Τι σημαίνει η επικράτηση του μουσουλμανικού κόμματος ΚΙΕΦ στη μειονότητα της Θράκης.
Του Κώστα Ράπτη
Με νταούλια και ζουρνάδες έγιναν δεκτά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών έξω από τα γραφεία του ΚΙΕΦ στην παλιά αγορά της Κομοτηνής. Την ίδια στιγμή, το τηλεοπτικό κοινό της υπόλοιπης Ελλάδας προσπαθούσε να ερμηνεύσει την χρωματική εξαίρεση στον χάρτη σε ό,τι αφορά τους νομούς Ξάνθης και Ροδόπης, όπου πρώτευσε το μειονοτικό κόμμα. Όμως ούτε οι πανηγυρισμοί των μεν δικαιολογούνται, ούτε η έκπληξη των δε.
Το Κόμμα Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας, άλλως DEB, ιδρύθηκε στις (ταραγμένες σε σχέση με την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης) αρχές της δεκαετίας του ’90 από τον Αχμέτ Σαδίκ, τον πρώτο βουλευτή ο οποίος το 1989 εξελέγη ως ανεξάρτητος σε καθαρά μειονοτική βάση και έμελλε να χάσει τη ζωή του σε τροχαίο το 1995. Το όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του 3%, το οποίο θεσπίστηκε με ελάχιστα υποκρυπτόμενο στόχο την παρεμπόδιση ακριβώς τέτοιων υποψηφιοτήτων στη Θράκη, επανέφερε την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της μειονότητας στους κόλπους των κατεστημένων πανεθνικών κομμάτων και έστρεψε τις προσπάθειες των θιασωτών της διακριτής (και χωριστικής) παρουσίας στις ευρωεκλογές.
Πρόκειται προφανώς για ένα “δίπορτο” παιχνίδι το οποίο διακρίνεται από ανά πενταετία “επιδείξεις δύναμης”, ενώ ενδιαμέσως συνεχίζεται ο πολιτικός ανταγωνισμός με τους καθιερωμένους όρους.
Οι προχθεσινές ευρωεκλογές ήταν οι τρίτες στις οποίες έλαβε μέρος το ΚΙΕΦ – και δεν κατέγραψε τις λαμπρότερες επιδόσεις του. Η πρωτιά στους δύο νομούς ήταν δεδομένη ήδη από το 2014, όμως η πορεία που ακολουθήθηκε έκτοτε ήταν σταθερά πτωτική.
Τότε το ΚΙΕΦ συγκέντρωσε το 42% των ψήφων στην Ροδόπη και το 25,91% στην Ξάνθη ενώ το 2019 το ποσοστό του προσαρμόσθηκε στο 38% και 25,24% αντιστοίχως.
Στην αναμέτρηση της περασμένης Κυριακής το μειονοτικό κόμμα απέσπασε το 36,10% (και 14.448 ψήφους, από 23.063 προ πενταετίας) στη Ροδόπη και το 27,16% (ήτοι 11.176) στην Ξάνθη, όπου η απώλεια περίπου 4.000 ψήφων σε απόλυτο αριθμό σε σχέση με το 2019 μεταφράσθηκε σε άνοδο ποσοστού λόγω της αποχής.
Με άλλα λόγια, το ΚΙΕΦ δηλώνει πάντοτε “παρόν”, αλλά κάθε άλλο παρά βρίσκεται σε φάση “καλπασμού”.
Πανεθνικά, το κόμμα, του οποίου τώρα ηγείται η Τσιγντέμ Ασάφογλου, συγκέντρωσε ποσοστό 0,7% και 28.470 ψήφους, καθώς δεν απέφερε τα αναμενόμενα η προσπάθειά του να ανοιχτεί εκτός μουσουλμανικής μειονότητας, συμπεριλαμβάνοντας στους συνδυασμούς του την Ευγενία Νατσουλίδου (1.518 σταυροί) από την Έδεσσα, εκπρόσωπο όσων διεκδικούν σλαβομακεδονική μειονοτική ταυτότητα και έχουν περισσότερο αδιάλλακτες θέσεις από τους αντίστοιχους του “Ουράνιου Τόξου” στη Φλώρινα.
“Ήμασταν σίγουροι γι’ αυτό το αποτέλεσμα, το λέγαμε παντού όπου πηγαίναμε. Και σήμερα ο λαός μας υπερασπίστηκε ξανά τόσο τον αγώνα του όσο και το κόμμα του. Σήμερα στις κάλπες οι ”Τούρκοι της Δυτικής Θράκης” έδειξαν την αντίδρασή τους προς την Αθήνα και τις Βρυξέλλες”, δήλωσε η πρόεδρος του ΚΙΕΦ, στο τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu.
Η ανορθογραφία του εκλογικού χάρτη έγινε ήδη αντικείμενο κομματικής αντιπαράθεσης, με τον υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Γεραπετρίτη να επιρρίπτει ευθύνες σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ που δεν συμπεριέλαβαν στα ψηφοδέλτιά τους μειονοτική υποψηφιότητα, δηλώνοντας με νόημα: “Νομίζω είναι πολύ σαφή τα πράγματα. Κάποια στιγμή θα πρέπει όχι μόνο να δείχνουμε με το δάχτυλο, αλλά θα πρέπει να αναλαμβάνουμε και την ευθύνη μας, την ευθύνη που αναλογεί στο πολιτικό σύστημα”.
Τα πράγματα, ωστόσο είναι πολύ πιο περίπλοκα. Το ότι η ΝΔ συμπεριέλαβε στα ψηφοδέλτιά της την Νουρτζάν Σούλογλου (5.555 σταυροί) δεν μεταφράσθηκε σε σοβαρή διείσδυση στη μειονοτική ψήφο και το γιατί δεν στάθηκε δυνατό να εξευρεθεί περισσότερο προβεβλημένη υποψηφιότητα αφορά την αδυναμία όλων των πανεθνικών κομμάτων να βρουν πρόσβαση σε μία μειονοτική “ελίτ”, η οποία δείχνει ολότελα παραδομένη στην επιρροή του τουρκικού προξενείου Κομοτηνής – ή έστω απρόθυμη να του αντιταχθεί.
Χαρακτηριστικά είναι και τα χαμηλά (όπως πανεθνικά) ποσοστά της “Νέας Αριστεράς”, μολονότι το κόμμα περιλαμβάνει και τους δύο μειονοτικούς βουλευτές που είχαν εκλεγεί από τους συνδυασμούς του ΣΥΡΙΖΑ.
(Από την άλλη πλευρά, το ότι στον νομό Ξάνθης η επιρροή του ΚΙΕΦ περιορίσθηκε αποδίδεται στην έντονη προεκλογική παρουσία του μειονοτικού βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, Ιλχάν Αχμέτ).
Το ταγκό χρειάζεται δύο: και όπου αναδεικνύονται χωριστικές πολιτικές εκπροσωπήσεις με εθνοθρησκευτικά κριτήρια προκύπτει εκ του αποτελέσματος ότι ούτε οι εφαρμοζόμενες πολιτικές ενσωμάτωσης στον εθνικό κορμό λειτούργησαν αποτελεσματικά, ούτε η εν λόγω μειονότητα επενδύει σε αυτές μέχρι τέλους. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, εφόσον το τουρκικό προξενείο διαθέτει τα μέσα να καλλιεργεί την εικόνα μιας “μητέρας πατρίδας” η οποία λειτουργεί ως “προστάτης” της μειονότητας, παρά τις ενισχυμένες εγγυήσεις σεβασμού των δικαιωμάτων (ίσως ακόμη και ευημερίας) που παρουσιάζει συγκριτικά μία χώρα μέλος της ΕΕ.
Η ελληνική έννομη τάξη οχυρώνεται πίσω από το γεγονός ότι η Συνθήκη της Λωζάνης κατονομάζει την (πολύγλωσση) μειονότητα της Δυτικής Θράκης ως “μουσουλμανική”. Είναι αμφίβολη η αντοχή τέτοιων αντιστάσεων όταν, εκατό χρόνια μετά, το δικαίωμα στον ατομικό αυτοπροσδιορισμό είναι πανευρωπαϊκά κατοχυρωμένο και επιχειρείται εν προκειμένω η μετατροπή του σε συλλογικό εθνοτικό αυτοπροσδιορισμό.
Μάλιστα, επί των ημερών του Ταγίπ Ερντογάν, αυτού του τύπου η ευθυγράμμιση με την Άγκυρα έχει γίνει πιο εύκολη για τη μειονότητα, η οποία είναι θρησκευόμενη, συντηρητική και χωρίς παραδόσεις κεμαλιστικού εθνικισμού. Αυτό που πλέον εξάγεται στη Δυτική Θράκη είναι η “τουρκο-μουσουλμανική σύνθεση”, η οποία εργαλειοποιεί πιο αποτελεσματικά τη θρησκευτική διαφορετικότητα.
(Περιττό να αναφερθεί ότι οι “ψευδομουφτείες” στηρίζουν το ΚΙΕΦ, ενώ οι προεκλογικές του συγκεντρώσεις γίνονται μπροστά από τζαμιά. Η δε διοργάνωση του ετήσιου μνημοσύνου του Σαδίκ αποτελεί μία “θρησκευτική” εκδήλωση με ολοφάνερα πολιτικό περιεχόμενο).
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα. Η μεταπολεμική μετανάστευση έχει δημιουργήσει συμπαγείς κοινότητες τουρκικής καταγωγής σε μια σειρά από ευρωπαϊκά κράτη, αρχής γενομένης από τη Γερμανία. Είναι δεδομένη η προσπάθεια του Ερντογάν να λειτουργήσει ως πολιτικός καθοδηγητής τμήματος του ευρωπαϊκού πληθυσμού, με σκοπό την απόσπαση ανταλλαγμάτων αλλά και την παρακολούθηση των αντιπάλων του εκτός συνόρων, είτε δια της ενθάρρυνσης χωριστικών πολιτικών σχηματισμών, είτε δια των αποσπασμένων από την τουρκική Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων (και διαβρωμένων από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες) κληρικών.