4/8/2016. 4η Αυγούστου 1936
4η Αυγούστου 1936
Παρά τη συμπλήρωση των 80 ετών από την ημέρα της εγκαθίδρυσης της δικτατορικής διακυβέρνησης από τον Ιωάννη Μεταξά και τα τραγικά και συνάμα ηρωικά γεγονότα που μεσολάβησαν, η περίοδος αυτή της ιστορίας μας εξακολουθεί να παραμένει αμφιλεγόμενη και οι απόψεις συγκρουσιακές και ενίοτε έντονα πολιτικά υποκινούμενες.
Ο κεφαλλονίτης στρατιωτικός και πολιτικός συμμετείχε ενεργά, από διάφορες θέσεις, σε όλα τα γεγονότα του 20ου αιώνα έως και τον αιφνίδιο θάνατο του το 1941. Φυσιογνωμία ηγετική και αναμφισβήτητα χαρισματική, με όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που χαρακτηρίζουν τις εξέχουσες προσωπικότητες του ταραγμένου και θεσμικά ασθενούς ελληνικού δημόσιου βίου της εποχής του.
Στα χρόνια της ηρωικής προέλασης του Ελληνισμού (1912-3) υπήρξε βασικό στέλεχος του Γενικού Επιτελείου και δημιουργός πληθώρας νικηφόρων στρατιωτικών σχεδίων. Παράλληλα συνδέθηκε στενά με όλες τις προσωπικότητες εκείνης της περιόδου που αποτέλεσαν εν συνεχεία τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδο του εθνικού διχασμού. Ο Μεταξάς διακρίνονταν για τη μεθοδικότητα του, την οξεία αντίληψη και κρίση του αλλά και την επιμονή του. Οι ικανότητες του αναγνωρίζονταν από Έλληνες και ξένους αξιωματούχους. Την περίοδο του διχασμού συντάχθηκε υπέρ της ουδετερότητος τασσόμενος στο πλευρό του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Η σύγκρουση αυτή ταλάνισε τον Ελληνισμό επί αρκετά χρόνια ενώ αρκετά σημεία της παραμένουν ακόμη και σήμερα αδιευκρίνιστα. Γεγονός είναι ότι με τα δεδομένα της εποχής, οποιαδήποτε απόφαση (υπέρ ή κατά της ουδετερότητος) παρουσίαζε ευκαιρίες και κινδύνους και οι εκατέρωθεν αλληλοκατηγορίες περί «εθνικών προδοσιών» οδήγησαν σε μοιραίες εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις. Δυστυχώς εν συνεχεία ο Μεταξάς επαληθεύθηκε για τις προβλέψεις του περί της ατυχούς κατάληξης της Μικρασιατικής εκστρατείας. Ένα ακόμη τραγικό ερώτημα της ιστορίας, εάν ένα έθνος έπρεπε να αναλάβει μια παράτολμη επιχείρηση πέραν των δυνατοτήτων του εκμεταλλευόμενο ένα «παράθυρο ευκαιρίας».
Στα χρόνια του μεσοπολέμου πολιτεύθηκε στην αντιβενιζελική παράταξη συμμετέχοντας στον ταραγμένο πολιτικό βίο, ιδρύοντας και δικό του κόμμα. Όπως και η πλειονότητα των πολιτικών φίλων ή αντιπάλων του και αυτός γνώρισε εξορίες, διώξεις, συμμετείχε σε κυβερνήσεις συνασπισμού αλλά και σε αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος. Πλήθος συγκυριών (που σήμερα ίσως και να αποκαλούντο συνωμοσίες), οδήγησαν τον Ιωάννη Μεταξά διαδοχικά στη θέση του Υπουργού Στρατιωτικών και Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης (14 Μαρτίου 1936) για να αντικαταστήσει σύντομα τον αιφνιδίως θανόντα Πρωθυπουργό Δεμερτζή (13 Απριλίου 1936). Όλως δε παραδόξως, η κατακερματισμένη και ανίκανη για οποιαδήποτε έργο ή ψήφισμα ελληνική βουλή, διέκοψε τις εργασίες της και ανέθεσε στην κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά να κυβερνάει επί πεντάμηνο με νομοθετικά διατάγματα (30 Απριλίου 1936).
Η απόφαση αυτή του κοινοβουλίου υπήρξε αποτέλεσμα της εκρηκτικής εξωτερικής που είχε δημιουργηθεί στην Ευρώπη, μιας πρωτοφανούς έξαρσης των εκδηλώσεων του εργατικού κινήματος και της πασιφανούς αδυναμίας των πολιτικών προσωπικοτήτων να βρούνε μια ελάχιστη κοινή προσέγγιση για την επίλυση των προβλημάτων. Ο Ιωάννης Μεταξάς, ως Πρωθυπουργός, επισείοντας και τον κίνδυνο της κομμουνιστικής εξέγερσης, προχώρησε σε σειρά κατασταλτικών μέτρων για την εμπέδωση της τάξεως υπό την πλήρη και σιωπηρή αποδοχή του πολιτικού και επιχειρηματικού κόσμου, της βασιλικής αυλής αλλά και της αστικών στρωμάτων που αναζητούσαν περίοδο σταθερότητας και ηρεμίας.
Στις 04 Αυγούστου 1936, παραμονή εικοσιτετράωρης πανελλαδικής απεργίας, ο Ιωάννης Μεταξάς, επικαλούμενος τον κίνδυνο εσωτερικών ταραχών και την ασταθή διεθνή κατάσταση, συγκάλεσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο και ανακοίνωσε την απόφασή του να αναστείλει επ’ αόριστον την ισχύ πολλών διατάξεων του Συντάγματος που κατοχύρωναν τις προσωπικές και συλλογικές ελευθερίες και, χωρίς να προκηρύξει εκλογές, να διαλύσει τη Βουλή με τη συγκατάθεση του βασιλιά. Ο τελευταίος εξέδωσε δύο παράνομα διατάγματα με τα οποία καταλύθηκε ο κοινοβουλευτισμός και επιβλήθηκε δικτατορία. Στη περίοδο της τετραετούς δικτατορικής διακυβερνήσεως πολλοί αντίπαλοι του καθεστώτος και κυρίως κομμουνιστές, υπέστησαν απηνείς διώξεις. Αναμφίβολα ο Μεταξάς οργάνωσε μια δικτατορικού τύπου διακυβέρνηση δανειζόμενος και συμβολικά στοιχεία από τα φασιστικά καθεστώτα της εποχής του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου με στόχο την δημιουργία του επικαλούμενου «Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού (σε συνέχεια των πολιτισμών της Αρχαίας Ελλάδος και του Βυζαντίου). Μέσα από τη δικτατορική διακυβέρνηση πέτυχε την εγκαθίδρυση και λειτουργία θεσμικών οργάνων, την επιβολή τάξης και ασφάλειας, και μια εύθραυστη πλεύση στις εξωτερικές μας σχέσεις και ισορροπίες. Κατανοώντας δε, τις παγκόσμιες ισορροπίες και το ανέφικτο της αποφυγής μιας νέας πολεμικής περιπέτειας του έθνους, προχώρησε στην αμυντική θωράκιση της χώρας λαμβάνοντας υπόψη και το χειρότερο για την εποχή του ενδεχόμενο (ταυτόχρονη επίθεση από Ιταλία και Βουλγαρία). Η ύπαρξη εναλλακτικών σχεδίων και η εντός ορίων πρωτοβουλία που δόθηκε στους επιτόπου διοικητές για να επιλέξουν την τοποθεσία της κύριας αμυντικής προσπάθειας, επικρίθηκε μετά τον πόλεμο μέχρι του σημείου του να του αποδοθούν και ανυπόστατες κατηγορίες περί προσχηματικής απόρριψης του ιταλικού τελεσίγραφου ή και ηττοπάθειας αυτού του ιδίου και του Στρατιωτικού Επιτελείου του.
Η αμυντική όμως προετοιμασία της χώρας και κυρίως η περήφανη απόρριψη του ιταμού φασιστικού τελεσίγραφου τις μεταμεσονύκτιες ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940 θα είναι πάντα χαραγμένες στη μνήμη του ελληνικού λαού και ορθά συνδεδεμένες με το πρόσωπο του τότε κυβερνήτη Ιωάννη Μεταξά. Το έπος του 1940, έθεσε σε δεύτερη μοίρα σφάλματα, εγωισμούς, επιμονές και αντιδημοκρατικές συμπεριφορές του κεφαλλονίτη πολιτικού και στρατηγού. Σε τελευταία ανάλυση και ο δημιουργός της Μεγάλης Ελλάδος, Ελευθέριος Βενιζέλος, είχε υποπέσει στις ακριβώς ίδιες αντιδημοκρατικές τακτικές με τον παλαιό του υπασπιστή και εν συνεχεία μεγάλο πολιτικό του αντίπαλο. Το έπος του 1940 υπήρξε αποτέλεσμα του φρονήματος και αγωνιστικότητος σύσσωμου του ελληνικού λαού, της μεθοδικής στρατιωτικής προετοιμασίας και της αποφασιστικής στάσης που κράτησε «ο σεβάσμιος και γηραιός» κυβερνήτης τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου.
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου τελείωσε στις 29 Ιανουαρίου 1941 με το θάνατο του δημιουργού του Ιωάννη Μεταξά. Από μια περίεργη ιδιοτροπία της τύχης, η ιστορία δεν του έδωσε την ευκαιρία να επαναλάβει τη βεβαία περήφανη άρνηση του και στο ναζιστικό τελεσίγραφο ευτυχώντας όμως να μην δει την αναπόφευκτη κατάρρευση της ελληνικής άμυνας και κυρίως τον εμφύλιο σπαραγμό που ακολούθησε.
Σήμερα μόνο σφοδρά κομματικοποιημένοι μελετητές μπορούν να αμφισβητήσουν το θετικό και αποφασιστικό ρόλο του Ιωάννη Μεταξά στο έπος του 1940. Η ορθότητα των θέσεων του για το κρίσιμο ερώτημα του εθνικού διχασμού ενδεχομένως να μην αποτελέσουν ποτέ σημείο συμφωνίας των ερευνητών. Το ίδιο και η εσωτερική αποτίμηση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και της αναμφισβήτητης δικτατορικής διακυβέρνησης του. Η εξέταση όμως πράξεων και παραλείψεων καλό είναι να πραγματοποιείται με γνώμονα τα ισχύοντα δεδομένα και πρότυπα της κάθε εποχής, τα απτά αποτελέσματα σε σχέση με γειτονικά παραπλήσια και ανταγωνιστικά κράτη και όχι με την εκ των υστέρων σύγκριση με άγνωστες και αλλότριες για τη συγκεκριμένη περίοδο καταστάσεις. Ενδεχομένως το καθεστώς της 4ης Αυγούστου να μπορεί να κατηγορηθεί για τη συσσώρευση εσωτερικών αντιπαλοτήτων και αβυσσαλέου μίσους που απελευθερώθηκε την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου που ακολούθησε. Άλλοι μελετητές πάλι ισχυρίζονται ότι οι τραγικές εμφύλιες συγκρούσεις της δεκαετίας του 1940 υπήρξαν το αναπόφευκτο τίμημα της εμπλοκής της Ελλάδος στον αδυσώπητο αγώνα Δύσεως-Κομμουνισμού και των συγκρουσιακών εξελίξεων της μεταλλασσόμενης ελληνικής κοινωνίας.
Η ιστορία με το πέρασμα του χρόνου και παρά τις αποσιωπήσεις και σκόπιμες αλλοιώσεις των νικητών αποκαθιστά σταδιακά την αλήθεια και επαινεί ή στηλιτεύει ανάλογα τους πρωταγωνιστές. Εμείς οι υπόλοιποι χρειάζεται να είμαστε ψύχραιμοι, υπομονετικοί και κριτικοί μπροστά στο έργο του ιστορικού ερευνητή. Κυρίως όμως να αντιληφθούμε ότι ως Βενιζελικοί ή Βασιλικοί, Μεταξικοί ή Αντιμεταξικοί, Μνημονιακοί ή Αντιμνημονιακοί, μας ενώνουν πολύ περισσότερα κοινά στοιχεία παρά μας χωρίζουν. Αν δεν το αντιληφθούμε σύντομα θα συνεχίζουμε να μοιρολογούμε για «χαμένες πατρίδες», να αναπολούμε «χαμένες ευκαιρίες» και να αναζητούμε μάταια «χαρισματικούς ηγέτες».