ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΩΝ ΤΟ ΑΞΙΑΝΑΓΝΩΣΤΟΝ Του Ταξιάρχου ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου
ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΩΝ ΤΟ ΑΞΙΑΝΑΓΝΩΣΤΟΝ
Του Ταξιάρχου ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου
Πριν διεξέλθουμε το «αξιανάγνωστον», πρέπει να σημειώσουμε, ότι σύμφωνα με το λεξικόν, το «ενδεχόμενον» αποδίδεται, ως «το δυνάμενον αναλόγως των περιστάσεων να συμβή, το κατά λογικήν συνάρτησιν δυνατόν γενέσθαι, πιθανόν, παρεπόμενον» .
Λοιπόν, πριν εντρυφήσουμε στα ενδεχόμενα να συμβούν, ας κάνουμε μία επίσκεψη στις πραγματικότητες, οι οποίες κατακαλύπτουν το ελληνικό «προώρισται». Το στοιχείο που είναι συνάμα και πρόκληση και συντελεστής εκδεχομένων τριβών και εκλαμβάνεται από τους «μη Έλληνες», είτε σαν γεωστρατηγικός πόλος μεταξύ τριών ηπείρων, είτε σαν ένας κοινωνός -κατά περίστασιν- αντικείμενος στο διεθνές συναινετικό γίγνεσθαι αλλά και σαν ένα έθνος μη συγγενές, το οποίον αδυνατεί να στοιχηθεί με τον τρόπο, που άλλοι λαοί πραγματεύονται το εύρος των απόψεων, που οι σύγχρονες συνθήκες συμπαραθέτουν.
Μία πραγματικότητα είναι, ότι η Ελλάς από την αρχή της καταγεγραμμένης της Ιστορίας, ευρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς πολιορκίας. Απαξάπαντες οι εκ των έξω επιδιώκουν να εισέλθουν σ’αυτό το «περίκλειστο» και να καρπωθούν τα όσα φυσικά, στρατηγικά, πολιτισμικά και ηθικά πλεονεκτήματα είναι δυνατόν να έχουν γεννηθεί, πλαστεί και προαχθεί στον ελλαδικό χώρο.
Υπάρχει μία πραγματικότητα, που κατά ένα κομψό τρόπο έχει βαπτισθεί, ως η «εξ ανατολών απειλή». Αυτή η απειλή ενώ φαίνεται, ότι έχει ένα γεωγραφικό προσδιορισμό για να δικαιολογεί τον προσανατολισμό των αμυντικών μηχανισμών της χώρας μας προς ανατολάς, εν τούτοις, η ουσιαστική ερμηνευτικά απόδοση είναι της μορφής «η περίσχεσις των Τούρκων». Στρατιωτικά, η περίσχεσις των Τούρκων αδιακήρυκτα εφαρμόζεται από τον Έβρο έως το Ταίναρο. Μία άλλη περίσχεσις, η κοινωνικο-θρησκευτική, μας υπερτονίζεται στην Θράκη και στα Δωδεκάνησα, εν ονόματι ενός -μονομερούς ισχύος- χάρτου δικαιωμάτων. Στον κόσμο της οικονομίας, η Ελλάς υφίσταται ένα είδος περισχέσεως από ήσσονος αξίας προϊόντα τουρκικής προελεύσεως και τα οποία συντείνουν σε παθητικό εμπορικό ισοζύγιο εις βάρος της εισαγούσης ελληνικής αγοράς. Και για να αποφύγουμε εκτεταμένη ανάλυση επάνω σε αυστηρά συγκεκριμένους συντελεστές ελληνο-τουρκικών αντιπαραβολικοτήτων, θα περιοριστούμε στην «περίσχεση του στρατηγικά ισχυρωτέρου».
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να διευκρινισθεί μία λεπτομέρεια (για λόγους εκπαιδευτικούς έστω;), η οποία δεν τυγχάνει ορθής αξιολογήσεως από ένα μεγάλο μέρος Ελλήνων και μάλιστα και ενίων εκ των πολιτικών μας ταγών. Αυτή η λεπτομέρεια είναι η εντύπωση, η οποία επικρατεί, ότι σύμφωνα με το δημόσιο-διεθνές δίκαιο, αλλά και σύμφωνα με τα δεδομένα των συμμαχιών, η όποια ιδέα ή εκδήλωση πολεμικής πράξεως μιας χώρας εναντίον άλλης είναι αδιαμφισβητήτως επιδεκτική κυρώσεων από την διεθνή κοινότητα, η οποία θα αναλάβει αυτεπαγγέλτως να υπερασπισθεί την εν δικαίω ευρισκομένη χώρα. Ουδέν αναληθέστερον! Η συνέχιση της υπάρξεως των Ελλήνων δεν είναι δεδομένη. Ουδείς εγγυάται την «αιωνία» των Ελλήνων ύπαρξη.
Στο διάνυσμα της γνωστής μας Ιστορίας έχει καταγραφεί ο αφανισμός ενός σημαντικού αριθμού σπουδαίων πολιτισμών.
Οφείλουμε να το καταλάβουμε καλά, ότι η ύπαρξη και η συνέχιση της ζωής της ελληνικής φυλής ευρίσκεται ακαταπαύστως κάτω από ένα καθεστώς επιμόνου αμφισβητήσεως και επομένως δοκιμασιών. Προϋποθέτει αδιάλειπτη, εργώδη, επίπονο, οχληρή, βασανιστική και αγωνιώδη προσπάθεια των Ελλήνων για να αποδείξουν acta non verba , ότι είναι ικανοί επί καθημερινής βάσεως να επικυρώνουν τα εγγυητικά τής διατηρήσεως τής ελευθερίας των. Εν εναντία περιπτώσει θα παρατηρηθεί το φαινόμενον της επιβολής εκείνου τού δικαίου, το οποίον -κατά τον κανόνα της διεθνούς πρακτικής- υπαγορεύεται από τον ισχυρό.
Η Τουρκία είναι μία χώρα, της οποίας, λαός και στρατός, υπέχουν θέσιν ενός σχεδόν καλοκουρδισμένου οργάνου, το οποίον παρά τις ενίοτε εμφανιζόμενες νανο-αντιθέσεις, λειτουργεί προς όφελος της μελωδίας της κεμαλικής ευτυχίας. Σε παλαιότερες εποχές, όπου ο αναλφαβητισμός στην Τουρκία διεκδικούσε την μερίδα του λέοντος, η εθνική κατήχηση, ήταν έργο εύκολο για τους καθοδηγητικούς εγκεφάλους του συστήματος. Σήμερα αυτό το έργο είναι περιπλοκώτερο, αλλά δεν έχει μειωθεί η αποτελεσματικότητά του. Στον τουρκικό κόσμο πλέον διοχετεύονται ιδέες με περισσότερη και ποιοτικότερη επιχειρηματολογία, πλην στο τέλος, ως αποδεικνύεται, είναι το ίδιο νοούμενο και αιτιατό, όπως και με την παλαιά καλή συνταγή.
Ας πάμε τώρα και δι’ολίγων να ιδούμε τις διαγεγραμμένες σχέσεις μεταξύ της πολιτικής των Τούρκων και των γεωγραφικών δεδομένων, που προσδιορίζουν την πολιτική τους και τις προκλήσεις που σαφηνίζουν τις διακρατικές τους σχέσεις. Δηλαδή: Με το Ιράν, δεν διαφαίνεται διένεξη ουσίας. Ελάχιστες μικροενοχλητικές λεπτομέρειες έχουν σημειωθεί και που αφορούν στον από κοινού έλεγχο των μικράς κλίμακος δραστηριοτήτων εντός των ανταρτικών συγκοινωνούντων δοχείων των Κούρδων, που είναι καθιδρυμένα στα εδάφη Ιράν-Ιράκ. Σε ό,τι αφορά στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η Τουρκία έχει συνταχθεί με τον δυτικό κόσμο, η δε επίσημη θέση της «απαγγέλλεται» με μία χαλαρή ρητορική.
Η σχέση της με το Ιράκ, είναι πλέον σχέση υπεροχής, μετά τον πόλεμο του 2003. Είναι ετερόζυγος. Οι δυτικοί «εφόνευσαν» το Ιρακινό «τέρας» και η Τουρκία σαν συνεπής, στην φύση της, ύαινα ξεκοκαλίζει το πτώμα.
Σε σχέση με την Συρία επίσης, η Τουρκία απολαμβάνει των πλεονεκτημάτων της γεωπολιτικής και φυσικής της υπεροχής. Τα ελεγχόμενα από την Τουρκία ύδατα του ποταμού Ευφράτη είναι μία εν δυνάμει στοιχείωση αιτίων για δημιουργία εντάσεως, όπου κατά τους αναλυτές, οι Τούρκοι προσεχώς θα αξιοποιήσουν το ύδωρ του ποταμού για διπλασιασμό των παρεχομένων στην ενδοχώρα τους ποσοτήτων ύδατος για άρδευση, με αντίστοιχο μείωση στην αποδέσμευση των ποσοτήτων, που προβλέπονται από το διμερώς υπογραφέν πρωτόκολλο του 1987.
Τις σχέσεις της Τουρκίας με τις, στα βορειοανατολικά της σύνορα, κείμενες χώρες Γεωργία και Αρμενία, θα τις χαρακτηρίζαμε αδιατάρακτες. Δεν υφίσταται πλέον κανονικό σχέδιο χρησιμοποιήσεως της προς νότον Καυκασίας προσβάσεως όπως από την πάλαι ποτέ απειλητική ΕΣΣΔ. Με θρησκευτική συνέπεια, προς την παγκόσμια στρατιωτική πρακτική, όπως υποθέτουμε, έχει αντικατασταθεί από την Ρωσική στρατιωτική διοίκηση με ένα τροποποιημένο πιθανό σχέδιο προς νότον προελάσεως (contingency plan). Η τουρκική αμυντική διάταξη δεν τροφοδοτείται πλέον ποσοτικά για αντιμετώπιση τού ως -κατά το παρελθόν- ανεμένετο να εισβάλει όγκου των συμβατικών Σοβιετικών δυνάμεων. Απ’ εναντίας, σήμερα σημειώνονται αυξητικές τάσεις συνεργασίας, δεδομένης και της καθιδρύσεως νέων οδών μέσω Τουρκίας, για την, δι’ αγωγών προώθηση του φυσικού αερίου από τις φυσικές πηγές της Καυκασίας και της Κασπίας προς την Ευρώπη.
Με την Βουλγαρία δεν υπάρχει σοβαρό πρόβλημα σχέσεων, όπως τότε στην περίοδο της παντοδυναμίας του Todor Hristov Zhivkov. Η τουρκόφωνη μειονότητα (11%) είναι ρυθμιστής των εσωτερικών κοινωνικοπολιτικών διεργασιών της Βουλγαρίας, ως και ένας παράγων, όπου η Τουρκία αναλόγως συνθηκών θα ηδύνατο να τον χρησιμοποιήσει a posse ad esse, δηλαδή να καταστεί ενεργός συντελεστής υπέρ της Τουρκίας στην Βαλκανική πλάστιγγα.
Και ας πάμε στο προκείμενο. Δηλαδή, τι «σόϊ» γείτονα βλέπει η Τουρκία στα δυτικά της; Θα προσπαθήσουμε εδώ να εγγίσουμε το αντικείμενο, πλην φοβούμεθα, ότι, μετά από κοπιαστική προσπάθεια, θα έχουμε προσεγγίσει ένα απειροελάχιστο κομμάτι του μεγάλου αυτού κεφαλαίου, που λέγεται ελληνο-τουρκική συνύπαρξη.
Η Τουρκία, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τις επιχειρήσεις στην Μέση Ανατολή και αφού το Οθωμανικό κράτος συρρικνώθηκε στα σημερινά σύνορα, εδέχθη την αλλαγή, η οποία εγγυάτο την σταθερότητα των δυναμικών πεδίων της εθνικής της συγκροτήσεως. Η μεγάλη προσωπικότητα του Κεμάλ όχι μόνον απεσόβησε την ολοσχερή διάλυση του τουρκικού έθνους αλλά αναγεννήθηκε μέσα από ένα μεταρρυθμιστικό έργο, με ένα αίσθημα εθνικής ανατάσεως και την γέννηση της πρωτοτύπου δημιουργίας μιας υπερουσίας μυθολογίας, από όπου οι νεώτερες τουρκικές διοικήσεις και ο λαός αντλούν την απαραμείωτη σφριγηλότητά τους.
Είναι γεγονός, ότι σε οποιαδήποτε δυτική κοινωνία δεν συναντούμε πλέον ανθρώπους «τυφλώς» υπακούοντες στις επιταγές της δημοκρατίας αλλά άτομα διαλεγόμενα, διαπραγματευόμενα και συχνάκις αμφισβητούντα τα νομοθετήματα και την πρακτική της εκτελεστικής εξουσίας. Αντιθέτως, σε απαξάπασα την επικράτεια της Τουρκίας καθώς και απανταχού των ηπείρων, όπου μετανίσεται ο Τούρκος, διατηρεί στο ηθικό του εγκόλπιο την κεμαλική του αμοιβό χάρη: «είμαι υπερήφανος, που είμαι Τούρκος». Σε παλαιότερους καιρούς οι Έλληνες εξεφράζοντο πανομοιοτύπως. Σήμερα η φράση «είμαι υπερήφανος, διότι είμαι Έλλην», επέχει θέσιν φραστικού απολιθώματος και όταν σπανίως ακουστεί προκαλεί ειρωνικόν εντυπωσιασμόν.
Έχοντας υπ’ όψιν μία ανατολίτικη κουλτούρα με πλεγματικά χαρακτηριστικά, θα περίμενε κανείς να συναντήσει μία τουρκική οντότητα μη αποκρινομένη στις αρχές των νέων γεωπολιτικών δυναμικών, οι οποίες λίγο, ως πολύ υπαγορεύονται μέσα από ντιρεκτίβες συμμαχιών καθώς και μέσα από τις απεριόριστες πιθανές πραγματικότητες, που η παγκοσμιοποίηση είναι αναμενόμενο να επιβάλει. Κι’ όμως αυτό το μόρφωμα, που διακρίνεται από κατάλοιπα οθωμανισμού, διάφορα πιεστικά ρεύματα μουσουλμανικής παλινδρομίας τύπου respice adspice prospice , από προβλήματα μειονοτήτων, από κοινωνικές ανισοδιανομές και πλείστα άλλα ανάλογα, αυτό λοιπόν το διάπλασμα, λειτουργεί.
Αυτές οι παράξενες αντιφάσεις έχουν μίαν αντίστροφο επίδραση στην μεθοδολογία της τουρκικής διοικήσεως για την εξαγωγή μιας ιδιοτύπου γεωπολιτικής αλλά και στρατηγικής εκφράσεως. Οι εσωτερικές αντιφάσεις μεταφράζονται σαν ανάγκη για «επέκταση». Προς τούτο ο κόσμος της Τουρκίας ευρίσκεται κάτω από αδιάκοπο εκπαίδευση.
Η αλλόκοτη για εμάς ονειροπληξία του ισλαμικού τόξου, είναι για τους Τούρκους μία θεμιτή ιδεολογία και μία επιδεκτική θυσίας προσφορά, εφ’ όσον αυτό τους ζητηθεί.
Για τον αεί εκπαιδευόμενο Τούρκο, οι «γιουνάνηδες» αντιπροσωπεύουν μία δημογραφικά φθίνουσα και ανερμάτιστη φυλετική σύσταση «μπελαλήδων» γειτόνων, η οποία -ευτυχώς για τον Τούρκο, εγγίζει τα όρια του εκλεπτυσμού, του εκθηλυσμού και της εν γένει ευζωϊας. Οι Έλληνες συνιστούν μία κοινωνία όπου πληθύνονται οι διανοουμενίζοντες, οι οποίοι «εξ επαγγέλματος» παράγουν ιδεολογίες ενός ευδαιμονισμού μέσα σε ένα περιβάλλον ειρήνης και κάτω από την επικίνδυνη γι’ αυτούς ρητορική τού «δεν διεκδικούμε τίποτε».
Ο Τούρκος βλέπει τον Έλληνα σαν μία οντότητα, που παρακμάζει και η οποία δεν παράγει πλέον Ιστορία, όπως και ότι δεν είναι σε θέση να αντιπαρατάξει ένα αξιόμαχο έμψυχο δυναμικό σε μία υπαγορευομένη από αριθμό συγκυριών ένοπλη αναμέτρηση. Ο Τούρκος δεν κοπιάζει και πολύ για να μελετήσει τον Έλληνα. Τα στοιχεία που ο Έλληνας αφελέστατα και με πολλή ευκολία του παρέχει, τού είναι αρκετά για να καταστρώσει το σχέδιο του επομένου του βήματος. Scire quod sciendum .
Έτσι λοιπόν, ο Τούρκος γνωρίζει, ότι στην Ελλάδα ο δημοκρατισμός συντηρεί τεχνητές και υποβολιμαίες διαιρέσεις με την δραστηριοποίηση των έσω μηχανισμών των κομμάτων, την ασυγκράτητη ελευθερία του τύπου και των απόψεων, όπου η κοινωνία θρυμματίζεται σε άτομα ευάλωτα και ιδεολογικώς απολωλότα. Επίσης διδάσκεται, ότι οι παροχές προς τους πολίτες της Ελλάδος είναι λεκτικές, όχι ουσιαστικές. Ότι η εξουσία μιας αρχούσης τάξεως (τουτέστιν, μεγάλα συμφέροντα) εδραιώνεται με τρόπο πανούργο, όπου ο λαός της Ελλάδος ωθείται να διαλέξει «μόνος» του τούς ήδη επιλεγέντες από το σύστημα «αφέντες», οι οποίοι στην συνέχεια θα τον εξαπατούν και θα τον συμπιέζουν, το δε προϊόν αυτής της συνθλίψεως θα το καρπούται ο ήδη πανίσχυρος ρυθμιστής των -μέλλοι να συμβούν- εξελίξεων.
Σε όλα αυτά ο Τούρκος αντιπαραθέτει την «άλλη» εξ ίσου απατηλή υπόσχεση της ασφαλούς του πορείας, που εγγυάται ο κεμαλισμός, ο οποίος δεν κατατρίβεται σε δημοκρατικές ανατρεπτικότητες αλλά στηρίζεται στην ρυθμιστική φιλοσοφία τού: «Είμαστε σταθεροί στις αρχές μας. Έχουμε διεκδικητικά πιστεύω. Έχουμε την δύναμη και αποφασιστικότητα να εργαστούμε για την αυριανή μας αυτοκρατορία».
Το ζήτημα με τους Τούρκους είναι ανεξάντλητο. Γι’ αυτό θα διακόψουμε εδώ και θα επισκεφθούμε τους βορείους μας γείτονες.
Η Βουλγαρία κατατρύχεται από πλείστα όσα προβλήματα στην προσπάθειά της να ανασυστήσει μία ακαθόριστη δημοκρατία, η οποία, κατά την αισιόδοξη μερίδα των ευρωπαϊστών Βουλγάρων θα εμπλουτισθεί με νέες σκοπιμότητες και που η κοινωνική οργάνωση μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ θα εκφρασθεί με υψηλότερες πολιτισμικές αξίες και ένα βιοτικό επίπεδο απείρως ευρωστότερο από εκείνο, που ο υπαρκτός σοσιαλισμός τους έτασσε πλην ουδέποτε είχαν απολαύσει.
Τους Έλληνες, οι Βούλγαροι εξακολουθούν και τους βλέπουν με καχυποψία και εχθρότητα, όπως και τότε, όταν διατελούσαν συνιστώντα μέλη σε αντιτεταγμένους συνασπισμούς. Η διαφορά όμως τώρα είναι, ότι δεν διακατέχονται από το αντίπαλο δέος. Εξ άλλου και με την ελευθεροκοινωνία έχουν αντιληφθεί, ότι δεν είμαστε εκείνοι οι φοβεροί και οι τρομεροί του Μακεδονικού αγώνα, των Βαλκανικών πολέμων και του ΟΧΙ του ’40. Συνεπώς…
Για τους Σκοπιανούς δεν θα αναφερθούμε δια πολλών. Ζούμε γεγονότα και καταστάσεις και είμεθα σε θέση να κρίνουμε. Αν αυτό το μωσαϊκό των δεκατεσσάρων φυλών, που εγκαταβιούν σ’αυτή την περιοχή (αρχαίες Παιονία και Δαρδανία) αντιληφθεί, ότι υιοθετώντας ένα όνομα, όπως Δαρδανία ή Βαρδαρία ή Νότια Σλαβία ή ό,τι δήποτε εκτός Μακεδονίας, θα αποτελούσε την απαρχή μιας ευδαίμονος πολιτικο-κοινωνικής περιόδου, τότε θα ετύγχανε της γενικής υποστηρίξεως από την Ελλάδα και από όλους τους διεθνείς θεσμούς. Δεν το θέλουν. Θέλουν «με το έτσι το θέλω», να θεωρούνται απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Επαγωγικά, υποβλέπουν την ελληνική γη μέχρι τον Όλυμπο. Απεργάζονται την απαγωγή του ιστορικού ελληνισμού, ως και ενός απτού και ζωτικού του χώρου.
Και γιατί να υπάρχει άραγε μία τόσο αμετακίνητη στάση των Σκοπιανών σ’ αυτή την ανελαστική πραγματικότητα; Πιστεύουμε, ότι και οι Σκοπιανοί έχουν χωρίς πολύ κόπο αναγνωρίσει τις τρωτότητες των γειτόνων τους καθώς και την αποτελεσματικότητα της δικής των αδιαλλάκτου πεποιθήσεως, η οποία κατατείνει στο να πείσει περί του αληθούς της «μακεδονικότητός» των όλους τους ανιστορίτους της υφηλίου -οι οποίοι είναι 999.999 στο ένα εκατομμύριο- και επομένως αδιαφόρους για τα αλλότρια. Έχουν επίσης αναγνωρίσει, ότι οι Έλληνες, θεωρώντες εαυτόν «ανώτερον», είναι ερωτευμένοι με τις υψηλότερες έννοιες, όπως είναι ο διάλογος, ο σεβασμός των αρχών και των συμφωνιών και η, ευρέων περιθωρίων, ανεκτικότητα που χαρακτηρίζει τις ακλόνητες ηγεμονίες. Έχουν εμπεδώσει το, ότι οι Έλληνες δεν πιστεύουν σε ασυνεπείς συμπεριφορές και άλλες διαβολικότητες. Πιστεύουν, ότι απλώς υπεισάγονται κάποιες μικροπαρανοήσεις, οι οποίες θα αποκατασταθούν με διαβουλεύσεις, όπως επιχειρούν με την Τουρκία επί δεκαετίες τώρα και ασκούνται ακροθιγώς σ’αυτήν την πρακτική.
Οι ίδιοι Έλληνες δεν αγαπούν πλέον την Ιστορία τους αφού και οι ίδιοι την αμφισβητούν μέσω των σχολικών τους βιβλίων. Έφθασαν να δέχονται συγκαταβατικά και τον Μέγα Αλέξανδρο, ως υποκείμενο σε ομοφυλοφιλικές ιδιαιτερότητες. Και όλα αυτά εν ονόματι μιας «αντικειμενικής αποδοχής» της Ιστορικής αλήθειας, η οποία αλήθεια έχει δολίως κατασκευαστεί για να προκαλέσει ανατροπές δια της αμφιρρεπούς στάσεως των μελετητών από την μια και των ευπίστων ελαφρονόων από την άλλη. Γιατί λοιπόν οι Σκοπιανοί να μην αγκαλιάσουν τον Αλέξανδρο με όλη την αγάπη, που οφείλει ένα «απόγονος», όταν θεωρεί, ότι ο «πρόγονός» του υπήρξε Μέγας. Ίστανται λοιπόν οι Σκοπιανοί μακράν πέραν πάσης μικρότητος των γειτόνων ησσόνων ανθρωπαρίων, που βαπτίζονται επιστήμονες και διαπραγματεύονται την μεγαλοσύνη εκείνου, που ανέδειξε στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου τα δυσθεώρητα ύψη της ελληνικής φυλής.
Ο Έλληνας για τον Σκοπιανό, δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένος να στρατευθεί για να υπερασπίσει την ίδια του την Ιστορία. Κάθε φορά, που στα ελληνικά ΜΜΕ ανακύπτει μία αόριστη πιθανότητα εμπλοκής μας σε ένοπλη σύρραξη, ένιοι «πολυμαθείς» και άλλοι «επαΐοντες» Έλληνες ανθυποχαμογελούν ειρωνικά: «Μα, τί είναι αυτά που λέτε; Δεν γίνονται πόλεμοι σήμερα. Και μάλιστα για ένα όνομα»! Και ο στόχος; Δηλαδή εμείς οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, τι κάνουμε; Πώς αντιδρούμε; Απλά, μετριάζουμε την αγανάκτησή μας με δόσεις κυνικότητος. Εκδηλώνουμε την διορατικότητα του δειλού, που ρητώς αποσαφηνίζει την πρόθεσή του να μην υποκύψει στην πρόκληση της υποδηλουμένης περιπέτειας. Παραδείγματα εθνικής αποφασιστικότητος, όπως των Αμερικανών, των Βρεταννών (Falklands), των Ισραηλινών, μας αφήνουν αδιάφορους κλπ, κλπ, κλπ.
Αμέσως δυτικώτερα υπάρχουν οι Αλβανοί. Το επίσημο κράτος αποκρίνεται στις δεσμευτικότητες, που τηρούνται διεθνώς στην πρακτική της εξωτερικής πολιτικής. Ανεπίσημοι ωστόσο φορείς, των οποίων η αναβρυτήριος πηγή είναι κατάδηλος, δεν αποκρύπτουν ότι διεκδικούν ελληνικά εδάφη μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο. Ας έχουν λοιπόν και αυτοί λίγη υπομονή, διότι δεν θα χρειαστεί να προβούν σε πολεμικές ενέργειες για να επιτύχουν του σκοπού τους. Ας ιδούμε πώς σκέπτονται για εμάς, όσοι από αυτούς σκοτίζουν το μυαλό τους, με το να μας σκέπτονται.
Η συνήθης περιήγηση της αλβανικής σκέψεως είναι το «έχειν» των Ελλήνων και πώς αυτό θα περιέλθει στην κατοχή του πλέον «επιτηδείου». Ένας αριθμός Αλβανών ίσως σκέπτεται, ότι οι σημερινοί Έλληνες έχουν περιχαρακωθεί στα επιμελημένα τους ακίνητα, τα οποία θεωρούν φρούρια και απομονωτήρια και διασφαλιστήρια της γαληνότητός των. Οι παλαιές συγκρούσεις για τους Έλληνες και τα αποχαλινωμένα πάθη, όπως αυτά σχεδόν πλέον διδάσκονται στα σχολεία από «προοδευτικούς» δασκάλους, «επιβεβαιώνουν», ότι η βαρβαρότητα ανήκει στο παρελθόν και πως η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Διότι από τούδε και στο εξής θα κάνουμε έρωτα, «γιατί όχι και ομοφυλοφιλικό» και όχι πόλεμο. Τέρμα λοιπόν η βασανιστική μελέτη των καταστροφών του παρελθόντος. Ζήτω η ιδιωτική ζωή, ζήτω η κατανάλωση, ζήτω το κυνήγι της ατομικής ευτυχίας.
Ο Αλβανός, εις πείσμα των αερολογιών περί αφομοιώσεως και περί συμμετοχής στην ελληνική παιδεία, τώρα ξεκινάει μια καινούργια περιπέτεια, επάνω σε καινούργιες βάσεις. Εγκαινιάζει μία νέα ιστορική περίοδο για την φυλή του. Αφιερώνεται στην λατρεία των δυνατοτήτων του. Πιστεύει στο αλβανικό μέλλον του. Όχι το σέρβικο. Το απέδειξε μη αφομοιωνόμενος στο Κοσσυφοπέδιο. Το επιχειρεί και στα Σκόπια. Ποιος αφελής μπορεί να αποδείξει ότι το αύριο των Αλβανών θα είναι ελληνικό; Ο Αλβανός γνωρίζει, ότι αυτοί οι πολυλογάδες Έλληνες δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να διοχετεύουν στα παιδιά τους μία βασανισμένη συνείδηση, που θέλει να αποφύγει τα «εκτός εαυτού» μαρτύρια και να προσανατολισθεί σε μία απόσυρση από την συλλογική ευθύνη και να επιβιώσει εν ειρήνη και άνευ μετανοίας.
Η ολιγώτερο περίπλοκη αλβανική σκέψη περιστρέφεται στην δημογραφική χάσμηση του γείτονα. Ήγουν, η υπεργεννητικότητα του Αλβανού σε αντιστοιχία με την ελληνική υπογεννητικότητα και η εν τη ημεδαπή εγκατάσταση των οικονομικών μεταναστών, οι οποίοι μία των ημερών θα πολιτογραφηθούν στην «φιλοξενούσα» χώρα, θα αποδώσει το επιδιωκόμενο για την εξυπηρέτηση τών απωτέρων των σκοπών εξαγόμενο. Τουτ’ έστιν, η Ελλάδα θα ανήκει στους Αλβανούς. Νομίζω, ότι δεν υπάρχει απλούστερη διατύπωση από αυτή. Και μη μου πείτε, ότι αυτή είναι μία αφελής προσέγγιση, διότι θα σας παραπέμψω στους αρμοδίους κυβερνητικούς φορείς, δια να λάβετε την κατάλληλη και εν πολλοίς επιβεβαιούσα απάντηση!
Λέμε, ευφυολογούντες, ότι οι περιστοιχίζοντες την Ελλάδα μνηστήρες επιθυμούν την ψιλή κυριότητα των εδαφών της και την επικαρπία των παραγομένων αγαθών της. Συνοπτικά ομαδοποιούντες το τί αυτοί οι γείτονες ορέγονται από την Ελλάδα θα λέγαμε, ότι: Οι Τούρκοι εποφθαλμιούν την Δυτική Θράκη. Κατ’ άλλους και την Θεσσαλονίκη, ως την γενέτειρα του Κεμάλ Αττατούρκ . Επίσης το Αιγαίον Πέλαγος με τα εν αυτώ νησιά. Σε ό,τι αφορά στην Κύπρο, «θα ιδούν και θα πράξουν», με μακροπρόθεσμο στόχο τον έλεγχο ολοκλήρου της νήσου
Οι Βούλγαροι εξακολουθούν και ονειρεύονται την Βουλγαρική ηγεμονία, η οποία προεβλέπετο από την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου του 1878. Να κατέχουν δηλαδή την Μακεδονία και την Θράκη.
Οι Βαρδαραίοι, όπως έχουμε αναφερθεί και άλλωστε το δηλώνουν οι ίδιοι και επισήμως, διεκδικούν ολόκληρη την Μακεδονία μας και μαζί και το ανήκουστο στα παγκόσμια δεδομένα των πολιτισμών, δηλαδή την Ελληνική Ιστορία!
Οι Αλβανοί, ως φαίνεται και χωρίς υποσημάνσεις, έχουν κατά νού, να κυβερνήσουν μίαν ημέρα την Ελλάδα με δεδομένη την ήδη υπερεκχειλίζουσα παρουσία τους.
Με όλες αυτές τις θλιπτικές διαπιστώσεις και μέσα από τις δεξαμενές, που μελλοντικώς θα γεμίσουν με τα δάκρυα της προδομένης ελληνικής ψυχής, αναδύονται κάποιες σαφώς ερμηνευμένες σκέψεις, οι οποίες απαριθμούνται με κάποια σχετική διστακτικότητα μήπως και χαρακτηρισθούν «υπερβολικές» ή «κινδυνολογούσες» ή ακόμη και «γραφικές» και με τη δικαιολογία ότι υπερκαλύπτουν τις εθνικές επισημάνσεις και τις όποιες ηθικές συμπαραδηλώσεις. Αναφερόμεθα στην κοινωνία της σημερινής πραγματικότητος. Στην κοινωνία τού -όχι πλέον αμιγούς πολιτισμού, ο οποίος δεν δικαιολογεί λόγους για να αντιπαρατεθεί σε οιοδήποτε εννοιολογικό επίπεδο, όπως ήταν παλαιότερα σαφής η αντιπαράθεση τού κινδυνεύοντος ελληνισμού με το επιθετικό μίσος, το οποίο εξεφράζετο από τον ετερόφρονα, ο οποίος με την θεωρητική του βασιμότητα διεκρίνετο για την πρόθεσή του να μη συνυφανθεί με το ανάδελφον ελληνικό υποψήφιο θύμα του.
Είναι η καινοφορμισμένη ελληνική τάξη, η καθρεπτίζουσα το κοινωνικό σώμα, όπως τούτο έχει καταστεί εκφυλισμένο και τρυφηλό και αιωρείται μέσα στα νέφη της γενικής ευημερίας. Το ίδιο αυτό σώμα έρχεται σήμερα, με έκφραση «ξυνισμένη» να εκδηλώσει το δημοκρατικό του παράπονο για τον πληθωρισμό και την ακρίβεια, προς την πολιτική ηγεσία, η οποία του είχε εγγυηθεί την διατήρηση του μέσου όρου κοινωνικής ηρεμίας, της πολιτισμικής ανοχής και της εθνικής πλαδαρότητος.
Αυτές όμως οι ημέτερες ελαστικές ιδεολογίες, δίδουν τον εναρκτήριο σπινθήρα στον ανεπίμεικτο, που έχει «άλλα» στον νού του, να αρχίσει να οργανώνεται για την δική του μεγάλη ιδέα. Διότι, όπως όλοι κατανοούν, η μη ύπαρξη ιδέας από τον ένα δημιουργεί ιδέα στον άλλο. Και, διότι, όπως όλοι το γνωρίζουν, δεν υπάρχουν φιλίες σε διεθνές επίπεδο, ούτε συμμαχίες αιώνιες, ούτε συνθήκες ειρήνης με συνέπεια τηρήσεώς των. Υπάρχουν μόνον συμφέροντα. Ενίοτε κοινά συμφέροντα, όπως το προσφάτως, ηδέως ακουσθέν, υπό του Nicolas Sarkozy: Ελλάς-Γαλλία-Νέα Συμμαχία. Αυτό είναι όλο.
Και τώρα είναι η ώρα να εξετάσουμε με ολίγες ενδεικτικές αναφορές την ουσία των ενδεχομένων πραγματικοτήτων και τις επιχειρησιακές περιπλοκότητες.
Τί η Τουρκία μπορεί να πράξει εις βάρος της Ελλάδος; Ανεξάρτητα από το γεγονός της υπό το ΝΑΤΟ τυπικής συμμαχίας, με ένα συνδυασμό συγκυριών και εφ’ όσον εξελέγξει το βέβαιον και ασφαλές της επιτυχίας του εγχειρήματός της, η Τουρκία δύναται να ενεργήσει επιθετικά με χερσαίες δυνάμεις στην περιοχή του Έβρου και με δυνάμεις αμφιβίων αποστολών σε ακτές, όπου θα τύχει της συνδρομής ενός ηθικοτεχνικά προπαρεσκευασμένου μέρους του ημεδαπού μουσουλμανικού στοιχείου. Δύναται ταυτόχρονα να ενεργήσει σε όλο τον ελλαδικό χώρο με σχέδιο απαγορεύσεως αξόνων ενισχύσεων και προσβολή στρατηγικών στόχων. Επίσης να προσβάλει τα δικτυοκεντρικά συστήματα και να επιχειρήσει την αποδιοργάνωση της λειτουργίας του φιλίου συστήματος C4I. Έτσι λοιπόν, με τον συνδυασμό της σχετικής μαχητικής ισχύος, την συνδρομή μέρους του μουσουλμανικού στοιχείου, τον ηλεκτρονικό πόλεμο (C2W,IBW,EW) , τον πόλεμο κατά συστημάτων πληροφοριών , τον κυβερνοπόλεμο , τις ψυχολογικές επιχειρήσεις και το κυριώτερο, με την καλώς αρμονισμένη επιθετική ψυχολογία του Τούρκου μαχητού, ο οποίος εκών άκων θα υπακούσει τυφλά στις διαταγές των εντολοδόχων της μητέρας Τουρκίας –όλοι αυτοί και όλα αυτά θα συντελέσουν στην προώθηση του Τουρκικού στοιχείου στον κορμό της Ελλάδος. Με τέτοιου είδους εξέλιξη, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε μία ενδεχόμενη πραγματικότητα. Δηλαδή οι Έλληνες των υπό τουρκική κατοχή περιοχών δεν θα έχουν την διάθεση παραμονής στις εστίες των, έχοντας κατά νού τις εκδηλωθεισόμενες βαρβαρότητες του εισβολέως. Συνεπώς θα προσφυγοποιηθούν στην νότια Ελλάδα.
Οι Βούλγαροι με την σειρά τους, είναι δυνατόν να ενεργήσουν είτε στα πλαίσια μιας διαμορφωμένης από κοινού με την Τουρκία δράσεως είτε μιας εκμεταλλεύσεως αποτελεσμάτων, με σκοπό την απόκτηση ζωτικού διαδρόμου, που θα εξέρχεται στο Αιγαίο.
Οι Σκοπιανοί μπορεί να υψώσουν κραυγές δήθεν απογνώσεως, ένεκα καταπιέσεως από μέρους των Ελλήνων και να πείσουν έν τινι τα υπόλοιπα κράτη των ΗΕ, ώστε εν τέλει να κατοχυρωθούν ως «Μακεδονία». Στην συνέχεια η υπόθεση θα καταστεί απλούστερη με την επιβολή στην παγκόσμια αντίληψη του βασικού παραδόξου της υποστηρίξεως της σκοπιανής θέσεως περί αλυτρωτισμού.
Ευρισκόμεθα ενώπιον μίας ιστορικοφιλοσοφικής περιπλοκής της πραγματικότητος στην οποία η Ελλάς καλείται να αποαδρανοποιηθεί. Δηλαδή, να αποβάλει τη υπαγωγή στο politically correct και να ενταχθεί στην ιδέα του τί υπαγορεύει η ιστορική ανάγκη του φθέγματος: «δεν αποδέχομαι στην δική μου ζωή να μειωθούν τα σύνορα της Ελλάδος».
Η αντίληψη, που επικρατεί σε πολλά μυαλά εντός της Ελλάδος, ότι η ΠΓΔΜ είναι ένα μικρό και αδύναμο κράτος είναι εξοργιστικά εσφαλμένη και θανάσιμα επικίνδυνη για την όποια προσπάθεια ορθής συγκροτήσεως του συστήματος της εθνικής μας αμύνης.
Αν λοιπόν αποτύχουμε στο να συγκρατήσουμε την εμπράγματο θρασύτητα και απροκάλυπτη επιθετικότητα των Σκοπιανών και υπό το κράτος της πολιτικής ασαφείας της παγκοσμίου καθ’ ημών αποστροφής και του φαιού μέλλοντος, θα προσφυγοποιηθούν οι αληθινοί Μακεδόνες μετακινούμενοι στην νότιο Ελλάδα.
Πάμε τώρα στους Αλβανούς. Οι Αλβανοί με τον όγκο των οικονομικών μεταναστών και τον υπερόγκο των λαθρομεταναστών, οι οποίοι στο σύνολό τους είναι σε παραγωγικές ηλικίες και κατά τεκμήριο και δυνάμενοι να ενεργήσουν και στρατιωτικά, είναι σε θέση, κατόπιν καλά επεξειργασμένων και δοκιμασθεισών μεθοδεύσεων τύπου UCK, να ενεργήσουν σε ολόκληρο την ελληνική επικράτεια με τους ελαχίστους αναγκαίους κανόνες ενός ανορθοδόξου πολέμου. Δηλαδή με την Fabian policy και τον πόλεμο του ψύλλου . Τα αποτελέσματα εκτιμώνται θεαματικά στους στόχους, οι οποίοι στόχοι είναι οι έχοντες και κατέχοντες χαυνωμένοι, τρυφερόβιοι, απαλόσαρκοι και γναφαλώδεις Έλληνες. Επόμενο της δράσεως αυτής θα είναι βασικά ο αφελληνισμός ολοκλήρου της Ηπείρου. Υπό το κράτος της τρομοκρατίας οι Έλληνες της ΒΔ Ελλάδος θα προσφυγοποιηθούν στο Νότο.
Άραγε έχει αναλογισθεί κάποιος από εκείνους, που σπουδάζουν την εθνική μας συνέχεια ή υπηρετούν τις προνοήσεις της εθνικής μας αμύνης ή σχεδιάζουν την εθνική μας στρατηγική, τί θα γίνει με τρία και πλέον εκατομμύρια πρόσφυγες στην Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο; Μία πρώτη γενικευμένη αγωνία θα είναι το ποιός θα αναλάβει να τους στεγάσει και ποιός να τους ταΐσει. Η απλούστατη πρόβλεψη είναι ότι θα σφαχτούμε μεταξύ μας.
Και μετά όλα τούτα, quo vadis Graecia?
Κάτω από τις επισημανθείσες ενδεχόμενες πραγματικότητες, η Ελλάδα, ως εικός, βήσεται προς την δύση της. Εάν οι Έλληνες και οι ηγούμενοι αυτών δεν επιθυμούν την διάλυση της οντότητος αυτής, η οποία άντεξε χιλιάδες χρόνια και που οι πριν από εμάς με σιγουριά προς τον εαυτόν τους διετείνοντο, ότι «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», τότε ο καθ’ ένας ας αναλάβει τις ευθύνες του. Οι απλοί Έλληνες να αγαπήσουν την ατομική ευθύνη και να ειπούν, ότι ο καθ’ ένας, αυτός και μόνος του έχει χρέος να σώσει την Ελλάδα προσφέροντας κάτι από την υπόστασή του. Εάν δεν σωθεί η Ελλάδα, να το πουν ευθαρσώς, ο εαυτός και μόνον αυτός με τις πράξεις του φέρει ακεραίαν την ευθύνη για τον αφανισμό της. Έτσι τουλάχιστον πίστευαν οι παλαιότεροι σοφοί μας.
Οι κυβερνήτες της Ελλάδος, ένιοι των οποίων δυστυχώς μας έχουν πείσει, ότι δεν έχουν διακρίνει τις διαφορές τού «συνετώς κυβερνάν» από το «ασυστόλως εξουσιάζειν», θα πρέπει να ανασκουμπωθούν και να ξεκινήσουν από την αρχή. Και πρώτα από όλα να διακηρύξουν, ότι προτεραιότητα στη σκέψη τους έχει η Ελλάδα και όχι η προσωπική κάρπωση αγαθών και απολαβή προνομίων εκ των όσων προκύπτουν εκ θέσεως και καθηκόντων. Ότι ενδιαφέρονται για την ανασύσταση της «Ελλάδος» και όχι για την «προκοπή αυτού του τόπου», όπως συνήθως υπονοούν την Ελλάδα, αποφεύγοντας να την ονοματίσουν μήπως και χλευαστούν από τους αριστεριστές «προοδευτικούς», ότι είναι «ελληναράδες» ή το χειρότερο «φασιστίζοντες».
Πέραν αυτών, πρέπει να προχωρήσουν στα περισσότερο πρακτικά. Δηλαδή να αναγνωρίσουν και παραδεχθούν την ύπαρξη εχθρών. Να μελετήσουν τούς εχθρούς. Να οργανώσουν τους καταλλήλους μηχανισμούς για την αντιμετώπιση των εχθρών. Και επειδή είναι παγκοσμίως και διαχρονικώς παραδεδεγμένον, ότι όσον υπάρχουν άνθρωποι επί της Γης θα υπάρχουν και πόλεμοι, θα πρέπει οι υπεύθυνοι πολιτικοί και στρατιωτικοί να είναι προσανατολισμένοι στην ιδέα τής προς πόλεμον προπαρασκευής.
Εάν η καινοφανής λύση είναι η «αποτροπή», τότε ας ετοιμασθούν οι προϋποθέσεις τής αποτροπής. Αποτροπή σημαίνει ύπαρξη ισχυρωτάτου στρατού. Ισχυρός στρατός για εμάς σημαίνει, πέραν του υλικού, που διαθέτουμε άφθονο (λόγω “προμηθειών”;), σημαίνει επίσης και υψηλός βαθμός ουσιαστικής εκπαιδεύσεως, ενσυνειδήτου πειθαρχίας, ακμαιοτάτου ηθικού και αφοσίωση στον όρκο, του οποίου η κάθε του αποστροφή είναι και συμβόλαιο τιμής, όπως «…να υπερασπίζομαι μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός μου τάς σημαίας…»
Τα υπόλοιπα είναι θέμα παιδείας ελληνικής.
Στην συνέχεια, κατά το λεξικόν παρατίθενται, Ξενοφ. Απομνημ. 3,9,4 πάντας γαρ οίμαι προαιρουμένους εκ των ενδεχομένων. Αριστ. Πολιτεία 1325a,10 ζωής αγαθής, πώς μεθέξουσι και της ενδεχομένης αυτοίς ευδαιμονίας, Μηναί. 8,16 Συναξ. Τούτο γνούς ο επίσκοπος…την ενδεχομένην έθετο πρόνοιαν, –ενδεχόμενος πόλεμος– ενδ. Ζημίζ, φρ. Νεώτ. Δημ. Είναι ενδεχόμενον κλπ
Βλέπε σχετικό άρθρο στο περιοδικό «Προβληματισμοί» τεύχος 44, του Αντιστρατήγου ε.α. Φοίβου Κλόκκαρη τέως υπουργού αμύνης Κύπρου.
Η παρούσα διατύπωση είναι μία εκλαϊκευμένη προσέγγιση εκτιμήσεως των περί εχθρού δυνατοτήτων προς διευκόλυνση κατανοήσεως εκ μέρους εκείνων των αναγνωστών, οι οποίοι δεν ανήκουν στον στρατιωτικό χώρο. Η πραγματική εντύπωση είναι μακράν διεξοδικότερη και αρκούντως πυκνή, ώστε να αποδώσει τις πολλαπλές πτυχές του συνδεδυασμένου αντιπάλου εφικτού, που είναι μία συσσωμάτωση στρατιωτικών πληροφοριών, που εξικνούνται σε ενδεχόμενες επιχειρησιακές πραγματικότητες.