Τουρκικοί εκβιασμοί, χαμένες ελληνικές ευκαιρίες…
Ανάλυση του ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΛΗΝΑΚΗ
Ουδείς θα έπρεπε να αιφνιδιάζεται από τους νέους τουρκικούς εκβιασμούς αναφορικά με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Όπως ουδείς αμφιβάλλει ότι τελικά ο Ερντογάν θα εξασφαλίσει σημαντικά ανταλλάγματα και μάλιστα πιθανόν σε βάρος μας (όπως η ενίσχυση της Τουρκίας με νέα F16 και η σιωπηρή άρση των κυρώσεων οπλισμού σε βάρος της). Το βαθύτερο όμως ερώτημα είναι αν, έστω, με αφετηρία τις ανακατατάξεις λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, αντιλαμβανόμαστε ορθά και έγκαιρα ευκαιρίες και κινδύνους, και κατά συνέπεια αν προχωρούμε με κινήσεις που αξιοποιούν τις πρώτες και ελαχιστοποιούν τους δεύτερους.
Ένα μήνα πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είχαμε τεκμηριωμένα προβλέψει ότι ο Πούτιν δεν μπλόφαρε και θα ακολουθούσε μεγάλη σύγκρουση με καταλυτικές επιπτώσεις για την Ευρώπη. Δυστυχώς η χώρα μας συγκαταλέγεται σε αυτές που αιφνιδιάστηκαν με συνέπεια να χαθούν εθνικές ευκαιρίες για προληπτικές και άλλες κινήσεις. Ενόψει κυοφορούμενων σημαντικών εξελίξεων ας εξετάσουμε το νήμα τους εν είδει ανακεφαλαίωσης και προσωρινού απολογισμού.
1. Ένα μήνα πριν την εισβολή είχαμε προτείνει προληπτικές και διακριτικές κινήσεις της χώρας μας ενόψει του επικείμενου πολέμου προς τους Ανατολικοευρωπαίους και Σκανδιναβούς (κυρίως) εταίρους μας. Ήδη απαιτούσαν τότε τη συνδρομή μας στις σχεδιαζόμενες κυρώσεις για την τότε ακόμη επικείμενη εισβολή και θα την παρείχαμε. Όμως θα απαιτούσαμε κι εμείς αντίστοιχη δέσμευση για συνδρομή τους σε σχέση με την Τουρκία. Για το πως χάθηκε το timing της ευκαιρίας μιλάει μόνη της η κατόπιν εορτής ομολογία του Υπουργού Άμυνας ότι πλέον «δεν είναι η καλύτερη εποχή να λες πράγματα εναντίον της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ».
2. Δεν επιμείναμε στο πλαίσιο των ευρωπαικών και νατοικών διαβουλεύσεων και αποφάσεων σε «καθαρές» και εθνικά χρήσιμες διατυπώσεις αρχών όπως «θα αντιτασσόμαστε σε κάθε απόπειρα αλλαγής συνόρων δια της βίας» και «η ασφάλεια είναι αδιαίρετη και η συνδρομή στην υπεράσπιση των εξωτερικών ευρωπαικών συνόρων παρέχεται έναντι οποιουδήποτε εισβολέα». Δεν ήταν δύσκολο να υιοθετηθεί αλλά προφανώς δεν μας απασχόλησε. Μια ακόμη ιστορική ευκαιρία να κατοχυρώσουμε το «από όπου κι αν προέρχεται η απειλή/ εισβολή» χάθηκε…
3. Μη έχοντας προβλέψει τη σύγκρουση προφανώς δεν μπορέσαμε και να σχεδιάσουμε και να δρέψουμε τους καρπούς που θα αναλογούσαν στην έγκαιρη προετοιμασία: ούτε διπλωματικά, ούτε στρατιωτικά, ούτε ενεργειακά και οικονομικά, ούτε ως προς τα προσφυγικά κύματα.
4. Η τελευταία μάλιστα διάσταση μπορεί προοπτικά να αναδειχθεί ανάμεσα στις πιο επώδυνες συνέπειες της αδυναμίας πρόβλεψης της εισβολής. Παρά την στελέχωση την τελευταία στιγμή του προξενείου Μαριούπολης και την ηρωική στάση του προξένου, εύλογα πιθανολογείται ένας θλιβερός απολογισμός —ίσως μάλιστα και μια ανθρωπιστική καταστροφή σε σχέση με την ομογένεια στη Μαριούπολη. Γιατί μια έγκαιρη απομάκρυνση ενός μεγαλύτερου αριθμού ομογενών ήταν αδιανόητη; Και, αλήθεια, ποιός ενδιαφέρεται πλέον για τους 100.000 Έλληνες της περιοχής; Με την απομάκρυνση του Προξένου έληξε και το ενδιαφέρον μας; Εξετάσαμε μήπως την οργανωμένη μετεγκατάσταση ομογενών προσφύγων στη Θράκη;
5. Απέναντι στη μεγαλύτερη στρατιωτική σύγκρουση στη μεταπολεμική Ευρώπη δεν κρίθηκε σκόπιμο να συνέλθει ούτε ένα πραγματικό και καλά προετοιμασμένο ΚΥΣΕΑ. Η όποια σύσκεψη, συγκλήθηκε εκ των ενόντων και με ανορθόδοξη (για ΚΥΣΕΑ ) σύνθεση και ατζέντα. Κλήθηκε να εξετάσει μόνο την εσωτερική ενεργειακή και οικονομική διάσταση κι όχι τις επιπτώσεις του πολέμου και να σχεδιάσει κινήσεις, όπως σε άλλες χώρες. Κραυγαλέα ήταν άλλωστε και η ευκαιρία α) να υλοποιηθεί επιτέλους η προεκλογική κυβερνητική εξαγγελία για ίδρυση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, αλλά και β) για να συνεδριάζει το ΚΥΣΕΑ ως κατ’εξοχήν όργανο εθνικής ασφάλειας και απόρρητων σχεδιασμών, στις ειδικά προστατευμένες και υπερσύγχρονα εξοπλισμένες σχετικές υποδομές του ΓΕΕΘΑ (Εθν.Κέντρο Επιχειρήσεων, ΕΘΚΕΠΙΧ).
6. Απέναντι στη μεγαλύτερη στρατιωτική σύγκρουση στην Ευρώπη δεν κρίθηκε περιέργως σκόπιμο να διαβουλευθούμε σε υψηλό επίπεδο με τον στρατηγικό μας εταίρο και στενότερο σύμμαχο, τη Γαλλία. Αν σε μια τόσο δραματική συγκυρία δεν αξιοποιούμε τη θεμελιώδη στρατηγική μας σχέση, τότε τι περιμένουμε για τα πιο δύσκολα;
7. Αν διαβουλευόμασταν με τη Γαλλία πιθανότατα θα ακολουθούσαμε μια ανάλογη με τη Γαλλία «έξυπνη» προσέγγιση προσεκτικής συνδρομής: ο Μακρόν έστειλε για μεταστάθμευση σε αεροδρόμια στα εξωτερικά ευρωπαικά σύνορα (στην Εσθονία, όχι εντός της Ουκρανίας) τέσσερα γαλλικά Μιράζ. Ανάλογη δική μας έμπρακτη συνδρομή θα «έστρωνε» και ανάλογη απαίτησή μας για ανταπόδοση με μεταστάθμευση ευρωπαικών αεροσκαφών στα απειλούμενα από την Τουρκία αεροδρόμια του Αν.Αιγαίου.
8. Μη διαβουλευθέντες με την έμπειρη και στενότερη σύμμαχο, προτιμήσαμε μετά από αιφνιδιαστική σύγκληση του ΚΥΣΕΑ να στείλουμε συμβολικό μεν (και χρήσιμο σε επίπεδο αρχών) οπλισμό, αλλά εντός της εμπόλεμης Ουκρανίας. Την ίδια ώρα μας προτεινόταν από ΗΠΑ να αντικαταστήσουμε, σχεδόν αδαπάνως με υπερσύγχρονους αμερικανικούς Πάτριοτ, τους απενεργοποιημένους και προοπτικά μη εξυπηρετηθησόμενους/άχρηστους ρωσικούς πυραύλους S-300 (με προορισμό αξιοποίησής τους την νατοική ανατολική πτέρυγα). Μάλιστα οι ΗΠΑ θα αναλάμβαναν την μεταφορά χωρίς να εμπλακούμε ευθέως στην εμπόλεμη ζώνη. Καθυστερήσαμε όμως να αποφασίσουμε, και τώρα πια που καθαρά δυτικός οπλισμός ρέει προς το Κίεβο, τα νατοικά ανταλλάγματα για τους S-300 φαίνεται ότι μειώνονται καθημερινά. Το να μην αξιοποιηθεί η συγκυρία για απαλλαγή της Ελλάδας (και της Κύπρου) —εξυπακούεται βάσει σοβαρών ανταλλαγμάτων και με αύξηση της επιχειρησιακής ικανότητας— από προοπτικά απαξιούμενα ρωσικά συστήματα, «ου κράτους σοφού».
9. Έχουμε αναλυτικά εκθέσει πόσο άστοχες αποδεικνύονται οι κυβερνητικές εκτιμήσεις ότι ο «αναθεωρητισμός» (δηλ. η δια της βίας αλλαγή συνόρων) «απέθανε». Πολλές δυστυχώς περιπτώσεις από τη μεταπολεμική ιστορία μαρτυρούν σαφώς περί του αντιθέτου (με πρώτη την Κύπρο). Σπάνια ανατρέπονται δια της διπλωματίας τα τετελεσμένα στο έδαφος. Η συνήθης δε συνέχεια είναι η μετατροπή της γραμμής ανακωχής σε άτυπα (de facto) όρια , ή (συνήθως με συμφωνία και σοβαρά ανταλλάγματα) σε επίσημα αναγνωρισμένα σύνορα. Η Ρωσία παρά τις στρατιωτικές αποτυχίες της έχει υπερδιπλασιάσει τα εδαφικά κέρδη της του 2014 σε βάρος της Ουκρανίας. Και οι ενδείξεις βοούν ότι σχεδιάζει να τα κρατήσει/προσαρτήσει. Δυστυχώς, ο αναθεωρητισμός ζει και βασιλεύει ακόμη.
10. Έτι ανησυχητικότερη είναι η εκτίμηση που κατά τα φαινόμενα έγινε των επιπτώσεων του πολέμου στα ελληνο-τουρκικά: «αφού ο αναθεωρητισμός απέθανε δια της δυτικής καταδίκης, Ελλάδα και Τουρκία ήρθαν κοντά»… Εξ ού προφανώς και η ατυχήσασα επίσκεψη του Πρωθυπουργού στον Ερντογάν. Η «κοινή ανησυχία» θα οδηγούσε σε ένα «ήσυχο καλοκαίρι» με στόχο απλά «να μην φτάσουμε σε επεισόδιο»και χωρίς την απαραίτητη αξιολόγηση των κερδοζημιών για τον Ελληνισμό.
11. Η επιμονή σε ανεδαφικές προσδοκίες οφείλεται κατά τα φαινόμενα στην έλλειψη κατανόησης των διαφορών προσέγγισης των δύο γειτονικών κρατών. Όπως ακριβώς αιφνιδιαστήκαμε στο Ουκρανικό βέβαιοι όντες ότι «δεν γίνονται πλέον πόλεμοι στον 21ο αιώνα», έτσι εφησυχάζουμε επικίνδυνα και για τις διευρυνόμενες τουρκικές βλέψεις: «δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσουν τα όπλα», «παζαρεύουν, δεν τα εννούν», «υπερβάλλουν για εσωτερική κατανάλωση» , «κι αν ακόμη κάτι συμβεί, θα τους σταματήσουν οι Αμερικανοί» κλπ. Μπορεί κανείς άραγε να ελπίσει σε μια ρεαλιστικότερη προσέγγιση;
12. Κι ερχόμαστε στις τελευταίες εξελίξεις με τους (αναμενόμενους) τουρκικούς εκβιασμούς αναφορικά με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Όταν μια χώρα εφησυχάζει και δεν προλαμβάνει, εισπράττει πιθανότατα το τίμημα της καθυστέρησης με την ισχυροποίηση του αντιπάλου της. Όλοι αντιλαμβάνονται στη χώρα μας το νεότερο παζάρι του Ερντογάν με τους καθημερινά αυξανόμενους όρους που θέτει για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Ορθά οι περισσότεροι αναλυτές προεξοφλούν (παρά την αγανάκτηση) τα κέρδη που θα αποκομίσει. Αντίστροφα, λίγοι διέβλεπαν τις εξελίξεις όταν προ εβδομάδων επιμέναμε στην ανάγκη δικών μας προληπτικών κινήσεων. Συνηθισμένοι για πολλά χρόνια σε μια ευρωπαική λογική «ανιδιοτελούς» «πολιτικής ορθότητας» μάθαμε δυστυχώς να μην διαβλέπουμε τα περιθώρια που πάντα υπάρχουν για προώθηση θέσεων αλλά και στρατηγικά κέρδη. Κι όμως η υπόθεση της νατοικής διεύρυνσης είχε πράγματι από μέρους μας τέτοια περιθώρια— και όχι με τον εκβιαστικό τρόπο της Τουρκίας. Θυμίζουμε τις προληπτικές προτάσεις που προ εβδομάδων είχαμε καταθέσει:
«α) εξηγούμε εξαντλητικά στην Κύπρο πόσο σημαντική θα ήταν μια δική της αίτηση ένταξης (εδώ και χρόνια συμμετέχει «με το ένα πόδι» στο δυτικό θεσμικό σύστημα ασφαλείας ως μέλος της ΕΕ, ενώ πρόσφατα οι ΗΠΑ ήραν απαγορεύσεις τους για παροχή αμερικανικού οπλισμού). Χωρίς να αεροβατούμε ότι λύθηκαν τα βασικά προβλήματα, η συγκυρία επιτρέπει σοβαρά κέρδη.
β) η Αθήνα «αναγκάζεται» να εξηγήσει στο ΝΑΤΟ ότι δεν μπορεί να συναινέσει σε διεύρυνση που δεν θα περιλαμβάνει την Κυπριακή Δημοκρατία (δηλ. όπως ακριβώς κινηθήκαμε στο παρελθόν για να επιτευχθεί η ένταξή της στην ΕΕ)
γ) εξηγούμε κατ’ιδίαν στις (αγαπητές κατά τα άλλα) υποψήφιες Φινλανδία και Σουηδία ότι θα πρέπει, κατ’ελάχιστον, η καθεμία να δεσμευθεί εγγράφως διμερώς απέναντί μας ότι αναγνωρίζει την δική μας αντίληψη απειλής και ότι αν η τελευταία παρ’ελπίδα υλοποιηθεί θα προστρέξει να μας συνδράμει, όπως ακριβώς απαιτεί από εμάς να πράξουμε απέναντι στη Ρωσία
δ) δεν βλάπτει κατ’ανάγκη την Αθήνα, ούτε τη Λευκωσία, το ότι η Μόσχα θα δει θετικά την κίνησή μας
ε) προφανώς η Τουρκία θα προβάλει βέτο (και) στην κυπριακή υποψηφιότητα και άρα οι τρεις χώρες θα πρέπει να διαπραγματευτούν παραχωρήσεις σε όσους αντιδρούν στην ένταξή τους (εννοείται ότι η Κύπρος θα αντιμετωπίσει πολύ περισσότερους αντιρρησίες)
στ) Στο τέλος θα επιτευχθεί, ως είθισται, ένα συνολικό «πακέτο» σε σχέση με τις τρεις υποψήφιες χώρες, από το οποίο μόνο χαμένες δεν θα βγουν η Ελλάδα και η Κύπρος».
Οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι για μια ακόμη φορά, και μάλιστα την παραμονή της επίσκεψης του Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον, η Τουρκία «έξυπνα» μας υπερκέρασε με ένα ωμότατο εκβιαστικό παζάρι. Παρά τις αναμενόμενες επιφανειακές αναγνώσεις περί τουρκικής «απομόνωσης», το (προς εξαργύρωση) βέτο θα προσπορίσει στην Άγκυρα κατά πάσα πιθανότητα σημαντικά κέρδη. Αν και επισήμως ούτε νοούνται ούτε ανακοινώνονται νατοικές παραχωρήσεις σε εκβιαστές, είναι βέβαιο ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα γίνουν — τόσο από τις υποψήφιες χώρες, όσο και από τις νατοικές που έχουν υιοθετήσει σιωπηρά ή τυπικά εμπάργκο όπλων κατά της γείτονος και αντιβαίνουν, κατά τον Τσαβούσογλου, στο πνεύμα της «συμμαχικότητας». Χρειάζεται να επισημανθεί ο μεγάλος χαμένος της νατοικής διεύρυνσης;