Blog

Τι εννοεί ο κ. Γεραπετρίτης ότι θα χαρακτηριστεί μειοδότης;

Τι εννοεί ο κ. Γεραπετρίτης ότι θα χαρακτηριστεί μειοδότης;

Ένα από τα προικιά που μας άφησε η ελληνική αρχαιότητα ήταν και ο διάλογος, που μετεξελίχτηκε κατά τον Διαφωτισμό σε συζήτηση η οποία παραγνωρίζει τον εσωτερικό συσχετισμό της και καταλήγει σε μια φλύαρη αναμέτρηση που θα πηγαίνει σε βάθος χρόνου, έως να εξαντληθεί η μια πλευρά από τις αντιμαχόμενες θέσεις και να υποχωρήσει.

Αυτό το μοντέλο διαλόγου κατέληξε να γίνει κυρίαρχος πολιτικός μηχανισμός που αναιρεί όλες τις προϋποθέσεις δικαίου γιατί εντάσσει το διάλογο στη διαπραγματευτική διαδικασία της υπεροχής του ισχυρού. Είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα με τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Ο διάλογος τελικά καταλήγει να γίνει ένας μονόλογος του ισχυρού και να εκφράζει έναν ωμό και κατάφορο βιασμό της αρχής του διαλόγου, όπως τουλάχιστον τον ξέραμε από την ελληνική αρχαιότητα. Έτσι λοιπόν, ο διάλογος φαίνεται να παγιδεύεται μέσα στο αδιέξοδο των αντιφάσεων και της κακής πίστης και να οδηγείται στην ισχύ του δυνατότερου χωρίς ίχνος από το αμφίβολο περιεχόμενο του, καταλήγοντας σε έναν ιδανικό εξευμενισμό του αντιθέτου.

Αυτή λοιπόν είναι η παθολογία της εκτροπής του διαλόγου σήμερα σε πολιτικό επίπεδο και σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Και έτσι με τη συνενοχή όλων, ο διάλογος γίνεται ένα δουλωτικό σχήμα το οποίο εκ των υστέρων έρχεται με ένα σωρό προσχήματα να σφραγίσει μια συμφωνία μεταξύ των συζητούντων.

Την εφαρμογή του παραπάνω μοντέλου συμφώνησε να εφαρμόσει και η ελληνική κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη στο διάλογο με όλους τους γείτονές της. Παραγράφοντας όλες τις αρχές μας και όλες τις κόκκινες γραμμές μας, πηγαίνοντας σε απροσμέτρητες παραχωρήσεις αναφορικά με την εθνική μας κυριαρχία. Όλο αυτό όμως θα δικαιολογηθεί από την κυβέρνηση ως επιδίωξη εθνικής πολιτικής θάρρους (!) και υπεύθυνης στάσης (!).

Ο διάλογος ως προβολή των αξιώσεων ισχύος

Το σύγχρονο “πολυπώλιο” του διαλόγου είναι απατηλό. Και αυτό γιατί ενώ φαίνεται να αποτελεί μια εκδοχή της παγκόσμιας ισορροπίας και δημοκρατίας, ουσιαστικά αποτελεί το “ολιγοπώλιο” της μιας εκδοχής που ονομάζεται δίκαιο της πυγμής. Και βέβαια βλάπτει την αλήθεια, τη σύγκριση, την ανεξαρτησία, καταλήγοντας σε μια κουρασμένη φλυαρία. Είναι σαν εκείνο που λέει ο Γιεφτουσένκο “όταν τελειοποιείς την κλειδαριά τελειοποιείς και τον κλέφτη”. Η εποχή μας συγχέει το διάλογο με το μονόλογο των αξιώσεων και τελειοποιεί τα συμπεράσματα του μονολόγου ως αυθεντικές αλήθειες. Έτσι και αλλιώς ο διάλογος σήμερα αποδυναμωμένος στο βάθος της ιστορικής σκηνής παραχαράσσεται από τις αξιώσεις των ισχυρών.

Να γιατί ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης δήλωσε: «Aς χαρακτηριστώ και μειοδότης εάν είναι να έχουμε μία ήρεμη γειτονιά». Λέει τα αυτονόητα της νεοταξικής εποχής μας. Η παραχώρηση εκφράζει την ανταποδοτική ησυχία. Η μόνη δυνατή προϋπόθεση να υπάρχεις ως χώρα, ως λαός, είναι να παραχωρείς την κυριαρχία σου. Εδώ στηρίζεται το αντικείμενο της παγκόσμιας πολιτικής διαπραγμάτευσης. Είναι ο εγγεγραμμένος συναινετικός συμβιβασμός που επιβάλλει αναπόφευκτα τον εκβιασμό ώστε να αποκλειστεί η λυτρωτική σύγκρουση. Αυτό που ουσιαστικά μας λέει ο κ. Γεραπετρίτης είναι ότι πρέπει να μεταβούμε, να μετακινηθούμε σε άλλο μοντέλο – παράδειγμα συνεννόησης, για μια καλή γειτονία.

Εξάλλου η συναίνεση σήμερα γίνεται μια κατάσταση υποχώρησης, ή επιλογών η οποία δικαιώνει το νόημά της σε επίπεδο προμελετημένης συμφιλίωσης ξεθυμασμένου κατευνασμού με κοινό παρονομαστή την αδικία της μιας πλευράς. Η σύγκρουση έτσι και αλλιώς, ακόμη και στις μορφές διαλόγου καταγράφεται ως μια παρασιτική μορφή. Να γιατί στο σύγχρονο πολιτικό διάλογο παγκοσμίως η διαφορά δεν εκφράζει το ενάντιο ή θα λέγαμε το αρνητικό, αλλά εκείνο που παραμένει ακόμη αινιγματικό, μέχρι να εξελιχθεί (που θα εξελιχθεί μέσα από τον εκβιασμό) σε ομοφωνία στο όνομα δήθεν της καλής γειτονίας, ή της καλής σχέσης. “Υποχωρείς άρα υπάρχεις”, αυτή είναι η συνθήκη η οποία αποτελεί τη σημαίνουσα υλικότητα της πολιτικής αρχής σήμερα και νομιμοποιεί το δίκαιο της πυγμής.

Τι εννοεί ο κ. Γεραπετρίτης ότι θα χαρακτηριστεί μειοδότης;