14/7/2016. «ΟΙ ΑΜΥΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ BREXIT»

14/7/2016. «ΟΙ ΑΜΥΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ BREXIT»

Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος για αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη αρχίσει να δημιουργεί αλυσιδωτές αντιδράσεις στους εμπλεκομένους ακόμη και σε φαινομενικά άσχετες δραστηριότητες της καθημερινότητας των πολιτών και των κυβερνήσεων (ιδίως της Μεγάλης Βρετανίας).

Επί του παρόντος οι ερευνητές δεν έχουν κατασταλάξει στις συνέπειες της αποχώρησης στους τομείς που σχετίζονται με την αμυντική πολιτική του Λονδίνου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Η καθυστέρηση αυτή, δικαιολογείται εν μέρει, καθόσον οι εξελίξεις στους ευαίσθητους τομείς  που άπτονται σε θέματα άμυνας και ασφάλειας θα εξαρτηθούν από τη μελλοντική μορφή των σχέσεων Λονδίνου και Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και από την πορεία της βρετανικής οικονομίας εκτός φυσικά απρόβλεπτων διεθνών εξελίξεων ή ακόμη και ακραίων εσωτερικών σεναρίων (διάσπαση του Ηνωμένου Βασιλείου).

Ως μια αρχική εκτίμηση διαφαίνεται η τάση ενίσχυσης των πατροπαράδοτων σχέσεων των ΗΠΑ με τη Μεγάλη Βρετανία και κατά συνέπεια της αμοιβαίας πολιτικής επιλογής για ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.

Ανέκαθεν ήταν φανερή η αρνητική διάθεση του Λονδίνου (αλλά και άλλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών) στην αυτονόμηση των αμυντικών δυνατοτήτων της Ευρώπης από το ΝΑΤΟ. Μια πολιτική επιλογή που εκτός από το καθαρό οικονομικό παράγοντα της αποφυγής επιπροσθέτων δαπανών και προσπαθειών, υπέκρυπτε και την βρετανική καχυποψία προς μια ανεξάρτητη (και την ενδεχόμενη υπό άλλο κράτος καθοδηγούμενη) ευρωπαϊκή  πολιτική άμυνας και ασφάλειας.

Όλα βέβαια τα παραπάνω θέματα απορρέουν από μια μακροχρόνια βρετανική αντίληψη περί του ρόλου της χώρας έναντι των ηπειρωτικών δυνάμεων αλλά και των καταβολών της άλλοτε πανίσχυρης βρετανικής αυτοκρατορίας.

Μπορεί η βρετανική αποχώρηση από την Ένωση να θέτει αυτήν εκτός της ομπρέλας του άρθρου 222 του Συμφώνου της Λισαβόνας (πρόβλεψη για άμεση ενεργοποίηση των  αμυντικών δυνατοτήτων των κρατών-μελών για υποστήριξη του απειλούμενου μέλους) αλλά μάλλον ορθώς το Λονδίνο εκτιμά ότι παραπλήσια, ίσως και ισχυρότερη εγγύηση, απορρέει από το άρθρο 5 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου.

Βέβαια, με την αποχώρηση της η Βρετανία αποποιείται το ρόλο του ισχυρότερου και σημαντικότερου κράτους στο αμυντικό σκέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο εκάστοτε υποδιοικητής των συμμαχικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη (SHAPE) είναι Βρετανός και αναλάμβανε το ρόλο του επιχειρησιακού διοικητού των δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περίπτωση εμπλοκής της τελευταίας μέσα από μια σειρά δαιδαλώδων διαδικασιών αμφοτέρων των οργανισμών.

Η σχεδόν αδιάλειπτη συμμετοχή των βρετανικών δυνάμεων στις επιχειρήσεις της Ένωσης και κυρίως η παρουσία των πολεμικών σκαφών της σε κάθε δραστηριότητα αποτελούσε σημαντικό στοιχείο ενίσχυσης της ευρωπαϊκής στρατιωτικής παρουσίας όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικής συνεργασίας αλλά και αμυντικών ικανοτήτων, εμπειρίας και θεμάτων υποστήριξης και πληροφοριών.

Στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών υψηλόβαθμοι Βρετανοί στρατιωτικοί ετάχθησαν υπέρ της παραμονής για να δεχθούν όμως κριτική εκ μέρους άλλων συναδέλφων τους που υποστηρίζουν ότι η έξοδος θα ενισχύσει την παγκόσμια ικανότητα προβολής της βρετανικής ισχύος.

Οι υποστηρικτές της παραμονής θεωρούν ότι μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μηχανισμών της επαυξάνονται οι ικανότητες της Μεγάλης Βρετανίας σε θέματα αντιμετώπισης της παγκόσμιας τρομοκρατίας αλλά και της αυξανόμενης ρωσικής επιθετικότητας.

Τα επιχειρήματα των υποστηρικτών της εξόδου δεν φαίνεται να έχουν βρει απήχηση στην πλειονότητα των αμυντικών αναλυτών (Βρετανών και μη) που με κριτήριο τα θέματα ασφαλείας, τοποθετήθηκαν υπέρ της παραμονής. Παραπλήσια και η προσεκτικά διατυπωμένη θέση του αμερικανού στρατηγού Hodges διοικητού των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη (USAREUR).

Εξυπακούεται ότι οι υπέρ της παραμονή Βρετανοί πολιτικοί επανειλημμένα προειδοποίησαν (κατηγορούμενοι και για κινδυνολογία) για τις αρνητικές συνέπειες του Brexit στις αμυντικές ικανότητες της χώρας.

Σε κάθε όμως περίπτωση τα σημερινά δεδομένα θα οδηγήσουν στην αναθεώρηση του πρόσφατα εγκριθέντος Security Defence and Strategic Review (SDSR) του 2015 χωρίς να αναμένονται θεαματικές αλλαγές. Μάλλον θα συνεχιστεί η προσπάθεια σταδιακής επαναφοράς της Μεγάλης Βρετανίας «ανατολικώς του Σουέζ» (ξεκίνησε με το τέλος του ψυχρού πολέμου). Σε τελευταία ανάλυση αυτό επιβάλλεται και από την πολιτική γοήτρου και αντιλήψεις της άλλοτε κραταιάς Βρετανικής Αυτοκρατορίας.

Συγχρόνως αναμένεται ότι θα συνεχιστεί και η κατανομή του 2% του ΑΕΠ για τις αμυντικές δαπάνες της χώρας, ποσοστό που αποτελεί και πάγιο στόχο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας για τα κράτη-μέλη της. Ομοίως αναμένεται να συνεχιστεί και η συμμετοχή της Βρετανίας σε κοινά ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα για τα οποία έχουν ήδη ξοδευθεί σημαντικά κονδύλια (πχ μεταφορικό αεροσκάφος Α400M) αλλά και σε κοινές εκπαιδευτικές δραστηριότητες και συνεργασίας που απορρέουν από διμερείς συμφωνίες με χώρες της Ένωσης (πχ Lancaster House Treaty με Γαλλία).

Η Μεγάλη Βρετανία, εντός ή εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ, η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη της δυτικής Ευρώπης, μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας με δικαίωμα αρνησικυρίας και πυρηνική δύναμη. Η αναβάθμιση των αμυντικών της ικανοτήτων και φιλοδοξιών, πέραν των προθέσεων της, θα εξαρτηθεί βασικά από την πορεία της οικονομίας της με τις περισσότερες εκτιμήσεις να προβλέπουν μια βραχυπρόθεσμη-μεσοπρόθεσμη περίοδο ύφεσης που αναπόφευκτα θα επηρεάσει αρνητικά και τις αμυντικές δαπάνες.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση από την άλλη μεριά χάνει τον ισχυρότερο αμυντικό πυλώνα της, με δυνατότητες έστω και περιορισμένης παγκόσμιας προβολής ισχύος, ενώ η ίδια αναζητά εναγωνίως τρόπους αντιμετώπισης των φυγόκεντρων δυνάμεων και αναζωογόνησης του ευρωπαϊκού ιδεώδους. Και όλα αυτά συμβαίνουν σε εποχή γενικότερης αστάθειας, τρομοκρατικής έξαρσης και αναζωπύρωσης του αισθήματος της σοβιετικής απειλής.

Οι συνέπειες της βρετανικής εξόδου σταδιακά θα αρχίσουν να λαμβάνουν τις πραγματικές τους διαστάσεις εξαρτώμενες και από τις θέσεις που θα τηρήσουν οι δύο πλευρές (Ευρωπαϊκή Ένωση και Μεγάλη Βρετανία). Ο χρόνος επίσης θα δείξει αν ο Πρόεδρος Πούτιν λειτουργήσει ως ο συνδετικός κρίκος της Ευρώπης όπως ο «πατερούλης» Στάλιν μερικές δεκαετίες πριν.

Αφήστε μια απάντηση