Blog

ΑΛΒΑΝΟΙ, ΑΛΒΑΝΙΑ & ΕΛΛΗΝΟ-ΑΛΒΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Toυ Θ. Μπατρακούλη Δικηγόρου – Μέλους ΣΕΠ ΕΑΠ

ΑΛΒΑΝΟΙ, ΑΛΒΑΝΙΑ & ΕΛΛΗΝΟ-ΑΛΒΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Toυ Θ. Μπατρακούλη
Δικηγόρου – Μέλους ΣΕΠ ΕΑΠ

Τα παρεπόμενα του ποδοσφαιρικού αγώνα Αλβανίας-Ελλάδας έφεραν στο προσκήνιο ζητήματα σχετικά με τις Ελληνο-αλβανικές σχέσεις, τους μετανάστες από την Αλβανία στη χώρα μας, αλλά και την ελληνική μειονότητα της γειτονικής χώρας. Τα όσα έγιναν στο γήπεδο, αυτά που ακολούθησαν δεν αποτελούν, σε καμμία περίπτωση, άλλοθι για τις ομαδικές επιθέσεις των δικών μας εναντίον των Αλβανών που είτε πανηγύριζαν, είτε παρακολουθούσαν τα συμβαίνοντα, όπως κάθε βράδυ – μιλώντας για την πλατεία Ομονοίας. Γράφηκαν αρκετά για το αν οι Ελληνες θέλουν ή όχι Αλβανούς στη χώρα μας, για το πώς πρωτοήρθαν όταν άνοιξαν τα σύνορα, για το ότι τους θέλαμε για τις χοντρές δουλειές (κυρίως στην ύπαιθρο, όπου δεν ήθελαν να δουλεύουν πιά αρκετοί Ελληνες), για το ότι όταν τέλειωναν τη δουλειά φώναζε ο εργοδότης τον αστυνομικό και τον έστελνε (απλήρωτο και οργισμένο) εκεί απ’όπου ήρθε, για μια φάμπρικα που ήταν για αρκετό καιρό πολύ διαδεδομένη και επικερδής πανελλαδικά. Τα ζητήματα αυτά απασχολούν τα τελευταία χρόνια τα ΜΜΕ, ερευνητές, αρμόδια Πολιτειακά όργανα. Ωστόσο, και εδώ παρατηρείται ελλειμμα τεκμηριωμένου επιστημονικού και πολιτικού διαλόγου καθώς και έλλειψη πρόβλεψης και σχεδιασμού, δηλαδή απουσία πολιτικής.
Βρέθηκα στα Τίρανα (29.08-03.09.2004), συμμετέχοντας στο 9ο Συνέδριο της Διεθνούς Ενωσης Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Τα Συνέδρια αυτά διεξάγονται κάθε πενταετία σε μια από τις χώρες της περιοχής με συμμετοχή πλειάδας ερευνητών που πραγματοποιούν ανακοινώσεις και συνδιαλέγονται σε ζητήματα που αφορούν την ιστορία και τις εξελίξεις στην εν λόγω περιοχή. Στο πλαίσιο του 9ου Συνεδρίου πραγματοποιήθηκαν πολλές ανακοινώσεις και έγιναν επιστημονικές προσεγγίσεις του παρελθόντος καθώς και των σύγχρονων προβλημάτων. Ανάμεσα στα θέματα που θίχτηκαν στο Συνέδριο των Τιράνων ήταν και οι σχέσεις σημερινών Αλβανών και Ιλλυριών, η μεσαιωνική και νεότερη ιστορία της Ηπείρου, οι Τσάμηδες, οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών. Ορισμένοι Αλβανοί επιχείρησαν μάλιστα με επιστημονικοφανή επιχειρήματα να δείξουν ότι ‘‘η Ηπειρος είναι περιοχή με αλβανικό εθνικό χαρακτήρα’’. Αυτός ήταν ο τίτλος της ανακοίνωσης του γνωστού, μετριοπαθούς σε δημοσιευμένα κείμενά του μελετητή της Βενετοκρατίας Λουάν Μαλτέζι, ο οποίος, αμέσως μετά την επίμαχη συνεδρία, παραχώρησε συνέντευξη σε αλβανική εφημερίδα, με υπότιτλο και κεντρικό επιχείρημά του ‘‘Οι Ελληνες δεν γνωρίζουν επαρκώς τα βενετικά αρχεία’’. Ωστόσο, την παράσταση έκλεψε ο Σερίφ Ντέλβινα, συγγραφέας ιστορικών βιβλίων που διδάσκει σε σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης. Βιβλίο του (με λιβελογραφικές εναντίον του Ελληνισμού αναφορές) κυκλοφορεί και στην αγγλική γλώσσα, με τίτλο ‘‘Epirus, Lower Albania’’ (Hπειρος, η κάτω Αλβανία), που έχει εκδοθεί στα Τίρανα, το 2003, με . Το βιβλίο αυτό προσέφερε μάλιστα, σε Ελληνίδα σύνεδρο, που χαρακτήρισε σχετικές τοποθετήσεις Αλβανών συμμετεχόντων ‘‘εθνογενετική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα’’. Εκτεταμένες αναφορές στην εν λόγω συνεδρία έκαναν αρκετά αλβανικά ΜΜΕ. Τι σημασιοδοτούν οι τοποθετήσεις αυτές; Ισως προοιωνίζεται μια νέα φάση του λεγόμενου ‘‘αλβανικού ζητήματος’’ που συνδέεται με τις επιλογές της αλβανικής ελίτ και μάλιστα των κυβερνώντων και του Φάτος Νάνο.
Η κατάρρευση του ‘‘υπαρκτού σοσιαλισμού’’ στην Ανατολική Ευρώπη δεν επέφερε στην Αλβανία αναχώρηση ξένων στρατευμάτων, ούτε άνθηση μιάς ‘‘κοινωνίας των πολιτών’’. Η οργανωμένη σύμφωνα με ένα σύστημα πατριών (φάρες) κοινωνία δεν είχε μπορέσει να αντισταθεί στο χοτζικό σύστημα. Την κοινωνική βάση του ‘‘κομμουνισμού’’ στην Αλβανία αποτέλεσαν οι ακτήμονες αγρότες του Νότου και οι καταρτισμένοι σε Δυτικοευρωπαικές χώρες διανοούμενοι στις πόλεις. Οι κύριοι των αγροκτημάτων ήταν Μουσουλμάνοι, ενώ οι καλλιεργητές ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Η ιταλική κατοχή και ο Β΄ Πόλεμος επέτρεψε στους κομμουνιστές του Εμβέρ Χότζα – που ηγεμόνευαν στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο – να καταλάβουν την εξουσία. Την διατήρησαν χάρις στο γεωπολιτικό περιβάλλον. Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο και τα ελληνικά βουνά της Ηπείρου κράτησαν την Αλβανία σε μια απομόνωση από τον ‘‘ελεύθερο κόσμο’’. Στην Αλβανία δημιουργήθηκε ένα καθεστώς ‘‘εξωτικού’’ ‘‘αυτάρκους’’ ‘‘εθνο-κομμουνισμού’’, με καταστολή των αντιφρονούντων και με συστηματική πολιτική αφομοίωσης των μειονοτικών ομάδων.
Το ‘‘Σοσιαλιστικό Κόμμα Αλβανίας’’ [(ΣΚΑ), μετασχηματισμός του άλλοτε μοναδικού κόμματος, του ‘‘Κόμματος Εργασίας Αλβανίας’’] είχε νικήσει στις βουλευτικές εκλογές της 31 Μαρτίου/7 Απριλίου 1991. Αλλά βγήκε εκτός κυβερνητικής εξουσίας μετά την νίκη στις νέες εκλογές της 22/29 Μαρτίου 1992 του ‘‘Δημοκρατικού Κόμματος Αλβανίας’’ (ΔΚΑ), του πρώτου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο νόμιμου κόμματος της αντιπολίτευσης στην Αλβανία, με ηγέτη τον Σάλι Μπερίσα (προσωπικός γιατρός του Εμβέρ Χότζα). Ο ‘‘ρεαλιστής κομμουνιστής’’ Ραμίζ Aλία υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από το αξίωμα του αρχηγού του κράτους υπέρ του ηγέτη του τελευταίου, παρασύροντας στην πτώση του το ΣΚΑ. Επιχειρώντας τη μετάβαση στην οικονομία της αγοράς, η χώρα βρέθηκε με το μισό σχεδόν πληθυσμό της άνεργο – η διανομή των γαιών στους αγρότες περιόρισε κάπως το φαινόμενο -, με απαρχαιωμένη βιομηχανία, άχρηστο μεγάλο μέρος της αγροτικής και μεταλλευτικής παραγωγής, τεράστιο χρέος και εξαρτώμενη υπερβολικά από μια διεθνή βοήθεια. Χρειαζόταν εξ ολοκλήρου ανοικοδόμηση. Παρά την αναχαίτιση του πληθωρισμού – 10% στο τέλος του 1996 -, η Αλβανία εξακολουθούσε να είναι η φτωχότερη χώρα της ηπείρου. Ο μέσος μηνιαίος μισθός ήταν περίπου 75 δολ. ΗΠΑ και το 1/4 των κατοίκων ζούσε κάτω από το κατώφλι της φτώχειας. Η σπουδαία οικονομική συνεισφορά της Ιταλίας μπορούσε να εξηγηθεί τόσο από την ανησυχία των αρχών της να δούν να συρρέουν στις ακτές της νέοι Αλβανοί μετανάστες, όσο και από τις γνωστές από την μουσσολινική φασιστική περίοδο γεωπολιτικές βλέψεις της Ιταλίας που φαίνονταν ότι αναβίωναν στο συγκείμενο των μετά το 1989-1991 μεταβολών.
Πολλοί Αλβανοί υπερηφανεύονται λέγοντας ότι είναι απόγονοι των Ιλλυριών, μιάς φυλής που κατοικούσε σε περιοχές του ΒΔ. μέρους της Χερσονήσου του Αίμου. Το 1994 είχε πληθυσμό 3.374.000 κατοίκων – περίπου 165 έως 325 χιλιάδες δήλωναν ελληνικής εθνικότητας. Ως προς το θρήσκευμα ήταν Μουσουλμάνοι 70%, χριστιανοί ορθόδοξοι 20%, ρωμαιοκαθολικοί 10%. Οι κάτοικοί είναι στην πλειονότητά τους ηλικίας κάτω των 35 ετών (είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο δείκτη γεννητικότητας στην Ευρώπη). Αλλά, εξαθλιωμένοι και άνεργοι, έπαιρναν τα μονοπάτια της μετανάστευσης, κυρίως προς την Ελλάδα, αλλά επίσης προς την Iταλία (τις δύο πλησιέστερες χώρες), την Ελβετία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Τουρκία κλπ. Μετά το 1991, η Ουάσιγκτον χορήγησε στην Αλβανία σημαντική βοήθεια και την υποστήριξε στους Διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς. Η Ε.Ε. προσέφερε στη χώρα όχι αμελητέα βοήθεια. Ηταν από τις πρώτες χώρες της “άλλης Ευρώπης” που προσχώρησε στον “Συνεταιρισμό για την Ειρήνη’’ – ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΝΑΤΟ. Πόσο ανιδιοτελείς είναι οι φροντίδες των Δυτικών κυβερνήσεων για την ανόρθωση της Αλβανίας και για την σύσφιγξη των σχέσεών της με άλλα κράτη των Βαλκανίων;
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 άρχισε να γίνεται λόγος για το ‘‘αλβανικό ζήτημα’’. Υποστηρίζεται ότι αυτό «λύθηκε με κακό τρόπο πριν από τον πόλεμο και έμεινε παγωμένο κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου από την απομόνωση…». Το ‘‘αλβανικό ζήτημα’’ αποτελεί στις μέρες μας την ‘‘Αχίλλειο πτέρνα’’ της Ν/Α Ευρώπης ή μάλλον ένα μοχλό στην επιχειρούμενη εφαρμογή της ‘‘νέας τάξης στα Βαλκάνια’’. Το καθεστώς του Κοσόβου-Μετόχιγε συνιστά πολύ σοβαρό γεωπολιτικό ζήτημα. Eνθαρρυμμένες από την υποστήριξη που παρέσχε αρχικά η Ουάσιγκτον στο καθεστώς Μπερίσα και επωφελούμενες από την διάλυση της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και την κατασταλτική πολιτική του Μιλόσεβιτς, στην επαρχία αυτή αναπτύχθηκαν οι αλυτρωτικές/εθνικιστικές δυνάμεις. Σημαντικό μέρος τους θέτει ως κύριο στόχο την ένωση σε ένα κράτος των Aλβανών του Koσόβου και της FYROM, ενώ αναπτύσσεται προπαγάνδα και για την ‘‘Τσαμουριά’’. Το Κοσσυφοπέδιο προσφέρει στις εξωβαλκανικές Δυνάμεις και στην Τουρκία ευκαιρίες ανάμιξης στις υποθέσεις της περιοχής. Από τις σπουδαίες συνέπειες αυτής της κατάστασης ήταν η διαιώνιση του πολιτικού κατατεμαχισμού των Βαλκανίων. Εξάλλου, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ορισμένες δηλώσεις και πράξεις των Τούρκων ιθυνόντων έδειχναν τον στόχο της Αγκυρας: να αποκτήσει μιά ζώνη επιρροής στη Ν/Α Ευρώπη, βασιζόμενη στο μουσουλμανικό ή/και τουρκόφωνο στοιχείο, του οποίου εκτιμούσε ότι μπορούσε να αναλάβει το ρόλο του προστάτη αν δημιουργούνταν πρόσφορες συνθήκες. Το 1998 υπογράφηκε συμφωνία ανάμεσα στην Τουρκία και την Αλβανία για την παροχή οικονομικής και υλικής υποστήριξης αναφορικά με την προσπάθεια αναδιοργάνωσης του αλβανικού ναυτικού.
Το πάζλ των εθνοτικών-θρησκευτικών ομάδων και οι συνακόλουθες εδαφικές διεκδικήσεις και συγκρούσεις προσέφεραν στο NΑΤΟ την ευκαιρία να παρουσιαστεί ως παράγοντας προστασίας για τους Αλβανούς του Κοσόβου, την Αλβανία, αλλά και για ολόκληρη την Ν/Α Ευρώπης. Η Aλβανία, πρώτη από τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, ζήτησε να γίνει μέλος του ΝΑΤO. Η άρνηση της Συμμαχίας στο αίτημα βασίστηκε τότε σε τρία επιχειρήματα. α) Η ενσωμάτωση των αλβανικών Ενόπλων Δυνάμεων στην διοίκηση της Συμμαχίας απαιτούσε αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμό τους, δαπανηρά αλλά και δύσκολα για ένα κράτος που επιχειρούσε τον εκδημοκρατισμό του υπό συνθήκες σκληρής λιτότητας. β) Η Συμμαχία δεν ήταν τόσο πρόθυμη να δεχτεί ένταξη νέων μελών, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν παράλυση σε καιρό κρίσης. Σε σχετικούς συλλογισμούς Αλβανών αναλυτών γινόταν επίκληση των προβλημάτων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. γ) Η ταχεία ενσωμάτωση των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης μπορούσε να οδηγήσει σε περικύκλωση της Ρωσίας και να προκαλέσει άνοδο των εθνικιστικών αισθημάτων στη Μόσχα. Με τον υπολογισμό ότι οι Αλβανοί ανέρχονται σε 7 εκατομμύρια, ζώντας στο έδαφος πέντε κρατών (κάτοικοι της Aλβανίας, 2 εκατομμύρια στο Kόσοβo και άλλοι 2 εκατομμύρια στην πΓΔΜ, στο Μαυροβούνιο και …στην Ελλάδα, οι ιθύνοντες στα Τίρανα έδειχναν από τότε να πιστεύουν ότι «μπορούσαν να προσφέρουν στο ΝΑΤΟ μια σημαντική δύναμη στα Βαλκάνια».
Η απερίσκεπτη πολιτική της λαθρομεταναστεύσεως των κυβερνήσεων της δεκαετίας του 1990 είχε και θα έχει σοβαρές συνέπειες για την ελληνική κοινωνία. Διαμορφώθηκαν συμπεριφορές που αλλοιώνουν τον κοινωνικό ιστό, ενώ τα χαρακτηριστικά ευνομούμενης πολιτείας υποχωρούσαν υπέρ εκείνων μιάς αναρχούμενης πολιτείας. Εμφανίζονταν γνωρίσματα των πρώτων βιομηχανικών πόλεων, όπου απουσίαζαν κοινωνικοί κανόνες ελέγχου στις μεταξύ των ατόμων σχέσεις. H Ελλάδα χρειάζεται μια άλλη μεταναστευτική πολιτική, όπως απαιτείται μια άλλη πολιτική ανάπτυξης όλης της περιοχής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Στην πολιτική της λαθρομεταναστεύσεως που ακολουθήθηκε μπορούν να ανιχνευτούν και σκοπιμότητες που ανάγονται στην εξωτερική πολιτική. Η αδυναμία των ελληνικών κυβερνήσεων να λύσουν το βορειοηπειρωτικό ζήτημα τις αδρανοποίησε όταν το θέμα αυτό έπρεπε να τεθεί στο διαπραγματευτικό τραπέζι της Διάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων και να λυθεί μετά το Γερμανικό πρόβλημα. Οι από το 1989 και μετά κυβερνήσεις της Αθήνας άσκησαν την πιο ανώδυνη γι’αυτές, την πιο οδυνηρή ωστόσο για τους Βορειοηπειρώτες και την Ελλάδα λύση: Ταύτισαν τους Βορειοηπειρώτες με τους Αλβανούς και τους οδήγησαν στα μονοπάτια της λαθρομεταναστεύσεως, ώστε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους χωρίς δυνατότητες επιστροφής, όπως γινόταν προπολεμικά. Μήπως με τη φυγή των Βορειοηπειρωτών κατορθώθηκε να κλείσει το Βορειοηπειρωτικό;

Αφήστε μια απάντηση