«ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΑΜΥΝΑ» [1] Του Στρατηγού ε.α. Δ. ΣΚΑΡΒΕΛΗ
«ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΑΜΥΝΑ» [1]
Του Στρατηγού ε.α. Δ. ΣΚΑΡΒΕΛΗ
Επιτίμου Αρχηγού ΓΕΕΘΑ
Ακαδημαϊκού
Το θέμα μας, Κυρίες και Κύριοι, με το οποίο θα σας απασχολήσω για 30΄ λεπτά, έχει δύο σκέλη, την γεωπολιτική του ελληνικού χώρου και την εθνική μας άμυνα. Νομίζω, παρέλκει να εξηγήσω, τη στενή διασύνδεση των δύο μερών του θέματος, διότι κατά την ανάπτυξή του θα διαφανεί πλήρως.
Κυρίες και Κύριοι,
Ο κόσμος μας έχει τις ατέλειές του. Προς Θεού δεν καταφέρομαι κατά του Πάνσοφου Δημιουργού. Αναφέρομαι στην ανθρώπινη λογική και αντίληψη των πραγμάτων, που θέλει να βλέπει δύο «ανισότητες» (ίσως κακώς τις είπα ατέλειες), ως αφετηρία και υπόβαθρο πολλών δραστηριοτήτων του ανθρώπου, στην πορεία της ιστορίας του πάνω στη γη.
Πιο συγκεκριμένα, αναφερόμενος στην πρώτη ανισότητα, αυτή αφορά στην ανισομερή κατανομή του πλούτου και των φυσικών πόρων της γης, που έχουν σχέση με την επιβίωση και την ανάπτυξη και είναι η βάση της «γεωοικονομίας» σε σύγχρονη ορολογία.
Η δεύτερη ανισότητα αφορά στη διαφοροποίηση της στρατιωτικής σημασίας των διαφόρων σημείων και περιοχών του πλανήτη, σε συνάρτηση με την πρώτη ανισότητα, που συνιστά τη «γεωστρατηγική».
Γεωστρατηγική και γεωοικονομία αποτελούν – όπως είναι γνωστό – τους δύο βασικούς πόλους της γεωπολιτικής.
Αλλά, υπάρχει και μία τρίτη ανισότητα (ατέλεια) αυτή που αφορά στον άνθρωπο. Δεν αναφέρομαι στις ανθρωπολογικές διαφορές (π.χ. χρώμα, σωματική διάπλαση…) ή στις πολιτισμικές ετερότητες (π.χ. ιστορία, παράδοση, έθιμα…..). Αναφέρομαι κυρίως, και αυτό θέλω να επισημάνω, στην αδυναμία εξεύρεσης κοινού παρονομαστού αρχών και αξιών, παγκόσμιας εμβέλειας και ισχύος, που θα επέτρεπαν στον άνθρωπο να επεμβεί διορθωτικά – εξισορροποιητικά στις προαναφερθείσες ανισότητες, δια το κοινόν – πανανθρώπινο καλόν και όφελος. Αντ΄αυτού, οι άνθρωποι, σε ομάδες και έθνη – κράτη αντιμάχονται αλλήλους μέσα σε γεωπολιτικά πλαίσια, με όρους ισχύος και ζωτικών συμφερόντων, προς εκμετάλλευση των ανισοτήτων, για ίδιον όφελος και ανάπτυξη, με αποτέλεσμα τις τεράστιες αντιθέσεις, τις συγκρούσεις και τους πολέμους, που τελικά φθάσαμε να τους αποκαλέσουμε και ανθρωπιστικούς, σχήμα οξύμωρο, τέλειος παραλογισμός. Αλλά, Κυρίες και Κύριοι, η γεωπολιτική είναι «γεωπολιτική της ισχύος», ο ανίσχυρος δεν κάνει γεωπολιτική και εν πάση περιπτώσει η γεωπολιτική δεν ήταν ποτέ και δεν είναι γεωπολιτική της αγάπης και της αρετής.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η γεωπολιτική σημασία του ελληνικού χώρου στηρίζεται περισσότερο – για να μη πούμε εξ ολοκλήρου – στη γεωστρατηγική του χώρου, παρά στη γεωοικονομία του. Ο ελληνικός χώρος, κάτω από γεωστρατηγικό φακό, προκαλεί με τη γεωγραφική θέση του. Αυτή η χωροθεσιακή ελληνική πραγματικότητα, εντάσσει το χώρο στις πλέον σημαντικές στρατηγικές περιοχές του κόσμου μας. Στο μέσο τριών ηπείρων και σημαντικών θαλασσών (Ανατ. Μεσογείου, Ευξείνου Πόντου, Αδριατικής) και με τη γεωφυσική μορφολογία του, ως χερσαία και συνάμα θαλάσσια και νησιωτική ενότητα, συνιστά γεωστρατηγικό σημείο αναφοράς. Ο ελληνικός χώρος είναι βαλκανικός, ταυτοχρόνως ευρωπαϊκός και μεσογειακός. Είναι μέρος της Ανατ. Λεκάνης της Μεσογείου, γύρω από την οποία αναπτύχθηκαν σπουδαίοι πολιτισμοί και οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες. Βρίσκεται στην κορυφή ενός τριγώνου, του οποίου οι δύο άλλες κορυφές βρίσκονται στη Μέση Ανατολή και στην Κασπία, όπου επικεντρώνονται σήμερα τεράστια συμφέροντα. Η Κρήτη αυτή και μόνη, με προέκταση στον κυπριακό χώρο (εφόσον ισχύει το δόγμα του ΕΑΧ)[2], δεσπόζουν σημαντικών θαλασσίων οδών, επαυξάνοντας τη γεωπολιτική σημασία του ελληνικού χώρου.
Αλλά, την γεωπολιτική αξία του χώρου, μαρτυρεί περισσότερο παντός άλλου, η ίδια η ιστορία του τόπου. Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος με δομικό στοιχείο την πόλη-κράτος και με τη δυναμική του, ως προς την πολιτική δράση, τα γράμματα και τις τέχνες, το εμπόριο και την οικονομία, αλλά και με τις στρατιωτικές δραστηριότητές του, δεν ήταν παρά ο πρόδρομος και μία μικρογραφία της σημερινής διεθνούς κοινότητας. Αν η συγκροτημένη γεωπολιτική σκέψη και γνώση έκανε την παρουσία της στις αρχές του περασμένου αιώνα, στη Γερμανία, στη Σουηδία και στην Αγγλία, αλλά και στη Γαλλία και στις ΗΠΑ, η γέννηση της γεωπολιτικής, ίσως αδιαμόρφωτης και μη συστηματοποιημένης, αναμφισβήτητα έλαβε χώρα το πρώτον στη σκέψη και στη δράση των αρχαίων προγόνων μας. Αν μιλήσουμε για θεμελίωση γεωπολιτικής σκέψης, αυτή βρίσκεται στα κείμενα του πρώτου ίσως γεωπολιτικού επιστήμονα και στρατηγού Θουκυδίδη, που παραμένει έκτοτε πάντα επίκαιρος (για να δανεισθώ τον τίτλο βιβλίου του πρέσβεως Βύρωνα Θεοδωροπούλου). Τόσο επίκαιρος, ώστε σήμερα να διδάσκεται σε πολλά ξένα πανεπιστήμια και να μελετάται από ινστιτούτα πολιτικής και στρατηγικής σκέψης. Οι γεωπολιτικοί όροι της «ισχύος», των «ζωτικών συμφερόντων», του «δικαίου του ισχυρού»….είναι Θουκυδίδειοι. Αν η αρχαία Ελλάδα έχει την πατρότητα πολλών τομέων γνώσης – και την έχει – τότε γιατί να μην έχει και αυτήν της γεωπολιτικής ;
Η ελληνική ιστορία σε όλη τη διαδρομή της, σαν μύθος, σαν θρύλος και σαν ιστορία, έχει να επιδείξει δράση που σχετίζεται με γεωπολιτικές επιδιώξεις. Η αργοναυτική εκστρατεία και τα κατορθώματα του Ηρακλή αντανακλούν τέτοιες επιδιώξεις. Η πρώτη σύγκρουση Ανατολής – Δύσης έλαβε χώρα στον ελληνικό χώρο (Μαραθώνας – Σαλαμίνα). Ναυμαχίες παγκόσμιας εμβέλειας – με τα τότε δεδομένα – όπως του Ακτίου και αιώνες αργότερα της Ναυπάκτου, διεξήχθησαν σε ελληνικές θάλασσες. Στη σκέψη του Ναπολέοντα ήταν πάντα ο ελληνικός χώρος, σαν βάση για τις προς ανατολάς βλέψεις του (από μαρτυρίες του Las Casas, που είχε μαζί του συνομιλίες στην Αγ. Ελένη, στη διάρκεια της εξορίας του). Αν η ελληνική υποταγή στον Τούρκο δυνάστη κράτησε τόσους αιώνες, τούτο δεν είναι άσχετο με τη δυτική γεωπολιτική αντίληψη που ήθελε ακεραία την οθωμανική επικράτεια, διότι αυτή, με την κατοχή των Στενών και του ελληνικού κορμού, συνιστούσε ιδεώδη φραγμό στις βλέψεις της διαρκώς μεγενθυνομένης Ρωσίας προς τις θερμές θάλασσες. Γι΄αυτό και ο Ναύαρχος Κόδριγκτων περιέπεσε σε δυσμένεια μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, διότι το πλήγμα κατά της τουρκικής ισχύος ήταν ανεπιθύμητο, μια και η πολιτική της Αυτοκρατορίας απέβλεπε στην Πελοπόννησο και μόνο, υπό μορφή προτεκτοράτου της, για τη διασφάλιση του σημαντικού άξονα Γιβραλτάρ, Μάλτα, Σουέζ. Πολύ αργότερα προσέθεσε στον άξονα και την Κύπρο. Δεν απέβλεπε στην αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Aς αφήσουμε όμως να μιλήσει και η νεώτερη ιστορία για την γεωπολιτική αξία του ελληνικού χώρου. Η γεωπολιτική θεωρία του Μackinder, εκ των πρωτεργατών της σύγχρονης γεωπολιτικής επιστήμης, περί καρδιάς της γης (heartland) και περιμέτρου (rimland) επιβεβαιώθηκε και στους δύο Π.Π. με πρωταγωνιστή την Γερμανία.
Η Ελλάδα, χώρα της παράκτιας ζώνης, της «rimland», προέβη τότε, με κριτήρια γεωπολιτικά, σε ορθές επιλογές υψηλής στρατηγικής, συμπαραταχθείσα με τις άλλες δυνάμεις της «rimland», δηλαδή την Αντάντ στον Α΄ και τη Δυτική Συμμαχία στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Χώρα δικαιώθηκε στις επιλογές της, αφού και στις δύο περιπτώσεις ωφελήθηκε εδαφικά, αν και όχι απολύτως, σε σχέση με τις επιδιώξεις της. Εξάλλου, η γεωστρατηγική σημασία του ελληνικού χώρου ήταν τέτοια, ώστε και στις δύο μεγάλες συγκρούσεις δεν θα μπορούσε να παραμείνει σε κατάσταση ουδετερότητας.
Κατά τον Α΄Π.Π., στον ηπειρωτικό ελληνικό κορμό συγκροτήθηκε ένα από τα κύρια μέτωπα αυτού του πολέμου, το μακεδονικό μέτωπο. Από αυτό επιχειρήθηκε η διάσπαση της αμύνης των Κεντρικών Δυνάμεων, η οποία και επετεύχθη. Η χρησιμοποίηση του ελληνικού χώρου και γενικώς της Βαλκανικής Χερσονήσου ως πρόσβασης για ενέργεια κατά της Κεντρικής Ευρώπης επανήλθε και υπεστηρίχθη και κατά τον Β΄Π.Π., ασχέτως αν επικράτησε τελικά η άποψη της απόβασης στην ιταλική χερσόνησο.
Το θέμα της «ουδετερότητος» της Χώρας, που προαναφέρθηκε, με σκοπό την αποφυγή των συνεπειών που θα είχε η εμπλοκή της, παρουσιάστηκε και κατά τους δύο πολέμους. Και κατά μεν τον Α΄Π.Π., η Χώρα, ως συνέχεια των βαλκανικών πολέμων, αλλά και υπό την επήρρεια της Μεγάλης Ιδέας, είχε ακόμη στόχους απελευθερωτικούς, εφ΄όσον ελληνικοί πληθυσμοί διατελούσαν εισέτι υπό ξένη κατοχή και συνεπώς ώφειλε να τους πραγματώσει. Όμως, κατά τον Β΄Π.Π., η αποφυγή του πολέμου, η ουδετερότης, παρά τη γνωστή αποφυγή πάσης αφορμής και αιτίας, δεν ήταν θέμα δικής της επιλογής, διότι τελικώς της επεδόθη η γνωστή τελεσιγραφική αξίωση της Ιταλίας. Η γεωπολιτική του ελληνικού χώρου, ούτως ή άλλως, δεν ευνοεί την ουδετερότητα.
Στη δεύτερη περίπτωση, στον Β΄Π.Π., η Χώρα, με τη νικηφόρο εκστρατεία της, ανέτρεψε τα ιταλικά σχέδια, όμως η γεωπολιτική της παράμετρος επροκάλεσε τη γερμανική επίθεση και την κατάκτησή της, όχι μόνο διότι ο ελληνικός χώρος ήταν απαραίτητος στα γερμανικά σχέδια κατά θετικόν τρόπον, διότι θα υποβοηθούσε τις επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική και θα παρείχε πρόσβαση προς την περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπου και τα πολύτιμα πετρελαϊκά αποθέματα, αλλά και κατά αρνητικόν τρόπο, απαγορεύοντας τη χρήση του από τον αντίπαλο, δηλαδή τους Συμμάχους, όπως είχε γίνει κατά τον Α΄Π.Π. Γι΄αυτό το τελευταίο υπάρχει υπόμνηση στο κείμενο της Διακοινώσεως που ο Γερμανός πρέσβυς επέδωσε στον τότε Πρωθυπουργό Αλεξ. Κορυζή. Το κείμενο λέγει ότι,….. «από τινων εβδομάδων ουδεμία απομένει αμφιβολία ότι, η Αγγλία επιχειρεί να εγκαταστήσει εν Ελλάδι νέον μέτωπον κατά της Γερμανίας, του είδους της κατά τον Α΄Π.Π. εκστρατείας», εννοώντας το μακεδονικό μέτωπο. Ο ελληνικός χώρος λοιπόν θα κατελαμβάνετο. Αφού αυτό δεν το επέτυχαν οι Ιταλοί, το ανέλαβαν οι Γερμανοί. Επί πλέον, με τον ελληνικό χώρο στη διάθεση των συμμάχων, δεν θα ήτο ασφαλής, τουλάχιστον από τη Συμμαχική αεροπορία, η πλευρική κατά της Ρωσίας γερμανική εκστρατεία, η προς την Καυκασία, και θα ήσαν εντός βεληνεκούς τα πολύτιμα για τη Γερμανία ρουμανικά πετρέλαια.
Αξίζει ακόμα να μνημονευθεί, προς επίρρωσιν της γεωπολιτικής σημασίας του ελληνικού χώρου, ότι, παρά το γεγονός της γερμανικής αποχώρησης από το μεγαλύτερο μέρος του, εντός του 1944, το προπύργιον της Κρήτης δεν είδε την ελευθερία του παρά την υστάτη ώρα, τον Απρίλιο του επομένου έτους, ένα μήνα πριν από τον τερματισμό του μεγάλου αυτού πολέμου.
Με τα μέχρι τούδε συντόμως εκτεθέντα, γίνεται νομίζω κατανοητή η δυναμική της χωροθεσίας της Ελλάδος από γεωπολιτικής απόψεως. Οι τότε ισχυροί παίκτες του Διεθνούς Συστήματος δεν θα άφηναν έξω από τους υπολογισμούς τους ένα τέτοιο χώρο. Και δεν το εννοούμε αυτό, μόνο για την περίοδο των πολεμικών επιχειρήσεων. Τους ενδιέφερε και το μεταπολεμικό σκηνικό. Έτσι, λήγοντος του πολέμου, στις συσκέψεις της Γιάλτας (Φεβρουάριος 1945) και του Πότσνταμ (Αύγουστος 1945) επροχώρησαν στη γνωστή «διανομή», η οποία καθόρισε και την τύχη του ελληνικού χώρου, πάντοτε με κριτήρια γεωπολιτικά. Είναι αυτά ακριβώς τα κριτήρια που προφανώς έλειψαν από τους σχεδιασμούς της τότε Αριστεράς του Τόπου μας, όταν απεφάσισε τον επώδυνο τρίτο γύρο. Τολμούμε δε να πούμε ότι και στο Κυπριακό θέμα, έλειψαν τα γεωπολιτικά στοιχεία, στις αρχές της δεκαετίας του 50, παρά το γεγονός ότι στην περίπτωση της Κύπρου αυτά ήσαν λαλίστατα. Αν ελαμβάνοντο υπόψη, ίσως να είχαν γίνει εξ αρχής διαφορετικές μεθοδεύσεις και το κυπριακό να είχε άλλη πορεία.
Ήδη μεσούντος του Β΄Π.Π., ο Mackinder επεξεργάστηκε την αρχιτεκτονική του μεταπολεμικού κόσμου. Η νέα Δύναμη που θα εδέσποζε στην «καρδιά» της γης, την heartland, δεν μπορούσε πλέον να είναι η Γερμανία, μπορούσε όμως κάλλιστα να είναι η Ρωσία (ως Ε.Σ.Σ.Δ.). Αν για τη Γερμανία το κίνητρο ήταν η θεωρία περί «ζωτικού χώρου» των Haushofer και Ratzel, με εποικοδόμημα τον εθνικοσοσιαλισμό, για τη μεταπολεμική Ρωσία ήταν ο απόλυτος έλεγχος άλλων χωρών, με εποικοδόμημα τον μαρξιστικό διεθνισμό. Οι ευρωπαϊκές χώρες της rimland, του παράκτιου τόξου, έπρεπε να οργανωθούν στρατιωτικά για τη συγκράτηση-ανάσχεση (containment) των δυνάμεων της καρδιάς. Στις ευρωπαϊκές χώρες επεβάλλετο πλέον να προστεθούν και οι υπερατλαντικές, οι Η.Π.Α. και ο Καναδάς, που είχαν αποδειχθεί απαραίτητες και στους δύο πολέμους. Με το βιβλίο του «The Geography of Peace» που κυκλοφόρησε το 1944, ο Spykman ασπαζόμενος τη γενική αντίληψη του Mackinder, έθεσε τις πρώτες βάσεις για τη γεωπολιτική σύλληψη του Νατοϊκού σχεδιασμού. Πάνω στη δική του αρχιτεκτονική οικοδομήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, το 1949, η Ατλαντική Συμμαχία, ο Οργανισμός ΝΑΤΟ, πέντε με έξη χρόνια μετά τη θεωρητική διατύπωση της αναγκαιότητός του, ως ακρογωνιαίου λίθου, για τη διασφάλιση της ειρήνης (έστω και ως ειρήνης του τρόμου – λόγω της πυρηνικής απειλής) και την εξασφάλιση του Δυτ. Κόσμου.
Από καθαρά γεωπολιτικής απόψεως, το τόξο ανασχέσεως ήταν ελλιπές χωρίς τον ελληνικό χώρο. Κατόπιν αυτού, προσεκλήθη και το έτος 1952 προσεχώρησε στο ΝΑΤΟ και η Χώρα μας. Για την Ελλάδα, ο Mackinder είχε ήδη γράψει, ότι….. «η κατάκτησή της από μία ισχυρή χερσαία Δύναμη θα δώσει πιθανότατα σε αυτή τη Δύναμη τη δυνατότητα του ελέγχου όλης της Παγκόσμιας Νήσου». Η προσχώρηση της Χώρας μας ήταν η πρώτη μεταπολεμικά από τις δύο μεγάλες της επιλογές υψηλής στρατηγικής, με γεωστρατηγικά και γεωοικονομικά κριτήρια. Η δεύτερη ήταν η ένταξή μας στην Ε.Ε. Με την πρώτη αποβλέψαμε στη διασφάλιση της παραμονής μας στον ελεύθερο κόσμο της Δύσεως, με τη δεύτερη αποβλέψαμε στην οικονομική,αλλά και στην πολιτική ενδυνάμωσή μας. Το ίδιο έτος, 1952, προσεχώρησε στο ΝΑΤΟ και η Τουρκία και τρία χρόνια αργότερα συγκροτήθηκε ο CENTO (Central Treaty Organization), με τον οποίο το τόξο συμπληρώθηκε με τις νότιες ασιατικές χώρες, Ιράκ, Ιράν και Πακιστάν.
Κυρίες και Κύριοι,
Σχετικά με τη σημασία της γεωπολιτικής διαστάσεως της Χώρας μας, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι αυτή συνεπικουρείται και από το πολιτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό εποικοδόμημα του συγκεκριμένου γεωγραφικού και γεωφυσικού χώρου. Η σταθερή πολιτική δομή και το δημοκρατικό πολίτευμα, το πλούσιο ιστορικό παρελθόν, η πληθυσμιακή ομοιογένεια με την έννοια της εθνικής και θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας, η παράδοση και οι αξίες της ζωής, είναι παράμετροι ή μάλλον συντελεσταί της γεωπολιτικής βαρύτητος της Χώρας, μαζί με τη γεωστρατηγική και την όποια γεωοικονομική παρουσία της. Ακόμη και η δυναμικότης του αποδήμου ελληνισμού, καταλλήλως αξιοποιουμένου, είναι συντελεστής υπολογίσιμος. Είναι, η Χώρα, ένας μικρός παίκτης στη διεθνή σκηνή, όμως είναι σοβαρός παίκτης για τον περίγυρό της, με την προϋπόθεση ότι και η ιδία συμπεριφέρεται σοβαρά.
Σήμερα, στα 10 και πλέον χρόνια του μεταψυχροπολεμικού κόσμου μας, η Γεωπολιτική και συνακόλουθα η Άμυνα, προκαλούνται από νέας μορφής απειλές, τις καλούμενες και ασύμμετρες, με πρώτη τη διεθνή τρομοκρατία. Η δεδομένη χωροθεσία του Τόπου μας δεν τον αφήνει ανεπηρέαστο από τις επιπτώσεις. Έτσι είμεθα μάρτυρες της μετανάστευσης λαθραίας ή μη, του οργανωμένου εγκλήματος, της δράσης μιας εσωτερικής τρομοκρατίας και καθόλου λιγότερο των κινδύνων από την αλόγιστη διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής και την μη ανατάξιμη περιβαλλοντική φθορά. Και ενώ οι νέες απειλές καλούν σε διεθνή συνεργασία για την αντιμετώπισή τους, ο κόσμος μας, ιδιαίτερα ο ευρωατλαντικός κόσμος, διχάζεται ως προς τη μεθόδευση της δράσης του για την αντιμετώπιση των απειλών, με τις ΗΠΑ να ακολουθούν μίαν ηγεμονική πορεία που μάλλον αποδεικνύεται αντιπαραγωγική (περίπτωση Ιράκ). Μέσα σ΄αυτό το νέο περιβάλλον ασφαλείας, η Χώρα από μόνη της, αλλά και συλλογικά, μέσα από τους διεθνείς οργανισμούς των οποίων είναι μέλος, κυρίως την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, καλείται να διασφαλίσει την επιβίωση και το μέλλον της.
Έτσι ερχόμεθα στο δεύτερο σκέλος της ομιλίας, αυτό της εθνικής άμυνας, η οποία φέρει και το βάρος και την κύρια ευθύνη της ασφάλειας και ακεραιότητας του Τόπου. Μιας Άμυνας, η οποία καλείται να λάβει υπόψη της τον ασταθή πολιτικά χώρο των Βαλκανίων, την τουρκική απειλή και το νέο περιβάλλον ασφαλείας του εγγύτερου, αλλά και ευρύτερου ορίζοντα και να σχεδιάσει ανάλογα. Ο σχεδιασμός της πρέπει :
α. Να έχει προοπτική που να καλύπτει το ορατό μέλλον.
β. Να αντιμετωπίζει όλες τις απειλές, με μία ιεράρχησή των.
γ. Να ανταποκρίνεται σε κοινές, συμμαχικές ή διεθνείς αποστολές.
Είναι αδύνατο στο χρόνο που μας απέμεινε να εξετάσουμε ικανοποιητικά, την άμυνα κάτω από τους τρεις αυτούς άξονες σχεδιασμού της. Είναι όμως εφικτό να προβούμε σε σύντομο σχολιασμό κάποιων παραμέτρων της, τονίζοντας σημεία που νομίζω ενδιαφέρουν και αυτό τελικά θα κάνω.
Κυρίες και Κύριοι,
Η άμυνά μας νομίζω πρέπει πρωτίστως να εκπληρώνει σαν ένα ελάχιστο, τον γνωστό, όρο της «αποτροπής» με γνώμονα την κύρια απειλή, την τουρκική. Το λέγω αυτό, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη μία πολιτική προσέγγισης από μέρους μας και ταυτόχρονα ανοικτή η ευρωπαϊκή προοπτική της γείτονος. Νομίζω η άμυνά μας πρέπει να ακολουθεί τη δική της αυτόνομη συλλογιστική, τουλάχιστον έως ότου αποδώσουν κάποιους βέβαιους καρπούς και οι δύο αυτές προοπτικές, εξαρτώμενες όμως αμφότερες από τις διαθέσεις της γείτονος. Αυτή η αντίληψή μου αφορά και στην Κύπρο, εφόσον εμείς διατηρούμε σε ισχύ το δόγμα ΕΑΧ. Η πολύ πρόσφατη συνέντευξη του Στρατηγού Οζκιόκ σε Έλληνα δημοσιογράφο μου ενίσχυσε αυτή μου την αντίληψη. Ήταν μία συνέντευξη που δεν απευθύνετο μόνο στους Έλληνες, αλλά και στον πρωθυπουργό του, τον κ. Ερντογάν. Συνέντευξη επανεπιβεβαίωσης όλων των μέχρι τούδε τεθέντων ζητημάτων – διεκδικήσεων από τη γείτονα. Επανερχόμενος στο θέμα της αποτροπής θέλω να τονίσω ότι αυτή πρέπει να εξασφαλίζει δύο τινα, πρώτον την ικανότητα για ένα προληπτικό κτύπημα φθοράς του αντιπάλου και δεύτερον, όχι ολιγότερης σπουδαιότητας, την πολιτική θέληση και δη εκπεφρασμένη, αποδοχής ακόμα και ενός πολέμου, στην περίπτωση που αυτός είναι η επιλογή της άλλης πλευράς. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή μη εκπλήρωσης των όρων αυτών, διακινδυνεύουμε την πολιτική ομηρία μας, αν τούτο δεν έχει ήδη συμβεί.
Ένα άλλο σημείο που επιθυμώ να θίξω, είναι αυτό της αμυντικής μας εξασφάλισης μέσα στα πλαίσια της Ε.Ε. Με άλλα λόγια η εγγύηση των συνόρων μας από πλευράς ασφαλείας, η οποία – το γνωρίζουμε όλοι – εξαρτάται από την προοπτική οικοδόμησης ενός αυτονομημένου ευρωπαϊκού αμυντικού πυλώνα. Δεν είμαι απαισιόδοξος, αλλά οι δυσκολίες του εγχειρήματος ήσαν ανέκαθεν πολλές και όλες σε σχέση με το φορέα συλλογικής αμύνης που λέγεται ΝΑΤΟ. Ήδη, μετά την όποια διαφοροποίηση της Ε.Ε. έναντι του υπερατλαντικού νατοϊκού εταίρου, εξ αιτίας του Ιράκ, οι δυσκολίες αντί να εξομαλύνονται, επαυξάνονται. Πλέον του γεγονότος, ότι δεν βλέπω πως θα λειτουργήσει το άρθρο 5 του Καταστατικού του ΝΑΤΟ και μελλοντικά ίσως ένα ανάλογο της Ε.Ε. (και υπάρχει πρόβλεψη συλλογικής αμύνης στο σχέδιο του ευρωπαϊκού συντάγματος με το άρθρο 40) στην περίπτωση επίθεσης από μέλος του πρώτου οργανισμού, ενδεχομένως και του δεύτερου, όπως αντίστοιχα είναι ή θα γίνει η Τουρκία. Τι προσπαθώ να μεταφέρω εδώ, είναι η βεβαιότητα της απειλής, έναντι της πιθανολογουμένης εξασφάλισής μας από εταίρους. Η πρώτη μας καλεί σε υπεύθυνη εθνική άμυνα, η δεύτερη σε ανεύθυνη έναντι του Τόπου και της επιβίωσής του συμπεριφορά. Ουδεμία λοιπόν χαλάρωση και ουδένας εφησυχασμός στα θέματα αμύνης έως ότου έχουμε απτές αποδείξεις ή μάλλον εγγυήσεις ασφαλείας από Ε.Ε.
Μία τρίτη παράμετρος της αμύνης που επιθυμώ να θίξω, είναι η οικονομική υποστήριξή της και το κάνω διότι, ενώ όλοι παραδεχόμεθα τις απειλές χωρίς διαφορές, όλοι συμφωνούμε, κάποιοι ασπάζονται την άποψη της μείωσης των αμυντικών δαπανών. Και το κάνουν ισχυριζόμενοι ότι επαυξάνουν ταυτόχρονα την αμυντική ισχύ. Αλλά ο χώρος της άμυνας δεν επιδέχεται μαγικές λύσεις. Αντιλαμβάνομαι την έννοια του κόστους – αποτελεσματικότητας και την περιστολή της σπατάλης, αλλά δυσκολεύομαι να κατανοήσω τη μείωση των χρημάτων με ταυτόχρονη αύξηση της ισχύος. Επί έτη πολλά προβάλλεται το γεγονός του υψηλότερου ποσοστού δαπανών από όλες τις χώρες του ΝΑΤΟ. Δεν συσχετίζεται όμως τούτο, ούτε με την πραγματικότητα των απειλών που εμείς αντιμετωπίζουμε σε σύγκριση με τις άλλες χώρες, ούτε με τον υψηλότερο Π/Υ τους, με αποτέλεσμα σε πραγματικά χρήματα το υψηλό ποσοστό μας % να αντιστοιχεί σε λιγότερα χρήματα, με τα οποία συντηρούμε μεγαλύτερο από αυτές στράτευμα (π.χ. η Ολλανδία με τριπλάσιο Π/Υ από εμάς, παρά το μικρό ποσοστό της διαθέτει περισσότερα από εμάς χρήματα για ένα στράτευμα που αριθμεί το ένα τρίτο των δικών μας αρμάτων και πυροβόλων). Όλοι οι τομείς έχουν τις ανάγκες τους, η παιδεία, η υγεία, η κοινωνική πρόνοια κ.λ.π. και δεν πρέπει να ανταγωνίζονται αλλήλους ως προς τη χρηματοδότησή τους, αλλά να αξιολογηθούν και να ιεραρχηθούν αυτόνομα. Έχει και η ασφάλεια το δικό της κόστος. Μόνο που αυτή δεν φαίνεται και θεωρείται αυτονόητη. Ουδείς αντιλαμβάνεται ότι παράγεται μέσα από την αποτροπή και τη λειτουργία της άμυνας.
Μία τελευταία πτυχή της άμυνας, που θέλω να θίξω, διότι τελειώνει ο χρόνος της ομιλίας μου, που την θεωρώ μάλιστα ως την πλέον σημαντική, είναι το ανθρώπινο δυναμικό της. Μία απλή έστω προσέγγιση του θέματος αυτού, απαιτεί ξεχωριστή ομιλία. Εδώ σήμερα, κάποιες παραμέτρους του μόνο θα μνημονεύσω, όπως είναι η ποσοστική διάστασή του, λόγω της γνωστής δημογραφικής μας πενίας. Επίσης την παράμετρο της θητείας, τόσο σαν υποχρεωτικής στράτευσης, όσο και σαν διάρκειας υπηρέτησης. Ως προς την πρώτη (το θεσμό της υποχρεωτικής στράτευσης) φρονώ ότι πρέπει να διαφυλαχθεί από τη σημερινή τάση επαγγελματοποίησης του στρατεύματος, διότι είναι ο συνδετικός κρίκος με τον ελληνικό λαό του οποίου ευθύνη είναι η άμυνα. Να μη παρασυρόμεθα από επαγγελματικούς στρατούς, οι οποίοι πολεμούν εκτός των χωρών των, εμείς θα πολεμήσουμε υπερ βωμών και εστιών. Αν η νέα τεχνολογία και άλλοι λόγοι καλούν για προσωπικό κάποιας μονιμότητας, να βρούμε τη χρυσή τομή του αναγκαιούντος ποσοστού, όχι πάντως εις βάρος του θεσμού που προανέφερα. Εδώ υπεισέρχεται και η δεύτερη παράμετρος της διάρκειας της θητείας, η οποία αυξομειώνει την ποσότητα και δεν είναι άσχετη με τον επαγγελματισμό.Έχω την αίσθηση, ίσως να σφάλω, ότι στα θέματα αυτά έχουν παρεισφρήσει πολιτικά κριτήρια και όχι τέτοια πραγματικών αναγκών της αμύνης μας.
Το ηθικόν του προσωπικού, η ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ, (την έχω γράψει στο κείμενο με κεφαλαία γράμματα),η εκπαίδευσή του, οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, είναι όλα σοβαρές πτυχές του ανθρωπίνου δυναμικού, πάνω στις οποίες πρέπει να εγκύψουμε με πάθος, διότι η ανθρώπινη διάσταση αντανακλά πρωτίστως την ποιότητα του στρατεύματος. Παρά την όποια πρόοδο της στρατιωτικής τεχνολογίας, οι πόλεμοι θα συνεχίσουν να κερδίζονται ή να χάνονται από τους ανθρώπους και όχι από τις μηχανές.
Κυρίες και Κύριοι,
Συμπερασματικά και επιγραμματικά (και τελειώνω),
- Ο σημερινός κόσμος μας έχει μεγάλο έλλειμμα ασφαλείας και η Ελλάδα γεωπολιτικά είναι στο μάτι του κυκλώνα.
- Η πολιτική σταθερότητα συνεχίζει να είναι το ζητούμενο στα Βαλκάνια, ενώ στη Μ.Α. ο πόλεμος μένεται και ας έχει κηρύξει τη λήξη του ο πρόεδρος Μπους.
- Η τουρκική εμμονή στις επιδιώξεις της εις βάρος μας παραμένει αμείωτη.
- Η όποια ευρωπαϊκή εγγύηση ασφαλείας μας, είναι ακόμα στη φάση της ελπίδας και προσδοκίας.
- Άρα, η εθνική άμυνα συνιστά αδήριτη αναγκαιότητα αποκλειστικά δικής μας ευθύνης, καταφυγή και σκέπη της απρόσκοπτης επιβίωσής μας και της εθνικής πορείας μας.