Ξεχάσαμε τους Έλληνες της Συρίας
Αλήθεια είναι ότι μέσα στον ορυμαγδό των ειδήσεων για την οικονομική κρίση, αδιαφορούμε σε κάθε επίπεδο για το τι συμβαίνει εκτός Ελλάδας, και ιδιαίτερα στην γειτονιά μας, λ.χ. την Μέση Ανατολή. Βέβαια αυτό συνέβαινε και προ κρίσης, οπότε η οικονομία σήμερα δεν αποτελεί δικαιολογία. Απλώς αδιαφορούμε, εμείς οι Έλληνες, για διαφόρους λόγους (ας μην τους αναλύσουμε επί του παρόντος). Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση της Συρίας. Επηρεασμένοι από την ξένη ειδησεογραφία για το θέμα αναλύουμε τις τρέχουσες εξελίξεις αλλά ξεχνούμε ότι στην Συρία σήμερα ζουν αδελφοί Έλληνες οι οποίοι χειμάζονται από τον εμφύλιο. Μέχρι σήμερα δεν έχει δοθεί καμία αναφορά ή έκταση από τα ελληνικά ΜΜΕ στο θέμα, πέραν ίσως της απαγωγής των δύο επισκόπων προ μερικών μηνών, απόρροια της διεθνούς ειδησεογραφίας για το θέμα. Δικαιούμαστε να ξεχνούμε, λοιπόν, τους Έλληνες της Συρίας; Σε καμία περίπτωση.
Ως «Έλληνες» της Συρίας καθορίζονται οι κάτοικοι οι οποίοι α) Χριστιανοί Ορθόδοξοι ή άλλου δόγματος ομιλούντες ελληνικά, β) σουνίτες ή μπεκτασήδες μουσουλμάνοι δίγλωσσοι ομιλούντες ελληνικά (κρητική διάλεκτο) και αραβικά, και γ) αραβόφωνοι Χριστιανοί οι οποίοι έχουν ελληνική καταγωγή και χρησιμοποιούν εν μέρει την ελληνική ως γλώσσας λειτουργίας τους ναούς. Εν ολίγοις, στην Συρία σήμερα υπάρχουν πληθυσμοί οι οποίοι παρουσιάζουν ένα από τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου Νεοέλληνα, δηλ. την ελληνική γλώσσα και την χριστιανική ορθόδοξη θρησκεία.
Σύμφωνα με το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών, υπάρχουν στη Συρία σήμερα 1200 Έλληνες με ελληνικά διαβατήρια, οι περισσότεροι μέλη της ελληνικής κοινότητας από το 1913. Ο αριθμός όμως των Ελλήνων χωρίς ελληνικά διαβατήρια είναι πολλαπλάσιος χωρίς να υπάρχουν σαφή στοιχεία. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, ο αριθμός των Ελληνόφωνων Μουσουλμάνων γνωστών ως «Τουρκοκρητικών» της Συρίας ανέρχεται σε 3.000-4.000 ενώ των Αραβόφωνων Χριστιανών είναι συγκεχυμένος.
Ο ελληνικός πληθυσμός είναι διασκορπισμένος στα διάφορα αστικά κέντρα της χώρας, δηλ. την Δαμασκό, το Χαλέπι, την Λατάκεια, την Ταρτούς, την Χομς και την Χάμαα. Δεδομένου του ότι οι πόλεις αυτές είναι το κύριο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων, καθίσταται σαφές ότι οι ανωτέρω πληθυσμοί είναι σε άμεσο κίνδυνο και χρειάζονται την ανθρωπιστική στήριξη της Ελλάδας τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας και των ιδιωτών σε επίπεδο Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Παράλληλα τα ελληνικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης χρειάζεται αναδείξουν το θέμα προκειμένου να ευαισθητοποιηθούν οι υπεύθυνοι και η ελληνική κοινή γνώμη.
Το ελληνικό ΥΠΕΞ δεν έχει δεχθεί, επί του παρόντος, αιτήματα επαναπατρισμού από τους κατόχους ελληνικών διαβατηρίων. Ωστόσο το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει κλείσει, για πολιτικούς λόγους, την διπλωματική της αντιπροσωπεία στη Συρία, και αντιπροσωπεύεται πλέον μέσω γηγενών άμισθων προξένων, καθιστά την θέση της ελληνικής πολιτείας εξαιρετικά δυσχερή στο ενδεχόμενο ουσιώδους υποστήριξης των ελληνικών και χριστιανικών πληθυσμών της Συρίας. Γι’αυτό ο ρόλος της Εκκλησίας και των ΜΚΟ καθίσταται σημαντικός.
Λόγω της κρίσιμης και επικίνδυνης κατάστασης στο εσωτερικό της Συρίας η ελληνική πολιτεία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Αρχιεπισκοπή Ελλάδας σε συνεργασία με τα συναρμόδια Ορθόδοξα Πατριαρχεία, χρειάζεται να συντονίσουν και να βοηθήσουν την δράση ελληνικών ΜΚΟ σε επίπεδο ανθρωπιστικής βοήθειας (υγείας και διατροφής) για τους κατοίκους των περιοχών αυτών. Ο μικτός (διγενής) χαρακτήρας των κατοίκων της περιοχής αλλά και το γεγονός ότι οι Έλληνες της Συρίας διαβιούν σε κοινά χωροταξικά σύνολα με τους λοιπούς κατοίκους της Συρίας εγγυάται το ότι αποδέκτες μίας τέτοιας βοήθειας θα είναι όχι μόνο οι ελληνικοί και χριστιανικοί πληθυσμοί της Συρίας αλλά και ευρύτερα ο συριακός πληθυσμός ανεξαρτήτως φυλής ή θρησκείας. Με αυτό τον τρόπο η Ελλάδα, ως έθνος κράτος καλείται, να αποδείξει ότι δεν ξεχνάει τα οικουμενικά παιδιά της αλλά και ότι είναι σε θέση να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο για την σταθεροποίηση της Συρίας σε επίπεδο ήπιας ισχύος. Το εγχείρημα δύσκολο αλλά ο στόχος εφικτός.