Blog

Η «ΣΥΜΠΡΑΞΗ» ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Η «ΣΥΜΠΡΑΞΗ» ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Σε πρόσφατο άρθρο του για τις σχέσεις Ελλάδος – Τουρκίας, ο Καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του FEPS και του ΕΛΙΑΜΕΠ, καταλήγει σε δύο δυνατές ελληνικές στρατηγικές, αυτές της αναχαιτήσεως (containment) και σε αυτήν της συμπράξεως (engagement). Μετά από κατηγορηματική απόρριψη της πρώτης στρατηγικής επιλογής την οποία χαρακτηρίζει ως αδιέξοδη, ατελέσφορη και ανέφικτη (άσκοπη δαπάνη πόρων), συνιστά ανεπιφύλακτα για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα την σύμπραξη, της οποίας τα βασικά στοιχεία συνοψίζει ως εξής:

  1. Πρόσδεση της Τουρκίας με την ΕΕ, μέσω ειδικής σχέσεως, με προοπτική πλήρους μελλοντικής εντάξεως αυτής.
  2. Ενσωμάτωση της Τουρκίας σε περιφερειακές δομές και όχι αποκλεισμό της από αυτές (π.χ. Α. Μεσόγειος).
  3. Άνοιγμα σοβαρής διαδικασίας ειρηνικής επιλύσεως των προβλημάτων μεταξύ των δύο χωρών (χωρίς νομικίστικες προσεγγίσεις).

Ο Κος Ιωακειμίδης καταλήγει στο συμπέρασμα αυτό αφού πρώτα περιγράφει τους παράγοντες της τουρκικής εθνικής ισχύος που την καθιστούν αδιαμφισβήτητη περιφερειακή ισχυρή δύναμη με προοπτική ηγεμονικής μετεξελίξεως. Μία ελληνική στρατηγική αναχαιτήσεως (εξοπλισμοί και «συγκυριακές» συμμαχίες) κατά τον Κο Καθηγητή, εξοργίζει την Τουρκία, της προκαλεί το σύνδρομο της περικυκλώσεως και έτσι καθίσταται περισσότερο αδιάλλακτη και επιθετική, προβαίνοντας σε περαιτέρω εξοπλισμούς. Επικαλούμενος διατύπωση του επιφανούς διεθνολόγου J. Mearsheimer, ο Κος Ιωακειμίδης φέρεται να κατανοεί την επιδίωξη ηγεμονικής ισχύος της Τουρκίας στον βαθμό που το κράτος αυτό ανησυχεί για την επιβίωσή του.  Θεωρεί επιπλέον ότι η Τουρκία περίπου εξαναγκάσθηκε να επιλέξει την αυτόνομη περιφερειακή ισχύ μετά την απόρριψή της από την ΕΕ, το 2007, με ευθύνη της Γαλλίας και της Γερμανίας.

Μετά την παύση του Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία αυτονομείται σταδιακά από την Δύση, ενώ οι επεκτατικές της διαθέσεις χρονολογούνται από τον Κεμάλ Ατατούρκ (εθνικός όρκος) και αποτελούν έκτοτε βασικό Εθνικό της Σκοπό, σαφώς διατυπωμένο και ανεξαρτήτως εναλλαγής κυβερνήσεων. Κατά συνέπεια η αυτόνομη τουρκική περιφερειακή ισχύς, δεν αποτελεί απόρροια της απορρίψεώς της από την ΕΕ το 2007 αλλά έχει προηγηθεί, με πλήθος αποδεικτικών πεπραγμένων. Το επί δεκαετίες πραγματοποιούμενο γιγαντιαίο εξοπλιστικό τουρκικό πρόγραμμα δεν προκάλεσαν οι ελληνικοί εξοπλισμοί (η άποψη αυτή προκαλεί τουλάχιστον θυμηδία)  αλλά η πολιτική βούληση να καταστεί αυτόνομη περιφερειακή δύναμη (ή τρίτος πόλος μεταξύ Δύσεως και Ανατολής, ως ηγέτης των τουρκοφώνων κρατών αλλά και των Μουσουλμάνων) και να χρησιμοποιήσει τις ΕΔ και την αμυντική της βιομηχανία, για επεκτατικούς πολιτικούς σκοπούς είτε ως εδαφικές κατακτήσεις είτε ως μέσα ενασκήσεως επιρροής και ελέγχου σε έτερα κράτη.

Ο Κος Ιωακειμίδης κατανοεί την επιδίωξη ηγεμονικής ισχύος από την Τουρκία, αφού το κράτος αυτό ανησυχεί για την επιβίωσή του αλλά δεν αντιλαμβάνεται τον λόγο του στρατιωτικού εξοπλισμού της Ελλάδος, η οποία εν τούτοις έχει πολλαπλάσιους λόγους να ανησυχεί για την επιβίωσή της. Προτρέπει να μην προκαλείται το «θηρίο» με «δαπανηρούς» και «άσκοπους» εξοπλισμούς (ούτε με «προκλητικές» συμμαχίες) διότι θα θυμώσει, θα νοιώσει περικυκλωμένο και θα γίνει επιθετικό. Αφού όμως σύμφωνα με τον Κο Ιωακειμίδη η Τουρκία διαθέτει μία περιφερειακού επιπέδου στρατιωτική ισχύ, γιατί να νοιώθει περικυκλωμένη από τις «μάταιες και ατελέσφορες» ελληνικές εξοπλιστικές προσπάθειες; Εκτός εάν ο Κος Καθηγητής εννοεί ότι η Τουρκία αισθάνεται περικυκλωμένη από τις ελληνικές νήσους και την Κύπρο και κατά συνέπεια θα πρέπει μέσω διαπραγματεύσεων (με βάση ίσως την θεωρία του «ζωτικού χώρου» και όχι με «νομικίστικες προσεγγίσεις») η Τουρκία να παύση να «ασφυκτιά».

Στο άρθρο του Κου Ιωακειμίδη αιωρείται το επιχείρημα ότι για το σημερινό αδιέξοδο ευθύνεται η ελληνική στρατηγική της αναχαιτήσεως ενώ η στρατηγική του διαλόγου έχει περιέλθει σε αδράνεια. Δυστυχώς ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Η διαχρονική πολιτική απαξίωση των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ) και της αμυντικής βιομηχανίας και η αμφιλεγόμενης αξιοπιστίας πολιτική βούληση χρήσεως των ΕΔ όταν απαιτείται, έχουν οδηγήσει στον μονόδρομο του κατευνασμού, προσφέροντας αναίμακτα   απρόσμενα κέρδη στην Τουρκία και ανοίγοντας διαρκώς την αδηφάγο όρεξή της. Δίαυλοι επικοινωνίας υπήρχαν πάντοτε (μόνο οι διερευνητικές συνομιλίες υπερέβησαν τις 60) αλλά συνήθως χρησίμευαν ως άλλοθι για την Τουρκία η οποία όχι μόνο ουδέποτε συμβιβάσθηκε κατ’ ελάχιστον αλλά αντιθέτως σκληραίνει διαρκώς την στάση της (όχι λόγω των ελληνικών εξοπλισμών αλλά λόγω της ελληνικής αδυναμίας όπως θα τόνιζε ο πρόγονός μας Θουκυδίδης).

Ομοειδή πληθυσμιακά κράτη με την Ελλάδα, όπως η Σουηδία, Νορβηγία, Ολλανδία, Φινλανδία, Ισραήλ κ.λπ. έχουν αναπτύξει υψηλή αμυντική βιομηχανία (δίχως μάλιστα να απειλούνται), με την οποία εξοπλίζονται και επιπλέον την εξάγουν αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη. Προφανώς οι σύμβουλοι των εκεί κυβερνήσεων δεν συμμερίζονται τις αντιλήψεις του Κου Ιωακειμίδη και άλλων εγχωρίων συμβούλων αλλά βλέπουν μέσα από την άμυνα όχι «ατελέσφορα έξοδα» αλλά απόκτηση αυτονόμου στρατιωτικής ισχύος, οικονομική ανάπτυξη, θέσεις εργασίας, τεχνογνωσία, συγκράτηση του «brain drain», επιρροή σε τρίτα κράτη, αποδοχή στις συμμαχίες κ.λπ.. Είναι σπάνιο έως ακατόρθωτο να ανευρεθεί ελληνική κυβέρνηση η οποία στο προεκλογικό της πρόγραμμα να περιλαμβάνει σαφές ολοκληρωμένο εξοπλιστικό πρόγραμμα και ακόμη σπανιότερο να το εκτελέσει με συνέχεια και συνέπεια. Οι εκάστοτε εξοπλισμοί αποτελούν συνήθως συγκυριακές ανακλαστικές κινήσεις μετά από εχθρικές πρωτοβουλίες της Τουρκίας (εκφράζεται η ευχή όπως το τρέχον εξοπλιστικό πρόγραμμα αποτελέσει εξαίρεση).

Καταλήγοντας ο Κος Ιωακειμίδης προτείνει την στρατηγική της συμπράξεως (μη αντιστοιχούσα  επακριβώς στην λέξη ορολογίας engagement). Η σύμπραξη είναι μία εύπεπτη λέξη αποπνέουσα ειρήνη, φιλία και συνεργασία. Δεν μας εξηγείται, εν τούτοις, επαρκώς εάν το γεωγραφικό πεδίο συμπράξεως θα περιλαμβάνει οιαδήποτε έκταση της τουρκικής επικράτειας και δικαιοδοσίας ή θα αρκείται μόνο σε περιοχές ελληνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Εάν κριθεί από την τουρκική αδιάλλακτη στάση στο θέμα της «γαλάζιας πατρίδας», των «γκρίζων ζωνών», των θαλασσίων ζωνών, της αποστρατικοποιήσεως νήσων, της μη εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου Θαλάσσης στην περιοχή μας «λόγω ειδικών περιστάσεων», το τουρκολιβυκό μνημόνιο, και τα «δύο κυρίαρχα κράτη» στην Κύπρο, αντιλαμβάνεται και ο πλέον αδαής προς ποια σύμπραξη μας παρακινεί ο Κος Καθηγητής. 

Η προτροπή ενσωματώσεως της Τουρκίας σε περιφερειακές δομές (αναφέρεται ως παράδειγμα η Α. Μεσόγειος) και όχι ο αποκλεισμός της, κρούει ανοικτές θύρες αφού ουδείς αρνείται την συμμετοχή της Τουρκίας, υπό την προϋπόθεση ότι αποδέχεται (όπως και το σύνολο των κρατών) τις προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου Θαλάσσης. Στο σημείο όμως αυτό επεμβαίνει ο Κος Ιωακειμίδης με το επόμενο βασικό στοιχείο της στρατηγικής της συμπράξεως και μας υποδεικνύει να ανοίξουμε ένα σοβαρό διμερή διάλογο ειρηνικής επιλύσεως των προβλημάτων δίχως νομικίστικες προσεγγίσεις. Δεδομένου ότι η μόνη γνωστή νομική πρακτική για την επίλυση των διαφορών είναι το Διεθνές Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο Θαλάσσης, προφανώς ο όρος «νομικίστικες προσεγγίσεις» αφορά ακριβώς αυτά. Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι εάν εναλλακτικά ο Κος Καθηγητής εισηγείται μία πολιτική προσέγγιση (με όρους ισχύος), ταυτιζόμενη με πάγια θέση της Τουρκίας. Η πολιτική διαπραγμάτευση, δια στόματος Ερντογάν, συνοψίζεται στην φράση «η Ελλάς έχει θράσος και σηκώνει ανάστημα, ενώ θα πρέπει να ομιλεί όσο της επιτρέπει το μπόϊ της».

Το τρίτο στοιχείο της στρατηγικής της συμπράξεως, σύμφωνα με τον Κο Καθηγητή, είναι η πρόσδεση της Τουρκίας στην ΕΕ με μία ειδική συμφωνία και με προοπτική πλήρους εντάξεως σε αυτήν. Ευτυχώς η Γαλλία και η Γερμανία δεν συμμερίστηκαν την άποψη αυτή το 2007 και έκτοτε το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών εκδηλώνει περαιτέρω αρνητική στάση σε μία τουρκική ευρωπαϊκή προοπτική. Σε μία ΕΕ αρχών και αξιών όπως αυτά του κοσμικού κράτους και της Δημοκρατίας, δεν θα αποτελούσε βέλτιστη λύση ο ένας στους τέσσερεις Ευρωπαίους να είναι Μουσουλμάνος (όχι λόγω θρησκείας αλλά για τις αξιακές, κοινωνικές και νομικές επιπτώσεις) και η μεγαλύτερη αριθμητικά εκπροσώπηση στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο να είναι της Τουρκίας. Όσο για την Ελλάδα όσοι πολιτικοί διαγκωνίζονται να εντάξουν την Τουρκία στην ΕΕ (δικαίως αρκετοί Ευρωπαίοι μας αποδίδουν το σύνδρομο της Στοκχόλμης), θα πρέπει να μας περιγράψουν την επόμενη ημέρα για την πατρίδα μας, όταν η FRONTEX θα μετακομίσει στα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας και η ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων και κεφαλαίων από την Τουρκία, θα κατακλύσει και θα καταλάβει ειρηνικά τις αραιοκατοικημένες και γηρασμένες παραμεθόριες νήσους μας, καθώς και την Θράκη.

Υπό τα τρέχοντα δεδομένα οι σχέσεις Ελλάδος/Κύπρου –  Τουρκίας συνιστούν παιγνίδι μηδενικού αθροίσματος και επομένως η εθνική αποτροπή (ιδιαίτερα η στρατιωτική) αποτελεί μονόδρομο. Η ουσιαστική αποτροπή απομακρύνει την πιθανότητα συγκρούσεως και δημιουργεί το απαιτούμενο περιβάλλον ασφαλείας, απαραίτητο για κάθε άλλη δραστηριοποίηση. Οι μονομερείς σταδιακές παραχωρήσεις κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων σε Ελλάδα και Κύπρο (εκλογικευμένες, εξωραϊσμένες και με το επίχρισμα διατηρήσεως της ειρήνης) είναι εθνικά επιζήμιες και ηθικά ανεπίτρεπτες. Η ειρήνη είναι επιθυμητή αλλά δεν αποτελεί ύψιστο αγαθό όταν διακυβεύονται ζωτικά εθνικά συμφέροντα, παρά μόνο βολική λύση της ζώσης γενεάς σε βάρος των αγέννητων Ελλήνων. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος όχι μόνο δεν ακολούθησε προτροπές «εξημερώσεως του θηρίου» αλλά έσυρε την πτωχή και κουρασμένη (από στρατιωτικές αναμετρήσεις) Ελλάδα, δύο φορές σε πολεμική αναμέτρηση με «θηρία». Δίχως τις επιλογές αυτές του τότε Πρωθυπουργού (και ενσυνειδήτου μεταφραστού του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδου) η ελληνική επικράτεια σήμερα δεν θα περιελάμβανε το Αιγαίο, την Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία και την Θράκη. Αν και δεχόμενοι καλοπροαίρετα ότι οι εκάστοτε σύμβουλοι κυβερνήσεων αποβλέπουν στην εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων, θα ήταν σκόπιμο να αναθεωρηθεί το καθεστώς αυτών. Εάν οι κυβερνήσεις δεν σκοπεύουν να καταργήσουν τους συμβούλους θιασώτες του κατευνασμού (λόγω διαχρονικής ροπής προς αυτούς), τουλάχιστον  ας εμπλουτίσουν την ομάδα τους με συμβούλους πραγματικούς θιασώτες της σχολής του ρεαλισμού.

                                                      07 – ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ – 2022

                                          Αντιναύαρχος ε.α. Β. Μαρτζούκος ΠΝ

                                                      Επίτιμος Διοικητής ΣΝΔ

                                                       Αντιπρόεδρος ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση