Blog

Ελληνική στρατηγική κουλτούρα: Ξεφεύγοντας από το “σύνδρομο του Περιστεριού”

Ελληνική στρατηγική κουλτούρα: Ξεφεύγοντας από το “σύνδρομο του Περιστεριού”

Του Κωνσταντίνου Λαμπρόπουλου 

Αναλύοντας την εξωτερική πολιτική των κρατών, αξιομνημόνευτο παραμένει το σύστημα αξιών και πεποιθήσεων , που διέπει τους λήπτες αποφάσεων, καθώς αποτελεί σημαντική μεταβλητή, η οποία δύναται να επηρεάσει καταλυτικά το πλαίσιο διαμόρφωσης των στρατηγικών επιλογών και κατ’ επέκταση την ορθολογική στρατηγική συμπεριφορά του κράτους (υπό προϋποθέσεις).

Το ανωτέρω στοιχείο αφορά την παράμετρο του εσωτερικού περιβάλλοντος στη διαμόρφωση της εθνικής στρατηγικής και υπεισέρχεται στην έννοια της περίφημης στρατηγικής κουλτούρας (strategic culture), η οποία οικοδομείται στην έννοια της πολιτικής και οργανωσιακής κουλτούρας και αναφέρεται στις παραδόσεις, στις αξίες, στα πρότυπα, στους συμβολισμούς και στους ιδιαίτερους τρόπους προσαρμογής ενός κράτους στο διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον, γεγονός που περιλαμβάνει την χρήση ή την απειλή της χρήσης βίας. 

Χρήζει ιδιαίτερης μνείας το γεγονός πως η στρατηγική κουλτούρα υπόκειται στον πολυδιάστατο και πολυπαραγοντικό χαρακτήρα της φυσιογνωμίας των κρατών και της κοσμοθεωρίας των εθνών.

Αν και συνδέεται με τις συνέχειες της εξωτερικής πολιτικής, με την συλλογική ιστορική μνήμη και την ιστορική κληρονομιά των εθνών, εντούτοις, η στρατηγική κουλτούρα δεν αποτελεί στατική έννοια, καθώς πληθώρα παραγόντων την συν-διαμορφώνουν, όπως γεωπολιτικά προτάγματα, καταλυτικά ιστορικά γεγονότα, αντιλήψεις των ηγετικών ελίτ περί περιφερειακού και διεθνούς ρόλου του κράτους, η φύση του πολιτικού συστήματος, η θεσμική μνήμη και η συνεργασία ή η αντιπαράθεση μεταξύ πολιτικού κατεστημένου και στρατιωτικής ιεραρχίας.

Αποκρυπτογραφώντας, μέσω του αναλυτικού πρίσματος της στρατηγικής κουλτούρας και βάσει της πολιτικής ψυχολογίας, το πλαίσιο της συμπεριφοράς των ιθυνόντων που ασκούν την εξωτερική πολιτική, η τυπολογία αφορά τον κλασικό διαχωρισμό μεταξύ “γερακιών” (hawks) και “περιστεριών” (doves), ήτοι την προδιάθεση για πιο επιθετικές πολιτικές έναντι των απειλών και αντιστοίχως για πιο ήπιες προσαρμογές.

Μια άκρως σημαντική πτυχή αυτού, αφορά το περίφημο “Σύνδρομο του Περιστεριού” (Dovish Bias).

Το “Σύνδρομο του Περιστεριού” έγκειται στην εμμονή πολιτικών κύκλων, σε λογικές αλληλεξάρτησης και κοινωνικοποίησης του αντιπάλου έναντι μιας στρατιωτικής απειλής, στην αποκλειστική καταφυγή σε διπλωματικά μέσα στο πλαίσιο διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων και στην αποφυγή χρήσης ή απειλής χρήσης στρατιωτικής βίας. Ουσιαστικά προκρίνεται μια κατευναστική στάση αντιμετώπισης της απειλής, ανεξαρτήτως συνθηκών και κυρίως ανεξαρτήτως φύσης και μεγέθους της απειλής.

Το “Σύνδρομο του Περιστεριού” στερεί από ένα κράτος την ουσία της Αποτροπής καθώς κατά πρώτον χρησιμοποιεί τα διπλωματικά μέσα αποσπασματικά, εμπλέκοντας την διπλωματία μόνο σε λογικές διαχείρισης αντί να επενδύει σε ολιστική χρήση του πολιτικού/πολιτισμικού/νομικού/διπλωματικού οπλοστασίου στην κατεύθυνση της επικράτησης.

Ακολούθως στερεί από την εξωτερική πολιτική, την στρατιωτική συνιστώσα, την οποία μια πολιτική ηγεσία αρνείται να την χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό “χαρτί” στο πλαίσιο μιας Ολιστικής Διαχείρισης Κρίσεων.

Αναφορικά με την ελληνική στρατηγική κουλτούρα έναντι της τουρκικής απειλής, η πτυχή του “Συνδρόμου του Περιστεριού” αναπτύχθηκε στους κόλπους του ελληνικού πολιτικού συστήματος, την επαύριο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 και έλαβε κυρίαρχα χαρακτηριστικά την περίοδο της Ύστερης Μεταπολίτευσης.

Αν και η ελληνική πλευρά θεωρητικά επένδυσε σ έναν συνδυασμό εξωτερικής και εσωτερικής εξισορρόπησης της τουρκικής απειλής (Ένταξη σε ευρύτερες Συμμαχίες και Ανάπτυξη των ΕΔ αντίστοιχα) εντούτοις στην πράξη, η εξωτερική εξισορρόπηση αποτέλεσε αποκλειστικά στρατηγική Μεταφοράς των Βαρών (Buck passing) μέσω του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε, ενώ η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και οργανωτικών διαδικασιών σε συνδυασμό με την υπο-χρηματοδότηση των ΕΔ, υπονόμευσε και την εσωτερική εξισορρόπηση.

Επιπρόσθετα, υιοθετήθηκε μια πολιτική κοινωνικοποίησης του αντιπάλου μέσω του “καρότου” της ευρωπαϊκής ένταξης, αποτελώντας μια επιλογή που εμπίπτει στην λογική της επίλυσης της ελληνοτουρκικής διαμάχης μέσω της οικονομικής αλληλεξάρτησης.

Επικράτησε κατά συνέπεια, η διαδεδομένη άποψη σε πολλούς λήπτες αποφάσεων, ότι η δυνητική εμβάθυνση μιας οικονομικής συνεργασίας μεταξύ ημών και της Τουρκίας θα αποτελούσε μια ικανή συνθήκη εξάλειψης της τουρκικής επιθετικότητας. Η άποψη αυτή πήγαζε από το πρότυπο της οικονομικής ολοκλήρωσης που συνέβαλε στον πασιφισμό της Γερμανίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην δημιουργία της ΕΟΚ-Ε.Ε και του γαλλογερμανικού άξονα.

Η τρέχουσα παρατεταμένη ελληνοτουρκική κρίση, ανέδειξε ήδη τους περιορισμούς της ελληνικής πλευράς να κεφαλαιοποιήσει τις τακτικές επιτυχίες έναντι των Τούρκων στον Έβρο και στο Αιγαίο, εξαιτίας του συνεχιζόμενου “Συνδρόμου του Περιστεριού”.

Φάνηκε εκ νέου πως η στρατηγική Μεταφοράς των Βαρών (Buck passing) στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε δεν δύναται να επιλύσει το δίλημμα ασφαλείας της Ελλάδας από μόνη της.

Οφείλει να γίνει αντιληπτός ο τρόπος λειτουργίας της Ευρωατλαντικής Συμμαχίας με τους συγκεκριμένους περιορισμούς που απορρέουν από την ιδιότητα της Τουρκίας ως κράτους-μέλους της. Το ίδιο ισχύει και για την Ε.Ε αναφορικά με τους περιορισμούς, που απορρέουν απ’ το συνεχιζόμενο έλλειμμα μιας ενιαίας και κοινής εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα απαιτείται να ενισχύσει το δικό της στρατηγικό αποτύπωμα εντός τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της Ε.Ε, αναβαθμίζοντας τους συντελεστές ισχύος της.

Αναφορικά με την αντιμετώπιση της αναθεωρητικής Τουρκίας στο πλαίσιο της εσωτερικής εξισορρόπησης, το ελληνικό πολιτικό σύστημα καλείται να εγκαταλείψει το προαναφερθέν φοβικό σύνδρομο που το διακατέχει, το οποίο αγνοεί την φύση της διεθνούς πολιτικής, .η οποία αφενός είναι άναρχη χωρίς να υφίσταται μια παγκόσμια ρυθμιστική αρχή, αφετέρου διέπεται πρωτίστως και κυρίως από την πολυσήμαντη έννοια της ισχύος.

Η ελληνική πλευρά επενδύει στην απόκτηση διεθνών ερεισμάτων υποστήριξης των ελληνικών θέσεων ,αδυνατώντας να διακρίνει πως τα διεθνή ερείσματα λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές ισχύος (force multipliers) της ισχύος και όχι αθροιστικά εκ του μηδενός.

Όπερ μεθερμηνευόμενον: Μια χώρα η οποία επενδύει σε στρατηγική Μεταφοράς των Βαρών, υποβαθμίζοντας τους συντελεστές της ισχύος της δεν απολαμβάνει επί της ουσίας διεθνούς συμπαράστασης παρά άγεται υπό των συμφερόντων τρίτων χωρίς απαραίτητη ευθυγράμμιση αυτών και του δικού τη εθνικού συμφέροντος.

Το ” Σύνδρομο του Περιστεριού” καταλήγει σε λογικές παρατεταμένου κόστους (Sunk Cost Fallacy), όπου ακολουθούνται διαρκώς οι ίδιες παρωχημένες λογικές ελλείψει στρατηγικού σχεδιασμού. Κατά συνέπεια, παρατηρείται το φαινόμενο οι διπλωματικές ενέργειες της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο να προβάλλουν το δίκαιο και την άμεμπτη συμπεριφορά της χώρας, κινούμενες πάντα στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας, γεγονός απολύτως σωστό και αληθές, πλην όμως ανεπαρκές για την ευόδωση των εθνικών συμφερόντων έναντι της Τουρκίας.

Η μη προβολή και αύξηση των συντελεστών ισχύος της χώρας σε συνδυασμό με έναν συμπεφωνημένο αναβαθμισμένο περιφερειακό ρόλο (αποτέλεσμα έλλειψης καθολικής στρατηγικής κατεύθυνσης) έχει ως αποτέλεσμα να παρουσιάζεται η ελληνική πλευρά στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων ως η αδύναμη πλευρά, της οποίας το συμφέρον δεν είναι ίσης αξίας με το αντίστοιχο τουρκικό.
Η χώρα πρέπει να απαλλαγεί από το “Σύνδρομο του Περιστεριού” που την ταλανίζει δεκαετίες. Το πολιτικό σύστημα απαιτείται να αναγνώσει ορθά το μέγεθος της απειλής που αντιμετωπίζει και να υπερβεί τις παθογένειες του παρελθόντος.

Είναι αφελές και επικίνδυνο να αγνοείται η εγγενής φύση του αναθεωρητισμού της Τουρκίας, γεγονός που εδράζεται στις πολιτικές συνθήκες που δημιούργησαν το τουρκικό κράτος.

Η Συνθήκη της Λωζάννης είχε ιδωθεί εξαρχής απ’ τις τουρκικές ελίτ ως αναγκαίος και πρόσκαιρος συμβιβασμός που θα αναθεωρείτο σε μεταγενέστερο χρόνο, ως εκ τούτου, συνήφθη το Εθνικό Συμβόλαιο (ΜisakI Milli) που προέβλεπε ανάκτηση εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την κατάλληλη χρονική συγκυρία, αποτελώντας μια ιστορική κληρονομιά και απαίτηση που δεν δύναται να αγνοήσει καμία τουρκική κυβέρνηση, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής της προσέγγισης.

Είναι έτι επικινδυνότερο, να παραβλέπεται ο εσωτερικός πολιτικοκοινωνικός μετασχηματισμός της σύγχρονης Νέο-Οθωμανικής Τουρκίας, ο οποίος βασίζεται στα προτάγματα του συντηρητισμού και του εθνικισμού τα οποία αποτελούν τον ενοποιητικό παράγοντα τεράστιων μαζών υπό ένα νέο υπερ-εθνικιστικό ιδεώδες.

Η “Γαλάζια Πατρίδα” αποτελεί μια επεκτατική στρατηγική σύλληψη, όμως η τουρκική κυριαρχία στις θάλασσες προϋπήρχε ως στρατηγικός στόχος στην τουρκικές ελίτ, ήδη από το πρώιμο κεμαλική περίοδο, όταν η κυβέρνηση Ινονού υιοθέτησε πρόγραμμα θηριωδών ναυτικών εξοπλισμών στοχεύοντας στον έλεγχο της Μεσογείου στις αρχές του 30, το οποίο ανακόπηκε λόγω εσωτερικών προβλημάτων και δυσμενών συσχετισμών ισχύος σε περιφερειακό επίπεδο.

Η τρέχουσα τουρκική αντίληψη περί γαλάζιας πατρίδας εγγράφεται και για την μετα-ερντογανική εποχή.

Η κυριαρχούσα άποψη των ελληνικών ελίτ περί του εξευμενισμού της Τουρκίας μέσω “καρότων” στο πλαίσιο της οικονομικής αλληλεξάρτησης, συνεπεία του “Συνδρόμου του Περιστεριού”, αγνοεί ορισμένα βασικά και ουσιώδη δεδομένα. Πρώτον η οικονομική εμβάθυνση και αλληλεξάρτηση δεν εγγυάται σε καμία περίπτωση την αποφυγή μιας ένοπλης σύγκρουσης, όπως απέδειξε η αντίστοιχη περίπτωση της Αγγλίας και της Γερμανίας προ της κήρυξης του Α Παγκοσμίου Πολέμου. 

Δεύτερον η ανωτέρω άποψη αφορά μια ανάγνωση αυθαίρετη που άπτεται δεδομένων πολύ διαφορετικών από την σημερινή δυναμική των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Γερμανία ήταν μια κατεστραμμένη χώρα από τους δύο παγκόσμιους πολέμους που διεξήγαγε, ενώ η κοινή σοβιετική απειλή και οι κοινοί αξιακοί και πολιτισμικοί κώδικες του ευρωπαϊκού δυτικού πολιτισμού αποτέλεσαν την βάση συνεννόησης Γαλλίας-Γερμανίας.

Η Τουρκία του Ερντογάν αποτελεί μια ευθεία εκτεταμένη απειλή, επενδύει στην περιφερειακή αποσταθεροποίηση και την αδιάλλακτη προσαρμογή, ενώ αντιλαμβάνεται τις διμερείς σχέσεις ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος.

Ως εκ τούτου, η Ελλάδα επιβάλλεται να υιοθετήσει ρεαλιστικές προσαρμογές χρησιμοποιώντας όλο το “οπλοστάσιο” που διαθέτει στη φαρέτρα της, εξορθολογίζοντας τη στρατηγική της και αυξάνοντας τους συντελεστές της ισχύος της σ’ ένα συνεκτικό πλαίσιο.

Το “Σύνδρομο του Περιστεριού” συνεχίζει να στερεί από την ελληνική πλευρά, μια ρεαλιστική και αποτελεσματική αντιμετώπιση του τουρκικού αναθεωρητισμού, εγκλωβίζοντας τις ελληνικές πολιτικές ηγεσίες σε θολές πολιτικές, εμπλέκοντάς τες σε ατέρμονες διαδικασίες με αμφιλεγόμενο μεσοπρόθεσμο αποτέλεσμα και οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς που κρύβουν παγίδες για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, καθώς ο έλεγχος επί της διαδικασίας και η στρατηγική πρωτοβουλία περνάει σε χώρες όπως η Γερμανία που τηρούν πολιτικές ίσων αποστάσεων.

* Ο κ. Κων/νος. Θ Λαμπρόπουλος είναι Στρατηγικός Αναλυτής, Εταίρος Κέντρου Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης

Capital.gr

Αφήστε μια απάντηση