Blog

«Τουρκικές διεκδικήσεις και Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας» Υπό Υποναυάρχου Δρ. Στυλιανού Πολίτη Π.Ν.

ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ 2007»

«Τουρκικές διεκδικήσεις και Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας»

 Υπό Υποναυάρχου Δρ. Στυλιανού Πολίτη Π.Ν.

 

1.         Η Τουρκία, η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου

 

Μεταξύ Ελλάδας που είναι μέρος στη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας και Τουρκίας, που δεν είναι μέρος, ισχύουν μόνον οι εθιμικοί κανόνες. Η Τουρκία δίνοντας όμως τις δικές της ερμηνείες αμφισβητεί γενικής αποδοχής κανόνες του διεθνούς δικαίου ή τους εφαρμόζει όπου και όπως την συμφέρει. Μετά τα Ιμια μάλιστα, στο Κυβερνητικό Πρόγραμμα Ερμπακάν – Τσιλλέρ, συναντάμε την φράση: “Turkey will abide by all international agreements it has signed. However the implementation of these against the national security and interest will not be allowed” δηλαδή: «Η Τουρκία θα τηρήσει όλες τις διεθνείς συμφωνίες που έχει υπογράψει. Εντούτοις δεν θα επιτρέψει η εφαρμογή τους να είναι αντίθετη στην εθνική της ασφάλεια και τα συμφέροντα της». Επισημαίνουμε την χαρακτηριστική λέξη «συμφέροντα της» που αντικατοπτρίζει τη θέση της απέναντι στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου!

 

 

2.         Το νομικό καθεστώς των νησιών

 

Σύμφωνα με Τουρκική άποψη που υποστηρίχθηκε στη τρίτη Διάσκεψη για το δίκαιο της θάλασσας, τα νησιά πρέπει να έχουν δικαιώματα στις θαλάσσιες περιοχές ανάλογα με το μέγεθος τους και τον πληθυσμό τους. Οι «βράχοι» μάλιστα σαν τους Καλόγερους και τα Ιμια σύμφωνα πάντα με την Τουρκία, δεν θα πρέπει να έχουν ούτε χωρική θάλασσα. Η άποψη αυτή δεν υιοθετήθηκε από τα κράτη μέλη της Διάσκεψης που παρέμειναν στις παλιές τους θέσεις. Το γεγονός αυτό δημιούργησε ένα ισχυρό a contrario επιχείρημα που μας πείθει ότι οι απόψεις της Τουρκίας εκτός του ότι είναι αντίθετες με την διεθνή πρακτική, δεν εκφράζουν την opinio juris του συνόλου των κρατών.

 

Επειδή λοιπόν το νομικό καθεστώς των νησιών από πλευράς εθιμικού δικαίου ταυτίζεται με εκείνο της νέας Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας, οι κανόνες που αφορούν σ’ αυτό, είναι το ίδιο δεσμευτικοί και για την Τουρκία. Τα νησιά έχουν τα ίδια με την ηπειρωτική ξηρά δικαιώματα στις θαλάσσιες ζώνες. Υπάρχει μόνο μια εξαίρεση που αφορά μόνο υφαλοκρηπίδα και αποκλειστική οικονομική ζώνη, για το νησί – βράχος που δεν έχει δυνατότητα συντήρησης ανθρώπινης διαβίωσης ή δικής του οικονομικής ζωής.

 

3.         Το εύρος της χωρικής θάλασσας

 

Η Τουρκία στην περίοδο των διαπραγματεύσεων της τρίτης Διάσκεψης για το δίκαιο της θάλασσας θεωρώντας ότι σε μια «κλειστή θάλασσα» όπως είναι το Αιγαίο, θα πρέπει να ισχύσουν ξεχωριστοί κανόνες, υπέβαλλε τις προτάσεις της, σύμφωνα με τις οποίες το πλάτος της χωρικής θάλασσας και οι λοιπές θαλάσσιες ζώνες θα έπρεπε να καθορίζονται με βάση τις αρχές της «δικαιοσύνης» και από κοινού από τα κράτη που βρέχονται από αυτές τις θάλασσες. Ούτε και αυτές οι προτάσεις της Τουρκίας βρήκαν έδαφος. Σήμερα και αυτό το θέμα αυτό είναι ξεκάθαρο. Ο καθορισμός του εύρους της χωρικής θάλασσας μπορεί να γίνει μόνο με μονομερείς πράξεις και βέβαια μέχρι του ορίου των δώδεκα ναυτικών μιλίων. Το γεγονός μάλιστα ότι η Τουρκική πρόταση για την καθιέρωση σχετικών συμφωνιών καταπολεμήθηκε ήταν ξανά σε βάρος της. Με αυτό τον τρόπο η Τουρκία για άλλη μια φορά άθελα της, δημιουργήθηκε ένα σοβαρό a contrario επιχείρημα με το οποίο επιβεβαιώνεται και πάλι η opinio juris του εθιμικού κανόνα που δίνει την αρμοδιότητα καθορισμού του εύρους της χωρικής θάλασσας αποκλειστικά και μόνο στο παράκτιο κράτος μέχρι τα δώδεκα μίλια σε όλες τις περιπτώσεις ανεξαιρέτως.

 

Αν ένα κράτος στον καθορισμό του εύρους της χωρικής του θάλασσας δεν εξαντλεί το όριο των δώδεκα μιλίων, κάνει μερική χρήση δικαιώματος. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που διαφοροποιεί το εύρος της χωρικής θάλασσας σε σχέση με τη ναυσιπλοΐα και την αεροπλοΐα χωρίς να υπερβαίνει ούτε τη μια ούτε την άλλη φορά το όριο των δώδεκα μιλίων. Αυτό έχει κάνει η Χώρα μας που έχει ορίσει χωρική θάλασσα έξι ναυτικών μιλίων για όλες τις χρήσεις πλην της αεροπλοΐας, για την οποία  έχει ορίσει χωρική θάλασσα δέκα ναυτικών μιλίων.

 

Η Τουρκία στο πλαίσιο των προσπαθειών της για δημιουργία εντάσεως άρχισε από το 1974 και μετά, τις πολύ έντονες αντιδράσεις της για το ενδεχόμενο επέκτασης της χωρικής θάλασσας της Ελλάδας. Οι αντιδράσεις αυτές εκδηλώθηκαν με δηλώσεις από όλους σχεδόν τους πρωθυπουργούς της που θεωρούν την καθ’ όλα νόμιμη επέκταση του εύρους της χωρικής θάλασσας της Ελλάδας στα δώδεκα ναυτικά μίλια σαν casus belli. Οι απειλές χρήσης βίας της Τουρκίας είναι πάντα παράνομες. Σχετικό είναι το άρθρο 2(4) του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών καθώς και η Διακήρυξη της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών της 24ης Οκτωβρίου 1970.

 

4.         Γραμμές βάσεως στο Αιγαίο και τα Ελληνοτουρκικά θαλάσσια όρια

 

Η Ελλάδα σαν αφετηρία μετρήσεως των θαλασσίων ζωνών της χρησιμοποιεί τον κανόνα της φυσικής γραμμής βάσεως. Ευθείες γραμμές βάσεως χρησιμοποιούνται κατ’ εξαίρεση όπου η ακτογραμμή παρουσιάζει βαθιές κολπώσεις ή οδοντώσεις ή όπου υπάρχει συστάδα νήσων κατά μήκος της ακτής και σε άμεση γειτνίαση μ’ αυτή και όπου η ακτή παρουσιάζεται άκρως ασταθής εξαιτίας ενός δέλτα ή και άλλων φυσικών συνθηκών. Οι γραμμές αυτές σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αφίστανται σημαντικά από τη γενική κατεύθυνση της ακτής. Η Τουρκία παραγνωρίζοντας τους εθιμικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου έχει χαράξει αυθαίρετα ευθείες γραμμές βάσης στα Μικρασιατικά παράλια περικλείοντας και τις νήσους Ίμβρο και Τένεδο.

 

Για την οριοθέτηση της χωρικής θάλασσας των νησιών Λέσβος, Χίος, Σάμος και γενικά για όπου δεν υπάρχουν συμφωνίες εφαρμόζεται ο κανόνας της «μέσης γραμμής» που για την Ελλάδα είναι μεταξύ των φυσικών ακτογραμμών, ενώ για την Τουρκία είναι μεταξύ φυσικής γραμμής από Ελληνικά νησιά και ευθειών γραμμών από τη δική της πλευρά. Με αυτόν τον τρόπο η Τουρκία προσπαθεί να μετατοπίσει τα θαλάσσια σύνορα δυτικότερα σε βάρος βέβαια της Ελλάδας.

           

Η Τουρκία το 1923 με το άρθρο 15 της Συνθήκης Ειρήνης της Λοζάννης, είχε αναγνωρίσει την Ιταλική κυριαρχία στα νησιά Αστυπάλαια, Ρόδο, Χάλκη, Κάρπαθο, Τήλο, Νίσυρο, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, Λειψό, Σύμη, Κω, Καστελόριζο και στα μικρότερα νησιά που εξαρτώνται απ’ αυτά. Το άρθρο 12 της ίδιας Συνθήκης προέβλεπε ότι στην Τουρκική κυριαρχία περιερχόντουσαν εκτός της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών και όλες οι μικρές νήσοι που βρίσκονται τρία μίλια από τις Μικρασιατικές ακτές. Με αυτό τον τρόπο πολλά νησιά, μεταξύ αυτών και τα Ίμια που απέχουν 3,65 ναυτικά μίλια, βρέθηκαν υπό την Ιταλική κυριαρχία. Στην συνέχεια στις 28 Δεκεμβρίου 1932 υπογράφηκε μια συμφωνία στην Άγκυρα μεταξύ της Τουρκίας και Ιταλίας που κατείχε τότε τα Δωδεκάνησα. Εκεί καθορίσθηκαν τα θαλάσσια «σύνορα» (la ligne frontiere) της Δωδεκανήσου. Στις 10 Φεβρουαρίου 1947, με τη Συνθήκη των Παρισίων τα Δωδεκάνησα ξαναγύρισαν στην Ελλάδα και τα «σύνορα» από Τουρκοϊταλικά μετεβλήθησαν σε Ελληνοτουρκικά. Τα σύνορα αυτά δεν μπορούν να τεθούν κάτω από οποιαδήποτε συζήτηση. Η Σύμβαση της Βιέννης της 23ης Μαΐου 1969 που κωδικοποίησε τους εθιμικούς κανόνες για το δίκαιο των συνθηκών και αναφέρεται σε τέτοιες περιπτώσεις, ρητά αποκλείει την περίπτωση λήξης συνθήκης ή τη δυνατότητα αποχώρησης μέρους της «οσάκις η συνθήκη καθορίζει μεθοριακήν γραμμήν».

 

Οι γείτονες μας το 1996 σε διακοίνωση τους υποστήριξαν ότι η συμφωνία της 28ης Δεκεμβρίου 1932 δεν ισχύει γιατί δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία έγκρισης της επειδή δεν πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία της Κοινωνίας των Εθνών. Η Συμφωνία όμως αυτή δεν περιέχει καμία διάταξη που να θέτει προϋποθέσεις για τη θέση της σε ισχύ. Αυτό οφείλεται στον τεχνικό χαρακτήρα της. Πέρα απ’ αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η συμφωνία αυτή είναι συμπληρωματική μιας άλλης συμφωνίας της 4ης Ιανουαρίου 1932 για την περιοχή της νήσου Μεγίστης (Καστελόριζου). Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι η ισχύς αυτής της Συμφωνίας υπογραμμίσθηκε και επιβεβαιώθηκε με ιδιαίτερη έμφαση σε επίσημες επιστολές που αντάλλαξαν ο τότε Τούρκος Υπουργός των Εξωτερικών και ο τότε Πρέσβης της Ιταλίας στην Άγκυρα. Όσο αφορά το δεύτερο μέρος της αμφισβήτησης, δηλαδή για το ότι για να ισχύσει θα έπρεπε να είχε πρωτοκολληθεί στη γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών, οι Τούρκοι πάλι άδικο έχουν. Η Συμφωνία αυτή λόγω της τεχνικής φύσης της και του σκοπού της δεν χρειαζόταν να πρωτοκολληθεί. Αυτό προέβλεπε για τέτοιου είδους συμφωνίες μια Απόφαση της 1ης Επιτροπής της συνέλευσης της Κοινωνίας των Εθνών με ημερομηνία 5 Σεπτεμβρίου 1921. Αξίζει να σημειωθεί ότι παλιοί χάρτες ακόμα και Τουρκικοί έχουν τα νησιά αυτά εκτός Τουρκικής επικράτειας.

 

Οι αμφισβητήσεις της Τουρκίας σε συνδυασμό με τον αυθαίρετο ισχυρισμό της ότι οι «βράχοι» Kardak, δηλαδή οι νήσοι Ίμια, δεν είναι νησιά, άρα κατ’ αυτούς δεν έχουν χωρική θάλασσα αλλά βρίσκονται μέσα στη χωρική θάλασσα των Μικρασιατικών παραλίων, είναι η βασική αιτία του γνωστού μας επεισοδίου.  Το γεγονός ότι απεχώρησαν Τουρκικές αλλά και Ελληνικές δυνάμεις από το αναμφισβήτητα Ελληνικό έδαφος των νήσων Ίμια δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είναι μια ευμενής εξέλιξη. Το ίδιο και η συμφωνία που πραγματοποιήθηκε με πρόταση των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια συμφωνία που δέχθηκε η Ελλάδα μετά ένα τετελεσμένο γεγονός. Μια αναγκαστική συμφωνία αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος για αποκλιμάκωση μιας έντασης που οπωσδήποτε θα κατέληγε σε πόλεμο.

5.         Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας

 

            Η αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας των νησιών του Αιγαίου προκάλεσε ένταση όταν τον Νοέμβριο του 1973 η Τουρκία «παρεχώρησε» σε κρατική της εταιρία πετρελαιοειδών το δικαίωμα εξερεύνησης του βυθού στο βορειοδυτικό Αιγαίο. Στις 18 Ιουλίου 1973, δύο μέρες πριν την εισβολή στην Κύπρο παρά τις διαμαρτυρίες της Ελλάδας έγινε μια νέα «παραχώρηση» στο νοτιοανατολικό Αιγαίο. Στις 31 Μαΐου του 1975 συναντήθηκαν στις Βρυξέλλες οι Πρωθυπουργοί Ελλάδας και Τουρκίας, κ.κ. Καραμανλής και Ντεμιρέλ. Τη συνάντηση αυτή ακολούθησε κοινό ανακοινωθέν για παραπομπή της υπόθεσης σε Διεθνές Δικαστήριο.

 

Τον Αύγουστο του 1976 εξήλθε στο Αιγαίο το Τουρκικό ερευνητικό πλοίο «Σισμίκ Ι» και άρχισε έρευνες. Στις 10 του ίδιου μήνα η Ελλάδα προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών αιτώντας τη λήψη μέτρων γιατί η Τουρκική στάση οδηγούσε σε πόλεμο. Ταυτόχρονα προσέφυγε μονομερώς και στο Διεθνές Δικαστήριο. Παράλληλα συνεχίσθηκαν διαπραγματεύσεις με συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών την 1η Οκτωβρίου 1976 στη Νέα Υόρκη. Άλλη μια συνάντηση σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων έγινε στη Βέρνη από 2 έως 11 Νοεμβρίου 1976. Η συνάντηση αυτή κατάληξε στο Πρακτικό της Βέρνης. Σε αυτό αναφέρεται ότι και τα δύο μέρη θα απόσχουν από κάθε πρωτοβουλία ή πράξη σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, που θα μπορούσε να δημιουργήσει πρόβλημα στις διαπραγματεύσεις. Επίσης ανακοινώθηκε και η ίδρυση μίας Μεικτής Επιτροπής από εθνικούς αντιπροσώπους για διερεύνηση της διεθνούς πρακτικής στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας με σκοπό τον εντοπισμό αρχών και κριτηρίων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη περίπτωση.  Στις 19 Δεκεμβρίου 1978 το Διεθνές Δικαστήριο εξέδωσε προδικαστική απόφαση σχετικά με το προκαταρτικό ζήτημα της αρμοδιότητας του. Σύμφωνα με αυτή το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηρίξει την αρμοδιότητα του, διότι το κοινό ανακοινωθέν των Πρωθυπουργών στις 31 Μαΐου 1975 δεν αντιστοιχεί με συνυποσχετικό με το οποίο θα μπορούσε με κοινή συμφωνία των μερών να παραπεμφθεί η υπόθεση σε Δίκη. Στη συνέχεια ακολούθησαν πολλές συναντήσεις εμπειρογνωμόνων και κυβερνητικών παραγόντων. Έγινε και μια συνάντηση Πρωθυπουργών στο Μοντρέ στις 10 και 11 Μαρτίου 1978. Οι ουσιαστικές επαφές σταμάτησαν το 1981. Η αναγνώριση του ψευδοκράτους της κατεχόμενης Κύπρου, το Νοέμβριο του 1983 απομάκρυνε ακόμα περισσότερο τα δύο μέρη. Στη συνέχεια αυτό που έγινε τον Μάρτιο του 1987, καθώς και η υπόθεση των Ιμίων, έκαναν τα πράγματα δυσκολότερα.

 
           

6.         Το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου

 

Η εφαρμογή μέτρων αποστρατιωτικοποίησης σε μία περιοχή μπορεί να επιβληθεί μόνο για την εδραίωση της ειρήνης. Τα μέτρα αυτά σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια της περιοχής. Η υποχρέωση κάθε Κράτους – Μέρους των Ηνωμένων Εθνών για άσκηση του φυσικού δικαιώματος της νόμιμης άμυνας υπερισχύει κάθε άλλης υποχρέωσης του που έχει αναληφθεί από οποιαδήποτε άλλη Διεθνή Συμφωνία. Ας δούμε όμως τι γίνεται στο Αιγαίο.

 

Δεν υπάρχει κανένας περιορισμός για την εγκατάσταση στρατευμάτων στις νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη. Οι περιορισμοί που ίσχυαν με τη Σύμβαση της Λοζάννης για τα Στενά καταργήθηκαν στις 20 Ιουλίου του 1936 με τη Συνθήκη του Μοντρέ. Η Συνθήκη Ειρήνης της Λοζάννης της 24ης Ιουλίου 1923 βρίσκεται σε ισχύ. Με αυτή τη Συνθήκη έχουν επιβληθεί περιορισμένης έκτασης μέτρα αποστρατιωτικοποίησης στις νήσους Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία. Η εγκατάσταση των αναγκαίων για την άμυνα στρατιωτικών δυνάμεων σε αυτά τα νησιά δεν αποτελεί παράβαση του διεθνούς δικαίου με την προϋπόθεση βέβαια ότι οι δυνάμεις αυτές δεν θα χρησιμοποιηθούν επιθετικά. Η εγκατάλειψη των νησιών μας στο έλεος των βλέψεων της γειτονικής μας χώρας δεν θα ήταν μόνο παράλογο, αλλά και αντίθετο στις υποχρεώσεις μας σύμφωνα με το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Είναι σε όλους μας γνωστό ότι πάντα υπερισχύει το δικαίωμα της άμυνας. Ένα δικαίωμα που έχει χαρακτήρα jus cogenes δηλαδή είναι παράλληλα και υποχρέωση. Μια υποχρέωση τέτοιας φύσεως, που σύμφωνα με το άρθρο 103 του Χάρτη, προέχει οποιασδήποτε άλλης προερχόμενης από κάθε άλλη διεθνή συμφωνία ακόμα και από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λοζάννης του 1923!!!

 

Η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947 επιβάλλει μέτρα αποστρατιωτικοποίησης για την περιοχή των Δωδεκανήσων. Τα μέτρα αυτά ισχύουν έναντι των Κρατών – Μερών, στα οποία όμως δεν συγκαταλέγεται η Τουρκία. Διαμαρτυρίες της Τουρκίας για παράβαση της Συνθήκης από την Ελλάδα δεν μπορούν να έχουν καμία έννομη συνέπεια. Ειδικά όμως και για την περίπτωση αυτή, ούτε και τα Κράτη Μέρη θα μπορούσαν να αντιδράσουν αφού έχει ανασταλεί η ισχύς της Συνθήκης των Παρισίων σε ότι αφορά τις αποστρατιωτικοποιήσεις, μετά τον εξοπλισμό νησιών της Ιταλίας με την σιωπηρή συναίνεση όλων των άλλων μερών. Πέρα όμως και απ’ όλα αυτά, η Ελλάδα έχει υποχρέωση να ασκήσει και εκεί το φυσικό δικαίωμα της νόμιμης άμυνας ενόψει του κινδύνου από την Τουρκία.

 
 
7.         Η έρευνα και διάσωση στο Αιγαίο

 

Η γεωγραφική ταύτιση των ορίων περιοχών έρευνας και διάσωσης με την αντίστοιχη Περιοχή Πληροφοριών Πτήσεων έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας με τις συνεδριάσεις του που έγιναν στις 23 Ιουνίου 1952 και στις 15 Μαΐου 1958.

 

Ταύτιση γεωγραφικών περιοχών πρέπει να υπάρχει όμως και στην περίπτωση της ναυτικής έρευνας και διάσωσης. Παρ’ όλα όμως αυτά, η σχετική διεθνής Σύμβαση της 27ης Απριλίου του 1979 για τη ναυτική έρευνα και διάσωση δεν καθορίζει διαδικασίες και μηχανισμούς που θα μπορούσαν στα πλαίσια του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού να βοηθήσουν στον προσδιορισμό των αντιστοίχων περιοχών ευθύνης του κάθε παράκτιου κράτους. Τον καθορισμό των ορίων των ναυτικών περιοχών έρευνας και διάσωσης το αφήνει στα Κράτη Μέρη τα οποία όμως μπορεί και να μην συμφωνήσουν στην ταύτιση αυτών των γεωγραφικών περιοχών. Αυτό είναι το αδύνατο σημείο του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου.

 

Η Τουρκία τον Οκτώβριο του 1982 κατέθεσε στο Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό μια δήλωσή της που συνοδευόταν από χάρτη στον οποίο εμφανιζόντουσαν οι «δυνατότητες της» για κάλυψη των απαιτήσεων της Συμβάσεως. Στην υπόψη περιοχή περιλαμβάνεται το μισό Αιγαίο και τα κατεχόμενα της Κύπρου. Οι προσπάθειες τις Τουρκίας έπεσαν στο κενό. Τον Ιανουάριο του 1989 όμως δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Τουρκικής Κυβερνήσεως ένας κανονισμός για έρευνα και διάσωση. Η γεωγραφική περιοχή εφαρμογής αυτού του κανονισμού περιλαμβάνει σχεδόν το μισό Αιγαίο και αφορά παροχή υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης σε κινδυνεύοντα αεροπορικά και θαλάσσια μέσα . Η έκδοση αυτού του κανονισμού, συνιστά μονομερή παράνομη πράξη. Οι Τούρκοι με αυτή τους την ενέργεια παραβαίνουν και τη Σύμβαση για την έρευνα και διάσωση που απαιτεί συμφωνία μεταξύ των κρατών και τη Σύμβαση του Σικάγου βάσει της οποίας η ευθύνη για τη διάσωση των αεροσκαφών στην περιοχή αυτή έχει παραχωρηθεί στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια ο Τουρκικός κανονισμός δεν μπορεί να επιφέρει έννομα αποτελέσματα.

Αφήστε μια απάντηση