Τοποθέτηση ΕΛΙΣΜΕ σε δημοσίευση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας
Τοποθέτηση ΕΛΙΣΜΕ σε δημοσίευση
του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας
Το Ελληνικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ) από την ίδρυση του (1994) επιδιώκει να συνεισφέρει, με την αδέσμευτη και την αξιόπιστη τοποθέτηση του και μέσω ενός παραγωγικού δημόσιου διαλόγου, στην υποστήριξη των εθνικών συμφερόντων.
Ένα από τα πολλά θέματα που το Ινστιτούτο έχει επανειλημμένα θίξει είναι αυτό της θέσπισης ενός λειτουργικού και ευέλικτου, προσαρμοσμένου στα ελληνικά δεδομένα, Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Ήδη έχει εμφανιστεί ένα πρόπλασμα αυτού του οργάνου που ευελπιστούμε σταδιακά να ενδυναμωθεί και να επιτελέσει τον πολύτιμο ρόλο που έχει ανάγκη η χώρα.
Στις 25 Ιανουαρίου, η εφημερίδα «Καθημερινή» δημοσίευσε άρθρο του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας κ. Θάνου Ντόκου με τίτλο «Ελληνική εθνική ασφάλεια, απολογισμός και προκλήσεις». Το κείμενο, πλέον του απολογισμού, παραθέτει και μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική, που κρίνεται θετική, ρεαλιστική, πολυεπίπεδη και εφαρμόσιμη.
Η ξεκάθαρη αναγνώριση της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής ως «κεντρικής ενασχόλησης του ελληνικού μηχανισμού εθνικής ασφάλειας» αποτελεί την ορθή βάση οικοδόμησης της στρατηγικής μας. Μιας στρατηγικής που δεν μπορεί όμως να είναι μονοδιάστατη όπως επισημαίνεται στο κείμενο. Εκτιμούμε όμως ότι θα έπρεπε να υπάρξει και μια αναφορά στο ζωτικής σημασίας δημογραφικό πρόβλημα που σε τελευταία ανάλυση, μέσω των πολλαπλών επενεργειών του, αποτελεί την εγγύηση της συνέχισης της ιστορικής πορείας του Ελληνισμού.
Θετικές πράγματι και οι κινήσεις της κυβέρνησης (εδώ θα συμπεριλάβουμε και τη ληφθείσα από την προηγούμενη κυβέρνηση απόφαση εκσυγχρονισμού των F-16) για την αναβάθμιση της ισχύος των Ενόπλων Δυνάμεων. Ενδεχομένως να επιθυμούσαμε να δούμε ταχύτερα βήματα και μια πιο ενεργητική εμπλοκή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε τις δυσκολίες και δαιδαλώδεις διεργασίες αυτών των προσπαθειών. Ευελπιστούμε ότι η ενδυνάμωση της αποτρεπτικής ισχύος μας θα συνεχιστεί με μια ολιστική προσέγγιση και σε βάθος χρόνου. Δεν κρύβουμε όμως την ανησυχία μας για μια ενδεχόμενη μελλοντική ατόνηση αυτής της προσπάθειας υπό την πλάνα εντύπωση μιας φαινομενικής προσέγγισης-εξομάλυνσης με την Τουρκία. Καλοπροαίρετες αλλά μη ρεαλιστικές εκτιμήσεις, μας οδήγησαν στο παρελθόν να δημιουργήσουμε φανταστικές προσδοκίες για ελληνοτουρκική προσέγγιση και να παραμελήσουμε ανεπίτρεπτα την αποτρεπτική μας ισχύ. Η επελθούσα οικονομική κρίση πολλαπλασίασε τις δυσμενείς συνέπειες της παραμέλησης.
Αντίστοιχα υπερβολικές προσδοκίες καλλιεργήσαμε και για τη σημασία του διεθνούς δικαίου και τη συμπαράσταση τρίτων δυνάμεων. Μας χαροποιεί που το κείμενο του κ. Ντόκου δεν καταφεύγει στις «ανούσιες» δηλώσεις περί επικράτησης του διεθνούς δικαίου και αναγνωρίζει την τοποθέτηση των τρίτων με βάση τα συμφέροντα τους.
Στη σωστή κατεύθυνση και με διακομματική συνέχεια τα ανοίγματα μας και συνεργασίες με χώρες της περιοχής. Αναμφίβολα η αρχή της «αυτοβοήθειας» αποτελεί το θεμέλιο λίθο στο άναρχο περιβάλλον αλλά όλες αυτές οι συνεργασίες προσδίδουν προστιθέμενη αξία στην ισχύ και θέσεις μας. Βέβαια να μην τρέφουμε ψευδαισθήσεις περί ενεργού εμπλοκής τρίτων ή περί μονιμότητας στη σημερινή ψυχρότητα μεταξύ Άγκυρας και αρκετών χωρών. Παρά τις αγαστές ελληνοαμερικανικές σχέσεις, η επιστροφή της Τουρκίας στην δυτική «οικογένεια» αποτελεί στόχο και της νέας αμερικανικής διοικήσεως. Μια επαναπροσέγγιση, αν μάλιστα συνδυαστεί και με την επίλυση ορισμένων ελληνοτουρκικών διαφορών αποτελεί δέλεαρ για κάθε αμερικανό αξιωματούχο. Κατά συνέπεια και ειδικά στην περίπτωση καιροσκοπικής τουρκικής στροφής προς δυσμάς, ας προετοιμαστούμε για έντονες πιέσεις για επίδειξη καλής θέλησης και εξεύρεση κοινά αποδεκτής (αλλά μάλλον όχι εθνικά συμφέρουσας) λύσης.
Στο κείμενο δεν είδαμε καμία αναφορά στο έτερο σκέλος του Ελληνισμού, την Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι ζωτικής σημασίας να καταστεί γνωστό ότι η ελληνική υποστήριξη προς τη μεγαλόνησο θα είναι πάντα η επιβαλλόμενη από την ιστορία μας αλλά και τις συνθήκες εγγυήσεων. Ζωτικής σημασίας επίσης και η ύπαρξη ενιαίας γραμμής των δύο κρατών και αποφυγή παγίδων που μπορεί να τεθούν στις πολύπλοκες διαδικασίες εξεύρεσης λύσεως. Καμία λύση που περιέχει διολισθήσεις από σημαντικά ψηφίσματα του ΟΗΕ και δεν είναι σύννομη με το ευρωπαϊκό κοινοτικό κεκτημένο δεν θα πρέπει να γίνει αποδεκτή.
Αναπόφευκτη, με θετικά και αρνητικά σημεία, κατά τη γνώμη μας η επανέναρξη των διερευνητικών επαφών. Καίτοι οι τουρκικές ενέργειες και οι εμπρηστικές δηλώσεις δεν δημιούργησαν το κατάλληλο κλίμα διμερών επαφών, η εκ μέρους μας απόρριψη τους δύσκολα θα ήταν δικαιολογήσιμη στους τρίτους λαμβάνοντας υπόψη και τα λοιπά ανοικτά μας θέματα όπως επισημαίνει ορθά ο συγγραφέας. Συμφωνούμε απόλυτα με την εκτίμηση ότι οι προσδοκίες μας από τις συζητήσεις θα πρέπει να είναι περιορισμένες λόγω των πέραν κάθε ορίου διεκδικήσεων που η Άγκυρα «ξεδιπλώνει». Βασικές μας στοχεύσεις πρέπει να είναι αφενός το κέρδος χρόνου -με προϋπόθεση την κατάλληλη αξιοποίηση του- και αφετέρου η κατάδειξη καλής θέλησης για εξεύρεση ειρηνικών λύσεων. Στην, μάλλον απίθανη περίπτωση, που η Άγκυρα θα επιδείξει έμπρακτα πραγματικές διαθέσεις εξεύρεσης λύσεων, σίγουρα θα κινηθούμε ανάλογα. Βέβαια η διατήρηση ζωντανών των διμερών επαφών απομακρύνει τη σχετικά αδύναμη πιθανότητα εφαρμογής ευρωπαϊκών κυρώσεων, κυρώσεις που θα έπρεπε να έχουν ήδη επιβληθεί ένεκα και μόνο της πειρατικής συμπεριφοράς της Τουρκίας στην Κύπρο.
Δυστυχώς στις διάφορες ελληνοτουρκικές διμερείς επαφές στο παρελθόν έχει υπάρξει μια σταδιακή ελληνική διολίσθηση από τις αρχικές θέσεις μας λόγω της καλοπροαίρετης βούλησης μας για ειρηνική επίλυση των θεμάτων αλλά και μιας -εν μέρει δικαιολογημένης- επιθυμίας αποφυγής σύγκρουσης. Σε αυτή τη διολίσθηση εστιάζεται και η ανησυχία μας -εκτιμάμε και όλου του ελληνικού λαού- για μια ατυχή ελληνική διαπραγματευτική υποχώρηση που θα επιφέρει μη ανατρέψιμες απώλειες σε σημαντικά κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Το ΕΛΙΣΜΕ θεωρεί ότι το μέγιστο διαπραγματευτικό όπλο της χώρα είναι τα αναφαίρετο δικαίωμα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. Απώτερος στόχος της Τουρκίας στις διερευνητικές επαφές είναι η απεμπόληση (πλήρης ή μερική) αυτού του δικαιώματος μας. Η ενεργοποίηση του, καθιστά δευτερεύουσας σημασίας μεγάλο μέρος των υπολοίπων τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο. Εκτιμούμε ότι τα χωρικά μας ύδατα πρέπει έξυπνα, σταδιακά και μεθοδικά να επεκταθούν υποσκάπτοντας την αξιοπιστία του τουρκικού «casus belli». Πρέπει μάλιστα να γίνεται απολύτως κατανοητό στην άλλη πλευρά ότι οποιαδήποτε σύγκρουση (ανεξαρτήτως κλίμακας) θα οδηγήσει στην αυτοματοποιημένη και ανέκκλητη επέκταση των χωρικών μας υδάτων.
Συνοψίζοντας, θεωρούμε ότι το κείμενο του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας απεικονίζει ορθά τις βασικές αρχές της εθνικής στρατηγικής και πρέπει να πλαισιωθεί -τουλάχιστον σε επίπεδο αρχών- από την απαραίτητη διακομματική συναίνεση και λαϊκή υποστήριξη. Φυσικά είναι επιθυμητή η ύπαρξη διαφοροποιήσεων και προτάσεων που ενίοτε και υπό προϋποθέσεις ενισχύουν ακόμη και την «διαπραγματευτική» μας θέση. Απώτερος στόχος της Ελλάδος αναμφίβολα δεν πρέπει να είναι η σύγκρουση καθώς επ’ ουδενί δεν θα επιλύσει τα μακροχρόνια διμερή προβλήματα μας. Όμως η εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτών λύσεων φαίνεται σήμερα ανέφικτη καθώς η Τουρκία έχει υιοθετήσει -και όχι ως απλά διαπραγματευτικά όπλα- αναρίθμητες και πέραν κάθε δυνατότητας αποδοχής, αξιώσεις. Σε κάθε περίπτωση η στρατηγική μας πρέπει να είναι σταθερή και εστιασμένη στις ίδιες κατευθύνσεις: μεθοδική προετοιμασία μας σε κάθε επίπεδο για το χειρότερο σενάριο και εμμονή -χωρίς φοβικά σύνδρομα και με αυτοπεποίθηση- σε ρεαλιστικούς στόχους πάντα σε κλίμα, όσο το δυνατόν ευρύτερης, εθνικής συναίνεσης.
Για το ΔΣ του ΕΛΙΣΜΕ
Δρ. Ιπποκράτης Δασκαλάκης
Αντγος (ε.α.) – Δντης Μελετών.