Blog

Mετά τις Βρυξέλλες, τι; Του Ευάγγελου Τέμπου, Διδάκτορος Ιστορίας-Στρατηγικού Αναλυτή

Mετά τις Βρυξέλλες, τι;

Του Ευάγγελου Τέμπου, Διδάκτορος Ιστορίας-Στρατηγικού Αναλυτή1

Στα αποτελέσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Κορυφής2 που έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες στις 17-18 Δεκεμβρίου 2004 αποφασίστηκε ότι, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Κορυφής του Ελσίνκι το 1999, η μέχρι πρότινος υποψήφια προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Τουρκία, μπορεί να αρχίσει την έναρξη διαπραγματευτικού διαλόγου με την Ευρωπαϊκή Ένωση με σκοπό την πλήρη ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Η ημερομηνία έναρξης των διαπραγματεύσεων ορίστηκε για την 3η Οκτωβρίου 2005 κατά τη διάρκεια της Βρετανικής Προεδρίας της ΕΕ.

Συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής του Δεκεμβρίου αποφάσισε, σύμφωνα με την έκθεση και τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής3 , ότι «η Τουρκία πληροί επαρκώς τα πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης ώστε να αρχίσουν διαπραγματεύσεις» εφόσον τεθούν σε ισχύ τα έξι νομοθετήματα που έχει εγκρίνει η Επιτροπή. Βέβαια δεν υπήρξε αναφορά στα οικονομικά κριτήρια που θεσπίζονται με την Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Μαάστριχτ) το 1992 αλλά, αναμφίβολα τα πολιτικά κριτήρια παίζουν πρωτεύοντα ρόλο.

Αναμφίβολα, όπως παραδέχεται το κείμενο των συμπερασμάτων η διαδικασία έναρξης του προενταξιακού διαλόγου καθώς και η συνολική διαπραγματευτική πορεία της Τουρκίας μέχρι την πλήρη ένταξή της θα βρίσκεται υπό την στενή παρακολούθηση της Επιτροπής η οποία καλείται, άλλωστε, να υποβάλλει τακτικά στο Συμβούλιο εκθέσεις για την πρόοδο της διαδικασίας. Ούτε βέβαια προεξοφλείται η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς η διαδικασία αυτή είναι ανοιχτή, χωρίς εξασφαλισμένο αποτέλεσμα για την γείτονα χώρα και μπορεί η ενταξιακή διαδικασία να ανασταλεί, να διακοπεί ή να επιμηκυνθεί εάν υπάρξουν σοβαρές παραβιάσεις από την πλευρά της Τουρκίας. Παρόλη την επιφύλαξη που αποτυπώνεται στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Κορυφής για την πιθανότητα να αναστραφεί η πολιτική μεταρρύθμιση που έχει αρχίσει εδώ και καιρό στην Τουρκία με σκοπό των εξευρωπαϊσμό της τουρκικής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος και την φιλελευθεροποίηση των θεσμικών παραγόντων στο τουρκικό κράτος, η επιτυχία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στην συγκεκριμένη σκηνή δεν μπορεί παρά να αναγνωρισθεί.

Η τουρκική πολιτική πέτυχε έναν εξαιρετικά δύσκολο στόχο όταν μάλιστα υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν πολλές αμφιβολίες σε πολλές χώρες της Ευρώπης για το κατά πόσο η Τουρκία πραγματικά επιθυμεί και ταυτόχρονα δύναται να προβεί στις απαραίτητες και επιτακτικές και δαπανηρές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται. Σύμφωνα με αρκετούς υποστηρικτές της τουρκικής προσπάθειας ο εξ ανατολών γείτονας προχωρεί σε μία εκ βαθέων (αν και αργόσυρτη) μεταρρυθμιστική πολιτική των θεσμικών φορέων του κράτους, της κοινωνίας, της πολιτικής, της οικονομίας, του εμπορίου κτλ. η οποία θα έχει συνέχεια και συνέπεια και θα είναι ευρείας μορφής και ουσιαστική.

Σύμφωνα με αυτούς που αντιτίθενται στην τουρκική επιλεξιμότητα η τουρκική κίνηση αυτή αποτελεί ένα περίτεχνο τέχνασμα του «επιτήδειου ουδέτερου» ή «οξυδερκή διπλωμάτη» με απώτερο σκοπό η Τουρκία να αποσπάσει μονάχα τα οφέλη της έναρξης και ένταξης μεταγενέστερα στην ΕΕ, χωρίς ουσιαστικά να μεταβάλλει- και να αποβάλλει εν μέρει- τα βασικά χαρακτηριστικά της τουρκικής πολιτικής και κοινωνίας. Σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει μία σημαντική ομάδα ατόμων που αντιτίθενται στην Τουρκική υποψηφιότητα και υποστηρίζουν ότι η μεταρρυθμιστική πολιτική που έχει εκκινήσει εδώ και τρία περίπου χρόνια στην Τουρκία αποσκοπεί στο αποσπάσει η Τουρκία όλα τα πολιτικά, διπλωματικά, στρατηγικά, οικονομικά, εμπορικά και επιχειρηματικά, οφέλη μίας ένταξης στην Ευρωπαϊκή οικογένεια χωρίς ωστόσο να μεταβάλλει -και να υιοθετήσει αντίστοιχα Ευρωπαϊκά- κάποια χαρακτηριστικά της Τουρκικής κοινωνίας και διοίκησης με αποτέλεσμα η απαραίτητη μεταμόρφωση και φιλελευθεροποίηση τόσο της τουρκικής κοινωνίας όσο και του τουρκικού κράτους να παραμένει ένα νεκρό γράμμα.

Στην Τουρκία συνεχίζουν να υπάρχουν και να συμβιώνουν, όχι πάντοτε ομαλά, δύο κέντρα εξουσίας, η νόμιμη κυβέρνηση που προήλθε από τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2002 με πολύ μεγάλο ποσοστό (34,3%), έχοντας συσπειρώσει τη λαϊκή αποδοκιμασία κατά των παλαιών και δοκιμασμένων πολιτικών κομμάτων (τα περισσότερα από τα οποία δεν κατάφεραν να εισέλθουν στην τουρκική εθνοσυνέλευση, απόρροια του απαγορευτικού ορίου του 10%) και η γραφειοκρατική θεσμική εξουσία, που ουσιαστικά μεταφράζεται στο Υπουργείο Εξωτερικών αλλά κυρίως στη πολιτικο-στρατιωτική εξουσία, με κύριο και νομικά κατοχυρωμένο το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (ΤGS). Το δεύτερο είναι αυτό που αποφασίζει για τη σχεδίαση και υλοποίηση της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της Τουρκίας και διαμορφώνει τις προϋποθέσεις, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις, οι οποίες μετά -ευσχήμως τις περισσότερες φορές- παραδίδονται στην πολιτική εξουσία για την εφαρμογή τους, διαφορετικά επιβάλλονται στην πολιτική εξουσία, όπως άλλωστε απέδειξε το τελευταίο συγκαλυμμένο πραξικόπημα του στρατού το 1998 με το οποίο κηρύχθηκε παράνομο το τότε κυβερνών φιλο-ισλαμικό κόμμα του Νετσμετίκ Ερμπακάν, το «Ρεφάχ» (Κόμμα Ευημερίας) πρόγονος του σημερινού κόμματος της «Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης». Μέσα σε αυτό το πολύπλοκο και τις περισσότερες φορές αντιπαραγωγικό και αντιφατικό δυαδικό σύστημα διοίκησης και ιεραρχίας εμπεριέχονται και οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και Τουρκίας-Κύπρου.

Αυτοί που υποστηρίζουν την ανωτέρω διαπραγματευτική γραμμή, πιστεύουν ότι το τουρκικό «βαθύ κράτος», το «Derin Devlet» στο οποίο συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το σώμα των αξιωματικών, τα δύο ανωτέρω θεσμικά κέντρα εξουσίας, οι ακροδεξιές οργανώσεις, «οι Γκρίζοι Λύκοι», τα ακροδεξιά κόμματα, όπως το «Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης» του Ντεβλέτ Μπαχτσελί καθώς βέβαια και οι μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας (ΜΙΤ) δεν έχει πραγματικά μεταμορφωθεί, ούτε επιθυμεί να εξευρωπαϊσθεί, αλλά ουσιαστικά έχει προβεί σε μία συμφωνία με την πολιτική σκηνή στην Τουρκία και συγκεκριμένα με το κυβερνών φιλο-ισλαμικό κόμμα με σκοπό την φαινομενική του και επιφανειακή συρρίκνωση και αποδυνάμωση αλλά όχι βέβαια στην πραγματικότητα. Το «βαθύ κράτος» στην Τουρκία δεν ενδιαφέρεται για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ παρά για την συνέχιση της κηδεμονίας της πολιτικής και οικονομικής ζωής της Τουρκίας και τον απόλυτο έλεγχο που ασκεί επί όλων των πολιτικών στην γείτονα χώρα, καθώς και στην δυνατότητά του να επηρεάζει καταλυτικά τις αποφάσεις αυτών. Το «βαθύ κράτος» δεν εναντιώνεται στην ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο βαθμό που κάτι τέτοιο δεν έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντά του και τις επιδιώξεις του. Δυστυχώς όμως, η ένταξη της Τουρκίας στη ΕΕ συνεπάγεται επώδυνες παραχωρήσεις και εκχωρήσεις εξουσίας και δικαιωμάτων στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας και μεγάλη αποδυνάμωση του «βαθύ κράτους» με ταυτόχρονες μεταμορφώσεις στην κοινωνία και στους ευρύτερους θεσμούς στην Τουρκία με αποτέλεσμα μία τέτοια ουσιαστική μεταβολή να έρχεται σε σύγκρουση με τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα του πολιτικο-στρατιωτικού κατεστημένου και όλων των άλλων τμημάτων του «βαθύ κράτους».

Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και από τις πολλές παρασκηνιακές συγκρούσεις με το κυβερνών κόμμα αλλά και από τις αντιδράσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της Τουρκίας για μεγαλύτερη φιλελευθεροποίηση και εξευρωπαϊσμό της Τουρκικής κοινωνίας. Τα πρόσφατα νομοθετικά πακέτα που έχουν ορθώς υιοθετηθεί στην Τουρκία από την παρούσα κυβέρνηση σε μία προσπάθεια για μεγαλύτερη εναρμόνιση και σύγκληση με τα Ευρωπαϊκά ιδεώδη συναντούν πολλές δυσκολίες στην εφαρμογή τους και αυτή είναι επιλεκτική πολλές φορές, ενώ υφίστανται αρκετές παλινδρομήσεις και αμφιταλαντεύσεις.

Όπως είχαμε προνοήσει σε προηγούμενο άρθρο μας, δεν επρόκειτο να γίνει καμία ουσιαστική αναφορά στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, στα συμπεράσματα του πρόσφατου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ούτε βέβαια να ληφθούν υπόψη οι πρόνοιες των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι το 1999 σύμφωνα με τα οποίο οι ελληνο-τουρκικές διαφορές θα πρέπει να επιλυθούν ειρηνικά και με βάση το διεθνές ισχύον δίκαιο. Το τουρκικό κατεστημένο πρέπει επίσης να αναγνωρίσει επίσημα, ότι ο μοναδικός τρόπος επίλυσης διακρατικών διαφορών είναι οι ήδη διεθνώς αναγνωρισμένοι θεσμοί, του Διεθνούς Δικαστηρίου, του πολύ πρόσφατου Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, καθώς και οι κοινώς αποδεκτοί τρόποι εξωδικαϊκής επίλυσης διαφορών. Η Τουρκία πρέπει να σέβεται και να τηρεί τις διεθνείς συνθήκες στις οποίες είναι συμβαλλόμενο μέρος και να αποκηρύξει την βία και την απειλή αυτής ως τρόπο επίλυσης διακρατικών συγκρούσεων. Στα συμπεράσματα του πρόσφατου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις και στις σχέσεις Τουρκίας-Κύπρου, ούτε καν στην παρατεταμένη κατοχή του 37% του Κυπριακού εδάφους, ούτε στην επιτακτική ανάγκη αναγνώρισης από την Τουρκία ενός άλλου μέλους της ΕΕ, της Κύπρου, από το οποίο αναμένεται να δώσει την θετική του ψήφο για την ένταξη της Τουρκίας. Η μόνη ισχνή και έμμεση αναφορά στην Κύπρο γίνεται για την απόφαση της Τουρκίας να επεκτείνει την Συμφωνία της Άγκυρας και με τα δέκα νέα μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, πριν από την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στις 3 Οκτωβρίου 2005, κάτι που για πολλούς συνεπάγεται και την έμμεση κατ’ ελάχιστο αναγνώριση της Κυπριακής δημοκρατίας. Στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών γίνεται επανάληψη των γενικών εκκλήσεων για την ειρηνική διευθέτηση των διακρατικών διαφορών μέσω παραδεκτών και αναγνωρισμένων τρόπων επίλυσης εδαφικών και όχι μόνον διαφορών και στη ανάγκη καλής γειτονίας, κάτι που όμως δεν είναι δεσμευτικό για την γείτονα όπως πολλάκις έχει αποδεχθεί στο παρελθόν.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική, ορθώς και ταχέως, καθώς και η αντίστοιχη Κυπριακή, στην προσπάθεια να φανούν αρωγοί της προσπάθειας να ενισχύσουν τον φιλοδυτικό προφίλ της κυβέρνησης Ερντογάν και να ενισχύσουν αφενός τον φιλολαϊκό χαρακτήρα της και αφετέρου τις προσπάθειες αυτής για ουσιαστικές και βαθιές τομές στην κοινωνία και στο κράτος, αποδέσμευσαν την προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού και των διμερών ελληνο-τουρκικών επαφών από την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Η Ελλάδα και η Κύπρος αποσκοπούν να υποστηρίξουν την δυναμική Ερντογάν να επιβληθεί στο πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο μειώνοντας τα δικαιώματα επιρροής και επιβολής τους στις Τουρκικές κυβερνήσεις και ενδυναμώνοντας την διαπραγματευτική θέση του Ερντογάν απέναντι στο TGS και στο τουρκικό γραφειοκρατικό κατεστημένο που αντιτίθενται σφόδρα σε αλλαγές που θα περιορίσουν την ισχύ τους και θα μειώσουν, την εκ του Μουσταφά Κεμάλ, προπατορική, κατ’ αυτούς, εξουσία και επιρροή τους.

Η Τουρκία οφείλει να αναγνωρίσει την ελληνική αυτή υποστήριξη και να προβεί σε αντίστοιχες πράξεις που θα βελτιώσουν ουσιαστικά και αισθητά τις διμερείς μας σχέσεις. Αντίθετα, η αύξηση αριθμητικά και ποιοτικά των αεροπορικών παραβάσεων και παραβιάσεων του Εθνικού Εναέριου Χώρου και των Ελληνικών χωρικών υδάτων, ειδικότερα στην περιοχή της Καλύμνου, αποδεικνύουν ότι το «βαθύ κράτος» αντιδρά ριζικά στην προσπάθεια αποδυνάμωσής του και αρνείται να συμβαδίσει με τις πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης Ερντογάν. Αντίστοιχα, φαίνεται ότι ο τελευταίος, βρίσκεται, αν και ενισχυμένος ύστερα από την επιτυχία των Βρυξελλών, σε μειονεκτική θέση έναντι του τουρκικού γραφειοκρατικού κατεστημένου και όλων όσων αντιτίθενται στην Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Εκτός βέβαια εάν λάβουμε υπόψη μας την επιχειρηματολογία όλων όσων ισχυρίζονται ότι οι πολιτικές κυβερνήσεις στην Τουρκία και το στρατιωτικό κατεστημένο είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος που αποβλέπουν ουσιαστικά στο να αποκομίσουν όσα περισσότερα οφέλη μπορούν από τις Βρυξέλλες χωρίς ανταποδοτικά τέλη.

Εάν όμως δεν ισχύει κάτι τέτοιο και οι προσπάθειες της κυβέρνησης Ερντογάν προς εξευρωπαϊσμό και σύγκληση προς τα κοινοτικά ιδεώδη είναι πραγματικά γνήσιες, και η επιθυμία του καθώς και του υπόλοιπου πολιτικού κόσμου για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ειλικρινής, παραμένει άγνωστο μέχρι ποίου σημείου θα καταφέρει (ή θα επιτρέψουν) ο πρωθυπουργός της Τουρκίας να μεταβάλλει και να μεταμορφώσει τόσο το Τουρκικό κράτος, όσο και την κοινωνία χωρίς θίξει – τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό- τα κατοχυρωμένα δικαιώματα του σώματος των αξιωματικών στην Τουρκία, έτσι ώστε να μην τους εξαναγκάσει σε μια ακόμη ανοιχτή ή συγκαλυμμένη συνταγματική εκτροπή, που ουσιαστικά θα εκτρέψει την γείτονα χώρα από την ευρωπαϊκή της πορεία, προς διάφορες άλλες ατραπούς, με βαθύτατες συνέπειες όχι μόνο για την ίδια την χώρα αλλά και τους γείτονες αυτούς.

Άλλωστε, στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών διατυπώνεται ανάγλυφα η Eυρωπαϊκή δυσπιστία στην αδυναμία πλήρους, ολοκληρωτικής και ουσιαστικής (και τα τρία σωρευτικά) μεταρρύθμισης χωρίς παλινωδίες, διακοπές και αναστροφές, κάτι που θα επιφέρει το τερματισμό ή στην καλύτερη περίπτωση την αναστολή της διαδικασίας ένταξης. Χωρίς να θέλουμε να αποδειχθούμε σε Κασσάνδρες, μήπως στα συμπεράσματα αυτά, δημιουργήθηκε το κατάλληλο άλλοθι που επιθυμεί το «βαθύ κράτος» για να «λοξοδρομήσει» την Τουρκία ;

1Το άρθρο παραδόθηκε στην σύνταξη για δημοσίευση στις 25 Φεβρουαρίου 2005.
2Βλέπε έγγραφο 16238/04, 17/12/2004
3Βλέπε έγγραφα COM (2004) 656 Τελικό, 6/10/2004 και SEC (2004) 1201, 6/10/2004

 

Αφήστε μια απάντηση