Blog

Νομική και Διπλωματική κατάσταση της Θράκης

Νομική και Διπλωματική κατάσταση της Θράκης

Απευθυνόμενος σε επίλεκτα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων θα ήθελα πριν προχωρήσω στην Εισήγησή μου να νομιμοποιηθώ δηλαδή να αιτιολογήσω τη σχέση μου με το αντικείμενο και την δυνατότητά μου να το πραγματεύομαι. Και τούτο γιατί σήμερα όλοι ασχολούνται με όλα. Δεν έχετε παρά να παρακολουθήσετε οποιοδήποτε κανάλι της Τηλεόρασης για να ανακαλύψετε ίδια πρόσωπα ως ειδήμονες επί όλων των θεμάτων είτε αυτά αναφέρονται σε πολιτικά θέματα, είτε σε οικονομικά, είτε σε στρατιωτικής φύσεως είτε σε ο,τιδήποτε άλλο.

Όπως φαίνεται από το βιογραφικό μου, το οποίο ο Αντιπτέραρχος κ. Γεωργούσης είχε την καλωσύνη να αναγνώσει, είμαι πτυχιούχος Νομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχω κάνει ανώτερες σπουδές στο Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο Παρισίων και στο Ινστιτούτο Ανωτάτων Διεθνών Μελετών. Η ενασχόληση μου όμως με τη Θράκη ή καλύτερα με τις συνιστώσες του πληθυσμού της Δυτικής Θράκης είναι απόρροια μίας περισσότερο υπηρεσιακής παρά ιδιωτικής πορείας. Συγκεκριμένα έχω υπηρετήσει στο Συμβούλιο της Ευρώπης, ο κατ’ εξοχήν Οργανισμός ο οποίος ασχολείται με τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την προστασία των Μειονοτήτων, στη Δ/νση του ΥΠΕΞ, αρμόδια για την Τουρκία, την Κύπρο και τη Μουσουλμανική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης, στην Διεύθυνση του ΥΠΕΞ αρμόδια για τον Αραβικό κόσμο και το Ισλάμ, Πρέσβυς στο Κάϊρο, τη μητρόπολη του Αραβικού κόσμου αλλά και, κυρίως, ίδρυσα τέλος του 1976 και διηύθυνα το Γραφείο Πολιτικών Υποθέσεων Καβάλας και τα Πολιτιστικά Γραφεία των Νομαρχιών Θράκης, τα οποία είναι αρμόδια για την μειονότητα.

Στην Εισήγησή μου θα αναφερθώ στην προστασία των μειονοτήτων η οποία επιβάλλεται από τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, το κατασταστικό δηλαδή κείμενο της ρύθμισης των μειονοτικών θεμάτων, στη σύνθεση της μειονότητας, στην τουρκική και ελληνική πολιτική από το 1923 μέχρι σήμερα, στη σύγχρονη διεθνή αντιμετώπιση των μειονοτήτων και τέλος θα εκφράσω τις απόψεις μου για το λυσιτελέστερο τρόπο αντιμετώπισης του θέματος.

Προστασία των μειονοτήτων σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923

H Συνθήκη ρυθμίζει τα της τύχης των μειονοτικών πληθυσμών της Τουρκίας και της Ελλάδας.

Σύμφωνα λοιπόν με τη Συνθήκη αντηλλάγησαν οι Μουσουλμάνοι της Ελλάδας [περί τους 670.000] με τους Έλληνες της Τουρκίας [1.650.000] πλην των Μουσουλμάνων κατοίκων της Δυτ. Θράκης [περί τους 110.000] και των Ελλήνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης [125.000], της Ίμβρου και της Τενέδου [6.000] αντίστοιχα. Μικτή Επιτροπή καθόρισε τις διαδικασίες ανταλλαγής, απόδοση δηλαδή της ιθαγένειας του κράτους στο οποίο διαβιούσαν, ρύθμιση των θεμάτων των περιουσιών των ανταλλάξιμων κ.λ.π. Η Επιτροπή τελείωσε το έργο της το 1925. Με το Ελληνοτουρκικό δε Σύμφωνο φιλίας του 1930 αποσβέστηκαν οι περιουσίες 1.200.000 Ελλήνων και 400.000 Μουσουλμάνων ανταλλάξιμων, ανισοβαρής δηλαδή σε βάρος της Ελλάδος αναλογία.

H Συνθήκη στα άρθρα της 37- 45 περιγράφει τα ατομικά δικαιώματα των μειονοτήτων των δύο πλευρών, τα οποία τα δύο Κράτη οφείλουν να σέβωνται και να προστατεύουν.

Η έννοια της προστασίας της μειονότητας συνεπώς είναι νομική ως προβλεπόμενη από διεθνή Συνθήκη.

Σύμφωνα με την Συνθήκη κανένας εσωτερικός νόμος δεν μπορεί να κατισχύσει των διατάξεών της.

Τα δύο μέρη υποχρεούνται :

  • να προστατεύουν τη ζωή και την ελευθερία ανεξαρτήτως εθνικότητας, γλώσσας, φυλής ή θρησκεύματος αλλά και με την επισήμανση ότι καμμία ελευθερία δεν θα αντιβαίνει στη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη. Περιοριστικά μέτρα είναι επιτρεπτά για όλους όμως τους υπηκόους και χάριν της εθνικής άμυνας.
  • να προστατεύουν όλα τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα καθώς όλοι θα είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
  • να μη παρεμβάλλουν εμπόδια στην ανάληψη δημοσίων θέσεων ή αξιωμάτων.
  • να προστατεύουν την ελεύθερη χρήση οποιασδήποτε γλώσσας και να λαμβάνουν ειδική μέριμνα για διευκόλυνση ενώπιον των δικαστηρίων.
  • να διασφαλίζουν ίσα δικαιώματα με όλους τους μη μειονοτικούς πολίτες και να μεριμνούν για την ακώλυτη σύσταση, διεύθυνση και εποπτεία, ιδίαις δαπάναις, παντός είδους φιλανθρωπικών, θρησκευτικών και κοινωφελών ιδρυμάτων, σχολείων και λοιπών εκπαιδευτηρίων με χρησιμοποίηση της γλώσσας τους. Να διασφαλίζουν ωσαύτως την ελεύθερη τέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Ιδιαίτερα όσον αφορά στα σχολεία επισημαίνω ότι πρόκειται περί ιδιωτικών σχολείων των οποίων Διευθυντές είναι Μειονοτικοί και Υποδιευθυντές κρατικοί εκπαιδευτικοί. Το τονίζω αυτό γιατί πρόσφατα έγινε μεγάλος θόρυβος και τα τηλεοπτικά κανάλια είχαν αποδοθεί σε πλήθος κατηγοριών κατά του Ελληνικού Κράτους το οποίο «επέτρεψε» σε Μουσουλμάνο [αγνοούσαν φαίνεται ότι επρόκειτο για τον Διευθυντή] να μην ακολουθεί τον προγραμματισμό της χριστιανής εκπαιδευτικού. Ας θυμηθούμε ότι υπάρχουν, με το ίδιο καθεστώς, και δικά μας σχολεία στην αντίπερα όχθη.
  • να διευκολύνουν τους μειονοτικούς αν επιθυμούν να παρακολουθήσουν τη δημοσία εκπαίδευση.
  • να επιτρέπουν την τήρηση των εθίμων των μειονοτικών.
  • να προστατεύουν τους ναούς, τα τεμένη, τις συναγωγές και όλα τα θρησκευτικά καθιδρύματα. Οι μειονοτικοί δεν θα είναι υποχρεωμένοι να εκτελούν πράξεις που αποτελούν παράβαση της πίστης ή των θρησκευτικών τους εθίμων. Όλοι όμως υποχρεούνται προς τήρηση της δημόσιας τάξης.

Τέλος κατά το άρθρο 44 η Τουρκία και η Ελλάδα δέχονται όπως κάθε μέλος του Συμβουλίου της ΚΤΕ έχει το δικαίωμα να επισύρει την προσοχή του Συμβουλίου για κάθε παράβαση ή κίνδυνο παράβασης οποιασδήποτε από τις υποχρεώσεις τους και όπως το Συμβούλιο δύναται να ενεργεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο και να παρέχει οποιεσδήποτε οδηγίες που κρίνει κατάλληλες και αποτελεσματικές στην περίσταση.

Κατά τη Συνθήκη τα σχετικά για τις μειονότητες άρθρα [38-44] είναι θεμελιώδεις διατάξεις «διεθνούς συμφέροντος» και τελούν υπό την προστασία της ΚΤΕ. Είχαν αυξημένη τυπική ισχύ και δεν μπορούσαν να τροποποιηθούν χωρίς την άδεια της ΚΤΕ [άρθρο 37].

Οι χώρες εδέχοντο την υποχρεωτική παραπομπή των διεθνούς φύσης διαφορών στο ΔΔΔΔ της Χάγης [άρθρο 44].

Θα ήθελα να προσθέσω ότι η προστασία μη χριστιανικών πληθυσμών, όχι βέβαια με τη νομική μορφή των μειονοτήτων, στην Ελλάδα δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Προγενέστερα με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 η Ελλάδα υπεχρεούτο να προστατεύει αδιακρίτως πίστεως την θρησκευτική, αστική και πολιτική ισότητα [διάταξη που σκόπευε τους καθολικούς στην Ελλάδα], προστασία η οποία με την Συνθήκη του Λονδίνου το 1864 επεκτάθηκε στους καθολικούς των Ιονίων νήσων. Επίσης η Ελληνοτουρκική Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης το 1881 εξασφάλιζε θρησκευτική ελευθερία και κοινωνική αυτονομία στους Μουσουλμάνους της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου.

Σύνθεση της μειονότητας :

Η Μουσουλμανική μειονότητα της Δυτ. Θράκης είναι, κατά τη Συθήκη της Λωζάνης, θρησκευτική μειονότητα. Είναι η μόνη υπαρκτή μειονότητα στον ελληνικό χώρο. Απαρτίζεται κατά 50% από Μουσουλμάνους Τουρκικής καταγωγής, 35% από Πομάκους και 15% από Αθίγγανους. Στο νομό Ροδόπης αποτελεί το 50% των κατοίκων ενώ στο νομό Ξάνθης πολύ λιγότερο ποσοστό και ακόμη λιγότερο στο νομό Έβρου. Το σύνολό της υπολογίζεται σε 110.000 περίπου. Δυστυχώς δεν υπήρξε ελληνική διορατικότητα ώστε να αναφερθεί στη Συνθήκη η διαφορετική σύνθεση του μουσουλμανικού πληθυσμού και γι’ αυτό η Συνθήκη αναφέρεται γενικά στους Μουσουλμάνους.

  • Οι Τουρκογενείς Μουσουλμάνοι είναι απόγονοι Τούρκων οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Θράκη από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πιθανόν όμως να υπάρχει και ένας αριθμός εξισλαμισθέντων γηγενών κατοίκων. Ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες ή αιρέσεις θρησκευτικού περιεχομένου, όπως Μπεκτασίδες, Κιλιμπάσιδες κ.λ.π. Κύριος όμως διαχωρισμός τους είναι σε Παλαιομουσουλμάνους και Κεμαλιστές. Οι Παλαιομουσουλμάνοι είναι οι αυστηροί τηρητές των διατάξεων του Κορανίου και του συντηρητικού τρόπου διαβίωσης. Οι Κεμαλιστές ακολουθούν τη νεότερη μουσουλμανική γραμμή που εφήρμοσε ο Κεμάλ μετατρέποντας το θεοκρατικό σε κοσμικό Κράτος. Κατοικούν στις πεδινές περιοχές των Νομών Ροδόπης και Ξάνθης και ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, τη βιοτεχνία και το εμπόριο.
  • Οι Πομάκοι είναι, καθ’ ημάς, γηγενείς κάτοικοι της Θράκης, απόγονοι του φύλου των Αγριάνων. Πιθανόν η ονομασία τους να προέρχεται από τη λέξη «πόμαξ» που σημαίνει «πότης» ή, κατ’ άλλους, από τη λέξη ιππόμαχος, από τους απαρτίζοντες το ιππικό του Μ. Αλέξανδρου ιππόμαχους. Χριστιανοί πάλαι ποτέ, εξισλαμίσθηκαν βιαίως από τους Τούρκους περί τον 17ον αιώνα. Κατά τους Βούλγαρους είναι εξισλαμισθέντες Βούλγαροι η δε ονομασία τους προέρχεται, κατ’ αυτούς, από τη λέξη «πόμακ» που σημαίνει «βοηθός». Οι Τούρκοι [η επίσημη εκδοχή και όχι η επιστημονική] τους θεωρούν απόγονους Τουρκικών φύλων, όπως Πετσενέγκων και Κουμάνων που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή περί τον 11ον αιώνα. Κατοικούν τις ορεινές περιοχές των νομών κυρίως Ξάνθης [120 χωριά] και λιγότερο Ροδόπης και Έβρου. Ασχολούνται με την καλλιέργεια καπνού, την οικοδομή και περιστασιακές εποχικές εργασίες. Πολλοί μεταναστεύουν, προσωρινά, στη Γερμανία προς εξεύρεση εργασίας κυρίως στις αυτοκινητοβιομηχανίες. Ακολουθούν τον συντηρητικό τρόπο διαβίωσης σύμφωνα με τις ρήσεις του Κορανίου, δηλαδή είναι Παλαιομουσουλμάνοι. Ενδιαφέρον είναι ότι οι ίδιοι εκμυστηριεύονται την ύπαρξη Πομακικού Ζαλόγγου γυναικών [μόμτσιλ κάμεν = κορίτσι βράχος] προς αποφυγή εξισλαμισμού τους υποδεικνύοντας μάλιστα σχετικές τοποθεσίες βορειότερα της Ξάνθης και προς την κατεύθυνση του χωριού Εχίνος [στην περιοχή της Γοργόνας, της Κοτύλης και της Πάχνης].Νομίζω ότι είναι χρήσιμο να αναφέρω ότι στη συνέχεια αιματολογικών εξετάσεων επί 1.030 Πομάκων ανευρέθηκε συγγένεια με τους Έλληνες Χριστιανούς σε ποσοστό 50 – 70 %.
  • Οι Αθίγγανοι μετανάστευσαν στην περιοχή τον 11ο αιώνα είτε, κατά μία άποψη, από την Αίγυπτο είτε, κατ’ άλλη, από την Ινδία [επειδή το γλωσσικό τους ιδίωμα έχει σχέση με τη σανσκριτική]. Κατοικούν συνήθως στις πόλεις της Θράκης. Δεν είναι πλανόδιοι αλλά μόνιμα εγκατεστημένοι ασχολούμενοι ευκαιριακά με κάθε είδους εργασία.

Η απογραφή του 1991 αναβιβάζει το σύνολο της μειονότητας σε 98.000 επί συνολικού αριθμού κατοίκων της Θράκης 338.000. Εκ τούτων 49.000 είναι Τουρκογενείς, 34.300 Πομάκοι και 14.700 Αθίγγανοι. Και στην μετέπειτα απογραφή του 2001 δεν προέκυψαν άλλοι αριθμοί. Η πραγματικότητα όμως είναι λίγο διαφορετική για όσους γνωρίζουν την περιοχή. Λόγω του δυσκόλως προσιτού της περιοχής η απογραφή, η οποία πρέπει να περαιωθεί σε μία ημέρα, γίνεται για μερικά χωριά μόνο από τηλεφώνου. Επίσης καθημερινά αριθμός Μουσουλμάνων βρίσκεται στην Τουρκία και συνεπώς δεν απογράφεται.

Και ενώ οι εκατέρωθεν μειονότητες προοριζόντουσαν να αποτελέσουν ένα συνδετικό στοιχείο αποκατάστασης των σχέσεων των δύο Κρατών και δημιουργίας δεσμών φιλίας η πραγματικότητα αποδείχθηκε διαφορετική.

H Τουρκία από την πρώτη στιγμή είχε κατά νου την εκμετάλλευση της μειονότητας προς ίδιο όφελος με συνεπή διαχρονική πολιτική. H Ελλάδα όμως έμπλεξε στις διακομματικές της διαμάχες το μειονοτικό στοιχείο με αποτέλεσμα να μην ασκείται καμία σοβαρή εθνική μειονοτική πολιτική και μάλιστα σε βάθος χρόνου.

Τουρκική πολιτική

Όπως αναφέρθηκε η Τουρκία εξ υπαρχής σκοπούσε στην εκμετάλλευση της μειονότητας υπερ εθνικιστικών της σκοπών. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο η πολιτική της είναι διαχρονική ανεξάρτητα από ιδεολογίες ή κομματικά συμφέροντα. Τελευταία μάλιστα υιοθέτησε πολιτική με στόχο τη δημιουργία μουσουλμανικού ή ισλαμικού τόξου [άξονας στα Βαλκάνια και στις Τουρκόφωνες περιοχές της Ευρασίας με κέντρο την Τουρκική Ανατολία], το οποίο περικλείει και τη Δυτ. Θράκη. Πρόκειται για το εθνικιστικό σχέδιο Οζάλ. Εξομοιώνει φυλετικά και ομογενοποιεί τη μειονότητα μη δεχόμενη καμία διάκρισή της αφού κατ’αυτήν και οι Πομάκοι είναι Τουρκικής καταγωγής. Στην προστασία της περιλαμβάνει και τους Αθίγγανους γιατί ανάγει τη θρησκεία και τη γλώσσα σε στοιχεία εθνοφυλετικά. Προσπαθεί να πείσει την διεθνή κοινότητα ότι αποτελεί ανάχωμα του ισλαμικού κινδύνου. Αυτοανακηρυσσόμενη προστάτης των Μουσουλμάνων της περιοχής προβάλλει έμμεσα και δικαίωμα παρέμβασης και στους Έλληνες Μουσουλμάνους της Ρόδου και της Κω.

Από τη μία πλευρά έπαιρνε μέτρα κατά της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και στην Τένεδο, με αποτέλεσμα ο ελληνικός πληθυσμός να έχει συρρικνωθεί σε 2.000 – 2.500 άτομα, από την άλλη κατήγγελνε ότι η «τουρκική» μειονότητα στη Δυτ. Θράκη υφίστατο πιέσεις από την ελληνική Πολιτεία. Στην πραγματικότητα όμως η Τουρκία δεν επιθυμούσε ούτε και επιθυμεί την ευημερία της μειονότητας για να μπορεί να διαμαρτύρεται και να διεκδικεί.

Αναφέρω ενδεικτικά μερικές από τις ενέργειες της Τουρκίας κατά της ελληνικής μειονότητας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις της Συνθήκης της Λωζάνης :

  • Η Τουρκία με νόμο το 1934 κατήργησε τις ιερατικές ενδυμασίες των κληρικών εκτός των θρησκευτικών τελετών.
  • Το Σεπτέμβριο του 1956 ξέσπασαν ανθελληνικές ταραχές και μαζικές απελάσεις όπως και το 1964-65.
  • Το 1963 με μυστικό Διάταγμα απαγορεύτηκε η κληρονομική διαδοχή από Ελληνικής καταγωγής δικαιούχους [καταδικάστηκε στο Συμβούλιο της Ευρώπης στο Στρασβούργο].
  • Το 1971 απαγορεύθηκε η λειτουργία της θεολογικής σχολής της Χάλκης.
  • Τα βιβλία που ερχόντουσαν από την Τουρκία για χρήση των μειονοτικών σχολείων περιείχαν ύβρεις κατά της Ελλάδος πράγμα που ανάγκαζε τους Επιθεωρητές μειονοτικών σχολείων να σκίζουν τις επίμαχες σελίδες.
  • Έχει αναγάγει το ρόλο του Τουρκικού Προξενείου στην Κομοτηνή ως κηδεμόνα της μειονότητας και όχι ως μέσον προσέγγισής της με την ελληνική Διοίκηση την οποία δεν παύει να διαβάλλει είτε κατ’ ιδίαν είτε ακόμη και σε συναθροίσεις Μουσουλμάνων κατά τις ώρες προσευχής. Είναι τόση η επιρροή της Τουρκίας στην μειονότητα ώστε μετέβαλε ακόμη και το μισοφέγγαρο στα τζαμιά [έμβλημα του ισλαμικού κόσμου] σε τουρκική σημαία, με την προσθήκη του αναγκαίου άστρου.

Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η πορεία των Ελληνοτουρκικών σχέσεων έχει πάντα επίπτωση στη μειονότητα. Η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο π.χ. απετέλεσε μήνυμα «απελευθέρωσης της Δυτ. Θράκης από τη Μητέρα πατρίδα».

Ελληνική πολιτική

Την ελληνική πολιτική διέκρινε εξ υπαρχής έλλειψη οποιασδήποτε στρατηγικής, οποιουδήποτε στόχου. Οι Κεντρικές Υπηρεσίες είχαν αφίσει εξολοκλήρου την διεκπεραίωση των μειονοτικών θεμάτων στις Νομαρχίες και στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Μόνο το 1936, με τη δικτατορία Μεταξά, για πρώτη φορά, υπογραμμίσθηκε η ανάγκη συντονισμού των ενεργειών των κρατικών υπηρεσιών με τη δημιουργία :

  • Υπηρεσίας με τίτλο «Τμήμα Πολιτικών Υποθέσεων», στη Γενική Διοίκηση Θράκης, με προϊστάμενο υπάλληλο του ΥΠΕΞ και με αρμοδιότητα την παρακολούθηση των διατάξεων για την προστασία των μειονοτήτων.
  • Θέσεων δύο Επιθεωρητών Μειονοτικών Σχολείων.
  • Μειονοτικών σχολικών βιβλίων με έγκριση του Υπουργείου Παιδείας και υποχρεωτική διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας.
  • Η Ελλάδα τήρησε και τηρεί όλες τις διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης σχετικές με την θρησκεία, την προσωπική και οικογενειακή κατάσταση των Μουσουλμάνων μειονοτικών [τεμένη, Μουφτήδες, ιεροδικεία, βακουφικές επιτροπές κ.λ.π.], την εκπαίδευση [μειονοτικά σχολεία, Ιεροσπουδαστήρια] και γενικότερα όλες τις προβλεπόμενες από τα δημοκρατικά κράτη ελευθερίες, χωρίς καμία διάκριση. Συγκεκριμένα υπάρχει πλήρης ελευθερία στην άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων με 3 Μουφτήδες, 270 ιμάμηδες, 300 περίπου τεμένη, με ιεροδικεία που εφαρμόζουν τη σαρία η οποία, πολλές φορές, αντιβαίνει στη δημόσια τάξη. Έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ελευθερία Τύπου και γενικότερα Μέσων Ενημέρωσης [Εφημερίδες, Ραδιόφωνο].

Εκτός από τα προβλεπόμενα στις διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης οι Μουσουλμάνοι απολάμβαναν και απολαμβάνουν όλων των Συνταγματικών εγγυήσεων καθώς και όλων των προβλεπομένων από τις διεθνείς συμβάσεις, στις οποίες η Ελλάδα είναι μέρος, διατάξεων περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Πέραν των νομικών κειμένων έχει επανειλημμένα προβεί σε ικανοποίηση επιθυμιών της Άγκυρας σχετικά με την μειονότητα επειδή πίστευε στη δυνατότητα σύναψης φιλίας με τη γείτονα. Ως παράδείγματα αναφέρω :

  • την απομάκρυνση, το 1930, των παλαιομουσουλμάνων με προτροπή της Άγκυρας, ως συνέπεια της ελληνοτουρκικής φιλίας [ο Βενιζέλος έλεγε ότι όφειλε να διαπαιδαγωγήσει την κοινή γνώμη και όχι να παρασύρεται από αυτήν]. Οι Κεμαλικοί τότε ίδρυσαν φιλοκεμαλικές οργανώσεις και εισήγαγαν το λατινικό αλφάβητο. Δεν ελήφθη υπόψη ότι η πολιτική των Κεμαλιστών ήταν η δημιουργία εστιών αλυτρωτισμού στους κόλπους της μειονότητας. Η Ελληνική πολιτική συνετέλεσε έτσι στον εκτουρκισμό της μειονότητας.
  • Η ιστορία επαναλαμβάνεται με τη νέα προσπάθεια ελληνοτουρκικής προσέγγισης με Καραμανλή και Τζελάλ Μπαγιάρ το 1952 -54 αφού επετράπη ακόμη και η χρήση του όρου «τουρκικός» αντί του «μουσουλμανικός» ή «μειονοτικός». Μάλιστα το 1954 εκδόθηκε το Ν.Δ. 3065 «περί τρόπου λειτουργίας τουρκικών σχολείων στοιχειώδους εκπαίδευσης Δυτ. Θράκης. [Το 1988 με Απόφασή του ο Άρειος Πάγος απαγόρευσε τη χρήση «τουρκικός» στα Σωματεία]. Ως εξήγηση δόθηκε ότι η προσέγγιση, με την αποδοχή της αλλαγής του «μουσουλμανικός» σε «τουρκικός», είχε ως αιτία την ένταξη των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ και τον προβλεπόμενο τότε από βορρά κίνδυνο.
  • Με σύναψη μορφωτικών Πρωτοκόλλων [1955, 1968] ικανοποίησε την επιθυμία των Τούρκων για διδασκαλία περισσότερων μαθημάτων στην Τουρκική γλώσσα, για διορισμό μετακλητών από την Τουρκία καθηγητών, για προμήθεια από την Τουρκία βιβλίων για τα μειονοτικά σχολεία, κ.λ.π.

Ενώ η Τουρκία δυναμικά ξεκλήρισε τη μειονότητά μας στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο, εμεις πολύ όψιμα, προσπαθούσαμε, ερασιτεχνικά, να μειώσουμε το μουσουλμανικό στοιχείο διότι ο κίνδυνος ήταν εμφανής [διαφορά δείκτη γεννητικότητος των δύο στοιχείων τεράστια, 0,8 των χριστιανών, 2,5 των Μουσουλμάνων] λαμβάνοντας μέτρα καταπιεστικά, τα οποία όμως δεν διέφευγαν της διεθνούς προσοχής, ιδιαίτερα των ισλαμικών κρατών και της Ισλαμικής τους Διάσκεψης, χωρίς βέβαια να αγνοούνται και οι δυσαρέσκειες και άλλων Διεθνών Οργανισμών ή μεμονωμένων Κρατών. Επανειλημμένα όταν ήμουν Πρέσβυς στο Κάϊρο ήμουνα εγκαλούμενος της Ισλαμικης Διάσκεψης για καταπάτηση των ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Δυτ. Θράκης. Δεν αναλογίσθηκε κανείς από εκείνους που στόχευαν στην αναγκαστική εγκατάλειψη της Δυτ. Θράκης από τους Μουσουλμάνους ότι οι Μουσουλμάνοι της Δυτ. Θράκης είναι εγκατεστημένοι στην περιοχή από αιώνων, ότι εκεί είναι η ζωή τους, ότι εκεί έχουν θάψει τους δικούς τους και συνεπώς είναι ανέφικτο να εγκαταλείψουν την περιοχή.

Τέτοια μέτρα, ενδεικτικά, αφορούσαν :

  • Στην μη παροχή ικανής παιδείας με αποτέλεσμα οι Μουσουλμάνοι που ήθελαν να σπουδάσουν να μην έχουν άλλη δυνατότητα εκπαίδευσης από την μετάβασή τους στην Τουρκία. Υπάρχουν νέοι που σπουδάζουν ελληνική φιλολογία στην Κωνσταντινμούπολη ή στην Ανδριανούπολη γιατί φοιτούν σχεδόν δωρεάν.
  • Στην εφαρμογή ενός προγράμματος εξαγοράς μουσουλμανικών γαιών και στη συνέχεια Μουσουλμανικών αστικών ακινήτων κατά το οποίο Έλληνες από άλλα μέρη της Ελλάδας, επιδοτούμενοι, αγόραζαν τους αγρούς ή τα ακίνητα Μουσουλμάνων διότι έτσι εθεωρείτο βέβαιο ότι οι Μουσουλμάνοι θα αναγκαζόντουσαν να εγκαταλείψουν την περιοχή. Στην πράξη οι Μουσουλμάνοι παρέμεναν όχι πλέον ως ιδιοκτήτες αλλά ως εργάτες ή ενοικιαστές.
  • Στην απαγόρευση οποιασδήποτε επισκευής αν δεν υπήρχε προηγούμενη άδεια.
  • Στην εξώθηση προς λαθρομετανάστευση με συνέπεια στη συνέχεια να τους αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια [με διεθνή πίεση αναγκασθήκαμε και καταργήσαμε τη σχετική διάταξη του Κώδικα Ιθαγενείας περί αφαίρεσης της ελληνικής ιθαγένειας].
  • Στην συνέχιση της επιτηρούμενης ζώνης βορειότερα της Ξάνθης με τη χορήγηση ειδικών αδειών στους κατοίκους των ορεινών περιοχών. Έτσι πλήτταμε μόνο τους Πομάκους γιατί μόνο αυτοί κατοικούσαν στις περιοχές.

Αντίθετα είμαστε φειδωλοί αν όχι αρνητικοί στην παροχή διευκολύνσεων οι οποίες, εξάλλου, μόνο καλό θα προσέφεραν στην ασκούμενη ελληνική πολιτική.

Δεν μερίμνησε η Ελληνική Πολιτεία ούτε ένα αναμεταδότη να εγκαταστήσει προκειμένου οι Πομάκοι να έχουν πρόσβαση στη ελληνική τηλεόραση. Δεν ασφαλτοστρώθηκε ούτε ένας δρόμος προκειμένου να διευκολυνθεί η επικοινωνία τους.

Το 1976 το ΥΠΕΞ αποφάσισε να ασχοληθεί ενεργά με το θέμα. Ίσως να ήταν απόρροια των διμερών Ελληνοτουρκικών συνομιλιών, οι οποίες δεν έβαιναν κατ’ ευχήν και οι οποίες ίσως να αφύπνισαν τους αρμόδιους.

Όταν τον Οκτώβριο του 1976 ο ΥΠΕΞ Μπίτσιος μου ανέθεσε την δημιουργία πολιτιστικών [μειονοτικών] Γραφείων στη Θράκη εξεπλάγην από την ενημέρωση που έλαβα από τους αρμόδιους φορείς των Κεντρικών Υπηρεσιών εν σχέσει προς την πραγματικότητα με την οποία βρέθηκα αντιμέτωπος στη Θράκη. Ως παράδειγμα αναφέρω ότι μου δόθηκε η εντολή «να βοηθήσω και να συνεργάζομαι στενά με το Πομακικό στοιχείο το οποίο, κατά την ενημέρωση που έλαβα, ήταν άκρως φιλελληνικό» ! Φαίνεται ότι η ενημέρωση των Κεντρικών μας Υπηρεσιών σταματούσε στον 17ον αιώνα κατά τον οποίο οι Πομάκοι βιαίως εξισλαμίσθηκαν. Η πραγματικότητα είναι ότι η πλειοψηφία των Πομάκων ήταν κατά της Ελληνικής Διοίκησης περισσότερο από τους Τουρκογενείς και σε σχετικό βάθος χρόνου. Μάλιστα στον Εχίνο, την μικρή Άγκυρα, όπως αποκαλείται, κατά την περίοδο της Κατοχής έκαιγαν και ασχημονούσαν στην ελληνική σημαία.

Ασφαλώς πριν τον εξισλαμισμό τους ήταν φιλελληνικό χριστιανικό στοιχείο, πράγμα που φαίνεται και από τη σημερινή συμπεριφορά τους [τραγούδια ελληνικής προέλευσης, ελληνικά έθιμα, χάραξη του σημείου του σταυρού πριν το ψήσιμο του ψωμιού, τήρηση της Μυκηναϊκής αιώρας, κ.λ.π.]. Από τότε όμως έχουν περάσει μερικοί αιώνες.

Μετά τη δημιουργία του αναγκαίου νομικού πλαισίου και την δημιουργία σχετικής υπηρεσιακής μονάδας [ΠΔ 132/11.2.1977, ΦΕΚ 43/15.2.1977] επιδοθήκαμε στη μελέτη του υπάρχοντος καθεστώτος και εν συνεχεία σε σχετικές προς την Κεντρική Υπηρεσία προτάσεις εμφορούμενες όμως από διαφορετική από την μέχρι τότε ασκούμενη πολιτική.

Για να γίνει αντιληπτό το αλλοπρόσαλλο της ασκούμενης στο χώρο της Θράκης πολιτικής πρέπει να αναφέρω ότι ελαμβάνοντο μέτρα κατά το δοκούν του λαμβάνοντος είτε αυτός ήταν ο Νομάρχης, είτε ο Διοικητής της Χωροφυλακής, είτε ο Διοικητής της ΚΥΠ είτε ο εκπαιδευτικός είτε ακόμη και οι στρατιωτικοί φορείς χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος στόχος ή ακόμη χειρότερα με διαφορετικούς πολλές φορές στόχους.

Μπορώ να αναφέρω ως παράδειγμα τη διδασκαλία της Τουρκικής γλώσσας με αραβικούς χαρακτήρες [καραμανλικά], με σκοπό, όπως μου εκμυστηριεύθηκε από τον τότε αρμόδιο Επιθεωρητή Μειονοτικών Σχολείων, να αφίσουν τη μειονότητα στο «σκοταδισμό» (!), χωρίς όμως να μπορεί να εξηγήσει το σκοπό. Δεν συνειδητοποιήθηκε ότι η μειονότητά μας στην Κωνσταντινούπολη ξεκληρίσθηκε εύκολα γιατί επρόκειτο για αστικό πληθυσμό. Εμείς στη Θράκη κάναμε ότι ήταν δυνατό για να μην αστικοποιήσουμε την Μειονότητα.

Σύγχρονη διεθνής αντιμετώπιση της μειονότητας

Η μειονότητα όπως αναφέρθηκε είναι θρησκευτική και προστατεύεται από τη Συνθήκη της Λωζάνης και μάλιστα με αμοιβαιότητα [άρθρο 45]. Στην άσκηση οποιασδήποτε πολιτικής σήμερα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η διεθνής πραγματικότητα, η οποία όμως από την εποχή της Λωζάνης έχει αλλάξει. Σήμερα επί παραδείγματι δεν ισχύει η αρχή της αμοιβαιότητας στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η οποιαδήποτε εξωτερική επέμβαση υπέρ της μειονότητας, Διεθνών Οργανισμών ή Κρατών δεν θεωρείται πλέον επέμβαση στα εσωτερικά μίας χώρας. Κατά τη υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης τέτοιο δικαίωμα επέμβασης είχαν μόνο τά μέλη του Συμβουλίου της ΚΤΕ.

Στοιχείο λοιπόν όχι ενθαρρυντικό για την αίσια έκβαση είναι η σημερινή διεθνής συγκυρία. Ζούμε την εποχή της προστασίας των αδύνατων ομάδων και συγκεκριμένα των μειονοτικών. Δεν υπάρχει διεθνές κείμενο που να μη περιέχει σχετικές διατάξεις αμέσως ή εμμέσως. Απλώς θα αναφέρω ότι σύμφωνα με Αποφάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης καθένας έχει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού όχι μόνο θρησκευτικού αλλά και εθνικού. Το ίδιο δικαίωμα έχουν και οργανωμένες ομάδες. Έλληνες πολιτικοί της υψηλότερης βαθμίδας, προκειμένου να δείξουν δείγματα δημοκρατικότητας, έσπευσαν δημοσίως να υιοθετήσουν τις Αποφάσεις αυτές.

Η ΔΑΣΕ στην Κοπεγχάγη, 29. 6.1990 υιοθέτησε κείμενο σύμφωνα με το οποίο «το να ανήκει κανείς σε μία εθνική μειονότητα είναι προσωπική επιλογή».

Διεθνείς Οργανισμοί [ΟΗΕ, Ευρωπαϊκή Ένωση, Συμβούλιο της Ευρώπης, ΟΥΝΕΣΚΟ κ.λ.π.], σε όλα τα Όργανά τους, Κοινοβουλευτικά ή Υπουργικά, καταγγέλλουν την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οφείλω εδώ να υπενθυμίσω ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης μας έχει καταδικάσει για την απαγόρευση χρήσης του όρου «τουρκικός» από τα μειονοτικά Σωματεία. Σχετικά με τους Μουσουλμάνους απανταχού του κόσμου έντονες είναι οι επικρίσεις της Ισλαμικής Διάσκεψης. Πέραν όμως των Διεθνών Οργανισμών και κράτη αναμιγνύονται καταγγέλοντα την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από συγκεκριμένα Κράτη. Ενθυμούμαι π.χ. τις επικρίσεις της Ολλανδίας για την συμπεριφορά μας σχετικά με την μειονότητα της Δυτ. Θράκης. Αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν στείλει εκπρόσωπό τους στην Θράκη, όταν υπηρετούσα στην περιοχή, προκειμένου να διαπιστώσουν και αυτές την συμπεριφορά μας έναντι της μειονότητας. Δεν παραλείπω επίσης να τονίσω τις σχετικές αιτιάσεις των Μουσουλμανικών κρατών μέσω των εδώ Πρέσβεών τους.

Στις έξωθεν παρεμβάσεις πάντως έχει συμβάλει και η πολιτική μας η οποία δεν είναι ξεκάθαρη. Δεν σχεδιάζουμε μακροχρόνια, δεν λέμε τι ακριβώς θέλουμε ή σε τι σκοπεύουμε έτσι ώστε να υπερασπιζόμαστε τις θέσεις μας με επιχειρήματα νομικά ή πολιτικά ή οποιαδήποτε άλλα. Ως παράδειγμα αναφέρω την έγερση τζαμιού. Είναι ένα θέμα με το οποίο ασχολήθηκα το 1989 όταν ήμουνα διευθυντής Αραβικού κόσμου στο ΥΠΕΞ. Είμαστε ακόμη στο ίδιο σημείο. Δεν λέω αν θα πρέπει ή όχι να εγείρουμε τζαμί. Νομίζω όμως ότι θα πρέπει να λαβουμε υπόψη το γεγονός ότι πέρασαν τόσα χρόνια χωρίς καμία απόφασή μας. Επισης στην οποιαδήποτε απόφασή μας θα πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι οι εκκλησίες μας λειτουργούν ανενόχλητα σε ισλαμικά Κράτη.

Η πολιτική λοιπόν αυτή των διακρίσεων, έστω και όψιμη, μας εξέθετε διεθνώς χωρίς να υπάρχει και κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Δίνουμε έτσι το δικαίωμα στην Τουρκία ή σε οποιονδήποτε τρίτον, με πρόσχημα την προστασία της μειονότητας να μας δημιουργήσει προβλήματα. Και ναι μεν τα Γραφεία μας στην Θράκη είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν πολιτική ισονομίας από το 1976, τα καταπιεστικά μέτρα όμως ήρε τυπικά και ουσιαστικά η Κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1990.

Ποιά είναι κατά την άποψή μου η τηρητέα πολιτική

 

Πρώτα απ’ όλα στόχος μας πρέπει να είναι η ειρηνική συνύπαρξη των δύο στοιχείων [χριστιανικου και μουσουλμανικού] με αγαθή συνεργασία και χωρίς δημιουργία προβλημάτων. Εκφρασθείσες απόψεις περί μειώσεως ή αποδυναμώσεως του μειονοτικού στοιχείου στερούνται σοβαρότητας. Οι Μουσουλμάνοι είναι Έλληνες πολίτες και δεν είναι δυνατόν να εγκαταλείψουν ούτε οικειοθελώς ούτε αναγκαστικά το χώρο στον οποίο διαβιούν.

Κατά την άποψή μου, η λύση του μειονοτικού δεν έχει άλλη διέξοδο από την πλήρη ενσωμάτωση του μειονοτικού στοιχείου στην ελληνική κοινωνία.

Είναι πρωταρχικά αναγκαίος παράγοντας η οικονομική και κοινωνική αναβάθμιση της περιοχής προκειμένου να συγκρατηθεί το χριστιανικό στοιχείο και να διατηρηθεί η σύνθεση του πληθυσμού.

Στην άσκηση οποιασδήποτε πολιτικής μας θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το πρόβλημα της μειονότητας θα βαίνει οξυνόμενο αν δεν ληφθούν έστω και τώρα τα απαιτούμενα μέτρα. Και θα βαίνει οξυνόμενο καθόσον προϊόντος του χρόνου η σύνθεση του πληθυσμού στους τρεις νομούς της Θράκης θα μεταβάλλεται εις βάρος του χριστιανικού στοιχείου αν ληφθεί υπόψη, όπως προανέφερα, η τεράστια διαφορα του δείκτη γεννητικότητος των δύο πλευρών.

Προς τούτο απαιτείται άσκηση σοβαρής και όχι ευκαιριακής πολιτικής. Ιδιαίτερη μέριμνα θα πρέπει να δοθεί στην εκπαίδευση με ιδιαίτερη προσοχή στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Δεν είναι δύσκολο το εγχείρημα αρκεί να γίνει κατανοητό και να ακολουθείται από τους τοπικούς παράγοντες είτε αυτοί είναι Δημόσιες ή Δημοτικές Αρχές είτε εκπαιδευτικοί. Πολύ περισσότερο που από το 1996 υπάρχει εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων» με σκοπό κυρίως την ενίσχυση της ελληνομάθειας, χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Να πάψει πλέον η εκπαίδευση να έχει, όπως γινόταν, πολιτικό χαρακτήρα. Η ορθή εκπαίδευση θα επιτρέψει στους μειονοτικούς να εισάγονται κανονικά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και όχι με ποσόστωση [0,5%] όπως είναι σήμερα. Ο διορισμός χριστιανών εκπαιδευτικών θα πρέπει να γίνεται με επιλογή και να μη θεωρείται τόπος εξορίας ή δυσμενής μετάθεση.

Στόχος μας στην άσκηση αυτής της πολιτικής θα πρέπει να είναι η πλήρης αστικοποίηση του Μουσουλμανικού στοιχείου και η βελτίωση των όρων διαβίωσής της.

Έτσι και οι ίδιοι οι Μουσουλμάνοι έχοντες πλέον το αίσθημα ασφάλειας θα προσεγγίσουν τον κρατικό μηχανισμό και θα απομακρύνονται από οποιαδήποτε ξένη επιρροή και τα ξένα Κράτη και οι Διεθνείς Οργανισμοί θα πάψουν να μας κατηγορούν ή ακόμη και να μας ενάγουν σε διεθνή fora.

Στην πολιτική ισονομίας η Ελληνική Πολιτεία θα πρέπει να λάβει υπόψη της την ιδιαιτερότητα του μειονοτικού στοιχείου εν σχέσει προς τους Έλληνες χριστιανούς. Τότε μόνο θα πείσουμε όλη την διεθνή κοινότητα περί των διαθέσεών μας και θα βρούμε διεθνείς αρωγούς. Προς τούτο απαιτείται ασφαλώς απαγκίστρωση της άσκησης μειονοτικής πολιτικής από τα εκάστοτε κομματικά συμφέροντα, τα οποία μας ταλαιπωρούν από την ίδρυση του ελληνικού Κράτους.

Νομίζω ότι είναι θετική συγκυρία που η Τουρκία, τελευταία, και μετά την έκφραση της επιθυμίας της να προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και με τις παρεμβάσεις ξένων Οργανισμών ή Κρατών έχει προβεί σε μικρά αλλά ενθαρρυντικά βήματα για το Πατριαρχείο και την μειονότητά μας στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο. Έχει αποδόσει την Τουρκική ιθαγένεια σε αρκετους ιερωμένους ώστε να υπάρχει δυνατότητα εκλογής Πατριάρχου, έχει αποδόσει ακίνητη περιουσία σε ομογενείς [μετά καταδίκη της από το Συμβούλιο της Ευρώπης], έχει υποσχεθεί την επαναλειτουργία της σχολής της Χάλκης και έχει επιτρέψει την επιστροφή μερικών Ίμβριων και Τενέδιων στα σπίτια τους. Φυσικά ενεργεί εκ του ασφαλούς αφού ο ελληνισμός στην Τουρκία έχει αποδεκατισθεί.

Οι Αρχές μας της Εξωτερικής Υπηρεσίας θα πρέπει να εντείνουν την ενημέρωση των Κρατών στα οποία είναι διαπιστευμένες ώστε η διεθνής κοινή γνώμη να κατανοήσει ότι η προστασία των μειονοτήτων μπορεί να προέλθει μόνο από την Ελλάδα. Η ίδια ενημέρωση θα πρέπει να γίνεται και στους ξένους εκπροσώπους κρατών διαπιστευμένους στη χώρα μας.

Μόνο με τη άσκηση πολιτικής ισονομίας θα μπορούμε να απαιτούμε ισότητα των υποχρεώσεων και να υπενθυμίζουμε ότι η ελεύθερη άσκηση των μειονοτικών δικαιωμάτων καθιστά επιτακτική την υποχρέωση τήρησης της δημόσιας τάξης όπως σε όλους τους άλλους Έλληνες [άρθρο 43 Συνθήκης Λωζάνης].

Στην άσκηση αυτής της πολιτικής όμως θα πρέπει να είμαστε αποφασιστικοί. Να καταστήσουμε σαφές ότι θα τιμωρείται αυστηρά κάθε καταχρηστική άσκηση των μειονοτικών δικαιωμάτων, η οποία κατά το άρθρο 30 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 1948, απαγορεύεται. Πολύ περισσότερο ότι θα είμαστε αμείλικτοι σε κάθε αποσχιστική κίνηση εκ μέρους της μειονότας, η οποία αυστηρά απαγορεύεται [σύμφωνα με την Γνωμοδότηση της Επιτροπής Βενετίας, δηλαδή το ανεξάρτητο Σώμα νομομαθών του Συμβουλίου της Ευρώπης].

Κλείνοντας την παρέμβασή μου θα ήθελα να αναφερθώ στην αναγκαιότητα της τήρησης των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία πλην των μειονοτήτων περιλαμβάνει και άλλες διατάξεις υψίστης σημασίας [όπως π.χ. τον καθορισμό συνόρων].

Τέλος θα ήθελα να τονίσω, χωρίς να επεκταθώ, τη σημασία και το ρόλο των Ενόπλων Δυνάμεων γενικά στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Καλοί είναι ποι Διεθνείς Οργανισμοί κανείς όμως από αυτούς, στους περισσότερους των οποίων η Ελλάδα είναι ιδρυτικό μέλος, δεν μπόρεσε να αποτρέψει το ξεκλήρισμα της μειονότητάς μας στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο ούτε την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Ομιλία του πρέσβυ ε.τ. Δημοσθένη Κωνσταντίνου, Ημερίδα του ΣΕΕΘΑ ‘Θράκη. Ζωτικός Χώρος της Ελλάδος, 4/3/2013, ΛΑΕΔ, Αθήνα

Αφήστε μια απάντηση