ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ: ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ ΜΕ ΜΕΛΛΟΝ! Toυ κ. Σαράντου Ι. Καργάκου
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ: ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ ΜΕ ΜΕΛΛΟΝ!
Toυ κ. Σαράντου Ι. Καργάκου
Οι κατά καιρούς εξεγέρσεις των μαθητών δείχνουν το δυσάρεστο ψυχολογικό κλίμα που επικρατεί στα σχολεία μας. Αναφερθήκαμε σε προηγούμενο άρθρο στην περίπτωση της δεκαεξάχρονης ενός τραγουδιού που σκότωσε τον καθηγητή της, επειδή νόμισε πως αυτός βίασε το μυαλό της. Από τις αντιδράσεις των παιδιών βλέπει κανείς πως αν όχι όλα – τουλάχιστον μερικά – θα «σκότωναν» με μεγάλη ευκολία τον καθηγητή τους, προκειμένου να σώσουν το μυαλό τους από ένα σύστημα παιδείας που μοιάζει με καρυοθραύστη και κάνει τον καθηγητή να δρα σαν κρανιοθραύστης.
Το σχολείο φαντάζει στους μαθητές σαν ένας ατελείωτος Γολγοθάς, που πρέπει να διανύσουν σε ευρύ χρονικό διάστημα, φορτωμένοι μ’ ένα σταυρό κατασκευασμένο από συνθετικό υλικό ποικίλων μαθημάτων. Στην καλύτερη περίπτωση ο καθηγητής παίζει τον ρόλο του Σίμωνος του Κυρηναίου και στη χειρότερη τον ρόλο του μαστιγωτή. Όμως στη δική τους περίπτωση η κορυφή του Γολγοθά δεν εγγυάται καμμιά ανάσταση, καμμιά ανάταση. Το φάσμα της ανεργίας φαντάζει απειλητικό στο τέλος των σπουδών.
Το παιδί μπορεί να ολοκληρώσει πνευματικά τον εαυτό του μέσα από μια αντίθεση προς τη θέση που εκφράζει ο καθηγητής ή το σχολικό βιβλίο. Αυτή η αντίθεση απαγορεύεται. Ο καθηγητής έχει αναγορευθεί σε αυθεντία με την ευτελή δικαιολογία πως «αυτός διορθώνει», ενώ το επίσημο σχολικό βιβλίο λειτουργεί όπως το Κοράνι στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Έτσι το μυαλό εγκλωβίζεται σ’ ένα σιδερένιο κλουβί που ειδικά στις εξετάσεις ορίζεται με τη φράση «από εδώ μέχρι εκεί», που υποδηλώνει τα ακριβή όρια του «σωστού»! Έτσι όμως δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθεί διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο βιβλίο και στον μαθητή, ανάμεσα στον μαθητή και στον καθηγητή. Αποκλείεται η σύνθεση, που ειδικά στην εκπαίδευση σημαίνει γόνιμη αφομοίωση.
Αλλά κι αν ακόμη ο καθηγητής είχε διάθεση ν’ ανοίξει νέους ορίζοντες πνεύματος στους μαθητές, εμποδίζεται από το λεγόμενο «Αναλυτικό πρόγραμμα», που του καθορίζει επακριβώς το τι πρέπει να διδάξει και από πού μέχρι που να διδάξει. Εξυπακούεται ότι τα που, τί και πώς προσδιορίζονται από το «Σχολικό» που ακολουθείται «κατά γράμμα». Επομένως οι μαθητές αρκούνται σε μια άνευ ουσίας παράδοση και άνευ πρωτοτυπίας εξέταση, χωρίς δυνατότητα να συζητήσουν βαθύτερα στο μάθημα και χωρίς να τους γεννιέται η διάθεση να εντρυφήσουν και σε κάτι άλλο. Οι μοναδικές «θεμιτές» απορίες είναι του τύπου: «Αν μας βάλουν την ερώτηση τάδε, εμείς από πού πρέπει ν’ αρχίσουμε και που να τελειώσουμε;». Δηλαδή, από ποια γραμμή ή λέξη και μέχρι ποια γραμμή ή λέξη! Κι αυτό το απονεκρωτικό σύστημα εξετάσεων και διδασκαλίας το ονομάζουμε – και μάλιστα χωρίς αιδώ – παιδεία!
Λόγω του οξύτατου ανταγωνισμού και της χωρίς προηγούμενο πίεσης να εισαχθεί το παιδί σε κάποια σχολή, (ό,τι θέλει ας είναι αυτή, αρκεί να μπεί), οδηγείται σε διπλή φοίτηση: σχολείο και φροντιστήριο. Έτσι εξανεμίζεται ο ελεύθερος χρόνος. Οι μαθητές του σημερινού καιρού ξοδεύουν τον διπλάσιο χρόνο για διάβασμα στο σπίτι ή για φοίτηση στο φροντιστήριο απ’ ό,τι ξόδευαν οι μαθητές παλαιοτέρων εποχών. Τα αλλεπάλληλα διαγωνίσματα στο σχολείο και στο φροντιστήριο κάνουν την Γ’ Λυκείου μια συνεχή εξεταστική χρονιά, χωρίς ανάσα, χωρίς ένα διάλειμμα πνευματικής χαράς. Η φύση μάλιστα ορισμένων μαθημάτων είναι τέτοια ώστε μετά την τρίτη επανάληψη να κουράζεται αφάνταστα το μυαλό και να προκαλείται απέχθεια για το αντικείμενο μελέτης. Πολλοί μαθητές θα προτιμούσαν μια ελεύθερη ανάγνωση κι εξέταση σε μια ιστορία 600 σελίδων παρά να υφίστανται το μαρτύριο να λένε και να ξαναλένε τις περίπου 120 εξεταζόμενες σελίδες ενός αθλιογραμμένου βιβλίου.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τα κριτήρια λειτουργίας των φροντιστηρίων καθορίζονται από το ποιες ώρες αφήνει αχρησιμοποίητες το σχολείο. Ακόμη και όταν υπάρχουν γιορτές και αργίες, όπου το σχολείο υποχρεώνεται να κλείσει, ανοίγει το φροντιστήριο για διαγωνίσματα κι έκτακτα μαθήματα. Τίποτε δεν ευνόησε τόσο πολύ τα φροντιστήρια όσο η καθιέρωση του «Πενθημέρου». Ο δήθεν ελεύθερος χρόνος των μαθητών έγινε χρόνος φροντιστηριακός. Από το απόγευμα της Παρασκευής μέχρι το πρωί της Κυριακής παρατηρείται ένας πρωτοφανής φροντιστηριακός οργασμός. Υπάρχουν φροντιστές των Αθηνών που μεταφέρουν την φροντιστηριακή τους δραστηριότητα σε μικρές επαρχιακές πόλεις, όπου δεν υπάρχουν οργανωμένα φροντιστήρια, και καλύπτουν τις ανάγκες των εκεί μαθητών κατά το τριήμερο αυτό, συνδυάζοντας έτσι το τερπνόν μετά του ωφελίμου: εργασία και εκδρομή!
Όσο και αν φαίνεται περίεργο, η κούραση των μαθητών ενισχύεται από τη μονομέρεια του εξεταστικού συστήματος. Το ενδιαφέρον των μαθητών περιορίζεται στα εξεταζόμενα μαθήματα Δέσμης, ενώ τα μαθήματα Επιλογής, τα – ας πούμε συμπληρωματικά – αγνοούνται παντελώς. Όμως, όσο και αν αυτό φαίνεται βολικό, κουράζει, καταπονεί το πνεύμα, ξεραίνει την ψυχή. Είναι σαν να τρέφεται το παιδί μόνο με τέσσερεις τροφές, όπως ο Γιοβάν, ένας λογοτεχνικός ήρωας στο «Συννεφιάζει» του Λουντέμη που το εδεσματολόγιό του αποτελούσαν τα «πατλιζάν, σισάρκα, πιπέρκα» και για ποικιλία τα «πιπέρκα, σισάρκα, πατλιτζάν»! Σχολείο και φροντιστήριο ασχολούνται ουσιαστικά με το ίδιο αντικείμενο. Ο μαθητής της Γ’ Λυκείου πηγαίνει πρώτα στο σχολείο για να ακούσει «κάτι» και μετά πηγαίνει στο φροντιστήριο για να μάθει αυτό το «κάτι» καλύτερα. Βέβαια, με την αύξηση των μαθημάτων, παρόλο που προσφέρθηκε μια εξεταστική ποικιλία, φθάσαμε, όπως συνήθως, πάλι στο αντίθετο άκρο. Σε καμμιά περίπτωση ο αριθμός των εξεταζόμενων σε πανελλήνια κλίμακα μαθημάτων δεν έπρεπε να υπερβαίνει τα πέντε – έστω τα έξι – μαθήματα, αν σ’ αυτά περιλαμβάνεται και η ξένη γλώσσα. Αν ο μικρός αριθμός μαθημάτων πνίγει το ενδιαφέρον, ο μεγάλος αριθμός εξαχνώνει το ενδιαφέρον.
Η ποικιλία όμως που θα μπορούσε να τονώσει το ενδιαφέρον και να προσελκύσει την προσοχή των μαθητών απουσιάζει ακόμη και από ορισμένα μαθήματα. Συγκεκριμένα, στην Ιστορία και στα Θρησκευτικά επαναλαμβάνονται από τάξη σε τάξη σχεδόν τα ίδια, μόνο που διαφέρουν στην έκφραση. Αυτό βέβαια δεν είναι τελείως κακό, αφού κάτι μένει στο μυαλό των μαθητών, είναι όμως πολύ πληκτικό, εφόσον αναμασάται η ίδια ύλη, κυρίως όμως είναι ενοχλητική η παρείσφρηση ιδεολογικών στοιχείων, που όζουν κομματικής κινάβρας. (Κινάβρα: οσμή τράγου, «τραγίλα»).
Ίσως τα πράγματα στα σχολεία μας να είχαν πάρει άλλη πορεία, αν υπήρχε από τη μεριά των υπευθύνων πνευματική τόλμη. Να σταματήσουν τα μεγάλα λόγια των υπουργών περί μεταρρυθμίσεων, επαναστάσεων και αναγεννήσεων. Πραγματική επανάσταση θα γινόταν, αν τολμούσε ένας υπουργός να πει στους μαθητές κάτι απλό: «Διαβάστε απ’ όπου θέλετε, ό,τι θέλετε, όπως θέλετε και γράφτε στις εξετάσεις αυτό που ζητείται με δικά σας λόγια». Αυτό θα λύτρωνε τον μαθητή και θα έφερνε την ελευθερία στην παιδεία, η οποία υπήρχε ακόμη και στη δικτατορία. Ποτέ μέχρι την εποχή των «μεταρρυθμίσεων» Ράλλη – Βερυβάκη – Κακλαμάνη και Σία το σχολικό βιβλίο δεν ήταν υποχρεωτικό. Και μάλιστα εξαναγκαστικά υποχρεωτικό. Ακόμη και στα χρόνια της Χούντας δεν υπήρξε ποτέ εγκύκλιος που ν’ απαγορεύει στα παιδιά να μελετούν – εκτός του σχολικού – κι άλλα βιβλία. Αυτό έγινε επί δημοκρατίας που επέβαλε στο σχολείο την δικτατορία ως προς το περιεχόμενο της μαθήσεως και την ασυδοσία ως προς τον τρόπο λειτουργίας, ώστε να δίνεται η επίφαση δημοκρατίας.