Blog

Ο ΚΟΙΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΟΥΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΕΙ ΤΟΝ ΧΕΙΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ Του Ταξιάρχου ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου

Ο ΚΟΙΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΟΥΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ
ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΕΙ ΤΟΝ ΧΕΙΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

 

Του Ταξιάρχου ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου

 

Κατ’αρχάς κοινός νούς είναι ο απανταχού και ο διηνεκώς συναντώμενος νούς. Είναι ο νούς ο γνώριμος, ο συνη­θι­σμένος. Είναι αυτός, που δεν έχει κάτι το εξαιρε­τικό -είτε θετικά είτε αρνητικά θεω­ρούμενος. Είναι δηλαδή αυτός, του οποίου ο τρόπος της σκέψεώς του προκύπτει από την κοινή, την καθημερινή ζωή. Είναι αυτός, που αποδέχεται το επιχωρίως κατανοητό χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.

Ο κοινός ελληνικός νούς εδώ και κάποιον καιρό έχει εγκολπωθεί την τεχ­νηέν­τως παροχετευθείσα στο υποσυνείδητό του «φιλοσοφία της υγιούς σκέψης». Έχει πεισθεί μετά ταύτα, ότι στρεφόμενος στις ταλαιπωρημένες από την αμφισβήτηση αλλά και κριτική πεποιθήσεις, εισέρχεται με βεβαιότητα σε παραδεκτές αρχές και αξίες, τις οποίες, όπως έχει διδαχθεί να πιστεύει, θα τις αναδείξει σε θεμέλια μιας αναγωγικής ερμηνείας «ηθικής» και μάλιστα υπό την προϋπόθεση της διαρκούς αναθεωρήσεώς της καθώς και της οποιασδήποτε προόδου, που βασίζεται κυρίως στην πολυδιάστατη επιστήμη.

Αυτός ο κοινός νούς αυτοϋμνολογείται, ότι διόλου προσχηματικά συνιστά αξία με ένα κύρος αυταπόδεικτο και η οποιαδήποτε έκφανσή του διακρίνεται από λο­γι­κή, αντικειμενικότητα και ορθοέπεια. Σύμφωνα λοιπόν με αυτόν τον κοινό νου, η οποιαδήποτε φιλοσοφία, που διέπει την σημερινή ελληνική κοινωνία, οφείλει να τίθεται σε βάσεις, κατά παράδοση αληθινές. Λόγου χάρη σε έννοιες, όπως είναι το «αγαθόν» και το «ωραίον». Άλλωστε η αντίληψη και η επιθυμία επ’αυτών των εν­νοιών εξηγούν την διαμόρφωση μιας ηθικής προσωπικότητας του ανθρώπου, ο οποίος διαισθάνεται, κατά τεκμήριον αλλά και κατά παραδοχήν, τις προϋποθέσεις, που στοχεύουν ή τα σχήματα, που υπαγορεύουν το ηθικώς πράττειν.

Αυτός ο κοινός νους, λόγω της υστερήσεώς του στην κατά πόδας παρακο­λού­θηση των ραγδαίων εξελίξεων (επιστήμες, τεχνολογία και ρυμουλκούμενη ηθική), ευρίσκεται αδιαλείπτως σε ένα καθεστώς εκπτωτικής διαμορφώσεως, παρ’ό,τι η πα­ρά­δοση τον θέλει να διαθέτει ελληνική φλόγα και ότι η προοπτική του δεν είναι θνη­τή. Προσέτι, ότι δεν τρομάζει κάτω από συνθήκες απειλών. Ότι διαθέτει ψυχή. Ότι δεν πλανάται σε άνισα επίπεδα φυλετικών αντιλήψεων. Ότι αποφεύγει την συνύ­φαν­ση με τάξεις αλλοτριωμένης αγωγής και τέλος, ότι η ελευθερία τού να σκέπτεται σύμ­φω­να με τους κανόνες του καλού πνεύματος είναι η διαρκής του επιδίωξη.

Και ναί μεν σε ό,τι αφορά σε θέματα βιοτικά και οικονομίας και ό,τι έχει σχέση με απολαβές, ο κοινός νούς αυτής της φυλής είναι απαιτητικός στα συγγενή του δικαιώματα, είναι επικριτικός στις πράξεις της οποιασδήποτε διοικήσεως, είναι αυστηρός στην αποφαντικότητά του, είναι βουλητικός σε ό,τι αφορά στο καρπο­λό­γημα ή και ιδιοποίηση του ετερογενούς πλούτου, είναι μαχητικός στα συνδικαλιστικά του περιθώρια, είναι ανένδοτος σε ό,τι εγγυάται την διαφύλαξη των κεκτημένων του, είναι αποφασιστικός στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει πόρους, αδιακρίτως προελεύσεως, είναι διεισδυτικός παρατηρητής σε ό,τι συντονίζει την σπέκουλα, που θα επιρρώσει και κρατύνει το ατομικό του συμφέρον, είναι σύντονος στο κυνήγι των περισυναγωγικών ευκαιριών, είναι αμετάγνωστος, ως προς την εφαρμογή της αρχής «των αγνώρων εκμεταλλεύεσθαι» και είναι απαρέγκλιτος στον προσανατολισμό τού «αεί αποκτάν». Γενικά είναι ευλαβικά προσηλωμένος στους κανόνες της ωφελι­μαρ­χίας.

Σε ό,τι όμως αφορά σε πεδία γενικωτέρου ενδιαφέροντος, αυτός  ο ίδιος ο κοι­νός νούς δείχνει να απέχει, αποδεικνύοντας στατιστικά την καχεξία του, την χαλαρό­τητά του. Αυτός ο κοινός νούς, όπως σήμερα τον παρατηρούμε, δείχνει να τηρεί στάση μιας διόλου απολογητικής ει μη μόνον της προσηκούσης ή της απλά τυπικής παρουσίας. Τα κοινά τον ενδιαφέρουν μόνον, όταν διαβλέπει, ότι θα εγγίσουν αποποιητικά τον οικοδομούμενον από αυτόν ατομικόν ευδαιμονισμόν.

Εύλογα λοιπόν και σύμφωνα με την οποιαδήποτε σχολαστική νοησιαρχία, ένας κοινός ελληνικός νούς αντιλαμβάνεται, ότι η ψήφος του δεν αιχμαλωτίζεται από συστήματα ιδεών αλλά από το υλικόν αγαθό, το οποίο προβιβάζει την ευμάρεια και συνεπώς αυτή η ψήφος του, θεωρεί ότι ενέχει απεριόριστη δύναμη. Και όχι μόνον αυτό αλλά πιστεύει, ότι είναι ρυθμιστής της καθολικής τύχης όπως και ενός δυναμένου να συμπροφητευθεί ανθοσπάρτου μέλλοντος της Ελλάδος.

Το πνεύμα λοιπόν του κοινού νοός αλλά και η συλλογική του έκφανση, που είναι ο λαός, η μάζα, το πλήθος -αυτή η ανθρωποθάλασσα που κυματίζει σύμφωνα με τους κανόνες των πολιτικών ανεμοκοπιών και των υπό ελεγχόμενη διαμόρφωση κοινωνικών ρευμάτων, μας οδηγεί σε μία θολή περίσκεψη, ότι δέχεται απροαιρέτως και ίσως φαταλιστικά τα κοινωνικο-πολιτικά τεκταινόμενα στο αεί διαπτυσσόμενο ελληνικό περιβάλλον. Κι’αν είναι έτσι, τότε ποιός θα μπορούσε να επιδράσει στον κοινό νού, ώστε ο τελευταίος να πειθαρχήσει -έστω και μη συνειδητά- σε μία προκε­χαραγμένη κοινωνική πορεία; Αυτός ο «ποιός», κατά το μάλλον, είναι η έκφραση του επιτηδείου τρόπου του σκέπτεσθαι και του ενεργείν. Δηλαδή η πολιτική. Η πολιτική, αυτή η τέχνη του κυβερνάν τους ανθρώπους, δηλαδή του προσανατολισμού, της χρη­σιμοποιήσεως και της διαπαιδαγωγήσεως των παθών τους, των αδυναμιών τους, των ενθουσιασμών τους και των συμφερόντων τους, για σκοπούς γενικωτέρας φύσεως, που πάντοτε ξεπερνούν την ατομική ζωή, διότι πολιτικά προβάλλονται, ως ευαγ­γε­λιζόμενα το ευτυχές μέλλον.

Κάπως έτσι πρέπει να ξεκινήσουμε και να διερωτώμεθα για το ποιά θέση κατέχει ο κοινός νούς στο σύστημα του πολιτικώς φέρεσθαι και επιδεξίως και μυριο­τρόπως δράν. Τί γνώμη έχει ο κυβερνών για τους κυβερνωμένους; Αυτούς τους συγ­κε­κριμένους κυβερνωμένους σ’αυτόν τον χώρο, σ’αυτόν τον χρόνο και με τις όποιες σταθερές (εθνικά χαρακτηριστικά κ.τ.τ.), οι οποίες κι’αυτές, σε τελευταία ανάλυση μεταπλάσσονται;

Ο κυβερνών εμφανίζεται -και τούτο αποδεικνύεται από το αποτέλεσμα- σαν να περιφρονεί τους ανθρώπους. Τους αποτιμά με τις πιο αρνητικές και πιο αποκαρ­διωτικές τους διερμηνεύσεις. Κατά τον κυβερνώντα ο κοινός νούς είναι πεπερα­σμέ­νος από πλευράς καταρτίσεως και συνεπώς αποτελεί αξιοποιήσιμον ενστερνιστή και καλόν αποδοχέα και αγωγόν των όποιων καινοφανών πολιτικών εμπνεύσεων, παρο­τρύνσεων και ακόμη και υποκινήσεων.  Είναι αποστασιοποιημένος και θεωρεί εαυ­τόν, ότι ανήκει σε μία ιδιαιτέρα τάξη διαφορετικών οριζόντων και ασυμβάτου -με τον κοινό νού- κοινωνικής πρακτικής. Ο κυβερνών είναι πραγματιστής. Αποφεύγει την φιλοσοφία σαν άχρηστη ενασχόληση. Παρά ταύτα και δια ταύτα προβάλλει μία προσωπικότητα, την οποία ο κοινός νούς δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει μολονότι ο πρώτος ενέχεται για γοη­τευτικό αυταρχισμό και για παρηλ­λαγμένο κυνισμό. Ο κυβερνών έχει έντονη την αίσθηση, ότι είναι αυτό τούτο το αεί κρατούν κράτος.

Στην αντίπερα όχθη είναι παρατεταγμένος αλλ’αδρανής ο κοινός νούς. Δεν έχει καμμία διάθεση προς έλεγχο της οργανώσεως και των περιορισμών, που επιβάλ­λονται από το κράτος. Ο κοινός νούς αδιαλείπτως διεργάζεται τρόπους αποδράσεως από το σύστημα ελέγχου των «τοις πράγμασιν» επιμελουμένων. Τείνει να παραβαίνει τους νόμους, να παρακάμπτει την πληρωμή των αναλογούνων σ’αυτόν φόρων, να αποφεύγει τις εκ του συντάγματος υποχρεώσεις (π.χ. στράτευση).

Οι διάφορες κοινωνικού τύπου επαναστάσεις επεχείρησαν να λύσουν το ζήτημα της αντιπαραθέσεως του κοινού νοός και του κυβερνώντος τοιούτου με την προβληθείσα ψευδαίσθηση, ότι η εξουσία είναι απαύγασμα της ελευθέρας βουλήσεως των κατόχων της κοινής λογικής, δηλαδή του πλήθους. Κατ’άλλην απόδοση, της μά­ζας ή επί το κομψώτερον, του λαού. Κι’αν είναι έτσι, τότε τί προσδιορισμός αποδί­δε­ται με τη λέξη λαός; Σαν πολιτική οντότητα, ο λαός είναι οντότητα αφηρημένη. Πού αρχίζει και πού τελειώνει; Τί όρια μπορούν να υπάρχουν σε αφηρημένες οντότητες; Το επίθετο «κυρίαρχος» αποδιδόμενο στον λαό είναι ένα καθημερινό αστείο, του οποίου η τραγικότητα είναι αδύνατον να γίνει αντιληπτή από αυτόν το ίδιο τον «βα­πτισμένο», δηλαδή τον κοινό νού.

Τα αντιπροσωπευτικά συστήματα και οι συμμετοχικές δημοκρατίες ανήκουν περισσότερο στην μηχανική και τους διέποντες αυτήν νόμους παρά σε οποιαδήποτε ηθική. Ακόμη και στις πλέον εύρυθμα και δημοκρατικά λειτουργούσες χώρες, εάν απο­τολμηθεί να ερωτηθεί ο λαός -ας πούμε δια δημοψηφίσματος- θα υπήρχε η βε­βαιό­της και όχι η πιθανότης, ότι η απάντηση του λαού θα ήταν μοιραία παρ’όλον ότι σήμερα οι μηχανισμοί διαμορφώσεως της κοινής γνώμης είναι περισσότερον αποτε­λε­σματικοί από ποτέ και αναντιρρήτως συμβατοί με τα συμφέροντα των ρυθμιστών της οικονομίας και όσων υπηρετούν αυτούς πολιτικών, των πολυεθνικών, των media, και όλων των καθ’οιονδήποτε -αντιβαίνοντα τις κρατούσες αρχές- τρόπο ελεγχόντων την κοινωνίαν.

Είναι πασίδηλον, ότι η κυριαρχία, η οποία κατ’επίφασιν εκχωρείται στον κοινό νού, του αφαιρείται τότε ακριβώς, όταν θα είχε την ανάγκη της (π.χ. δεν έγινε δημοψήφισμα για να ερωτηθεί ο κυρίαρχος λαός για την ονομασία των Σκοπίων, ούτε για το ευρωσύνταγμα, ούτε για την ποιοτική αλλοίωση του κοινωνικού ιστού της επικρατείας με την ανεξέλεγκτο εισροή εκατομμυρίων λαθρομεταναστών κ.α.). Με άλλα λόγια η «κυριαρχία» δίδεται, όταν είναι αβλαβής για τον κυβερνώντα, δηλαδή σε περιόδους συνή­θους και ρουτινώδους διοικήσεως.

Από τα μέχρι τώρα εκτεθέντα θα μπορούσαμε να έχουμε μία πρώτη εντύ­πωση, ότι καθεστώτα θεμελιωμένα αποκλειστικά στην λαϊκή συναίνεση ουδέποτε έχουν υπάρξει στην παγκόσμια πολιτική ιστορία, ούτε υπάρχουν και όπως εκτιμούμε δεν θα υπάρξουν ποτέ. Το καθεστώς είναι η πολιτειακή εκείνη τάξη, που διακρίνεται για την απροθυμία του να εγκαταλείψει τα αποκτώμενα περιπεπλεγμένα και συνήθως πλάγια, φαύλα και αθέμιτα μηχανεύματα επιβολής της επιχειρηματολογίας του, που προορά και διεργάζεται την σταθεροποίησή του. Ο απέναντι κείμενος κοινός νούς υποσυνείδητα -κατά κανόνα- δέχεται την θέση του καθεστωτικού, κυβερνώντος και κατευθύνοντος νοός, ότι οι ανθρώπινες γνωστικές του δυνάμεις είναι πεπερασμένες και δεν επαρκούν για την διερεύνηση και γνώση των καθοριστικών αληθειών. Ο κυβερνών νούς ποιεί χρήσιν διαφόρων πνευματικών όπλων καταδεικνύοντας στον κοινό νού, ότι η ενασχόλησή του με ύψιστα γνωστικά, οντολογικά, πολιτικά και εθνι­κά θέματα είναι εξ αρχής ματαία αλλά και στείρα και συνεπώς, το μόνο με το οποίο ο κοινός νούς θα πρέπει να διακαταλαμβάνεται είναι ο (προβεβλημένος από τα μέσα του κυβερνώντος) αισθητός κόσμος.

Ωστόσο, ο κυβερνών νούς οφείλει να λαμβάνει υπ’όψιν του τον κοινό νού σε όλες του τις καταδείξεις. Εάν αυτό συμβαίνει τότε τούτο σημαίνει, ότι διακατέχεται από ένα είδος ορθοφροσύνης και μία αξιοσημείωτη ροπή για συναντίληψη με τον κοινό νού και κατά συνέπεια το δίδυμο κυβερνών νούς-κοινός νούς μορφοποιεί τον «ορθό λόγο», ο οποίος είναι και ο καθοριστικός υπολογιστής της ευμοίρου κοινωνίας. Ο κυβερνών νούς μελετά τα βιοθεωρικά στοιχεία του κοινού νοός, τον οποίον αντιπροσωπεύει. Ερευνά την συλλογιστική πρακτική των κυβερνησάντων στο διάνυσμα της εθνικής ιστορίας. Σταθμίζει την θέση του σε συνάρτηση με τις γνωστικές δυνάμεις και όχι με την απλή παραγωγή συγκυριών ιδιωφελείας. Μεταθέτει την σκέψη του στις κοινωνικοϊστορικές διεργασίες, που συντελούν στην ανάπλαση των μεθόδων του πολιτικώς εύ πράττειν. Μεταφράζει σωστά την συλλογική ψυχή του κοινού νοός και την καθιστά πυξίδα του στην κοινή πορεία προς το «εθνικό εκείθεν». Ίσως μάλιστα θα πρέπει να συζητήσει και -γιατί όχι- να υιοθετήσει την καλωσύνη και τον σεβασμό του προς τον αεί προσμένοντα την εκ των άνω υποστήριξη κοινό νού. Όπως, καθώς λέγεται, να υπογράψει ένα κατ’ουσίαν και όχι καθ’υπόθεσιν κοινωνικό συμβόλαιο. Ακόμη-ακόμη να συνδυάσει την ψυχρή λογική και την real politik του διεθνούς περιβάλλοντος με την πίστη στην ιδία αυτού πατρίδα.

Ο κυβερνών νούς συνειδησιακά οφείλει να κινείται στο πεδίο, που είναι λογι­κοποιημένο από το πνεύμα, που παράγεται από τον κοινό νού. Εάν όχι, τότε ο κυβερ­νών ανήκει εκ των πραγμάτων σε ένα κόσμο ξεχωριστό. Ένα κόσμο ή σε μία τάξη ανθρώπων μεταξύ τους ομοτρόπων, ως προς το ατομικό συμφέρον και ομοφρόνων επί του υπερεθνικώς διατρίβειν. Ένα κόσμο, που έχει αλλότριες σταθερές (κοινωνικοί προσανατολισμοί, διεθνοποιημένη ή ανταποδοτική πίστη κ.τ.τ.).

Όταν παραδείγματος χάριν, ο κοινός νούς αμύνεται της ιδέας της διατηρήσεως της Κύπρου σαν κράτους αυτοδιατιθεμένου και ο κυβερνών αποφασίζει την υποστή­ρι­ξη του σχε­δίου Ανάν, τότε παρατηρείται μία δραματική απόκλιση πεποιθήσεων με κατ’επα­γω­γήν ενοχή (σύμφωνα με τους κανόνες της δημοκρατίας) του κυβερνώντος. Άλλο παράδειγμα. Όταν ο κοινός ελληνικός νούς θεωρεί το Αιγαίον Πέλαγος δική του θάλασσα από τους μυθικούς ακόμη χρόνους και έρχεται το 1997 μετά Χριστόν, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος και δηλώνει, ότι «η Τουρκία  έχει ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίον», αυτό σημαίνει, ότι ο κυβερνών δεν υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα και δεν εκφράζει τον κοινό ελληνικό νου. Άλλο παράδειγμα. Όταν ο κοινός ελληνικός νους έχει διδαχθεί, ότι ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Έλλην και ότι διετέλεσε ο μέγιστος σπορεύς του ελληνικού πνεύματος στον τότε γνωστό κόσμο και έρχεται σήμερα ο εκπρόσωπός μας στην Ευρώπη και δέχεται εν ονόματι της πραγματιστικής πολιτικής όλα τα αλλοτρίων συμφερόντων ψηφίσμα­τα υπέρ του μορφώματος των Σκοπίων και εις βάρος ολοκλήρου της ιστορικής υποστάσεως του ελληνικού έθνους, τότε ο κοινός νούς αισθάνεται προδομένος. Παραγκωνισμένος. Εξαπατημένος. Αυτός ο «ευρω­παίος» εκπρόσωπος του κοινού ελληνικού νοός ως φαίνεται ήδη έχει υπαχθεί σε μία άλλη τάξη με χαρακτήρα παγκοσμιοποιημένο ή και ειδικώτερα πανευρωπαϊκό, που απέχει έτη φωτός από την συστατική δομή της ελληνικής ψυχής, η οποία όπως ομο­λογείται εκφράζεται από τον κοινό ελληνικό νου και όχι από τον παχυλά αμειβόμενο αντιπρόσωπό του.

Τέλος, όταν ο κυβερνών με τα εκδιδόμενα σχολικά βιβλία επιδιώκει να αλ­λοιώ­σει την εθνική των Ελλήνων Ιστορία, τούτο σημαίνει, ότι κάποια στιγμή θα αναγ­κασθεί να λογοδοτήσει στον υπό ηθική εξαχρείωση κοινό ελληνικό νού.

Τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα έστωσαν στην ερμηνεία και κρίση του κοινού ελληνικού νοός.

Ο κυβερνών νούς δεν καταδέχεται να ασχοληθεί μ’αυτά, παρά μόνον όταν διαβλέπει, ότι διακυβεύονται τα ατομικά του συμφέροντα.

Αφήστε μια απάντηση