταψυχροπολεμική περίοδο, με γλαφυρό τρόπο, τον στρατηγικό σκοπό της Βορειο-Ατλαντικής Συμμαχίας, όπως προσφυώς τον είχε εκφράσει ο πρώτος Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Λόρδος Ismay: “to keep the Americans in (Europe), the Russians out and the the Germans down”.

 

            Αυτόν τον στρατηγικό στόχο, δηλαδή την προληπτική ανάσχεση των δυνητικών αυριανών αντιπάλων ήλθε να υπηρετήσει και η επέμβαση εναντίον της Ο.Δ. Γιουγκοσλαβίας της 24ης Μαρτίου 1999, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, υπήρξε εξ επόψεως Διεθνούς Δικαίου έκνομη, παρά τις κοπιώδεις απόπειρες να ενδυθεί ιδεολογική νομιμοποίηση, υπό το πρόσχημα της «προστασίας των μειονοτήτων» από δήθεν «εθνοκάθαρση», όπως άλλωστε πάντοτε συμβαίνει, ιστορικά, σε ανάλογες περιπτώσεις (όρα, μεταξύ πολλών άλλων, και το προηγούμενο της διεθνούς επεμβάσεως στην Τσεχοσλοβακία το 1938 για την «προστασία» της συμπαγούς γερμανικής μειονότητος της Σουδητίας από την τσεχική «καταπίεση»).

 

Σχετικώς προς τα αληθή – γεωστρατηγικά και γεωοικονομικά – αίτια της επεμβάσεως έγραφε ο Καθηγητής August Pradetto, από το Ινστιτούτο Διεθνούς Πολιτικής του Γερμανικού Στρατιωτικού Πανεπιστημίου του Αμβούργου, ήδη από το θέρος του 1998:  «Ως προς την θεματική της ενταθείσης συνεργασίας του ΝΑΤΟ με την Αλβανία και την Μακεδονία (εννοεί το Κράτος των Σκοπίων), της ιδρύσεως ενός Γραφείου Συνδέσμουτης εκμεταλλεύσεως στρατιωτικών εγκαταστάσεων στις χώρες αυτές και της από κοινού διεξαγωγής στρατιωτικών γυμνασίων, εξεφράσθη η επιφύλαξη ότι, υπό το πρόσχημα της ανασχέσεως της κρίσεως του Κοσσυφοπεδίου, το ΝΑΤΟ οικοδομεί την παρουσία του στην ΝΑ. Ευρώπη και δημιουργεί για τον εαυτόν του νέες επιχειρησιακές επιλογές και στρατηγικές θέσεις στην ΝΑ. Ευρώπη – είτε ένεκα προετοιμασίας ενός νέου γύρου διευρύνσεως είτε διά της δημιουργίας ενός άξονος από Ουγγαρίας, μέσω της Κροατο-Βοσνιακής Ομοσπονδίας (επιτευχθείσης χάρις στις ΗΠΑ, το 1994), του Κοσσυφοπεδίουτης Αλβανίας και της Μακεδονίας, μέχρι την Τουρκία.»

 

Και ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Bundeswehr συνέχιζε: «Η επέμβαση στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο χωρίς νομιμοποίηση από το Σ.Α. του ΟΗΕ και επί τη βάσει μιας εντολής την οποία το ίδιο το ΝΑΤΟ θα έδιδε στον εαυτόν του, εκτιμώντας μία κατάσταση ως απειλούσα την ασφάλεια και χρήζουσα στρατιωτικών μέτρων, εκτιμάται ως προηγούμενο για ενδεχόμενες μελλοντικές επεμβάσεις στην άμεσο προθάλαμο της Ρωσσίαςπ.χ. στον Καύκασο, διά της αξιοποιήσεως εθνοτικών διενέξεων και διακρατικών ερίδων. Εκεί, όπου έχει ξεσπάσει μία δριμύτατη μάχη ανταγωνισμού μεταξύ Δυτικών και Ρωσσικών πετρελαϊκών εταιρειών – και μεταξύ στρατηγικών συμφερόντων Ουάσιγκτων και Μόσχας – περί τα κοιτάσματα πετρελαίου της Κασπίας και τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεώς τους (…) Υπό την έννοια αυτή, είναι πράγματι ορατές οι  απαρχές ενός νέου «μίνι Ψυχρού Πολέμου», στον οποίο όμως η Ρωσσία ξεκινά από θέσεις αφετηρίας πολύ χειρότερες απ’ ό,τι το 1945

 

            Την μείζονα σημασία του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας ως κρίσιμης γεωπολιτικής Περιοχής για τον έλεγχο του Ανατολικού Ευρασιατικού Χώρου εξαίρουν οι Αμερικανοί αναλυτές, ο Brzezinski μάλιστα την ονομάζει «Ευρασιατικά Βαλκάνια» – κατ’ αντιδιαστολήν προς τα Νοτιο-Ευρωπαϊκά Βαλκάνια που επιτρέπουν στον επικυρίαρχό τους τον έλεγχο του Δυτικού Ευρασιατικού Χώρου. Από την περιοχή πρέπει, κατά τον Αμερικανό ειδήμονα, να κρατηθούν οπωσδήποτε μακράν οι Ρώσσοι.

 

Για την Παγκόσμια Ναυτική Δύναμη, η διασφάλιση της προσβάσεως στα ενεργειακά αποθέματα της Κ. Ασίας, αλλά και τους εξ αυτής εκκινούντες ενεργειακούς αγωγούς – με παράλληλο αποκλεισμό της Ρωσσικής προσβάσεως – αποτελεί μείζονα στρατηγικό στόχο. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ισχυροί αμερικανικοί κύκλοι συνέπραξαν, διαρκούσης της δεκαετίας του 1990, προκειμένου, αρχικώς, να καταστήσουν δυνατό τον λεγόμενο «τουρκικό αγωγό» (Turk Pipeline: ο αγωγός πετρελαίου που οδηγεί από το Μπακού στο Τουρκικό λιμάνι του Τσεϋχάν στα νότια της Μ. Ασίας), εν συνεχεία δε να τον επιβάλουν αντί του «Ρωσσικού αγωγού» (Russian Pipeline: ο αγωγός που οδηγεί από το Τεγκίζ στο Νοβοροσίσκ και, εκείθεν, στον Πύργο της Βουλγαρίας, για να καταλήξει στην Αλεξανδρούπολη της Ελληνικής Θράκης).

 

Όμως, η κατίσχυση επί της Ηπειρωτικής Δυνάμεως Ρωσσίας στον Πόλεμο των Αγωγών, είτε διά παρακάμψεως των εδαφών της είτε διά της αποσχίσεώς τους από την κρατική επικράτεια (όρα γεγονότα Τσετσενίας, Νταγκεστάν κ.λ.π.), θα σήμαινε ότι το ενεργειακό υποσύστημα της Κασπίας θα υπήγετο, πλέον, απολύτως στην αγγλοσαξονική σφαίρα γεωπολιτικής επιρροής. Δοθέντος δε ότι η Μετα-Σοβιετική Ρωσσία, ακριβώς εξ αιτίας της απώλειας του status της Παγκοσμίου Δυνάμεως, έχει έντονο ενδιαφέρον στην διασφάλιση του status της ως Περιφερειακής Ηπειρωτικής Δυνάμεως στην περιοχή που αποκαλεί «Εγγύς Εξωτερικό»,  νέες εντάσεις στις σχέσεις Δύσεως – Ρωσσίας φαίνονται πιθανές.

 

Εν όψει και των νέων – ασυμμέτρων – απειλών και λοιπών προκλήσεων του μεταδιπολικού διεθνούς περιβάλλοντος, οι ιθύνοντες των Δυτικών Ναυτικών Δυνάμεων οφείλουν να επιδείξουν σύνεση, διορατικότητα και συμπεριφορά συνάδουσα προς τις αρχές του Πολιτικού Ρεαλισμού, αναζητώντας μία αμφοτεροβαρή Στρατηγική Συνεργασία με την Μετα-Σοβιετική Ρωσσία  –  και όχι να «άγονται και φέρονται» υπό το κράτος και την πίεση ποικίλων ιδιοτελών «λόμπυ» επιρροής, αντιρωσσικών ψυχροπολεμικών στερεοτύπων και ανιστορήτων διεθνιστικών ιδεολογημάτων.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  

  1. Brzezinski, Zbigniew,  Die einzige Weltmacht; Amerikas Strategie der Vorherrschaft (τίτλος αμερικανικού πρωτοτύπου: «The Grand Chessboard; American Primary and Its Geostrategic Imperatives»), Frankfurt a.M. 1999.
  2. Του αυτού,  A Plan for Europe, «Foreign Affairs», January/February 1995.
  3. Glenny, Misha,  Jugoslawien, Der Krieg, der nach Europa kam, München 1993.
  4. Glotz, Peter,  Rokoko-Saal-Politik, Notizen zur deutschen Aussenpolitik nach 1989, «Neue Gesellschaft – Frankfurter Hefte», 7/93.
  5. Goldenbach, Walter von / Minow, Hans-Rüdiger / Rudig, Martin,

Von Krieg zu Krieg; die deutsche Aussenpolitik und die ethnische Parzellierung Europas, Berlin 1996.

  1. Gordon, Philip H.,  France, Germany, and the Western Alliance, Boulder, San Francisco / Oxford 1995.
  2. Gray, Colin S.,   Seapower and Strategy, Annapolis, Md. 1989. 
  3. Hacke, Christian,  Nationale Interessen in einer interdependenten Welt. Eις: Kaiser, Karl / Krause, Joachim, Deutschlands neue Aussenpolitik, Band 3: Interessen und Strategien, München 1996.
  4. Ηaushofer, Albrecht,  Allgemeine Politische Geographie und Geopolitik, Heidelberg 1951.
  5. Haushofer, Karl,  Bausteine zur Geopolitik, Berlin 1928.
  6. Ηuntington, Samuel P.,  Die einsame Supermacht, «Blätter für deutsche und internationale Politik»,  5/1999.
  7. Ηλιόπουλου, Ηλία, Η Επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, Συμβολή στην Διεθνή Ασφάλεια – και υπό ποίους όρους; Αθήναι / Μόναχο 1998.
  8. Ηφαίστου, Παναγιώτη,  Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων και κατηγοριών κατά της Ευρωπαϊκής Ιδέας, Αθήνα 1994.
  9. Joxe, Alain,  Humanitarisme et empires, «Le monde diplomatique», 1/1993.
  10. Kaiser, Karl / Roper, John,  Die Geopolitik der beiden Dreiecke, εις: Των ιδίων, Die stille Allianz. Deutsch-britische Sicherheitskooperation, Bonn 1987.
  11. Murray, Douglas J. / Viotti, Paul R. (Edit.), The Defense Policies of Nations, Third Edition, Baltimore / London 1994.
  12. Kempin, Ronja / Schreer, Benjamin / Thiede, Tanja,  Neuordnung der atlantischen Beziehung? Berlin, Januar 2004.
  13. Kennedy, Paul,  Aufstieg und Fall der Grossen Mächte. Ökonomischer Wandel und militärischer Konflikt von 1500 bis 2000 (τίτλος Αμερικανικού πρωτοτύπου: The Rise and Fall of the Great Powers), Frankfurt am Main 1991.
  14. Kindermann, Gottfried-Karl,  Grundelemente der Weltpolitik. Eine Einführung, 4. Auflage, München / Zürich 1991.
  15. Kissinger, Henry A.,  Die sechs Säulen der Weltordnung, Berlin 1994.
  16. Του αυτού, Die Vernunft der Nationen (τίτλος πρωτοτύπου: Diplomacy), Berlin 1996.
  17. Krekeler, Norbert, Revisionsanspruch und geheime Ostpolitik der Weimarer Republik, Stuttgart 1973.
  18. Layne, Christopher,  The Unipolar Illusion: Why New Great Powers will Rise, «International Security», άνοιξη 1993.
  19. Mackinder, Halford J.,  Britain and the British Seas, Oxford, 1906 & 1915.
  20. Του αυτού, Democratic Ideals and Reality, New York, 1942 & 1962.
  21. Mahan, Alfred Thayer, The Influence of Sea Power upon History, 1660-1783, London, 1890 & 1965.
  22. Μάζη, Ιωάννου Θ.,  Γεωπολιτική. Η Θεωρία και η Πράξη, Αθήναι 2002.
  23. Morgenthau, Hans J.,  In Defense of the National Interest, New York 1951.
  24. Του αυτού,  The Problem of the National Interest, εις: Dilemmas of Politics, Chicago 1958.
  25. Του αυτού,  Politics Among Nations. The Struggle for Power and Peace, New York 1978, 5th Edit.
  26. Newhouse, John,  Bonn, der Westen und die Auflösung Jugoslawiens,  «Blätter für deutsche und internationale Politik», 10/92.
  27. Pradetto, August, Konfliktmanagement durch militärische Intervention? Dilemmata westlicher Politik, Hamburg 1998.
  28. Ratzel, Friedrich,  Politische Geographie, Μünchen 1897 & 1923 (επανέκδοση Osnabrück, 1974).
  29. Schöllgen, Gregor,  Die Macht in der Mitte Europas. Stationen deutscher Aussenpolitik von Friedrich dem Grossen bis zur Gegenwart, München 1992.
  30. Weidenhiller, Marta,  Kaschmir oder Tibet als potentielle Kosovos? Kritik in Asien an den NATO-Angriffen; neue Konstellationen als Gegengewicht zu den USA gesucht, «Die Welt», 10/5/1999.

 

 

Για την έννοια του Χώρου και του Ομοιογενούς Χώρου παράβαλε Μάζη, Ιωάννου Θ.,

Γεωπολιτική. Η Θεωρία και η Πράξη, Αθήναι 2002, σελ. 45.

 

Για τις έννοιες «Naval Power» και «Sea Power» όρα το κλασσικό έργο του κορυφαίου εκπροσώπου των Στρατηγικών Σπουδών Colin S. Gray, Seapower and Strategy, Annapolis, Md. 1989. 

 

 

Πρβλ. ως λίαν σημαντικό για την κατανόηση της θέσεως των ΗΠΑ στην μεταδιπολική περίοδο

και την ερμηνεία της Στρατηγικής της: Brzezinski, Zbigniew, Die einzige Weltmacht; Amerikas

Strategie der Vorherrschaft (τίτλος Αμερικανικού πρωτοτύπου: The Grand Chessboard; American Primary and Ist Geostrategic Imperatives), Frankfurt a.M., 1999. Επίσης: Kondylis, Panajotis, Planetarische Politik nach dem Kalten Krieg, Berlin 1992.

 

Πρβλ. Huntington, Samuel P., Die einsame Supermacht, εις: «Blätter für deutsche und internationale Politik», 5/99, σελ. 548 κ. εξ. Επίσης: Kissinger, Henry A., Die sechs Säulen der Weltordnung, Berlin 1994, σελ. 17. Επίσης: του ιδίου, Die Vernunft der Nationen (τίτλος Αμερικανικού πρωτοτύπου: Diplomacy), Berlin 1996, σελ. 19. Επίσης: Layne, Christopher, The Unipolar Illusion: Why New Great Powers will Rise, εις: «International Security», άνοιξη 1993, σελ. 16 κ. εξ.     

 

Kissinger, Die Vernunft der Nationen, σελ. 914.

 

Πρβλ. Huntington, όρ. ανωτ., σελ. 559. Κλασσικό παράδειγμα από την Νεώτερη Ιστορία συνιστά η σχέση Μ. Βρεταννίας – Ιταλίας κατά τον Μεσοπόλεμο. Η τότε ηγεμονική Παγκόσμιος Δύναμη αποδέχθηκε επί μακρόν την ανάληψη ρόλου Μεσαίας Περιφερειακής Δυνάμεως εκ μέρους της δεύτερης, ου μην αλλά και την προέτρεψε σ’ αυτόν τον ρόλο, για τους λόγους που εξηγούμε. 

 

Για την χρησιμοποίηση των εθνικών/εθνοτικών μειονοτήτων προς ανατροπή του διεθνούς εδαφικού status quo, όρα Krekeler, NorbertRevisionsanspruch und geheime Ostpolitik der Weimarer Republik, Stuttgart 1973. Για την σημερινή στρατηγική εθνοφυλετικού κατακερματισμού της Ευρώπης με μοχλό τις μειονότητες όρα Goldenbach, Walter von / Minow, Hans-Rüdiger / Rudig, MartinVon Krieg zu Krieg; die deutsche Aussenpolitik und die ethnische Parzellierung Europas, Berlin 1996, εν προκειμένω δε ιδία το κεφάλαιο: Ethnopolitische Polung und Recht auf Sezession; das Europäische Zentrum für Minderheitenfragen, σελ. 77-94. 

 

Όρ. Newhouse, John, Bonn, der Westen und die Auflösung Jugoslawiens, εις: «Blätter für deutsche und internationale Politik», 10/92. Επίσης Joxe, Alain, Humanitarisme et empires, εις: «Le monde diplomatique», 1/1993. Επίσης Glenny, Misha, Jugoslawien, Der Krieg, der nach Europa kam, München 1993. Επίσης Glotz, Peter, Rokoko-Saal-Politik, Notizen zur deutschen Aussenpolitik nach 1989, εις: «Neue Gesellschaft – Frankfurter Hefte», 7/93. Όρα επίσης την βαρυσήμαντη ομολογία του τότε Προέδρου της Γαλλίας Francois Mitterrand, «Le monde», 21/1/1993.    

 

Huntington, ένθ. ανωτ., σελ. 560.

 

Brzezinski, όρ. ανωτ., σελ. 66 κ. εξ.

 

Kissinger, όρ. ανωτ., σελ. 918. Όρ. και σελ. 904 κ. εξ.

 

Πρβλ. Ηλιόπουλου, Ηλία, Η Επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, Συμβολή στην Διεθνή Ασφάλεια – και υπό ποίους όρους; Αθήναι / Μόναχο, 1998, σελ. 23 κ. εξ. Επίσης:  Brzezinski, A Plan for Europe, εις: «Foreign Affairs», January/February 1995, σελ. 26 κ. εξ. Επίσης: Kissinger, ένθ. ανωτ., σελ. 916.

 

Brzezinski, Die einzige Weltmacht, σελ. 65 κ. εξ.

 

Bundeswehr-Universität Hamburg, Institut für Internationale Politik (έκδοση του), Pradetto, August, Konfliktmanagement durch militärische Intervention? Dilemmata westlicher Politik, Hamburg 1998.

 

Όρ. ανωτ. Επίσης επίσης Weidenhiller, Marta, Kaschmir oder Tibet als potentielle Kosovos? Kritik in Asien an den NATO-Angriffen; neue Konstellationen alsGegengewicht zu den USA gesucht, εις: «Die Welt», 10/5/1999.

 

Όρ. Brzezinski, ένθ. ανωτ., σελ. 181 κ. εξ.

 

Περί του ζητήματος των ενεργειακών αγωγών πρβλ. Forsythe, Rosemarie, The Politics of Oil in The Caucasus and Central Asia, Adelphi Paper 300, London 1996. Επίσης: Ηλιόπουλου, Ηλία, Η διείσδυση της Τουρκίας στις Μουσουλμανικές Δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ. Μελέτη ΙΑΑ (μη εκδοθείσα).

 

Όρ. Ηλιόπουλου, Η Επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, ιδίως το κεφ. «Στρατηγική συνεργασία ή αντιπαράθεση με την Ρωσσία; Η ιστορική ευθύνη των ΗΠΑ.»

 

Αφήστε μια απάντηση